Irina Sztukowski
1. Αλκίνοος Ιωαννίδης, Μικρή Βαλίτσα
Και πού να πας και πού να ‘ρθείς
και πού να επιστρέψεις,
που ‘ναι τα ξένα μακρινά
κι είν’ τα δικά μας ξένα
και πού να επιστρέψεις.
Μικρή βαλίτσα και βαριά,
γεμάτη πέτρα κι ήλιο,
είναι το εμπρός ανήλιαγο
κι είναι σκληρό το πίσω
και πού να σ’ ακουμπήσω.
Μικρή βαλίτσα κι αδειανή
κι ας μου ‘κοψε τα χέρια,
δε βρίσκω τόπο να σταθώ,
ματώνω να σ’ αφήσω,
λυγώ να σε κρατήσω.
Και πού να πάω και πού να ‘ρθώ
και πού να επιστρέψω,
που ‘ναι τα ξένα μακρινά
κι είν’ τα δικά μου ξένα
και πού να επιστρέψω.
Ερμηνευτικό σχόλιο
Να αναπτύξετε το, κύριο κατά τη γνώμη σας, θέμα του κειμένου, τεκμηριώνοντας την ερμηνευτική σας προσέγγιση με τρεις κειμενικούς δείκτες (150-200 λέξεις).
Κύριο, κατά τη γνώμη μου, θέμα του κειμένου αποτελεί το αγωνιώδες δίλημμα που καλούνται κάποτε να αντιμετωπίσουν οι άνθρωποι μεταξύ της μετανάστευσης ή της παραμονής στον τόπο τους. Η δυσκολία του διλήμματος αυτού διαφαίνεται από τα συνεχή ερωτήματα που θέτει το ποιητικό υποκείμενο στον εαυτό του: «Και πού να πάω και πού να ‘ρθώ / και πού να επιστρέψω». Όπως τονίζεται, άλλωστε, από τη διττή χρήση της λέξης «ξένα» ως ουσιαστικού («που ‘ναι τα ξένα μακρινά») και ως επιθέτου («κι είν’ τα δικά μου ξένα»), το ποιητικό υποκείμενο έχει να επιλέξει ανάμεσα στην απόσταση της ξενιτιάς και στην παραμονή στον τόπο του, ο οποίος όμως έχει τόσο αλλάξει ώστε να μοιάζει κι αυτός πια σαν ξένος. Αναγνωρίζει, συνάμα, πως όποια απόφαση κι αν πάρει, θα χρειαστεί να βιώσει κάποιου είδους απώλεια, διότι ακόμη κι αν ο τόπος του είναι «γεμάτος πέτρα» -αντιξοότητες και προβλήματα-, έχει ωστόσο σε αφθονία και τον ήλιο, που τόσο θα στερηθεί στα «ανήλιαγα» ξένα. Πρόκειται, άρα, για μια απόφαση εξαιρετικά επώδυνη, εφόσον καμιά επιλογή δεν μοιάζει εύκολη ή απόλυτα σωστή, όπως αυτό προκύπτει από τις συνεχείς αντιθέσεις σχετικά με το τι να κάνει τη μικρή βαλίτσα αυτού του ταξιδιού («ματώνω να σ’ αφήσω / λυγώ να σε κρατήσω»).
Η αγωνία και το δίλημμα αυτό ανάμεσα στις δυσκολίες της πατρίδας ή τους άγνωστους κινδύνους μιας ξένης χώρας έχει απασχολήσει και συνεχίζει να απασχολεί πολλούς ανθρώπους. Δεν λείπουν, άλλωστε, ποτέ οι παράγοντες εκείνοι που καθιστούν δυσχερή τη ζωή των ανθρώπων και τους φέρνουν αντιμέτωπους με την κρίσιμη επιλογή ανάμεσα στον συμβιβασμό ή την επιδίωξη μιας καλύτερης τύχης.
2. Λένα Καλλέργη, Ζώα συντροφιάς
Τα όχι και τα μη που έχω δεχτεί
σέρνονται πίσω μου με αόρατα λουριά.
Τα απαγορεύεται τραβούν τις αλυσίδες
δεξιά κι αριστερά.
Δεν ήθελα ποτέ μου κατοικίδιο
ούτε πουλάκι σε κλουβί, με πιάνουν κλάματα
ούτε μοναχικό χρυσόψαρο σε γυάλα.
Να τα ’στελνα σε φύση άγρια
που δεν υπάρχει πια
να γίνουν ναι και θέλω, τώρα κι επιτρέπεται
λύκοι σε αγέλες, τίγρεις σε πεδιάδες
κι ας με κατασπαράξουν τελικά
σε μια από τις ανέμελες, τις δίχως ζώα βόλτες
ή ας με γυρίσουν σπίτι στο θηρίο μου
τη μόνη ελευθερία.
Ερμηνευτικό σχόλιο
Ποιο, κατά τη γνώμη σας, είναι το κύριο θέμα του ποιήματος; Να τεκμηριώσετε την ερμηνευτική σας πρόταση αξιοποιώντας τρεις κειμενικούς δείκτες. (150-200 λέξεις)
Κύριο θέμα του ποιήματος, κατά τη γνώμη μου, αποτελεί η καταπιεστική ύπαρξη ποικίλων περιορισμών στη ζωή του ατόμου, με απώτερο αποτέλεσμα να αισθάνεται την ανάγκη μιας πλήρους απελευθέρωσης όποιο κι αν είναι το κόστος. Το θέμα αυτό αναδεικνύεται παραστατικά μέσω της προσωποποίησης των «όχι» και των «απαγορεύεται», τα οποία παρουσιάζονται να σέρνονται πίσω από το ποιητικό υποκείμενο, αλλά και να «τραβούν τις αλυσίδες» ελέγχοντας κάθε του κίνηση. Ο πιεστικός αυτός έλεγχος έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την προσωπικότητα της ποιητικής φωνής, η οποία όπως το δηλώνει με σχήμα επαναφοράς δεν θέλησε ποτέ να έχει υπό τον έλεγχό της «ούτε πουλάκι σε κλουβί», «ούτε μοναχικό χρυσόψαρο», εφόσον συναισθάνεται τον πόνο που τους προκαλεί η στέρηση της ελευθερίας τους («με πιάνουν κλάματα»). Θέληση της ποιητικής φωνής είναι να απελευθερώσει όλα τα όχι και τα απαγορεύεται σε μια φύση άγρια και ανεξέλεγκτη, ώστε αυτά «να γίνουν ναι και θέλω, τώρα κι επιτρέπεται», και να αποδεσμευτούν πλήρως, όπως αυτό δηλώνεται με τη χρήση μεταφορικού λόγου, αποκτώντας ελευθερία κίνησης και βούλησης ανάλογης με εκείνη που έχουν οι λύκοι και οι τίγρεις. Μια πράξη υψηλού κινδύνου, το κόστος της οποίας το ποιητικό υποκείμενο είναι πρόθυμο να αναλάβει («κι ας με κατασπαράξουν τελικά») στο όνομα της ατομικής ελευθερίας.
Η ύπαρξη των περιορισμών αποτελεί μια αναμφισβήτητη πραγματικότητα, η οποία, ωστόσο, παρά τη δυσαρέσκεια που προκαλεί στους ανθρώπους έχει προστατευτική λειτουργία, καθώς η έλλειψη ορίων μπορεί να ωθήσει το άτομο σε αυτοκαταστροφικές επιλογές. Συμφωνώ πως το άτομο έχει ανάγκη να αισθάνεται ελεύθερο, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν θα πρέπει να τίθενται ορισμένα όρια στη δράση του.
3. Στέλιος Γεράνης, Ο πυροβολισμός
Μιλούσαμε για όμορφα πράγματα κι είχαν αγάπη
όλες οι φωνές. Όχι, δεν ήταν το κρασί –
θα μπορούσα να πω πως ήμασταν από πριν
μεθυσμένοι. Ακόμα κι έναν άγνωστο – που κρυφάκουγε
είχε αρχίσει να τον τυλίγει η ζεστασιά μας.
Αν τον κερδίσουμε κι αυτόν – συλλογίστηκα
πρέπει αμέσως ν’ αρχίσει η λειτουργία. Λίγο ακόμα
και η αρμονία θα γέμιζε τη ζωή μας.
Έβλεπα τα μάτια τους έτοιμα να δεχτούνε
την αποκάλυψη
όταν
ακούστηκε στο δρόμο ο πρώτος πυροβολισμός
που μας τίναξε όλους
μέσα στον σπασμένο καθρέφτη.
