Presniakov Oleksandr
Λένα Καλλέργη «Σκαρί»
Το κορμί
πάντα μπαίνει
σε μανίκια στενά
σε φόδρες αλύγιστες
σε κουμπιά που κοντεύουν να σπάσουν.
Δεν χωρά
στα δοσμένα μεγέθη να πάλλεται
και γυμνό δεν μπορεί να πηγαίνει.
Έτσι λέει η ιστορία του.
Τι να το έντυνα
ώστε όταν φυσάει
να μην μένουν επάνω του
οι εποχές και τα κρίματα.
Κι όταν
βρέχει να στέκεται
να
θυμάται τη δίψα του
να
επιστρέφει στον ήλιο
με
ολάνθιστο δέρμα.
Δεν έχω παρά
ένα σώμα φωνή
όλο αλάτι στην άρθρωση.
Αν όμως είχα
ένα πανί.
Καλλέργη, Λ. (2016). Περισσεύει ένα
πλοίο, Αθήνα: Γαβριηλίδης.
Στο επίκεντρο του ποιήματος τίθενται οι
περιορισμοί που συνοδεύουν το ανθρώπινο σώμα είτε αυτοί σχετίζονται με την
κοινωνική του υπόσταση είτε με την ίδια του τη φύση. Η ελευθερία του
περιορίζεται από τις κοινωνικές συμβάσεις, αλλά κι αυτό με τη σειρά του θέτει
όρια στην επιθυμία του ανθρώπου να βιώνει μια διαρκή αίσθηση ελευθερίας και
ευδαιμονίας, αφού είναι δέσμιο της φθοράς και της κούρασης.
«Το κορμί
πάντα μπαίνει
σε μανίκια στενά
σε φόδρες αλύγιστες
σε κουμπιά που κοντεύουν να σπάσουν.»
Το ποιητικό υποκείμενο αντιμετωπίζει
την υποχρέωση που έχουν οι άνθρωποι να φορούν ρούχα ως πηγή καταπίεσης για το
κορμί, αφού πάντοτε το σώμα καταλήγει να μπαίνει σε ρούχα που το στενεύουν και
του προκαλούν ασφυξία. Τα μανίκια των ρούχων του έρχονται στενά κι οι φόδρες
των ενδυμάτων είναι αλύγιστες, μη επιτρέποντας στο σώμα να κινηθεί με πλήρη
ελευθερία. Πολύ συχνά, μάλιστα, τα ρούχα το σφίγγουν σε τέτοιο βαθμό, ώστε τα
κουμπιά τους μοιάζουν έτοιμα να σπάσουν. Το κορμί αδυνατεί, έτσι, να βρει την
ελευθερία κίνησης και ύπαρξης που του αναλογεί.
Η ενδυμασία δεν είναι ιδωμένη εδώ ως
μέσο προφύλαξης του σώματος από τα καιρικά φαινόμενα, μήτε ως εύλογα επιβεβλημένη
απόκρυψη της γύμνιας ως ένδειξη σεβασμού προς τους άλλους, αλλά και προς τον
ίδιο μας τον εαυτό. Ελέγχεται ως μέσο ανεπιθύμητου περιορισμού της ελευθερίας
που έχει ανάγκη το σώμα και αποτελεί σύμβολο των ευρύτερων περιορισμών που οφείλει να αποδεχτεί ένα άτομο προκειμένου να ενταχθεί σε ένα κοινωνικό σύνολο.
«Δεν χωρά
στα δοσμένα μεγέθη να πάλλεται
και γυμνό δεν μπορεί να πηγαίνει.
Έτσι λέει η ιστορία του.»
Το ανθρώπινο σώμα δεν βρίσκει μέσα στα ενδύματα
που του επιβάλλονται τον αναγκαίο για τη ζωτικότητά του χώρο, μα δεν έχει και
τη δυνατότητα να κινείται γυμνό. Έτσι, τουλάχιστον, έχει δείξει η ιστορία του. Το
κορμί αναγκάζεται, επομένως, να υποταχθεί στις κοινωνικώς επιβεβλημένες
συμβάσεις, έστω κι αν καταπιέζεται, αφού η γυμνότητά του δεν μπορεί να γίνει
αποδεκτή.
«Τι να το έντυνα
ώστε όταν φυσάει
να μην μένουν επάνω του
οι εποχές και τα κρίματα.»
