Tigran Ghulyan
Κώστας Ταχτσής «Τα ρέστα»
Το διήγημα «Τα ρέστα», αντλημένο
από την ομώνυμη συλλογή, είναι ένα από τα αυτοβιογραφικά κείμενα του συγγραφέα,
στο οποίο γίνεται εμφανής η προσπάθειά του να βρει μια ισορροπία με τους
δαίμονες του παρελθόντος.
Βασισμένο στις αναμνήσεις του
συγγραφέα από τα πρώτα παιδικά του χρόνια που τα πέρασε στη Θεσσαλονίκη κοντά
στη μητέρα του -στα επτά του χρόνια θα μεταβεί στην Αθήνα και θα μείνει με τη
γιαγιά του-, το διήγημα αποτελεί μια επίπονη για το συγγραφέα επιστροφή στο
κλίμα αβεβαιότητας που χαρακτήριζε τη συμβίωση με τη μητέρα του.
- «Έφτυσα! Αλίμονό σου αν
χαζέψεις πάλι στο δρόμο!»
Δεν έφτυνε ποτέ στ’ αλήθεια, μόνο
με λόγια, μα το νόημα της απειλής ήταν καθαρό: Έπρεπε νάχεις γυρίσει πίσω πριν
στεγνώσει το σάλιο.
Το πόσο γρήγορα στεγνώνει το
σάλιο το καθόριζε εκείνη σύμφωνα με τις περιστάσεις, σύμφωνα με το κέφι της.
Ο συγγραφέας επιλέγει να
ξεκινήσει το διήγημά του με μιαν απειλή της μητέρας, με μιαν απειλή που του
προκαλούσε τρόμο, καθώς συχνά λάμβανε την πραγμάτωσή της με τη μορφή
ξυλοδαρμού. Η επιλογή αυτής της εισαγωγής καθιστά σαφές εξαρχής το κλίμα φόβου
μέσα στο οποίο πέρασε τα πρώτα του χρόνια, αλλά και την πρόθεσή του να μιλήσει
κατά κύριο λόγο για τη μητέρα του.
Εκεί που θα έπρεπε να υπάρχει
περίσσια αγάπη, το παιδί συναντά βιαιότητα και υπέρμετρη αυστηρότητα, η οποία
μάλιστα δε βασιζόταν σε κάποιους ορισμένους κανόνες. Η μητέρα, ανάλογα με τη
διάθεσή της, αποφάσιζε αν θα το χτυπήσει ή όχι, με αποτέλεσμα το μικρό παιδί να
μην είναι ποτέ σίγουρο για το τι πρέπει να κάνει.
«Άλλοτε, γύριζες απ’ το θέλημα
που σ’ είχε στείλει να της κάνεις και, στ’ αντίκρισμα του σπιτιού απ’ τη γωνιά
του δρόμου, σ’ έπιανε τρεμούλα, κάτι έσπαγε μέσα σου, λυνόντουσαν τα γόνατά
σου, αντί να πάν’ μπροστά, τα πόδια σου πήγαιναν πλάγια, πίσω, μπροστά, πλάγια,
πίσω...»
Η αυστηρότητα της μητέρας,
αποτέλεσμα βέβαια της εχθρότητας που αισθανόταν για τον πατέρα του παιδιού της,
τον οποίο είχε χωρίσει, προκαλεί έντονο αίσθημα φόβου στο μικρό παιδί και
υπονομεύει εν τέλει την ποιότητα των συναισθημάτων του για εκείνη. Με πολύ
εκφραστικότητα ο συγγραφέας μας παρουσιάζει τον πρώιμο ψυχικό τραυματισμό του
από την αυταρχική μητέρα που στέκει αδιάφορη απέναντι στις αυξημένες ανάγκες
ενός παιδιού που έχει στερηθεί τη διαρκή πατρική παρουσία.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η
αφηγηματική προσέγγιση, μιας κι ο συγγραφέας επιλέγει να αφηγηθεί τα γεγονότα
εκείνων των χρόνων σε β΄ πρόσωπο∙
η επιλογή αυτή που κανονικά θα δημιουργούσε την εντύπωση πως μιλά σε κάποιον
άλλον, επί της ουσίας δίνει με μεγαλύτερη ενάργεια την τρυφερότητα και τη
συμπάθεια με την οποία ο ενήλικας συγγραφέας αντικρίζει τον παιδικό του εαυτό.