Ερμηνευτικό σχόλιο
Ποιο θέμα, κατά τη γνώμη σας, προκύπτει από την αιφνίδια ανατροπή της αρμονικής κατάστασης που φαίνεται να διαμορφώνεται στην κοινωνία που παρουσιάζει ο ποιητής; Να τεκμηριώσετε την ερμηνευτική σας προσέγγιση με τρεις κειμενικούς δείκτες. (150-200 λέξεις)
Η αιφνίδια ανατροπή της υπό διαμόρφωση αρμονικής κατάστασης φανερώνει τη σημαντική δυσκολία, αν όχι το ανέφικτο, της επικράτησης μιας απόλυτα ειρηνικής και γαλήνιας περιόδου στις ανθρώπινες κοινωνίες. Η γεμάτη αγάπη και ομορφιά διάθεση που αρχίζει να διαμορφώνεται στο πλαίσιο της συντροφιάς του ποιητικού υποκειμένου, η οποία δεν είναι προϊόν μέθης, και, άρα, έλλειψης επαφής με την πραγματικότητα, όπως δηλώνεται με σχήμα άρσης και θέσης («Όχι, δεν ήταν το κρασί – … ήμασταν από πριν μεθυσμένοι») συνιστά φανέρωμα μιας -πρόσκαιρης έστω- αίσθησης ή ελπίδας του ποιητικού υποκειμένου πως θα μπορούσε να επεκταθεί και να αποκτήσει συλλογικές διαστάσεις. Αυτό, άλλωστε, επιχειρεί να τονίσει με τη χρήση μεταφορικού λόγου («είχε αρχίσει να τον τυλίγει η ζεστασιά μας»), όταν αναφέρεται στην επίδραση που ασκούν στον άγνωστο που τους κρυφακούει. Ωστόσο, παρά την αισιοδοξία του ποιητικού υποκειμένου πως οι άνθρωποι γύρω του είναι έτοιμοι να «δεχτούνε την αποκάλυψη», αρκεί μία και μόνο στιγμή, όπως αυτό εναργώς δηλώνεται με τον μονολεκτικό στίχο «όταν», ο οποίος διαχωρίζει και τυπογραφικά το ποίημα σε δύο διακριτά μέρη, για να καταρρεύσουν όλα. Με το που ακούγεται ο «πρώτος πυροβολισμός» η διαμορφωθείσα κατάσταση αρμονίας ανατρέπεται πλήρως και θρυμματίζεται («μέσα στον σπασμένο καθρέφτη»).
Είναι, θεωρώ, σαφές πως παρά το γεγονός ότι οι περισσότεροι άνθρωποι θα επιθυμούσαν να ζουν σε μια ειρηνική κοινωνία, στην οποία θα επικρατούν αισθήματα αλληλεγγύης και αγάπης, κάτι τέτοιο είναι πολύ δύσκολο. Αρκεί, άλλωστε, μια απλή «παραφωνία» για να διαλυθεί το κλίμα συναίνεσης και αρμονίας.
4. Βισουάβα Σιμπόρσκα, Αλυσίδες
Μια πολύ ζεστή μέρα, ένα σκυλόσπιτο κι ένας σκύλος δεμένος
εκεί με αλυσίδα.
Μερικά βήματα πιο πέρα ένα μπολάκι γεμάτο νερό.
Ας προσθέσουμε σ’ αυτή την εικόνα μία ακόμη λεπτομέρεια:
τις δικές μας, πολύ πιο μακριές
και λιγότερο ορατές αλυσίδες,
που μας επιτρέπουν ελεύθερα από δίπλα να περνάμε.
Ερμηνευτικό σχόλιο
Ποια, κατά τη γνώμη σας, είναι η επιδίωξη της ποιήτριας; Να τεκμηριώσετε την ερμηνευτική σας πρόταση αξιοποιώντας τους κατάλληλους κειμενικούς δείκτες. (150-200 λέξεις)
Η ποιήτρια επιχειρεί να αναδείξει την κατάσταση μερικής ανελευθερίας που βιώνουν οι άνθρωποι, έστω κι αν οι ίδιοι δεν έχουν πάντοτε επίγνωση του εύρους των σχετικών περιορισμών. Με την εικόνα του αλυσοδεμένου σκύλου εν μέσω μιας ζεστής μέρας, για τον οποίο μόνη πηγή παραμυθίας είναι ένα «μπολάκι γεμάτο νερό», η ποιήτρια αποδίδει εμφατικά μια κατάσταση εγκλωβισμού, η οποία κατά τρόπο αναλογικό αισθητοποιεί την πραγματικότητα της ζωή των ανθρώπων. Κοινό γνώρισμα, άλλωστε, ανάμεσα στον σκύλο και τους ανθρώπους αποτελούν οι «Αλυσίδες», όπως μας προϊδεάζει ως προς αυτό ο τίτλος του ποιήματος. Την ύπαρξη των αλυσίδων, που κρατούν δέσμιους και τους ανθρώπους, την επισημαίνει η ποιήτρια με σχήμα αντίθεσης, τονίζοντας πως οι αλυσίδες αυτές είναι «πολύ πιο μακριές», αλλά και «λιγότερο ορατές». Οι άνθρωποι, αν κι έχουν τη δυνατότητα να περνούν ελεύθερα δίπλα από τον δεμένο σκύλο, δεν είναι όντως ή απόλυτα ελεύθεροι, οι δικές τους αλυσίδες απλώς είναι πιο μακριές κι αυτό τους προσφέρει μια ψευδαίσθηση ανεξαρτησίας. Χρειάζεται, προφανώς, να επιχειρήσουν μια μεγαλύτερης έκτασης ή διαφορετικής υφής κίνηση, για να γίνουν αντιληπτά τα όρια των δικών τους αλυσίδων.
Προσωπικά συμφωνώ πως σε αρκετές περιπτώσεις η ελευθερία των ατόμων κινείται μέσα σε συγκεκριμένα όρια, εφόσον αφενός χρειάζεται να διασφαλιστεί η ελευθερία και των άλλων ανθρώπων κι αφετέρου τα ίδια τα άτομα τείνουν συχνά να αυτοπεριορίζονται μη μπορώντας να υπερνικήσουν προσωπικές τους ανασφάλειες ή φοβίες.
5. Βισουάβα Σιμπόρσκα, Επιστροφές
Επέστρεψε. Δεν είπε τίποτα.
Ήταν όμως φανερό πως κάτι τον είχε πληγώσει.
Ξάπλωσε με τα ρούχα του.
Έχωσε το κεφάλι του κάτω από την κουβέρτα.
Μάζεψε τα γόνατά του.
Είναι περίπου σαραντάρης, αλλά όχι αυτή τη στιγμή.
Υπάρχει – αλλά μόνο τόσο όσο στην κοιλιά της μάνας του,
οχυρωμένος πίσω από επτά τείχη δέρματος, στο προστατευτικό
σκοτάδι.
Αύριο θα δώσει διάλεξη για την ομοιόσταση
στη μεταγαλαξιακή αστροναυτική.
Προσώρας κουλουριάστηκε, αποκοιμήθηκε.
Βισουάβα Σιμπόρσκα, Η ζωή εδώ και τώρα
Ερμηνευτικό σχόλιο
Ποιο, κατά τη γνώμη σας, είναι το κύριο θέμα του κειμένου; Να τεκμηριώσετε την ερμηνευτική σας πρόταση με τρεις κειμενικούς δείκτες. (150-200 λέξεις)
Κύριο θέμα του κειμένου αποτελεί η ανάγκη συνειδητοποίησης της συναισθηματικής ευαισθησίας και του ευάλωτου που διακρίνουν όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους, εφόσον η ανθρώπινη φύση είναι κοινή για όλους. Το θέμα αυτό αναδεικνύεται από την ποιητική φωνή μέσα από την αφηγηματική παρουσίαση ενός σύντομου γεγονότος που αφορά έναν άνδρα μέσης ηλικίας. Ο σαραντάρης ήρωας, πληγωμένος από κάτι που δεν αποσαφηνίζεται, επιστρέφει στο σπίτι του και ξαπλώνει στο κρεβάτι σε εμβρυακή στάση, αναζητώντας την παραμυθία σε μια συμβολική επιστροφή στο απόλυτα ασφαλές περιβάλλον της μήτρας. Όπως υπονοείται ήδη από τον τίτλο του ποιήματος («Επιστροφές»), ο ψυχικός πόνος που βιώνει ο ήρωας τον ωθεί να επιστρέψει σε μια κατά πολύ προγενέστερη κατάσταση, ώστε «οχυρωμένος» πίσω από τα μεταφορικά «τείχη» του μητρικού δέρματος και το προστατευτικό σκοτάδι να αισθανθεί και πάλι προφυλαγμένος από τη σκληρότητα του έξω κόσμου. Η επισήμανση, μάλιστα, σχετικά με το υψηλό μορφωτικό του επίπεδο («Αύριο θα δώσει διάλεξη για την ομοιόσταση στη μεταγαλαξιακή αστροναυτική») έρχεται να τονίσει ακριβώς το γεγονός πως κανένας άνθρωπος δεν είναι άτρωτος απέναντι στα ψυχικά και συναισθηματικά τραύματα.