Με τι θα μπορούσα να ντύσω το κορμί
μου, αναρωτιέται το ποιητικό υποκείμενο, ώστε όταν φυσάει να απομακρύνονται από
αυτό οι επιπτώσεις τόσο του χρόνου που περνά, όσο και των λαθών που διέπραξε
κατά το προηγούμενο διάστημα. Με το ερώτημα αυτό το ενδιαφέρον μετατοπίζεται
από τους περιορισμούς που επιβάλλει η κοινωνία στο κορμί, σ’ αυτούς που
προκύπτουν απ’ την ίδια του τη φύση. Το σώμα φθείρεται με το πέρασμα του
χρόνου, αλλά και εξαιτίας των λανθασμένων επιλογών του ατόμου. Κάθε κατάχρηση
και κάθε υπερβολή αφήνουν τα σημάδια τους στο σώμα, το οποίο δεν «ξεχνά» και
δεν «συγχωρεί» κανένα από τα συνήθη αμαρτήματα των ανθρώπων. Το κάπνισμα, το
αλκοόλ, η παρατεταμένη κούραση και κάθε άλλη υπερβολή που γίνεται στο όνομα της
ευχαρίστησης του ατόμου, έχουν τον δικό τους αντίκτυπο στο ευάλωτο ανθρώπινο
κορμί.
«Κι όταν βρέχει να στέκεται
να θυμάται τη δίψα του
να επιστρέφει στον ήλιο
με ολάνθιστο δέρμα.»
Η ποιήτρια θα ήθελε, συνάμα, να επαναφέρει
στο κορμί της την επίγνωση του πόσο άμεσα συνδεδεμένο είναι με τη φύση. Έτσι,
αντί να το καλύπτει με ρούχα που θα του παρέχουν προφύλαξη από τη βροχή, θα προτιμούσε
να βρει ένα τρόπο να του υπενθυμίζει τη δίψα του, ώστε κάθε φορά που βρέχει,
αυτό να στέκεται και να δέχεται τη ζωοποιό δύναμη του νερού. Η άμεση και άφοβη
επαφή με τη βροχή θα το ανανέωνε και θα του επέτρεπε να επιστρέφει κατόπιν στον
ήλιο με το δέρμα του δροσερό και ολάνθιστο. Η ποιήτρια δανείζεται εδώ μια ιδιότητα
διαρκούς ανανέωσης από τον κόσμο της φύσης, η οποία δεν μπορεί εντούτοις να
βρει εφαρμογή στο ανθρώπινο σώμα, υπό την έννοια πως η δική του πορεία είναι
μια πορεία φθοράς.
Η επιθυμία της ποιήτριας να αποκτήσει
το ανθρώπινο σώμα τη δυνατότητας μιας αέναης ανανέωσης είναι εξίσου ανέφικτη με
το ενδεχόμενο να βρεθεί ένας τρόπος να απαλλάσσεται αυτό από τη φθορά που του
προκαλούν ο χρόνος κι οι πιθανές καταχρήσεις ή λανθασμένες επιλογές. Το σώμα
παραμένει δέσμιο των δικών του περιορισμών που το θέλουν να ακολουθεί μια
πορεία φθοράς.
«Δεν έχω παρά
ένα σώμα φωνή
όλο αλάτι στην άρθρωση.»
Η ποιήτρια οδηγείται στην παραδοχή πως
παρά τις επιθυμίες της, το μόνο που έχει στη διάθεσή της είναι ένα σώμα έτοιμο
να διαμαρτυρηθεί για το καθετί⸱
ένα σώμα με τη δική του φωνή, που δεν παύει να της θυμίζει πόσο ευάλωτο είναι
στην πάροδο του χρόνου. Οι αρθρώσεις του είναι γεμάτες αλάτι (αρθρίτιδα),
γεγονός που της προκαλεί όχι μόνο συνεχείς ενοχλήσεις, αλλά και της υπενθυμίζει
πως δεν μπορεί να παραβλέψει, όσο κι αν το θέλει, τους φυσικούς περιορισμούς
του. Το κορμί δεν μπορεί να ανανεώνεται αέναα, μήτε να καταπονείται χωρίς
τίμημα.
«Αν όμως είχα
ένα πανί.»