Έχοντας πλήρη εποπτεία τη συναισθηματικής του διαδρομής, ο ενήλικας συγγραφέας
αντικρίζει σχεδόν αποστασιοποιημένος τα βιώματα εκείνης της περιόδου, αλλά δεν
μπορεί παρά να αισθανθεί συμπόνια για το τρομαγμένο παιδί που ήταν κάποτε.
«Έμπαινες στο σπίτι τρέμοντας σαν
κατάδικος που πάει για εκτέλεση και, ξαφνικά, από την έκφραση του προσώπου της
καταλάβαινες πως το σάλιο δεν είχε στεγνώσει ακόμα και το στήθος σου φούσκωνε
μ’ ανακούφιση, και, γεμάτος αγάπη κι ευγνωμοσύνη, γεμάτος έκσταση μπροστά σ’
αυτό το θαύμα, την κοιτούσες, θάθελες να τρέξεις να τη φιλήσεις...»
Η μητέρα δεν αφήνει κανένα
περιθώριο ηρεμίας στην ψυχή του μικρού παιδιού, το οποίο ζει πάντοτε υπό την
απειλή μιας σκληρής τιμωρίας, χωρίς ποτέ να γνωρίζει στα σίγουρα αν έκανε ό,τι
του ζήτησε όσο γρήγορα έπρεπε ή αν τυχόν έκανε κάτι που δεν έπρεπε. Κάθε μικρή
του εμπειρία, κάθε του ξέχασμα στο δρόμο, συμβαίνει μέσα σ’ ένα επώδυνο κλίμα
ανασφάλειας, εφόσον γυρίζοντας στο σπίτι δε γνωρίζει ποτέ σε ποια διάθεση θα
βρίσκεται η μητέρα του. Έτσι, τις ελάχιστες φορές που εκείνη έχει κάπως
καλύτερη διάθεση και δε θέλει να τον τιμωρήσει, το παιδί πλημμυρίζεται απ’ όλα
εκείνα τα συναισθήματα αγάπης που αναγκάζεται διαρκώς να καταπιέζει μέσα του,
γιατί εκείνη με τη συμπεριφορά της δεν του επιτρέπει να τα εκδηλώσει.
«Καμιά φορά μάλιστα -αλλά σπάνια-
όταν ήταν στα κέφια της, όταν είχε έρθει αποβραδίς ο κύριος που της είχε
αγοράσει το μικροσκοπικό γραμμόφωνο από την Έκθεση, ή ο κύριος πούφερνε πάντα
τα μύδια και το κόκκινο χαβιάρι, τότε ξεχνούσε ακόμα και να φτύσει, κι όταν
γύριζες από το φούρνο αγκομαχώντας από το βάρος της φραντζόλας που σούχε πέσει
τρεις φορές στο δρόμο, όχι μόνο δε σε μάλωνε, μα σ’ έπαιρνε στην αγκαλιά της
και σούλεγε: -“Αχ, να χαρώ εγώ παιδί, που μεγάλωσε και μου κάνει δουλειές, τ’
αγοράκι μου το καλό, που όταν γεράσω, θα με παίρνει απ’ τον ίσκιο και θα με
βάζει στον ήλιο!”, και γελούσε με την καρδιά της.
Τι ωραία που ήταν η ζωή τέτοιες μέρες!»
Οι σπάνιες φορές (το επίρρημα τίθεται
σε παύλες ώστε να τονιστεί) που η μητέρα είχε καλή διάθεση, κι αυτό γιατί είχε
έρθει το βράδυ στο σπίτι κάποιος από τους εραστές της, τότε η ατμόσφαιρα στο
σπίτι άλλαζε δραματικά προς το καλύτερο, προσφέροντας στο μικρό παιδί την
ευτυχία εκείνη που θα έπρεπε να αποτελεί τον κανόνα κι όχι την εξαίρεση.