Η επιλογή ενός μορφωμένου ενήλικα άνδρα, για να παρουσιαστεί ο αντίκτυπος ενός συναισθηματικού τραύματος, μας υπενθυμίζει εύστοχα πως ανεξάρτητα από το φύλο, την ηλικία, το κοινωνικό ή μορφωτικό επίπεδο όλοι οι άνθρωποι βιώνουν τα ίδια συναισθήματα, τις ίδιες αγωνίες και τις ίδιες ψυχικές οδύνες.
6. Θανάσης Κωσταβάρας: Το ταξίδι
Που πάμε.
Που σπαταλάμε τα πιο ωραία μας λόγια· τα πιο γενναία μας όνειρα…
Κινάμε σαν τη φωτιά και σβήνουμε, σβήνουμε αργά δίχως ν’ αφή-
σουμε τίποτα.
Όταν μέσα μας κάποτε μούγκρισαν ποτάμια.
Όταν λουλούδισαν θάλασσες.
Όταν δάση φουρτούνιασαν, ξεκινώντας
για ταξίδια περ’ απ’ αυτά τα κλειστά βουνά.
Που πάμε.
Επιστρέφουμε.
Όλο και πιο αναπότρεπτα, όλο και πιο απελπισμένα
επιστρέφουμε.
Δίχως ως τώρα να ταξιδέψουμε.
Πουθενά.
Ερμηνευτικό σχόλιο
Να παρουσιάσετε το κύριο, κατά τη γνώμη σας, θέμα του ποιήματος, τεκμηριώνοντας την ερμηνευτική σας πρόταση με τρεις κειμενικούς δείκτες (150-200 λέξεις).
Κύριο, κατά τη γνώμη μου, θέμα του κειμένου αποτελεί η επίγνωση πως οι προσδοκίες που γεννά η νεανική ορμητικότητα δεν φτάνουν στην εκπλήρωσή τους, καθώς με την πάροδο του χρόνου χάνεται σταδιακά η δυναμικότητα του ατόμου. Το θέμα αυτό αναδεικνύεται με εμφατικό τρόπο μέσα από την αντίθεση («φωτιά», «σβήνουμε») που πλαισιώνει την παρομοίωση με την οποία το ποιητικό υποκείμενο παρουσιάζει το αρχικό ξεκίνημα των ανθρώπων («Κινάμε σαν τη φωτιά»). Η επανάληψη του ρήματος «σβήνουμε» τονίζει τη σταδιακή («σβήνουμε αργά») αλλά αναπόφευκτη απώλεια της δυναμικής και της αγωνιστικότητας των ανθρώπων, που τους αποτρέπει τελικά από το να πραγματώσουν τα όνειρά τους («Δίχως ως τώρα να ταξιδέψουμε»). Το ποιητικό υποκείμενο, μάλιστα, φροντίζει μέσω αλλεπάλληλων εικόνων και προσωποποιήσεων να καταστήσει εμφανή την εκπληκτική δυναμική της νεότητας («μέσα μας κάποτε μούγκρισαν ποτάμια», «λουλούδισαν θάλασσες», «δάση φουρτούνιασαν»), ώστε να αναδειχθεί εναργέστερα το αίσθημα απογοήτευσης που προκύπτει ακολούθως από τον σταδιακό συμβιβασμό του ατόμου («όλο και πιο απελπισμένα») με την πραγματικότητα της διάψευσης των προσδοκιών του.
Το θέμα αυτό, αν και δεν έχει απόλυτη εφαρμογή σε όλους τους ανθρώπους, αποτελεί -παρά την απαισιόδοξη οπτική του- μια ειλικρινή αποτύπωση ενός κοινού βιώματος για πολλούς ανθρώπους. Είναι, άλλωστε, αναπόφευκτο ένα άτομο να παρασύρεται από τη δυναμική της νεανικότητάς του και να θέτει στόχους κατά πολύ υψηλότερους από αυτούς που θα μπορέσει στην πορεία να πετύχει. Με τα χρόνια θα αναγκαστεί να συμβιβαστεί και να κάνει σημαντικές παραχωρήσεις έχοντας έρθει αντιμέτωπο με ποικίλα προβλήματα, αλλά και με τη σταδιακή κόπωση.
7. Μπέρτολτ Μπρεχτ, Ερωτήσεις ενός εργάτη που διαβάζει
Ποιος έχτισε τη Θήβα την εφτάπυλη;
Στα βιβλία δε βρίσκεις παρά των βασιλιάδων τα ονόματα.
Οι βασιλιάδες κουβαλήσαν τ’ αγκωνάρια;
Και τη χιλιοκαταστρεμμένη Βαβυλώνα, ποιος την ξανάχτισε τόσες φορές;
Σε τι χαμόσπιτα της Λίμας της χρυσόλαμπρης ζούσαν οι οικοδόμοι;
Τη νύχτα που το Σινικό Τείχος αποτελειώσαν, πού πήγανε οι χτίστες;
H μεγάλη Ρώμη είναι γεμάτη αψίδες θριάμβου. Ποιος τις έστησε;
Πάνω σε ποιούς θριαμβεύσανε οι Καίσαρες;
Το Βυζάντιο το χιλιοτραγουδισμένο μόνο παλάτια είχε για τους κατοίκους του;
Ακόμα και στη μυθική Ατλαντίδα, τη νύχτα που τη ρούφηξε η θάλασσα, τ’ αφεντικά
βουλιάζοντας, μ’ ουρλιαχτά τους σκλάβους τους καλούσαν.
Ο νεαρός Αλέξανδρος υπόταξε τις Ινδίες.
Μοναχός του;
Ο Καίσαρας νίκησε τους Γαλάτες.
Δεν είχε ούτ’ ένα μάγειρα μαζί του;
Ο Φίλιππος της Ισπανίας έκλαψε όταν η Αρμάδα του βυθίστηκε.
Δεν έκλαψε, τάχα, άλλος κανένας;
Ο Μέγας Φρειδερίκος κέρδισε τον Εφτάχρονο τον Πόλεμο.
Ποιος άλλος τόνε κέρδισε;
Κάθε σελίδα και μια νίκη.
Ποιος μαγείρεψε τα νικητήρια συμπόσια;
Κάθε δέκα χρόνια κι ένας μεγάλος άντρας.
Ποιος πλήρωσε τα έξοδα;
Μπρεχτ Μπ. (2009). Ποιήματα. μτφ. Νίκος Παππάς κ.ά., Αθήνα: Κοραντζή
Ερμηνευτικό σχόλιο
Ποιο, κατά τη γνώμη σας, είναι το θέμα του ποιήματος; Να το παρουσιάσετε αξιοποιώντας τους κατάλληλους κειμενικούς δείκτες. (150 – 200 λέξεις)
Στο ποίημα αυτό αναδεικνύεται το γεγονός πως οι απλοί άνθρωποι, οι εργάτες κι οι στρατιώτες, παρά την τεράστια συμβολή τους σε όλα τα σημαντικά ιστορικά επιτεύγματα παραμένουν στην αφάνεια. Ο ποιητής φροντίζει να αναδείξει το θέμα αυτό επισημαίνοντας στον τίτλο του ποιήματος πως πρόκειται για ερωτήσεις που θέτει ένας εργάτης που διαβάζει, επιτρέποντας έτσι στον αναγνώστη να αντιληφθεί από ποια οπτική οφείλει να αντικρίσει τα αλλεπάλληλα ρητορικά ερωτήματα που ακολουθούν. Είναι, μάλιστα, το πλήθος των ερωτημάτων αυτών, αλλά κι η σαφώς υπονοούμενη απάντησή τους που συνεισφέρουν στην ξεκάθαρη παρουσίαση της αδικίας που έχει συντελεστεί εις βάρος των ανώνυμων εργατών, αφού πάντοτε κάποιος άλλος καρπώνεται τη δόξα της δικής τους σκληρής δουλειάς. Διαπιστώσεις, όπως η ακόλουθη: «Ο νεαρός Αλέξανδρος υπόταξε τις Ινδίες.», συνοδεύονται από εύλογες απορίες: «Μοναχός του;», μέσω των οποίων καθίσταται εμφανής η τάση τόσο των ιστορικών όσο και των ανθρώπων γενικότερα να αποδίδουν όλες τις τιμές σε ένα προβεβλημένο πρόσωπο, παραβλέποντας την καίρια συνδρομή όλων εκείνων που εργάστηκαν σκληρά για να διασφαλίσουν τις νίκες και τα κατορθώματά του. Εύλογα, επομένως, ο ποιητής αναρωτιέται πώς γίνεται να είναι τόσο αφανείς οι απλοί πολίτες όλων αυτών των λαμπρών περιοχών που εξυμνούνται διαρκώς, όπως επισημαίνεται με τη χρήση επιθέτων «χρυσόλαμπρης», «χιλιοτραγουδισμένο», «μυθική»).