Το ποιητικό υποκείμενο αναρωτιέται πόσο
διαφορετική θα ήταν η κατάσταση αν αντί για ένα θνητό κορμί διέθετε ένα πανί
που θα τη μετέτρεπε σ’ ένα καλοτάξιδο «σκαρί». Ένα πανί θα της έδινε την
απεριόριστη εκείνη ελευθερία που αποζητά και θα την απάλλασσε απ’ το πλήθος των
περιορισμών που της θέτει το ανθρώπινο κορμί της. Ένα πανί θα αποτελούσε το
μέσο για την πραγματοποίηση πολλών και συνεχών ταξιδιών, χωρίς να έχει να
αναλογιστεί την κούραση και την καταπόνηση του κορμιού της. Το πανί δεν θα
διαμαρτυρόταν, μήτε θα της θύμιζε πόσο φθοροποιό είναι το πέρασμα του χρόνου.
Θα την ταξίδευε αδιάκοπα, προσφέροντάς της νέες πρωτόγνωρες συγκινήσεις.
Με τους καταληκτικούς στίχους του
ποιήματος γίνεται παράλληλα αντιληπτό το νόημα του τίτλου που έχει επιλεχθεί
για το ποίημα. Η διττή έννοια που μπορεί να λάβει η λέξη «σκαρί», πλεούμενο,
αλλά κι η κατάσταση του ανθρώπινου σώματος, επιτρέπει στην ποιήτρια να
δημιουργήσει μια υποθετική σύνδεση μεταξύ των δύο. Το πέρασμα από το θνητό και
ευάλωτο σώμα σ’ ένα γερό κι ευκίνητο πλεούμενο θα μπορούσε να αποτελέσει την
απάντηση στην ανάγκη της ποιήτριας για περισσότερη ελευθερία, όπως και για μια
ύπαρξη που δεν θα βρίσκεται υπό τον έλεγχο του χρόνου και της φθοράς.
Ερμηνευτικό σχόλιο
Κύριο,
κατά τη γνώμη μου, θέμα του κειμένου είναι οι περιορισμοί που βιώνουν οι
άνθρωποι, τόσο στο πλαίσιο της κοινωνικής συμβίωσης όσο και εξαιτίας της ίδιας
τους της θνητότητας. Το ποιητικό υποκείμενο αναδεικνύει αρχικά την καταπιεστική
διάσταση των κοινωνικών περιορισμών μέσα από τη συμβολική τους
παρουσίαση ως στενών και αλύγιστων ρούχων που παγιδεύουν το ανθρώπινο σώμα («σε
μανίκια στενά / σε φόδρες αλύγιστες»). Παραδέχεται, ωστόσο, πως παρά την
καταπίεση που υφίσταται το ανθρώπινο κορμί, δεν έχει δυνατότητα επιλογής,
εφόσον δεν μπορεί να κινείται γυμνό και, κατ’ επέκταση, δεν μπορεί να υπάρχει
μακριά από τους άλλους ανθρώπους. Την ίδια στιγμή, βέβαια, οι άνθρωποι είναι
δέσμιοι και της ίδιας τους της φύσης, η οποία ακολουθεί μια αναπόφευκτη πορεία
φθοράς. Μια επίγνωση που γεννά στο ποιητικό υποκείμενο την επιθυμία ύπαρξης
κάποιου ιδιαίτερου ενδύματος χάρη στο οποίο να απαλλάσσεται το σώμα από τη
φθοροποιό επίδραση του χρόνου, αλλά και των λανθασμένων επιλογών του ίδιου του
ατόμου, όπως αυτό δηλώνεται με τη χρήση ρητορικού ερωτήματος «Τι να το
έντυνα… να μην μένουν επάνω του / οι εποχές και τα κρίματα». Με τη χρήση μεταφορικού λόγου, άλλωστε, εκφράζει
και την πρόσθετη επιθυμία μιας συνεχούς ανανέωσης του ανθρώπινου σώματος, όπως
αυτή συναντάται στη φύση («να θυμάται τη δίψα του / να επιστρέφει στον ήλιο /
με ολάνθιστο δέρμα»).
Οι
ανέφικτες αυτές επιθυμίες του ποιητικού υποκειμένου φανερώνουν το αναπόδραστο
αφενός του συμβιβασμού με τις κοινωνικές επιταγές και αφετέρου με το ευάλωτο
της ανθρώπινης φύσης. Έτσι, όσο κι αν μοιάζει επιθυμητή μια απόλυτη μορφή
ελευθερίας («Αν όμως είχα / ένα πανί»), δεν μπορεί επί της ουσίας να
υπάρξει.