Οι νυχτερινοί επισκέπτες με τα
δώρα τους προς τη μητέρα αποτελούν ένα ακόμη δείγμα για την πλήρη αδιαφορία της
μητέρας απέναντι στο μικρό παιδί της. Μη έχοντας μια σταθερή σχέση ή έστω τη
διακριτικότητα να μη φέρνει διάφορους άντρες μέσα στο σπίτι, η μητέρα δεν
μπόρεσε να διασφαλίσει την παρουσία ενός σταθερού πατρικού προτύπου για το
μικρό αγόρι.
Η μικρή ηλικία, μάλιστα, του
παιδιού τονίζεται από την αδυναμία του να αντέξει το βάρος μιας φραντζόλας,
υποδεικνύοντας έτσι πως την περίοδο που η μητέρα του τού φερόταν με τόση
αυστηρότητα εκείνο ήταν ακόμη τόσο μικρό, που όχι μόνο δε μπορούσε να
κατανοήσει την αιτία της άσχημης συμπεριφοράς της, αλλά δεν είχε και τρόπο να
αποφύγει το βαθύ ψυχολογικό του τραυματισμό.
Ο συγγραφέας αφιερώνει ένα
σημαντικό μέρος του διηγήματος στην περιγραφή εκείνων των ελάχιστων ημερών που
η μητέρα του είχε τα κέφια της και του προσέφερε την αγάπη που τόσο είχε
ανάγκη. Ο ενθουσιασμός του μικρού παιδιού, όταν έβλεπε πως η μητέρα του δεν
είχε νεύρα και δεν είχε πρόθεση να τον δείρει, ήταν αναμενόμενα μεγάλος. Το
παιδί είχε τότε την ευκαιρία να πάρει μια γεύση από το πώς θα μπορούσε να είναι
η ζωή του, αν η μητέρα του δεν ήταν τόσο αυστηρή και τόσο βίαιη μαζί του.
Κρατά, λοιπόν, ως πολύτιμο απόκτημα τις μνήμες από εκείνες τις μέρες χαρές, κυρίως
γιατί αυτές αποτελούσαν την εξαίρεση σ’ έναν εν γένει άσχημο κανόνα.
«Μα ήταν κι άλλες μέρες, όλες
χειμωνιάτικες, όλες γεμάτες σύννεφα, που είχε τα μπουρίνια της, που κάπνιζε
συνεχώς σα φουγάρο, κι έτρωγε τα νύχια της, και τέτοιες μέρες, όχι μόνο δεν
έπρεπε να χαζέψεις στο δρόμο, μα ούτε στο σπίτι να παίξεις με τα χρυσά απ’ τα
τσιγάρα, ούτε να μιλήσεις.»
Η ζωή του αφηγητή διακρίνεται σε
μέρες που στέκει με αμφιβολία απέναντι στη μητέρα του μη μπορώντας να διακρίνει
τις διαθέσεις της και κατά πόσο σκόπευε να τον δείρει ή όχι∙ στις ελάχιστες μέρες που
εκείνη ήταν ευδιάθετη και σ’ εκείνες τις μαύρες μέρες που δεν υπήρχε καμία
αμφιβολία για τις διαθέσεις της, στις μέρες δηλαδή που ήταν τόσο εμφανής η οργή
της, ώστε το μικρό παιδί γνώριζε πως ό,τι κι αν έκανε εκείνη θα ξεσπούσε πάνω
του τη μανία της.
«Τέτοιες μέρες το καλύτερο ήταν
να μη σε στείλει έξω για θέλημα, γιατί ήξερες πως, όσο γρήγορα κι αν γύριζες
πίσω, το σάλιο είχε κιόλας στεγνώσει, κι αν δεν είχε στεγνώσει το σάλιο, είχες
ξεχάσει να πάρεις αλάτι...»