Η διαχρονική αυτή απαξίωση του μόχθου των εργατών, έστω κι αν χωρίς αυτούς δεν θα είχαν χτιστεί τα λαμπρά οικοδομήματα ούτε θα είχαν κερδηθεί οι μεγάλες μάχες, συνιστά μια αδικία που οφείλει να μας προβληματίσει. Φανερώνει, άλλωστε, τη συνήθη αγνωμοσύνη των ισχυρών, όπως και την πάγια διάθεση εκμετάλλευσης με την οποία αντικρίζουν τους απλούς ανθρώπους γύρω τους.
8. Μανόλης Αναγνωστάκης, Επίλογος
Κι όχι αυταπάτες προπαντός.
Το πολύ πολύ να τους εκλάβεις σα δυο θαμπούς προβολείς μες στην ομίχλη
Σαν ένα δελτάριο σε φίλους που λείπουν με τη μοναδική λέξη: ζω.
«Γιατί», όπως πολύ σωστά είπε κάποτε κι ο φίλος μου ο Τίτος,
«Κανένας στίχος σήμερα δεν κινητοποιεί τις μάζες
Κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα».
Έστω.
Ανάπηρος, δείξε τα χέρια σου. Κρίνε για να κριθείς.
Ερμηνευτικό σχόλιο
Ποιο, κατά τη γνώμη σας, είναι το κύριο ερώτημα που προκύπτει από το ποίημα; Να τεκμηριώσετε την ερμηνευτική σας πρόταση αξιοποιώντας τρεις κειμενικούς δείκτες. (150-200 λέξεις)
Το κύριο, κατά τη γνώμη μου, ερώτημα που θέτει το ποίημα είναι το κατά πόσο η τέχνη -και η ποίηση ειδικότερα- έχει τη δυνατότητα να επιφέρει δραστικές αλλαγές στην κοινωνία, λειτουργώντας ως παράγοντας αφύπνισης. Σύμφωνα, πάντως, με το ποιητικό υποκείμενο οι άνθρωποι δεν θα πρέπει να έχουν «αυταπάτες» σχετικά με την επίδραση που μπορούν να ασκήσουν οι στίχοι. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει με τη χρήση παρομοίωσης το περισσότερο που μπορούν να πετύχουν είναι να λειτουργήσουν σα δυο θαμποί προβολείς στην ομίχλη, παρέχοντας μερική καθοδήγηση στο άτομο. Προς επίρρωση της άποψης αυτής, άλλωστε, καταγράφει τους στίχους του Τίτου Πατρίκιου μέσω των οποίων, με τη χρήση σχήματος επαναφοράς («Κανένας στίχος σήμερα», «Κανένας στίχος σήμερα»), τονίζεται πως η ποίηση δεν είναι σε θέση να κινητοποιήσει τους πολίτες και να οδηγήσει στην ανατροπή πολιτικών καθεστώτων. Η επίγνωση, ωστόσο, της χαμηλής επιρροής που ασκεί η ποίηση δεν οδηγεί το ποιητικό υποκείμενο σε παραίτηση. Έστω κι αν ως ποιητής είναι επί της ουσίας ανήμπορος («ανάπηρος»), θεωρεί πως έχει χρέος να συνεχίσει την προσπάθειά του, όπως αυτό επισημαίνεται με τη χρήση προστακτικής έγκλισης («δείξε τα χέρια σου. Κρίνε για να κριθείς»).
Προσωπικά συμφωνώ με τη στάση του ποιητικού υποκειμένου, καθώς ακόμη κι αν η προσπάθεια ενός ατόμου δεν επαρκεί για να οδηγήσει σε άμεσες ή δραστικές αλλαγές, αυτό δεν την καθιστά περιττή. Οι πολίτες, όπως και οι πνευματικοί δημιουργοί, οφείλουν να δραστηριοποιούνται και να καταγγέλλουν καταστάσεις, έστω κι αν οι ζητούμενες αλλαγές ενδέχεται να καθυστερήσουν σημαντικά.
9. Γιάννης Κοντός, Η μακιγιέζ
Επιστρέφει τριζάτη –όπως η θάλασσα–
σπίτι της. Είναι περασμένα μεσάνυχτα, άφησε
πίσω τα φώτα και τις ομιλίες του θεάτρου.
Η τσάντα με τα υλικά της δουλειάς –υλικά
του φεγγαριού– της βαραίνει το χέρι.
Μαζί οι αφές, ο καθρέφτης και ένα κάψιμο
στο δάχτυλο από τσιγάρο. Θα μπορούσε
να είναι από τα Γρεβενά, είναι όμως
από τη Μυτιλήνη.
Βαδίζει το δρόμο της επιστροφής, κοιτάζοντας
τις ρωγμές της ασφάλτου. Τα μαλλιά της χρώμα
σταριού, και το δέρμα το ίδιο. Το πρόσωπο
της ηθοποιού έχει στην τσέπη της, νόμισμα ανάγλυφο.
Το ξέρει απέξω. Τις μικρές ρυτίδες, τις φλέβες,
το εκμαγείο του μετώπου, τα μικρά αυτιά,
τα άβαφα χείλη, τους ψιθύρους, τα φρούτα στο τραπεζάκι.
Φως της ημέρας βλέπει σπάνια, μόνο σε καμιά εκδρομή.
Τα μυστικά της είναι οι στενοί διάδρομοι και το καμαρίνι.
Κατά τα άλλα διάγει ήρεμη οικογενειακή ζωή.
Την πρωταγωνίστρια την ακολουθεί όπως η ζέστη.
Τελευταία πίνει, και τα χέρια τρέμουν λίγο
όταν την ξεβάφει στο τέλος της παράστασης.
Η άλλη το ξέρει και απαντά με κοφτές κινήσεις
και ξυραφάκια–φωνήεντα που τινάζει μέσα από
τα δόντια. Της κάνει τον καφέ, της κάνει
μασάζ. Κάθε Δευτέρα (στην αργία του ηθοποιού)
χωρίζουν. Την άλλη, ξανασμίγουν. Ρουτίνα,
θα πεις. Καθημερινότητα, θα απαντήσει το σκοτάδι.
Δεν φέρνει ποτέ αντιρρήσεις. Υφαίνει όμως με
την υπακοή της ιστό αράχνης γύρω από την
αγέρωχη γυναίκα και ουσιαστικά την έχει παγιδεύσει.
Η σταρ φωνάζει, τρέμει, σπάει. Η μακιγιέζ
(η σκιά) την καθησυχάζει, της μιλά απαλά,
της βάφει τα νύχια και την πνίγει σιγά σιγά
όπως την έχει αιχμαλωτίσει μέσα
στην ίδια της τη ζωή.
Κοντός, Γ. (1997). Ο αθλητής του τίποτα, Αθήνα: Κέδρος
Ερμηνευτικό σχόλιο
Πώς αντιλαμβάνεστε το θέμα του ποιήματος όπως αυτό προκύπτει μέσα από τη
σχέση που έχει αναπτυχθεί ανάμεσα στη μακιγιέζ και την ηθοποιό; (150–200 λέξεις)
Κύριο θέμα του ποιήματος, κατά τη γνώμη μου, είναι η επιζήμια επίδραση των διαπροσωπικών σχέσεων, όταν αυτές δεν είναι ειλικρινείς και ισότιμες, αλλά βασίζονται στο συμφέρον. Το θέμα αυτό αναδεικνύεται από τον ποιητή μέσα από το παράδειγμα της επαγγελματικής σχέσης μιας ηθοποιού με τη μακιγιέζ της. Η πολυετής συνεργασία των δύο γυναικών, αν κι έχει επιτρέψει στη μακιγιέζ να μάθει με κάθε λεπτομέρεια, όχι μόνο το πρόσωπο της ηθοποιού, όπως αυτό δηλώνεται με τη χρήση μεταφορικού λόγου (Το πρόσωπο της ηθοποιού έχει στην τσέπη της, νόμισμα ανάγλυφο.), αλλά και τις καθημερινές της συνήθειες, όπως δηλώνεται μέσω ενός ασύνδετου σχήματος (… τα άβαφα χείλη, τους ψιθύρους, τα φρούτα στο τραπεζάκι), δεν έχει οδηγήσει στη δημιουργία μιας γόνιμης και ειλικρινούς φιλίας. Η μακιγιέζ γνωρίζει πως η θέση της είναι επισφαλής (Τελευταία πίνει, και τα χέρια τρέμουν λίγο…), γι’ αυτό και φροντίζει να μη δυσαρεστεί την ηθοποιό (Δεν φέρνει ποτέ αντιρρήσεις). Υιοθετεί τον ρόλο του υποδεέστερου και με την αδιάκοπη «υπακοή» της κατορθώνει, όπως αυτό τονίζεται με μια παραστατική μεταφορά (Υφαίνει όμως με την υπακοή της ιστό αράχνης γύρω από την αγέρωχη γυναίκα), να την παγιδέψει μέσα «στην ίδια της τη ζωή». Η μακιγιέζ δεν στέκει απέναντι στην ηθοποιό ως ισότιμος συνομιλητής, δεν της επισημαίνει τα πιθανά λάθη της και δεν τη βοηθά, έτσι, μέσω μιας καλοπροαίρετης κριτικής και μιας γόνιμης αντιπαράθεσης, να επιδιώξει τη βελτίωσή της.
