James John Hill
Κώστας
Μόντης «Θέμα για διήγημα»
Τέσσερα ξιπόλητα παιδιά
ήρθαν να δουν τη μητέρα τους στο
Νοσοκομείο.
Είναι γύρω απ’ το κρεβάτι της.
Και δεν μιλούν.
Τι να πουν; Δεν ξέρουν τι να πουν.
Μιλά εκείνη. Μιλά διαρκώς εκείνη.
Και τα ρωτά και τα ρωτά
χωρίς να περιμένει απάντηση
και τους πασπατεύει τα κεφάλια.
Έπειτα τους δίνει τέσσερις καραμέλες
που της τις πρόσφερε χτες μια άλλη
άρρωστη
και τις φύλαξε
(Της είχε πει: «Μπορώ να πάρω
τέσσερις;»).
Όταν χτύπησε το κουδούνι τα παιδιά
έφυγαν,
τα δυο μεγάλα έσερναν τα δυο μικρά κι
έφυγαν.
Ξιπόλητα καθώς ήταν, σιωπηλά καθώς
ήταν,
έφυγαν σα γατάκια.
Μα δεν έφυγαν αμέσως απ’ το Νοσοκομείο,
έμειναν πολλή ώρα ακόμα στην αυλή.
Κι η μητέρα όλο και ρωτά τις νοσοκόμες
αν τα βλέπουν απ’ το μπαλκόνι,
όλο και ρωτά.
[Κώστας Μόντης, Συμπλήρωμα των Στιγμών,
Λευκωσία, 1960]
Ο Κώστας Μόντης αντλεί συχνά το υλικό
της ποίησής του από την καθημερινότητα κι από τις μικρές εκείνες στιγμές που,
αν και δεν αφορούν εντυπωσιακά ή σημαντικά κατορθώματα, εμπεριέχουν, εντούτοις,
τον ηρωισμό και το μεγαλείο των απλών ανθρώπων∙ των ανθρώπων της βιοπάλης και
της φτωχολογιάς, που δίνουν το δικό τους διαρκή και δύσκολο αγώνα, φανερώνοντας
εν τέλει πως διαθέτουν τεράστια αποθέματα ψυχικού σθένους. Έτσι, αν οι «ήρωες»
των ποιημάτων του Μόντη είναι κάποτε ανώνυμοι και άσημοι, αυτό δεν σημαίνει πως
τα δικά τους επιτεύγματα -κι η επιβίωση υπό τις πλέον αντίξοες συνθήκες είναι
ένα από αυτά- έχουν λιγότερη αξία από τις πράξεις των μεγάλων ανδρών. Θα
πρέπει, άλλωστε, να καταστεί σαφές πως χωρίς την αυτοθυσία και την
καρτερικότητα των απλών ανθρώπων του λαού, δεν είναι εφικτό κανένα «μεγάλο»
έργο και κανένα ιστορικό κατόρθωμα.
Στο συγκεκριμένο ποίημα ο Μόντης
επιλέγει σκοπίμως τον τίτλο «Θέμα για διήγημα», καθώς ό,τι μας παρουσιάζει
είναι επί της ουσίας ένα αφηγηματικό στιγμιότυπο, το οποίο αν αποκτούσε όλες
τις αναγκαίες λεπτομέρειες για την πληρέστερη κατανόηση της κατάστασης του
ηρωικού προσώπου -της νοσηλευόμενης μητέρας-, θα μπορούσε ν’ αναπτυχθεί σ’ ένα
συγκινητικό διήγημα. Ο Μόντης, ωστόσο, επιλέγει την ποιητική φόρμα για τη μικρή
αυτή ιστορία, αντιλαμβανόμενος, προφανώς, πως καμία άλλη πληροφορία δεν είναι
αναγκαία για να αποδοθεί αυτό που έχει τη μεγαλύτερη σημασία∙ η απόλυτη,
δηλαδή, αφοσίωση της μητέρας στα παιδιά της.
