Oliver Charles
Κώστας
Στεργιόπουλος «Ο άγνωστος»
Στα σκοτεινά έγκατά μας
κατοικεί κάποιος που το κλειδί κρατάει
της ύπαρξής μας,
χαμένος πάντα, μοναχός κι
ανεξιχνίαστος,
με μνήμη πιο παλιά απ’ τον κόσμο,
φορτωμένος
με τις πληγές μας όλες και τις τύψεις
μας.
Θλιμμένος περιπαιχτικός ή και
χαρούμενος,
αόρατος μας κυβερνά·
δέχεται απ’ έξω τον αντίχτυπο
και δίνει την απάντηση.
Τα παρελθόντα μάς θυμίζει
και τα μέλλοντα μας προμυνά.
Κάποτε, ωστόσο, μας αφήνει
ανυποψίαστους.
Κι εκεί που ανίδεοι σχεδιάζουμε νέες
εξορμήσεις,
εκείνος γέρνει πια κατάκοπος, έχει
νυστάξει
κι είν’ έτοιμος ν’ αποδημήσει,
αδιαφορώντας
για τα δικά μας τα εφήμερα επίγεια
σχέδια.
[Η οχιά και το φως (1960)]
Ο Κώστας Στεργιόπουλος με το ποίημα «Ο
άγνωστος» μας υπενθυμίζει την ύπαρξη του μη συνειδητού μέρους του εαυτού μας,
που διατηρεί μέσα του ακέραιες όλες τις μνήμες μας, δυσάρεστες και μη, μα κι
όλα εκείνα τα αισθήματα ενοχής, που πασχίζουμε τόσο να τα καταπνίξουμε. Μας
υπενθυμίζει την ύπαρξη του ασυνείδητου μέρους του εαυτού μας, που έχει στη
διάθεσή του την πιο καθαρή εικόνα της υπόστασής μας, αφού είναι σε θέση να
αντικρίζει το ποιοι είμαστε χωρίς αυταπάτες και χωρίς απόπειρες ωραιοποίησης
και εξομάλυνσης των λιγότερο αποδεκτών πτυχών της ταυτότητάς μας.
Στα σκοτεινά έγκατά μας
κατοικεί κάποιος που το κλειδί κρατάει
της ύπαρξής μας,
χαμένος πάντα, μοναχός κι
ανεξιχνίαστος,
με μνήμη πιο παλιά απ’ τον κόσμο,
φορτωμένος
με τις πληγές μας όλες και τις τύψεις
μας.
Ο «άγνωστος» που κατοικεί μέσα μας
είναι το απρόσιτο εκείνο μέρος του εαυτού μας που μένει ανεπηρέαστο από τις
συνειδητές μας προσπάθειες να ορίσουμε και να διαμορφώσουμε την προσωπικότητά
μας. Είναι το κομμάτι του εαυτού μας που παραμένει επίμονα αδιευκρίνιστο και
ακατανόητο ακόμη και σ’ εμάς τους ίδιους, και το οποίο αντλεί τη δική του
ταυτότητα από το σύνολο των εμπειριών μας. Κάθε μας βίωμα, από την πρώτη κιόλας
στιγμή της ύπαρξής μας, κάθε μας πράξη, όσο ατυχής, ανήθικη ή και σκληρή, που
απωθήσαμε και τη θεωρούμε πια ξεχασμένη, μα και κάθε επώδυνο πλήγμα που έχουμε
δεχτεί, έστω κι αν εμείς δεν το θυμόμαστε πια, βρίσκονται όλα εγγεγραμμένα σε
αυτό το άγνωστο μέρος του εαυτού μας.
Ό,τι μας πόνεσε και θα μπορούσε να μας
συντρίψει, αν το διατηρούσαμε στη μνήμη μας∙ κάθε μας λάθος, που θα μπορούσαν
οι τύψεις μας γι’ αυτό να μας ταλαιπωρούν για χρόνια, αν δεν το είχαμε -όπως
νομίζουμε τουλάχιστον- απωθήσει πλήρως∙ κι ακόμη περισσότερο, κάθε πληγή και
κάθε τραύμα των ανθρώπων που μας γέννησαν και των προγόνων μας, που έφτασε σε
μας ως γενετική οδηγία, εμπεριέχονται όλα στο μέρος αυτό του εαυτού μας, το
οποίο, αν και δεν του επιτρέπουμε να εξωτερικεύει με σαφή τρόπο όσα γνωρίζει
και νιώθει, ελέγχει εντούτοις την ίδια μας την ύπαρξη. Επηρεάζει κατά τρόπο
ασυνείδητο τις αποφάσεις, τις αντιδράσεις και τις επιθυμίες μας, και προσδίδει
στο χαρακτήρα μας τις ποιότητες εκείνες που αδυνατούμε συχνά να τις
κατανοήσουμε ή ακόμη και να τις αποδεχτούμε.