Προσωπικά θεωρώ πως κάθε διαπροσωπική σχέση -φιλική ή επαγγελματική- προκειμένου να είναι επωφελής, οφείλει να βασίζεται στην ειλικρίνεια. Η διάθεση κάποιου να κολακεύει ή να έχει το ρόλο της «σκιάς», προκειμένου να είναι ευχάριστος, λειτουργεί υπονομευτικά εφόσον οδηγεί σ’ έναν επίπλαστο εφησυχασμό το άλλο άτομο και δεν το φέρνει αντιμέτωπο με τα λάθη ή τις ελλείψεις του.
10. Γιώργος Χ. Θεοχάρης, Ελεγεία για τα κορίτσια των κομμωτηρίων
Ω! Τα καημένα τα κορίτσια των κομμωτηρίων· έτσι καθώς αμήχανα τις επιδέξιες κινήσεις της κομμώτριας κοιτάζουν, παίρνουνε τόση απογοήτευση αδυνατώντας απ’ την κούραση, τα μυστικά της τέχνης να διακρίνουν.
Ω! Τα θλιμμένα μου κορίτσια των κομμωτηρίων. γέρνει τόσο νωρίς η ράχη τους απ’ την ορθοστασία. Αλλάζουν πόδι κάθε τόσο, βάζουν το χέρι κόντρα στη μεσούλα τους να ξεκουράσουν τ’ άγουρο κορμί τους. Μπορούν ν’ ακούνε μόνο κι όχι να συνομιλούν. Δεν επιτρέπεται να κάθονται, δεν έχουν τα προνόμια του πελάτη. Τα προσφωνεί η κομμώτρια πάντοτε με το «δεσποινίς» –ποτέ με τ’ όνομά τους κατευθείαν. Μετά από κάθε κούρεμα μαζεύουνε τις τρίχες απ’ το πάτωμα. Τις τρίχες που εξάγνισαν πιο πριν με τα λεπτά τους δάκτυλα. Σαν ολοκληρωθεί το χτένισμα κρατούν έναν καθρέφτη πίσω από το κεφάλι της κυρίας ώστε να επιδειχθεί ολοσκοπικά το έργο της κομμώτριας. το ξένο έργο.
Ω! Τα γλυκά κορίτσια των κομμωτηρίων. Αποχωρούν και στέκονται στην άκρη του καθρέφτη, σαν τ’ άλλα χρηστικά αντικείμενα. Παρατηρούν μηχανικά το κούρεμα, το στέγνωμα, το χτένισμα, το βάψιμο. Δεν εμπεδώνουν τίποτα. Κλεφτά τα γλαρωμένα μάτια τους κοιτούν του τοίχου το ρολόι. Αδημονούν να τελειώσει το ωράριο, να φύγουνε, να ξεκουράσουν το κορμάκι τους σ’ ένα δωμάτιο χωρίς καθρέφτες. χωρίς τους καταδότες της αμηχανίας και της θλίψης τους.
Στο δρόμο για το σπίτι ψαύουνε στις τσέπες τους το φιλοδώρημα που μάζεψαν και τα μισούν αυτά τα χρήματα. Νιώθουν βαθιά μες στις ψυχούλες τους το βλέμμα της πελάτισσας να λέει: Πάρτε και σεις από ’να κατοστάρικο κακόμοιρα, αφού δεν παίρνατε τα γράμματα.
Θεοχάρης, Γ. (2014). Πιστοποιητικά θνητότητας, Αθήνα: Σύγχρονη Έκφραση.
Ερμηνευτικό σχόλιο
11. Γιώργης Παυλόπουλος, Το τέλειο έγκλημα
Αποφάσισε τότε –μη ρωτήσεις ποτέ το γιατί–
αποφάσισε τότε να σκοτώσει το ποίημα.
Πήρε κάθε προφύλαξη έκρυψε το μαχαίρι
και παραμόνευε.
Το ποίημα βεβαίως δεν ήταν ανύποπτο.
Ήξερε τις προθέσεις του ποιητή από καιρό
αλλά μήτε το απόφευγε μήτε τον προκαλούσε
και κάπου κάπου έκλαιγε κρυφά.
Ώσπου έγινε το τέλειο έγκλημα.
Μαχαιρωμένο το ποίημα
μέσα στην καρδιά του ποιητή
έμεινε άγνωστο για πάντα
Παυλόπουλος, Γ. (2017). Ποιήματα 1943 - 2008, Αθήνα: Κίχλη.
Ερμηνευτικό σχόλιο
Αξιοποιώντας τους κειμενικούς δείκτες του ποιήματος να παρουσιάσετε με συντομία (150-200 λέξεις) το θέμα του.
Θέμα του ποιήματος είναι η κάποτε επώδυνη σχέση του δημιουργού με το έργο του, η οποία δοκιμάζει τις ψυχικές του αντοχές όταν ο ίδιος πιστεύει ότι δεν είναι σε θέση να οδηγηθεί στην άρτια ολοκλήρωσή του. Το θέμα αυτό αναδεικνύεται μέσα από την τριτοπρόσωπα δοσμένη προσωπική εμπειρία ενός δημιουργού που φτάνει στο σημείο να «σκοτώσει» το κυοφορούμενο έργο του, νιώθοντας προφανώς πως δεν έχει τη δυνατότητα να το φέρει σε ένα αξιόλογο επίπεδο νοηματικής και μορφικής ολοκλήρωσης. Το σχήμα επαναφοράς στους αρχικούς στίχους: «αποφάσισε τότε / αποφάσισε τότε» υποδηλώνει πως η δολοφονία του αγέννητου ποιήματος συνιστά συνειδητή επιλογή κι απόφαση του δημιουργού του. Το ποιητικό υποκείμενο, ωστόσο, απευθύνει σε β΄ πρόσωπο μια καίρια προειδοποίηση: «μη ρωτήσεις ποτέ το γιατί», μέσω της οποίας επισημαίνει στον αναγνώστη πως δεν θα πρέπει ποτέ να θέσει το σχετικό ερώτημα στον δημιουργό που φτάνει σε μια τόσο οδυνηρή για εκείνον απόφαση. Το «γιατί», άλλωστε, ένας δημιουργός νιώθει πως δεν μπορεί να ολοκληρώσει ένα έργο συνιστά μια πολύ προσωπική του υπόθεση. Εκείνο που κυρίως ενδιαφέρει είναι το πόσο οδυνηρή είναι μια τέτοια απόφαση, γι’ αυτό και το ποιητικό υποκείμενο φροντίζει, αφενός, να προσωποποιήσει το κυοφορούμενο ποίημα και να εκφράσει έτσι εναργέστερα την αγωνία που αισθάνεται το ίδιο έχοντας από καιρό αντιληφθεί την πρόθεση του δημιουργού του να το δολοφονήσει, κι αφετέρου να ορίσει μεταφορικά ως τόπο του εγκλήματος «την καρδιά του ποιητή».
Η επιλογή του δημιουργού να εγκαταλείψει ένα έργο του, στο οποίο προφανώς είχε αφιερώσει σημαντικό χρόνο και πνευματική προσπάθεια, παραπέμπει όχι μόνο στη δυσκολία της ποιητικής δημιουργίας, όσο και ευρύτερα στις αντιξοότητες που τείνουν να οδηγούν τους ανθρώπους στην εγκατάλειψη προσωπικών στόχων και επιδιώξεων. Κάθε ανάλογη απόφαση παραίτησης είναι σαφώς ψυχικά επώδυνη και συχνά συνοδεύει το άτομο για πολύ καιρό, μιας και συνιστά παραδοχή της αδυναμίας του να επιτύχει κάτι που επιδίωκε και επιθυμούσε.