Τις μέρες εκείνες το παιδί ευχόταν
να μην το στείλει σε κάποιο θέλημα γιατί γνώριζε πως ό,τι κι αν έκανε εκείνη θα
έβρισκε μια αφορμή να το δείρει και να το τιμωρήσει. Το κλίμα αυτό του απόλυτου
φόβου, που καθηλώνει το παιδί και το αποτρέπει ακόμη κι από το πιο διακριτικό
και αθόρυβο παιχνίδι, συνιστά μια δυσβάσταχτη άσκηση ψυχολογικής βίας, που αφήνει
ανεξίτηλα τα σημάδια της στην ψυχή του. Το μικρό παιδί δέχεται συνδυαστικά τη
σωματική και την ψυχολογική βία, ωθώντας το να βρίσκεται διαρκώς σε κατάσταση
επιφυλακής, μήπως και προκαλέσει την οργή της μητέρας του∙ το θέτει επίσης σε μια
εναγώνια αναμονή για το πότε και με ποιο τρόπο θα ξεσπάσει ο θυμός της, που του
αφαιρεί κάθε αίσθηση ανεμελιάς και ηρεμίας, στοιχεία που πρέπει να
χαρακτηρίζουν τη ζωή κάθε παιδιού.
«... ή σ’ έβλεπαν να κρατάς κάτι
σφιχτά μέσα στη φούχτα σου, και σούλεγαν: - “Έλα να παλέψουμε και θα σ’ αφήσω
να με νικήσεις”, και σούκλεβαν τα ρέστα χωρίς να πάρεις είδηση, κι εκείνη, αντί
να βγει και να δείρει τα παιδιά, έδερν’ εσένα.
«Ήμαρτον μανούλα μου», φώναζες
μέσα απ’ τους λυγμούς σου, «ήμαρτον», δεν θα το ξανακάνω!», και προσπαθούσες να
κρυφτείς πίσω απ’ τη φούστα της, μα όσο της ξέφευγες, κι όσο περισσότερο
έκλαιγες, τόσο περισσότερο σκύλιαζε, δεν της άρεσε να κλαις, ούτε να παρακαλάς,
εννοούσε να δέχεσαι την τιμωρία σαν άντρας. – «Ή θα γίνεις άντρας και θα μάθεις
να μην κλαις», σούλεγε αφρίζοντας και χτυπώντας όπου έβρισκε, «ή θα σε σκοτώσω
από τώρα μια και καλή, να σε κλάψω και να σε ξεχάσω, άναντρους σαν τον
προκομμένο τον πατέρα σου δε χρειάζεται άλλους η κοινωνία – πες μου, θα γίνεις
άντρας;»
Τα ρέστα που έκλεψαν απ’ το μικρό
αφηγητή κάποια παιδιά, λαμβάνουν τελικά τόσο κεντρική θέση στις αναμνήσεις από
την παιδική του ηλικία, ώστε γίνονται ο τίτλος του διηγήματος. Το περιστατικό
αυτής της μικροκλοπής γίνεται αφορμή για ένα από τα πιο βίαια ξεσπάσματα της
μητέρας, η οποία όχι μόνο χτυπά με βία το μικρό παιδί, αλλά έχει την απαίτηση
να δεχτεί την τιμωρία του χωρίς κλάματα και χωρίς αντίσταση, όπως θα έπρεπε να
κάνει ένας άντρας∙ κι όλα
αυτά τα απαιτεί από ένα παιδί 5-7 ετών.
Το ακραίο ξέσπασμα της μητέρας
για την κλοπή ενός ασήμαντου ποσού, φανερώνει με επώδυνο για το παιδί τρόπο πως
η οργή που έχει μέσα της απευθύνεται στον «άναντρο» άντρα της, που δεν
κατόρθωσε να διασώσει τη σχέση τους και προτίμησε να φύγει από το σπίτι. Η
μητέρα εκδηλώνει όλο της το μένος στο μικρό παιδί ζητώντας του επίμονα να γίνει
άντρας και να μη μοιάσει στον πατέρα του. Η εμμονή της αυτή που εκφράζεται με
τρόπο που πληγώνει και στιγματίζει το μικρό παιδί θα λάβει στο μέλλον μιαν
παράδοξη απάντηση από το ενήλικο πια παιδί της, το οποίο όχι μόνο δε θα γίνει
άντρας -με την παραδοσιακή έννοια του όρου, μιας κι ο συγγραφέας υπήρξε
ομοφυλόφιλος- αλλά θα υιοθετήσει και μια θηλυκή περσόνα, προσφέροντας μάλιστα
τον έρωτά του σε άντρες επί πληρωμή.