Η συνειδητή μας προσπάθεια να
διαμορφώσουμε μια προσωπικότητα με όσο γίνεται λιγότερα ελαττώματα και ελλείψεις,
υπονομεύεται συνήθως από το «άγνωστο» αυτό κομμάτι του εαυτού μας, που
βρίσκεται εντελώς έξω από τον έλεγχό μας, ακριβώς γιατί αγνοούμε την πραγματική
του ταυτότητα. Πρόκειται για το δομικό μέρος της ψυχής που αντιστοιχεί σε
σημαντικό βαθμό στο Εκείνο (id),
σύμφωνα με τη γνωστή θεωρία του Freud.
Θλιμμένος περιπαιχτικός ή και
χαρούμενος,
αόρατος μας κυβερνά∙
δέχεται απ’ έξω τον αντίχτυπο
και δίνει την απάντηση.
Τα παρελθόντα μάς θυμίζει
και τα μέλλοντα μας προμυνά.
Ο άγνωστος αυτός που κατοικεί μέσα,
χωρίς οι ίδιοι να αναγνωρίζουμε ή να αντιλαμβανόμαστε πάντα την ύπαρξή του, έχει
τις δικές του συναισθηματικές διακυμάνσεις, που μας τις επιβάλλει, έστω κι αν
μοιάζουν σ’ εμάς ανεξήγητες ή και άκαιρες. Η δική του θλίψη, που μπορεί να
είναι γέννημα διαψεύσεων ή απογοητεύσεων απέναντι σε επιδιώξεις και επιθυμίες
που δεν εκφράστηκαν ποτέ συνειδητά, γίνεται αίφνης και δική μας θλίψη. Η δική
του περιπαιχτική διάθεση, που αψηφά κάθε κανόνα σωστής συμπεριφοράς και
παραγνωρίζει πλήρως τις τρέχουσες κοινωνικές συνθήκες, γίνεται, χωρίς καν να
μπορούμε να το ελέγξουμε, και δική μας. Μα κι η δική του χαρά, που μπορεί να
πηγάζει ακόμη κι από γεγονότα τα οποία δεν θα έπρεπε με βάση τη λογική ή και
την ηθική να μας χαροποιούν, μεταδίδεται ακέραιη και σ’ εμάς.
Το απρόσιτο σ’ εμάς μέρος του εαυτού
μας γίνεται αποδέκτης των εξωτερικών γεγονότων και μας προσφέρει τη δική του
απόκριση, η οποία, αν και δεν εκδηλώνεται πάντοτε με σαφή τρόπο, είναι, ωστόσο,
εξαιρετικά σημαντική, διότι φανερώνει μια βαθύτερη κατανόηση απ’ αυτή που
μπορεί να επιτύχει το συνειδητό μέρος του εαυτού μας. Με την αιφνίδια ανάκληση
αναμνήσεων, που θεωρούσαμε για πάντα ξεχασμένες, με όνειρα ή και με ξαφνικές
συνειδητοποιήσεις, που μοιάζουν με έγκυρες προβλέψεις των όσων έρχονται, ο
«άγνωστος» μέσα μας εξωτερικεύει τα δικά του συμπεράσματα και τις δικές του
ερμηνείες, που είναι κατά πολύ εγκυρότερες από τις δικές μας, διότι βασίζονται
σ’ ένα πλήθος πληροφοριών που δεν είναι προσιτό στον συνειδητό μας εαυτό.