«Τέσσερα ξιπόλητα παιδιά
ήρθαν να δουν τη μητέρα τους στο
Νοσοκομείο.
Είναι γύρω απ’ το κρεβάτι της.
Και δεν μιλούν.
Τι να πουν; Δεν ξέρουν τι να πουν.»
Η αρχική κιόλας εικόνα του ποιήματος με
τα τέσσερα ξυπόλυτα παιδιά, μας παραπέμπει σε μια φτωχική πολύτεκνη οικογένεια,
για την οποία η ασθένεια της μητέρας -ιδίως αν απειλεί τη ζωή της- είναι ένα
βαρύτατο πλήγμα, καθώς δεν υπάρχει κανείς να μεριμνήσει για τη φροντίδα αυτών
των παιδιών.
Τα παιδιά στέκουν γύρω απ’ το κρεβάτι
της νοσηλευόμενης μητέρας τους, μα δεν μιλούν∙ δεν ξέρουν τι να πουν και πώς να
ερμηνεύσουν το γεγονός πως η πάντοτε παρούσα μητέρα τους βρίσκεται τώρα
καθηλωμένη σ’ αυτό το νοσοκομειακό κρεβάτι. Κι είναι η αδυναμία αυτή των
παιδιών να μιλήσουν και να εκφράσουν όσα σκέφτονται που δημιουργεί τη δυσοίωνη
αίσθηση πως ίσως η ασθένεια της μητέρας να είναι σοβαρή. Ίσως ό,τι προκαλεί τη
σιωπή των παιδιών να είναι ο φόβος πως η μητέρα τους δεν πρόκειται να σηκωθεί
ξανά απ’ το κρεβάτι αυτό.
«Μιλά εκείνη. Μιλά διαρκώς εκείνη.
Και τα ρωτά και τα ρωτά
χωρίς να περιμένει απάντηση
και τους πασπατεύει τα κεφάλια.»
Η μητέρα, πάντως, των παιδιών δεν
αφήνει τη σιωπή τους αυτή να τραπεί σε αμηχανία, αφού έχει, ούτως ή άλλως, η ίδια
τόσα να τους ρωτήσει, για το πώς περνούν, για το αν προσέχουν, για πλείστες
τόσες λεπτομέρειες που θέλει μια μητέρα να γνωρίζει για την καθημερινότητα των
παιδιών της. Κι όλο τα ρωτά και τα ρωτά, χωρίς καθόλου να την προβληματίζει ή
να την αποθαρρύνει η έλλειψη απαντήσεων, αφού πολύ περισσότερο κι από τις
όποιες απαντήσεις εκείνο που την ενδιαφέρει είναι να χορτάσει τα πρόσωπά τους∙
να τα δει και να τ’ αγγίξει. Τους πασπατεύει, έτσι, συνεχώς τα κεφάλια, σαν να
μπορούσε μέσα από αυτό το χάδι να τους περάσει όλη την αγάπη και την έγνοια
της∙ σαν να μπορούσε με αυτό το άγγιγμα να τους απαλύνει κάθε φόβο κι ανησυχία,
διαβεβαιώνοντάς τους πως εκείνη -ό,τι κι αν συμβεί- θα είναι πάντοτε πλάι τους.
Η μητέρα είναι, προφανώς, καιρό μέσα
στο νοσοκομείο γι’ αυτό κι η θέλησή της να λάβει ό,τι περισσότερο μπορεί απ’
την όψη και την παρουσία των παιδιών της, εκδηλώνεται με τόσο έντονο τρόπο. Της
λείπουν πολύ, κι η έλλειψη αυτή γίνεται ένα με την ανησυχία της για την υγεία
τους και για το πώς καλύπτουν τις ανάγκες τους, γι’ αυτό κι οι ερωτήσεις της
συνοδεύονται από αλλεπάλληλα χάδια στο κεφάλι τους.
«Έπειτα τους δίνει τέσσερις καραμέλες
που της τις πρόσφερε χτες μια άλλη
άρρωστη
και τις φύλαξε
(Της είχε πει: «Μπορώ να πάρω
τέσσερις;»).»