Η μελλοντική εξέλιξη του
συγγραφέα, που δεν μπορεί παρά να έχει μια συσχέτιση με τα παιδικά αυτά βιώματα,
είναι η εκδίκησή του προς τη δεσποτική του μητέρα που δε θέλησε ποτέ να του
προσφέρει την άνευ όρων αγάπη της. Η διαρκής απαίτησή της να μη γίνει σαν τον
πατέρα του, δικαιώθηκε πάντως, αλλά με τρόπο που προφανώς δεν πληρούσε τις
προσδοκίες της.
«Αχ, βρε μάνα! Έχουν περάσει –
πόσα; Τριάντα χρόνια από τότε, κι ακόμα δεν έμαθα το μάθημά μου. Ακόμα δεν
έγινα άντρας, ακόμα χαζεύω στο δρόμο κοιτάζοντας τα παιδιά, ακόμα μου κλέβουν
οι αλήτες τα ρέστα. Κι αυτό είναι η μεγαλύτερη τιμωρία σου. Και δική μου τιμωρία
– που δεν κατάλαβα, όσο ήταν καιρός, τι υπέφερες τότε, και θέλησα να σ’
εκδικηθώ. Μα που να πάρει ο διάβολος, έπρεπε να τα βάζεις μαζί μου για να
ξεσπάς;»
Στο κλείσιμο του διηγήματος ο
συγγραφέας, επανερχόμενος στο παρόν της αφηγηματικής πράξης και στην αμιγώς
ενήλικη υπόστασή του, προχωρά σε μια απολογιστική αυτοκριτική και αναγνωρίζει
πως εν τέλει ποτέ του δε δικαίωσε τις προσδοκίες της μητέρας του. Η δήλωσή του
πως ακόμα δεν έγινε άντρας λειτουργεί ως μια έμμεση υποδήλωση της ομοφυλοφιλίας
του. Σε ό,τι επέμενε περισσότερο η μητέρα του, στην επιθυμία της να τον δει να
γίνεται άντρας -στη δική της βέβαια σκέψη ένας άντρας καλύτερος και πιο έντιμος
από τον πατέρα του- ο συγγραφέας προτάσσει την ομοφυλοφιλία του -έστω κι αν
αυτή δεν υπήρξε αναγκαία μια δική του επιλογή- ως τη διάψευση μέσω της οποίας τιμωρεί
την μητέρα του, αλλά κι εν τέλει το δικό του εαυτό. Η δική του τιμωρία
συνίσταται στο γεγονός πως δεν είχε καταλάβει εγκαίρως τα πραγματικά
συναισθήματα της μητέρας του, κάτι που θα τον είχε απαλλάξει από την ανάγκη να
την εκδικηθεί. Δεν είχε καταλάβει δηλαδή την πικρία που βίωνε, την απογοήτευσή
της από την τροπή που είχε πάρει η ζωή της και άρα το γεγονός πως η οργή που
έβγαζε στο παιδί της δεν ήταν παρά μια βίαιη έκφραση του θυμού που είχε για τον
άντρα της. Το παιδί στάθηκε το εξιλαστήριο θύμα ενός αποτυχημένου γάμου,
στάθηκε ο αθώος αποδέκτης ενός θυμού που δεν ήταν ποτέ πραγματικά προορισμένος
προς αυτό.
Με μια αλλαγή οπτικής ο
συγγραφέας αναγνωρίζει πως κι η μητέρα του περνούσε μια δύσκολη περίοδο στη ζωή
της και, ως ένα βαθμό, κατανοεί και δικαιολογεί τη συμπεριφορά της. Βέβαια, η
δικαιολόγηση αυτή δε φτάνει στο σημείο της πλήρους αθώωσης, καθώς η μητέρα
όφειλε να θέσει τη συναισθηματική ισορροπία του παιδιού της πάνω απ’ τη δική
της απογοήτευση. Η συμπεριφορά της υπήρξε σαφές δείγμα ανωριμότητας και
αδυναμίας να αντιληφθεί το πόσο σημαντικός ήταν ο αντίκτυπος των πράξεών της
στην ψυχή του παιδιού της.