12. Θεόδωρος Γρηγοριάδης, Μικρού μήκους
Η πύλη άνοιξε αργά. Μπορεί κι αυτουνού να του φάνηκε ότι όλα γίνονταν σε αργή κίνηση. Είχε συνηθίσει να βλέπει τον κόσμο με κινηματογραφική ματιά, το είχε σπουδάσει, μόνο που δεν είχε καταφέρει ακόμη να γυρίσει την πρώτη του ταινία. Μια ταινιούλα μικρού μήκους είχε κατορθώσει να φτιάξει, κι εκείνη δεν έφτασε ούτε στο φεστιβάλ νέων δημιουργών της Δράμας. Μπα, δεν ήταν γκαντεμιά τωρινή, αυτή την κουβάλαγε χρόνια, από τότε. Από κείνον που θα έβγαινε σε λίγο από την πύλη των φυλακών.
Οι Αγροτικές Φυλακές. Επίτηδες, λες, φτιαγμένες έξω από την πόλη, σε μια στεπώδη ανοιχτωσιά. Γκρίζο χώμα, ακαλλιέργητο, κάτι παλιά εργοστάσια επεξεργασίας μετάλλων είχαν αφήσει πίσω τους ερείπια και μολυσμένα υπεδάφη. Οι κτιριακές εγκαταστάσεις μοναχικές, στο πουθενά, σαν να τελείωνε κάπου εκεί η ζωή και αμέσως παραπέρα ν’ άρχιζε το τίποτε.
Πως να ’ταν άραγε αυτός που είχε αρνηθεί να τον δει είκοσι ολόκληρα χρόνια; Και γιατί έπρεπε να τον δει; Να τον φορτωθεί; Να φορτωθεί τις δικές του τύψεις; Πιο λογικό ακουγόταν να μην τον συναντήσει ποτέ. Τα γράμματά του λίγα. Επίσκεψη καμιά, και ας επέμενε η γιαγιά Ντρούσκα, λίγο πριν πεθάνει, ότι έπρεπε να τον συγχωρέσει και να τον δει από κοντά. Δικός της γιος ήταν ο δολοφόνος, αν ήταν μάνα της νύφης, ποιος ξέρει αν θα αντιδρούσε έτσι για τον φονιά.
Η δοκιμασία, μέχρι να αποφασίσει να συναντήσει τον αποφυλακισμένο πατέρα του, κράτησε μήνες. Τελικά το αποδέχτηκε και ήρθε. Τουλάχιστον ας τον κατέβαζε μέχρι την πόλη κι ας τον άφηνε στην καινούρια του ζωή, όση του απέμενε.
Η πύλη άνοιγε. Η κάμερα στα χέρια του. Ο άνθρωπος που έβγαινε κρατούσε ένα σακ βουαγιάζ. Το συννεφόκαμα του έφερνε πρόσκαιρη τύφλωση στα μάτια – εκεί μέσα δεν χρειάζονταν γυαλιά.
«Καλημέρα» του είπε.
«Καλημέρα, παλικάρι μου» είπε ο αποφυλακισμένος, ζαρωμένος, ευνουχισμένος. Τελειωμένος. «Τι κρατάς στα χέρια σου, γιέ μου;»
«Μια κάμερα. Θέλω να γράψω τη ζωή σου, αρχίζοντας από τη μέρα που βγήκες».
«Τι τη θέλεις τη ζωή μου» αναρωτήθηκε χωρίς να περιμένει απάντηση. «Την έφαγα. Μαζί μ’ εκείνη».
Ο γιος τραβούσε συνεχώς υλικό.
«Γι’ αυτό ήρθες να με υποδεχτείς, Τάσο; Για να με κάνεις ταινία;»
«Αυτό σπούδασα, πατέρα».
«Σπούδασες πώς να προδίνεις τη ζωή των άλλων;»
Ο αποφυλακισμένος προχωρούσε προς τη στάση των λεωφορείων. Κάθε μία ώρα περνούσε ένα λεωφορείο του ΚΤΕΛ. Δεν έβλεπε στα μάτια τον γιο του, γιατί δεν μπορούσε, ο άλλος είχε φροντίσει να φορέσει τα μάτια του φακού.
«Γιατί τη σκότωσες;»
«Αυτό ήρθες να μάθεις από μένα; Είκοσι χρόνια έμεινα εκεί μέσα στους γ... τοίχους για να το ξεχάσω».
« Έχεις δίκιο. Η μάνα δεν ξεχνιέται».
«Σωστά. Σταμάτα να με φωτογραφίζεις!»
«Σε κινηματογραφώ».
«Θες να μάθεις γιατί τη σκότωσα; Δεν σου είπε η γιαγιά σου, η κοινωνία η σωστή δεν σου το πρόλαβε το μυστικό;»
«Τί να προλάβει;»
«Γιατί τη σκότωσα».
«Γιατί είσαι παρανοϊκός και τη ζήλευες».
Ο αποφυλακισμένος άντρας σταμάτησε ξαφνικά και στάθηκε μπροστά στον άνθρωπο-κάμερα.
«Δεν θα σου τη σπάσω τη μηχανή, μπάσταρδε. Εξαιτίας σου τη σκότωσα. Γράψ’ το αυτό. Για την τιμή μου. Και, αν τολμάς, δείξε την ταινία σου και στην τηλεόραση. Και ύστερα ψάξε να βρεις ποιανού παιδί είσαι».
Το πλάνο άδειαζε καθώς ο άντρας έφευγε από τη μέση και στη θέση του φανερωνόταν το κενό, πίσω από τα ερείπια, πίσω από τα φυλαγμένα κτίρια, το πιο ακατοίκητο κενό.
Γρηγοριάδης, Θ. (2007). Χάρτες. Εβδομήντα ιστορίες, Αθήνα: Πατάκης.
Ερμηνευτικό σχόλιο
Να παρουσιάσετε το θέμα του κειμένου (150-200 λέξεις), όπως το αντιλαμβάνεστε εσείς, λαμβάνοντας υπόψη τους σχετικούς κειμενικούς δείκτες (χαρακτήρες, πλοκή).
Στο επίκεντρο του διηγήματος τίθεται η κρίσιμη σημασία που έχει η επίγνωση της ταυτότητας του ατόμου⸱ θέμα που αναδεικνύεται με ιδιαίτερα εμφατικό τρόπο μέσα από την εμπειρία του κεντρικού ήρωα της ιστορίας, τη μητέρα του οποίου δολοφόνησε ο πατέρας του είκοσι χρόνια πριν. Με αφορμή την αποφυλάκιση του πατέρα ο ήρωας-γιος αποφασίζει τελικά, κατανικώντας τους σχετικούς του ενδοιασμούς, να τον παραλάβει από τις αγροτικές φυλακές και να τον οδηγήσει στην πόλη. Ο πατέρας του είχε αρνηθεί να τον δει τα είκοσι χρόνια που διήρκησε η φυλάκισή του, δημιουργώντας ένα ανυπέρβλητο ρήγμα στη μεταξύ τους σχέση. Η ανατροπή προκύπτει στο κλείσιμο του κειμένου, όταν ο πατέρας αποκαλύπτει στον ήρωα πως δεν είναι γιος του και πως γι’ αυτή ακριβώς την απιστία σκότωσε τη μητέρα του. Μια δραματική αποκάλυψη, η οποία γίνεται με τη χρήση ευθέος λόγου, προκαλώντας μεγαλύτερη εντύπωση στον αναγνώστη («Δεν θα σου τη σπάσω τη μηχανή, μπάσταρδε. Εξαιτίας σου τη σκότωσα»). Έτσι, εντελώς απροσδόκητα ο ήρωας συνειδητοποιεί πως αγνοεί την ίδια του την ταυτότητα, αφού δεν γνωρίζει ποιος είναι ο πραγματικός του πατέρας. Έρχεται κατ’ αυτό τον τρόπο αντιμέτωπος μ’ ένα πρωτόγνωρο και συνταρακτικό αίσθημα κενού στην ψυχή του, όπως αυτό αποδίδεται εναργώς με τη χρήση μεταφορικού λόγου («το πιο ακατοίκητο κενό»). Η επαφή με τον πατέρα του, αντί να λειτουργήσει ως παραμυθία για τα τόσα χρόνια της απουσίας του, γίνεται αίφνης αφορμή για την πλήρη ψυχική του άλωση, αφού απομένει ένα άτομο χωρίς πραγματική γνώση της ταυτότητάς του.
Το θέμα αυτό είναι κρίσιμης σημασίας,
εφόσον κάθε άνθρωπος δομεί την αντίληψη που έχει για τον εαυτό του πάνω σε
ορισμένες σταθερές, τις οποίες θεωρεί κατ’ ουσίαν τα μόνα απολύτως δεδομένα
στοιχεία της ζωής του. Αν, επομένως, λείψουν αυτές οι σταθερές, η αναγκαία
διαδικασία αυτογνωσίας καθίσταται ακόμη δυσχερέστερη.