Η φτωχή μητέρα, παρά το γεγονός πως δεν
μπορεί πια να προσφέρει την παρουσία της και τη φροντίδα της στα παιδιά της,
δεν παύει στιγμή να τα σκέφτεται και να βάζει τις δικές τους πιθανές ανάγκες
πάνω απ’ τις δικές της. Έτσι, όταν μια άλλη άρρωστη της προσφέρει καραμέλες, η
πρώτη της σκέψη είναι να πάρει για τα παιδιά της, κι όχι για εκείνη. Κι αν οι
καραμέλες μοιάζουν ίσως σαν κάτι το ασήμαντο, για τη φτωχή εκείνη μητέρα είναι
-όσο μηδαμινό-, τουλάχιστον κάτι που μπορεί να δώσει στα παιδιά της, για να
τους δείξει, με τη συμβολική αυτή κίνηση, πως πάντοτε η σκέψη της βρίσκεται
κοντά τους.
Η μητέρα αυτή ακόμη και τη στιγμή της
ασθένειάς της, διόλου δεν σκέφτεται τον εαυτό της∙ μόνη της έγνοια και ανησυχία
είναι τα παιδιά της. Το τι θα συμβεί στην ίδια θα την απασχολεί, το δίχως άλλο,
σε σχέση κυρίως με το τι θα απογίνουν τα μικρά της, αν η ίδια δεν μπορέσει να
επιστρέψει κοντά τους.
«Όταν χτύπησε το κουδούνι τα παιδιά
έφυγαν,
τα δυο μεγάλα έσερναν τα δυο μικρά κι
έφυγαν.
Ξιπόλητα καθώς ήταν, σιωπηλά καθώς
ήταν,
έφυγαν σα γατάκια.»
Το κουδούνι που σηματοδοτεί το πέρας
του επισκεπτηρίου, αναγκάζει τα παιδιά να διακόψουν τη σύντομη αυτή επίσκεψη
στη μητέρα τους και να φύγουν. Τα μεγαλύτερα, μάλιστα, αναγκάζονται να σύρουν
τα δύο μικρότερα, που προφανώς δεν ήθελαν να την αποχωριστούν τόσο γρήγορα. Εντούτοις,
έτσι ξυπόλυτα που ήταν κι έτσι σιωπηλά που ήταν, έφυγαν χωρίς ν’ ακούγονται,
σαν γατάκια που κινούνται αργά κι αθόρυβα.
«Μα δεν έφυγαν αμέσως απ’ το
Νοσοκομείο,
έμειναν πολλή ώρα ακόμα στην αυλή.
Κι η μητέρα όλο και ρωτά τις νοσοκόμες
αν τα βλέπουν απ’ το μπαλκόνι,
όλο και ρωτά.»
Τα παιδιά, βέβαια, αν και αναγκάστηκαν
να φύγουν απ’ το δωμάτιο της μητέρας τους, δεν έφυγαν αμέσως απ’ το νοσοκομείο.
Παρέμειναν για ώρα στην αυλή, έστω κι αν δεν μπορούσαν να τη βλέπουν,
εκφράζοντας μ’ αυτό τον τρόπο την αγάπη τους για εκείνη και φανερώνοντας πως
δίχως εκείνη ένιωθαν σαν χαμένα. Δεν είχαν, άλλωστε, λόγο να θέλουν να
επιστρέψουν στο σπίτι τους, αφού χωρίς την παρουσία της μητέρας τους, το σπίτι
τους δεν μπορούσε να είναι πια το ίδιο. Έμειναν, λοιπόν, για πολλή ώρα στην
αυλή, για να νιώθουν πως βρίσκονται έστω όσο πιο κοντά γινόταν στη μητέρα τους.
Κι εκείνη που δεν ήταν καν σε θέση να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι της,
ρωτούσε ξανά και ξανά τις νοσοκόμες, αν τα έβλεπαν απ’ το μπαλκόνι κι αν ήταν
ακόμη εκεί.