Η μητέρα του συγγραφέα λειτουργεί
εδώ ως παράδειγμα προς αποφυγή, ως σήμα κινδύνου, προς όλους εκείνους τους
ανθρώπους που αποκτούν παιδιά, χωρίς να έχουν πλήρη συναίσθηση της σοβαρότητας
του ρόλου που αναλαμβάνουν. Αν ο γονιός είναι εκείνος που διαμορφώνει σε μεγάλο
βαθμό την προσωπικότητα και το είναι ενός ανθρώπου, τότε η μητέρα του
διηγήματος φύτεψε στην ψυχή του παιδιού το φόβο, την ανασφάλεια, την απόρριψη
και το «μίσος» προς το πρόσωπο που θα έπρεπε να συμβολίζει την αγάπη, την
αποδοχή και την ασφάλεια, προς τον ίδιο της τον εαυτό.
Ερωτήσεις σχολικού
1. Το διήγημα έχει μια «απατηλή απλότητα, που δεν είναι παρά
δραστικότατη αφαίρεση», γράφει ο ίδιος ο Ταχτσής στον Νάνο Βαλαωρίτη. Μπορείτε
να υποθέσετε ποια στοιχεία έχουν αφαιρεθεί ώστε η αφήγηση να γίνει δραστική;
Το διήγημα εστιάζει στη
συμπεριφορά της μητέρας και στον αντίκτυπο που έχει αυτή η συμπεριφορά στην
παιδική συνείδηση του αφηγητή. Ο αφηγητής, επομένως, αφαιρεί όλα εκείνα τα
στοιχεία που θα μπορούσαν να απομακρύνουν την προσοχή του αναγνώστη από το
πρόσωπο της μητέρας, έστω κι αν θα προσέφεραν κάποιες σημαντικές πληροφορίες
για την εξέλιξη της ζωής του.
Υπό αυτή την έννοια στο
συγκεκριμένο διήγημα απουσιάζει η μορφή του πατέρα, ο οποίος μνημονεύεται
παρεμπιπτόντως από τη μητέρα ως ένα άκρως αρνητικό πρότυπο. Έτσι, ο πατέρας, αν
και αποτελεί το δεύτερο σημαντικότερο πρόσωπο στη ζωή του αφηγητή, παραμένει
αφανής καθώς η δική του παρουσία θα υπονόμευε σημαντικά την προσπάθεια να
αναδειχθεί η συμπεριφορά της μητέρας.
Επίσης, δεν υπάρχουν αναφορές
στην πορεία που ακολούθησε η σχέση του συγγραφέα με τη μητέρα του, ιδίως μετά
την ενηλικίωσή του και την αποκάλυψη του σεξουαλικού του προσανατολισμού. Το
διήγημα παραμένει εστιασμένο στα πρώτα αυτά παιδικά χρόνια παρόλο που όταν
γράφεται έχουν περάσει ήδη τριάντα χρόνια από εκείνη την περίοδο και άρα ο
συγγραφέας θα μπορούσε να δώσει αρκετά στοιχεία για το πώς εξελίχθηκε η σχέση
του με την κάποτε δεσποτική μητέρα του.
Με την αφαίρεση των όσων
προηγήθηκαν, πώς και γιατί διαλύθηκε ο γάμος των γονιών του, του μέλλοντος, πώς
εξελίχθηκε η σχέση γιου-μητέρας, αλλά και την αφαίρεση κάποιων σημαντικών προσώπων
της οικογένειας, το διήγημα επικεντρώνεται στο μικρόκοσμο της μητέρας και του
αφηγητή και δίνει βαρύτητα στα γεγονότα εκείνα που φανερώνουν την ψυχολογική
κατάσταση και τα ακραία ξεσπάσματα της μητέρας.
2. Στο κείμενο κυριαρχεί η εικόνα της μητέρας. Ποια εντύπωση έχει
αφήσει τελικά στην ψυχή του γιου, άντρα πλέον τώρα, η συμπεριφορά της; Ο
αφηγητής τη δικαιώνει; Να τεκμηριώσετε την άποψή σας.