13. Κική Δημουλά «Υπέρβαση»
Πόσο έχω επιθυμήσει
δεμένη στο ένα έστω φτερό
κάποιου μεγάλου ταξιδιάρικου πουλιού
ξαπλωτή όχι ανάσκελα
γιατί τα υπεράνω μου
όλα σχεδόν τα έχω δει
μπρούμυτα δεμένη στο ένα φτερό
να φωτογραφίσω
αν είναι από το ίδιο υλικό φτιαγμένες
οι σκεπές μας
και συ με ταπεινώνεις, μου λες
ότι κανένα πουλί
με αχρηστευμένο το ένα φτερό του
από το βάρος μου
δε διακινδυνεύει τέτοιο ταξίδι
λάθος κάνεις
έχω πολλές φορές ψηλά πετάξει
στο βάρος μου δεμένη.
Δημουλά, Κ. (2010). Τα εύρετρα, Αθήνα: Ίκαρος.
Ερμηνευτικό σχόλιο
Πως αντιλαμβάνεστε την «υπέρβαση» που επιδιώκει το ποιητικό υποκείμενο; Να βασίσετε την απάντησή σας σε στοιχεία του κειμένου. (150-200 λέξεις)
Η «Υπέρβαση» που επιδιώκει η ποιητική φωνή σχετίζεται με την επιθυμία της να πετάξει ψηλά με τη βοήθεια ενός «ταξιδιάρικου πουλιού» προκειμένου να αναγνωρίσει τις ομοιότητες εκείνες που φέρνουν πιο κοντά τις ζωές των ανθρώπων («αν είναι από το ίδιο υλικό φτιαγμένες οι σκεπές μας»). Η πτήση αυτή, ωστόσο, όπως διαφαίνεται μέσω της επανάληψης («δεμένη στο ένα έστω φτερό», «δεμένη στο ένα φτερό») έρχεται σε αντίθεση με το ρεαλιστικά εφικτό, εφόσον κανένα πουλί δεν θα μπορούσε να πετάξει με «αχρηστευμένο το ένα φτερό του». Το ανέφικτο του ταξιδιού αυτού επισημαίνεται στην ποιητική φωνή απ’ το πρόσωπο στο οποίο εκμυστηρεύεται τα σχέδιά της («και συ με ταπεινώνεις»), χωρίς αυτό εντούτοις να την αποθαρρύνει («λάθος κάνεις»). Η επιθυμία της, άλλωστε, είναι εξαιρετικά ισχυρή, όπως διαφαίνεται από την πλάγια ερωτηματική πρόταση των εισαγωγικών στίχων («Πόσο έχω επιθυμήσει…». Όπως, μάλιστα, τονίζει η ποιητική φωνή στην απάντησή της, με τη χρήση μεταφορικού λόγου, έχει ήδη υπερβεί πολλές φορές τους περιορισμούς της πραγματικότητας, πετώντας ψηλά («στο βάρος μου δεμένη»). Η υπέρβαση της πραγματικότητας όσο κι αν μοιάζει δύσκολη ή και ανέφικτη, συνιστά αναγκαιότητα για την ποιητική φωνή, προκειμένου να κατορθώσει να αντικρίσει τον κόσμο από μια νέα οπτική.
Η ανάγκη των ανθρώπων να ξεπερνούν κάποτε περιορισμούς και όρια που μοιάζουν αξεπέραστα συνάδει τόσο με το φιλοπερίεργο της φύσης μας όσο και με την επιθυμία μας να αποδεσμευόμαστε απ’ ό,τι μας καταπιέζει. Η θέληση, οπότε, της ποιήτριας να δει τον κόσμο από ψηλά, έστω και με μια παράδοξη πτήση, τονίζει το ανυπότακτο του ανθρώπινου πνεύματος.
14. Κική Δημουλά, Τα «υπέρ» της συνήθειας
Με φόρεσες – σε φόρεσα,
εκλογή μονοφόρι.
Πρώτα απ’ την καλή.
Με γύρισες μετά το μέσα έξω,
είχαν παρατριφτεί οι άκρες και οι μόστρες,
είχαν στραβοστομιάσει κι οι κουμπότρυπες
-θυμίζανε σιωπές ξεχειλωμένες-
απ’ το πολύ κούμπωνε ξεκούμπωνε
την προφύλαξη, την επιφύλαξη,
τη διαφύλαξη κούμπωνε ξεκούμπωνε
τις ασταθείς των ημερών θερμοκρασίες
στα βαριά της χρονικότητας κλίματα.
Σκιστήκανε κι οι τσέπες,
χώναν εκεί τα ξυραφάκια τους
οι σκέψεις των χεριών.
Πάλι με γύρισες μετά – σε γύρισα
πάλι το έξω μέσα,
σάμπως οι πριν φθορές
να ‘χαν στο μεταξύ ξεκουραστεί
και γιάνει,
και μια που το παλιό
δεν έχει πια καλή κι ανάποδη.
Όσο για το που θα χτυπήσεις
και που θα χτυπηθείς,
κανένα πρόβλημα.
Ούτε και τούτο έχει πια
όψη κι ανάποδη.
Έχει κι αυτό παλιώσει
- μέσα έξω γυρισμένες
τόσες φορές οι σφαίρες.
Ερμηνευτικό σχόλιο
Ποια είναι η πορεία μιας μακρόχρονης σχέσης, όπως παρουσιάζεται στο ποίημα που σας δόθηκε; Να τεκμηριώσετε την ερμηνευτική σας προσέγγιση αξιοποιώντας τρεις (3) κειμενικούς δείκτες. (150-200 λέξεις)
Η ποιήτρια προσεγγίζει το θέμα της μακροχρόνιας σχέσης και της αναπόφευκτης τριβής και φθοράς ανάμεσα στο ζευγάρι με την αλληγορική παρουσίαση των προσώπων ως ρούχων που καινούρια στην αρχή καταλήγουν κατόπιν φθαρμένα από τη συνεχή χρήση. Στην αρχή ο ένας φοράει τον άλλον από την καλή. Πρόκειται για το ξεκίνημα, όπου ο καθένας παρουσιάζει την καλή του πλευρά και προσπαθεί ίσως να κρύψει ελαττώματα και ατέλειες. Όλα στη σχέση είναι καινούρια, όπως το ρούχο που μόλις αποκτήθηκε. Με τον καιρό η σχέση φθείρεται, η καλή πλευρά των προσώπων δεν μπορεί πια ν’ αντέξει στην καθημερινή συμβίωση, και τότε αρχίζει να εμφανίζεται κι η ανάποδη∙ ό,τι στην αρχή αποτελούσε την καλή εικόνα, αντικαθίσταται σταδιακά από την αληθινή, όπου τα ψεγάδια είναι όλα ορατά. Η φθορά είναι διττή, αφού δεν φθείρονται μόνο τα πρόσωπα, ως άτομα, αλλά και η μεταξύ τους επικοινωνία και συνύπαρξη. Όπως προκύπτει από το ασύνδετο σχήμα («την προφύλαξη, την επιφύλαξη, / τη διαφύλαξη κούμπωνε ξεκούμπωνε») τα πρόσωπα χάνουν τη μεταξύ τους εμπιστοσύνη και σταδιακά αρχίζουν να αντικρίζουν με επιφύλαξη ο ένας τον άλλον. Οι μεταξύ τους διαθέσεις, μάλιστα, αποκτούν μια μνησίκακη διάθεση, όπως αυτό διαφαίνεται μέσω μιας προσωποποίησης («Σκιστήκανε κι οι τσέπες, / χώναν εκεί τα ξυραφάκια τους / οι σκέψεις των χεριών»).
Η πορεία μιας μακρόχρονης σχέσης, όπως παρουσιάζεται στο ποίημα, αν και είναι δοσμένη με ειλικρίνεια και χωρίς ωραιοποιήσεις, δεν αποτελεί κατ’ ανάγκη τη μόνη επιλογή. Η φθορά είναι, βέβαια, αναπόφευκτη, αλλά στο πλαίσιο μιας υγιούς σχέσης με συνεχή επικοινωνία μπορεί να διασφαλιστεί μια πιο θετική εξέλιξη.
Και πού να πας και πού να ‘ρθείς
και πού να επιστρέψεις,
που ‘ναι τα ξένα μακρινά
κι είν’ τα δικά μας ξένα
και πού να επιστρέψεις.
Μικρή βαλίτσα και βαριά,
γεμάτη πέτρα κι ήλιο,
είναι το εμπρός ανήλιαγο
κι είναι σκληρό το πίσω
και πού να σ’ ακουμπήσω.