Ο άγνωστος μέσα μας κατανοεί και
ερμηνεύει καλύτερα την πραγματικότητα, αφενός γιατί θυμάται και γνωρίζει όλα
όσα μας έχουν ήδη συμβεί κι αφετέρου διότι δεν πέφτει θύμα της ωραιοποίησης με
την οποία ο συνειδητός μας εαυτός αντικρίζει τόσο τη δική του υπόσταση όσο και
τα γεγονότα που τον αφορούν. Ο άγνωστος μέσα μας δεν επιχειρεί να πλάσει μια
εξιδανικευμένη εικόνα του εαυτού μας, όπως αυτή που πασχίζουμε συνειδητά να
περάσουμε εμείς στους άλλους, ούτε εθελοτυφλεί απέναντι σε όσα εμείς επιλέγουμε
να παραγνωρίσουμε επειδή δεν «ταιριάζουν» με την εικόνα της πραγματικότητας που
εξυπηρετεί καλύτερα τις αυταπάτες μας. Ο άγνωστος μέσα μας γνωρίζει ακριβώς
ποιοι είμαστε και ποιες είναι οι δυνατότητές μας, γι’ αυτό και δεν εκπλήσσεται
από τις όποιες μας αποτυχίες, αφού του ήταν ήδη γνωστό πως επιχειρούσαμε κάτι
τελείως έξω από τις δυνάμεις μας. Κι αντιστοίχως, αντιλαμβάνεται και
«προβλέπει» πολύ νωρίτερα τις όποιες αρνητικές εξελίξεις, ακριβώς γιατί δεν
διστάζει να υπολογίσει την πορεία των πραγμάτων με βάση τις πραγματικές -κι όχι
τις επιθυμητές- συνθήκες.
Ο άγνωστος μέσα μας δεν φοβάται να
αντικρίσει όλο το εύρος των ελλείψεων και των ελαττωμάτων μας, ούτε του είναι
τόσο δύσκολο, όσο σ’ εμάς, ν’ αποδεχτεί το αρνητικό εις βάρος μας κλίμα και τις
πραγματικές προθέσεις των άλλων. Έτσι, τη στιγμή που ο συνειδητός μας εαυτός
βαδίζει προς την ήττα και την απογοήτευση, βασιζόμενος σε αυταπάτες και σε μια
ανεδαφική εκτίμηση της κατάστασης, ο άγνωστος μέσα μας γνωρίζει εκ των προτέρων
το ατυχές αποτέλεσμα.
Κάποτε, ωστόσο, μας αφήνει
ανυποψίαστους.
Κι εκεί που ανίδεοι σχεδιάζουμε νέες
εξορμήσεις,
εκείνος γέρνει πια κατάκοπος, έχει
νυστάξει
κι είν’ έτοιμος ν’ αποδημήσει,
αδιαφορώντας
για τα δικά μας τα εφήμερα επίγεια
σχέδια.
Κι ενώ ο άγνωστος μέσα μας επιχειρεί
συχνά να μας προειδοποιήσει πως έχουμε κατανοήσει λανθασμένα την πραγματικότητα
και πασχίζει να εξωτερικεύσει τη δική του γνώση, για να μας προφυλάξει από μια
νέα απογοήτευση, δεν κάνει το ίδιο, όταν αισθάνεται πως έχει έρθει πια η ώρα ν’
αποχωρήσει. Χωρίς κανένα προειδοποιητικό σημάδι και με πλήρη αδιαφορία για το
πλήθος των δικών μας σχεδίων, ο άγνωστος μέσα μας αποφασίζει κάποια στιγμή να
εγκαταλείψει το συνεχή αγώνα που δίνει και να τερματίσει την ύπαρξή μας.
Παρά το γεγονός ότι δεν έχει ποτέ τον έλεγχο του συνειδητού εαυτού μας
και αδυνατεί να εξωτερικεύσει με πλήρη σαφήνεια τα δικά του θέλω και τις δικές
του πηγές ευχαρίστησης, ο άγνωστος μέσα μας είναι αυτός που ελέγχει τη θέλησή
μας για ζωή. Έτσι, ακόμη και όταν ο συνειδητός μας εαυτός συνεχίζει να κάνει
σχέδια για το μέλλον και να παρουσιάζει προς τα έξω την εικόνα ενός ανθρώπου
που έχει ακόμη πολλά να κάνει και να ζήσει, είναι ο άγνωστος μέσα μας που
καθορίζει πραγματικά το αν μας έχει απομείνει άλλη διάθεση για ζωή ή όχι. Κι
είναι απολύτως δική του η απόφαση για το πότε θα εγκαταλείψει τον αγώνα,
εξαντλημένος πια απ’ την προσπάθεια, έστω κι αν εμείς σε συνειδητό επίπεδο δεν
έχουμε αντιληφθεί ή δεν έχουμε αποδεχτεί το τι πραγματικά συμβαίνει.