Ο συγγραφέας με την πάροδο
αρκετών χρόνων από τα βιώματα εκείνης της περιόδου κατανοεί το λόγο για τον οποίο
η μητέρα του είχε αυτή την αρνητική συμπεριφορά. Αντιλαμβάνεται τον πόνο που
αισθανόταν για την αποτυχία του γάμου της και συνειδητοποιεί πως εκείνος ήταν ο
ακούσιος αποδέκτης μιας οργής που είχε επί της ουσίας στόχο τον πατέρα του.
Εντούτοις, παρά τη συνειδητοποίηση αυτή δε φτάνει στο σημείο να την απαλλάξει
πλήρως από τις ευθύνες της για τον πόνο και τη δυστυχία που του προκάλεσε, όταν
εκείνος βρισκόταν ακόμη σε μια εξαιρετικά ευαίσθητη ηλικία.
Παρά τη διάθεσή του να
προσεγγίσει και να κατανοήσει τους ιδιαίτερους λόγους που είχαν γεμίσει τη
μητέρα του οργή και αδιαφορία, κρατά ακόμη στην ψυχή του το παράπονο για όλες
εκείνες τις δυστυχισμένες μέρες που έζησε κοντά της. Άλλωστε, όταν ο συγγραφέας
μπόρεσε να παραμερίσει τη δικαιολογημένη αγανάκτησή του και να δει τα πράγματα
από την οπτική της μητέρας του, η στάση και η συμπεριφορά της είχαν ήδη ασκήσει
καταλυτική επίδραση στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του.
3. Τα «ρέστα» είναι η αφόρμηση για τη νοσταλγία του αφηγητή. Ποια είναι
εκείνα τα περιστατικά της ζωής, στα οποία επιμένει;
Η επιστροφή του συγγραφέα στις
μνήμες του παρελθόντος εγκλωβίζεται στις σχέσεις του με την αυταρχική μητέρα
του. Στην αναζήτηση των πολύτιμων παιδικών αναμνήσεων, που θα περίμενε κανείς
πως θα ήταν γεμάτες αγάπη και γαλήνη, ο συγγραφέας βρίσκεται κατ’ ανάγκη
αντιμέτωπος με το κλίμα ανασφάλειας, το φόβο, τη βιαιότητα και την απόρριψη που
βίωνε κοντά στη μητέρα του. Έτσι, κοντά στις λίγες ευτυχισμένες ημέρες που είχε
όταν η μητέρα του ήταν ευδιάθετη, το μεγαλύτερο διάστημα της παιδικής του ζωής
κυλούσε σε μια επώδυνη κατάσταση φόβου, κι ως εκ τούτου το σημαντικότερο τμήμα
του διηγήματος καλύπτεται από περιστατικά όπου η μητέρα του ξεσπούσε πάνω του
την οργή και την απογοήτευσή της.
4. Πώς και που μεταβάλλεται η οπτική γωνία του αφηγητή;
Στο κλείσιμο του διηγήματος,
οπότε ο συγγραφέας με μια αποστροφή προς τη μητέρα του της απευθύνει το λόγο,
όχι ως παιδί πια αλλά ως ενήλικας, εμφανίζεται για πρώτη φορά να αντιλαμβάνεται
το λόγο της συμπεριφοράς της μητέρας του. Έτσι, ενώ ως παιδί δεχόταν την οργή
της, αισθανόμενος πως εν μέρει ήταν κι ο ίδιος υπεύθυνος για τα ξεσπάσματά της
ή έστω χωρίς να κατανοεί από που πήγαζε όλη αυτή η οργή, τώρα δείχνει να
κατανοεί και το δικό της πόνο και τη δική της απογοήτευση.
Όπως δηλώνει ο συγγραφέας κάποια
από τα πράγματα που έκανε και αισθάνθηκε ήταν αποτέλεσμα της αδυναμίας του να
καταλάβει εγκαίρως τους λόγους για τους οποίους η μητέρα του συμπεριφερόταν με
τόσο άσχημο τρόπο. Ωστόσο, παρόλο που πλέον έχει μεγαλύτερη κατανόηση για τη
στάση της, δε φτάνει στο σημείο να την απαλλάξει από τις ευθύνες που της
αναλογούν.