Μικρή βαλίτσα κι αδειανή
κι ας μου ‘κοψε τα χέρια,
δε βρίσκω τόπο να σταθώ,
ματώνω να σ’ αφήσω,
λυγώ να σε κρατήσω.
Και πού να πάω και πού να ‘ρθώ
και πού να επιστρέψω,
που ‘ναι τα ξένα μακρινά
κι είν’ τα δικά μου ξένα
και πού να επιστρέψω.
Ερμηνευτικό σχόλιο
Να αναπτύξετε το, κύριο κατά τη γνώμη σας, θέμα του κειμένου, τεκμηριώνοντας την ερμηνευτική σας προσέγγιση με τρεις κειμενικούς δείκτες (150-200 λέξεις).
Κύριο, κατά τη γνώμη μου, θέμα του κειμένου αποτελεί το αγωνιώδες δίλημμα που καλούνται κάποτε να αντιμετωπίσουν οι άνθρωποι μεταξύ της μετανάστευσης ή της παραμονής στον τόπο τους. Η δυσκολία του διλήμματος αυτού διαφαίνεται από τα συνεχή ερωτήματα που θέτει το ποιητικό υποκείμενο στον εαυτό του: «Και πού να πάω και πού να ‘ρθώ / και πού να επιστρέψω». Όπως τονίζεται, άλλωστε, από τη διττή χρήση της λέξης «ξένα» ως ουσιαστικού («που ‘ναι τα ξένα μακρινά») και ως επιθέτου («κι είν’ τα δικά μου ξένα»), το ποιητικό υποκείμενο έχει να επιλέξει ανάμεσα στην απόσταση της ξενιτιάς και στην παραμονή στον τόπο του, ο οποίος όμως έχει τόσο αλλάξει ώστε να μοιάζει κι αυτός πια σαν ξένος. Αναγνωρίζει, συνάμα, πως όποια απόφαση κι αν πάρει, θα χρειαστεί να βιώσει κάποιου είδους απώλεια, διότι ακόμη κι αν ο τόπος του είναι «γεμάτος πέτρα» -αντιξοότητες και προβλήματα-, έχει ωστόσο σε αφθονία και τον ήλιο, που τόσο θα στερηθεί στα «ανήλιαγα» ξένα. Πρόκειται, άρα, για μια απόφαση εξαιρετικά επώδυνη, εφόσον καμιά επιλογή δεν μοιάζει εύκολη ή απόλυτα σωστή, όπως αυτό προκύπτει από τις συνεχείς αντιθέσεις σχετικά με το τι να κάνει τη μικρή βαλίτσα αυτού του ταξιδιού («ματώνω να σ’ αφήσω / λυγώ να σε κρατήσω»).
Η αγωνία και το δίλημμα αυτό ανάμεσα στις δυσκολίες της πατρίδας ή τους άγνωστους κινδύνους μιας ξένης χώρας έχει απασχολήσει και συνεχίζει να απασχολεί πολλούς ανθρώπους. Δεν λείπουν, άλλωστε, ποτέ οι παράγοντες εκείνοι που καθιστούν δυσχερή τη ζωή των ανθρώπων και τους φέρνουν αντιμέτωπους με την κρίσιμη επιλογή ανάμεσα στον συμβιβασμό ή την επιδίωξη μιας καλύτερης τύχης.
2. Λένα Καλλέργη, Ζώα συντροφιάς
Τα όχι και τα μη που έχω δεχτεί
σέρνονται πίσω μου με αόρατα λουριά.
Τα απαγορεύεται τραβούν τις αλυσίδες
δεξιά κι αριστερά.
Δεν ήθελα ποτέ μου κατοικίδιο
ούτε πουλάκι σε κλουβί, με πιάνουν κλάματα
ούτε μοναχικό χρυσόψαρο σε γυάλα.
Να τα ’στελνα σε φύση άγρια
που δεν υπάρχει πια
να γίνουν ναι και θέλω, τώρα κι επιτρέπεται
λύκοι σε αγέλες, τίγρεις σε πεδιάδες
κι ας με κατασπαράξουν τελικά
σε μια από τις ανέμελες, τις δίχως ζώα βόλτες
ή ας με γυρίσουν σπίτι στο θηρίο μου
τη μόνη ελευθερία.
Ερμηνευτικό σχόλιο
Ποιο, κατά τη γνώμη σας, είναι το κύριο θέμα του ποιήματος; Να τεκμηριώσετε την ερμηνευτική σας πρόταση αξιοποιώντας τρεις κειμενικούς δείκτες. (150-200 λέξεις)
Κύριο θέμα του ποιήματος, κατά τη γνώμη μου, αποτελεί η καταπιεστική ύπαρξη ποικίλων περιορισμών στη ζωή του ατόμου, με απώτερο αποτέλεσμα να αισθάνεται την ανάγκη μιας πλήρους απελευθέρωσης όποιο κι αν είναι το κόστος. Το θέμα αυτό αναδεικνύεται παραστατικά μέσω της προσωποποίησης των «όχι» και των «απαγορεύεται», τα οποία παρουσιάζονται να σέρνονται πίσω από το ποιητικό υποκείμενο, αλλά και να «τραβούν τις αλυσίδες» ελέγχοντας κάθε του κίνηση. Ο πιεστικός αυτός έλεγχος έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την προσωπικότητα της ποιητικής φωνής, η οποία όπως το δηλώνει με σχήμα επαναφοράς δεν θέλησε ποτέ να έχει υπό τον έλεγχό της «ούτε πουλάκι σε κλουβί», «ούτε μοναχικό χρυσόψαρο», εφόσον συναισθάνεται τον πόνο που τους προκαλεί η στέρηση της ελευθερίας τους («με πιάνουν κλάματα»). Θέληση της ποιητικής φωνής είναι να απελευθερώσει όλα τα όχι και τα απαγορεύεται σε μια φύση άγρια και ανεξέλεγκτη, ώστε αυτά «να γίνουν ναι και θέλω, τώρα κι επιτρέπεται», και να αποδεσμευτούν πλήρως, όπως αυτό δηλώνεται με τη χρήση μεταφορικού λόγου, αποκτώντας ελευθερία κίνησης και βούλησης ανάλογης με εκείνη που έχουν οι λύκοι και οι τίγρεις. Μια πράξη υψηλού κινδύνου, το κόστος της οποίας το ποιητικό υποκείμενο είναι πρόθυμο να αναλάβει («κι ας με κατασπαράξουν τελικά») στο όνομα της ατομικής ελευθερίας.
Η ύπαρξη των περιορισμών αποτελεί μια αναμφισβήτητη πραγματικότητα, η οποία, ωστόσο, παρά τη δυσαρέσκεια που προκαλεί στους ανθρώπους έχει προστατευτική λειτουργία, καθώς η έλλειψη ορίων μπορεί να ωθήσει το άτομο σε αυτοκαταστροφικές επιλογές. Συμφωνώ πως το άτομο έχει ανάγκη να αισθάνεται ελεύθερο, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν θα πρέπει να τίθενται ορισμένα όρια στη δράση του.
3. Στέλιος Γεράνης, Ο πυροβολισμός
Μιλούσαμε για όμορφα πράγματα κι είχαν αγάπη
όλες οι φωνές. Όχι, δεν ήταν το κρασί –
θα μπορούσα να πω πως ήμασταν από πριν
μεθυσμένοι. Ακόμα κι έναν άγνωστο – που κρυφάκουγε
είχε αρχίσει να τον τυλίγει η ζεστασιά μας.
Αν τον κερδίσουμε κι αυτόν – συλλογίστηκα
πρέπει αμέσως ν’ αρχίσει η λειτουργία. Λίγο ακόμα
και η αρμονία θα γέμιζε τη ζωή μας.
Έβλεπα τα μάτια τους έτοιμα να δεχτούνε
την αποκάλυψη
όταν
ακούστηκε στο δρόμο ο πρώτος πυροβολισμός
που μας τίναξε όλους
μέσα στον σπασμένο καθρέφτη.
Ερμηνευτικό σχόλιο
Ποιο θέμα, κατά τη γνώμη σας, προκύπτει από την αιφνίδια ανατροπή της αρμονικής κατάστασης που φαίνεται να διαμορφώνεται στην κοινωνία που παρουσιάζει ο ποιητής; Να τεκμηριώσετε την ερμηνευτική σας προσέγγιση με τρεις κειμενικούς δείκτες. (150-200 λέξεις)
Η αιφνίδια ανατροπή της υπό διαμόρφωση αρμονικής κατάστασης φανερώνει τη σημαντική δυσκολία, αν όχι το ανέφικτο, της επικράτησης μιας απόλυτα ειρηνικής και γαλήνιας περιόδου στις ανθρώπινες κοινωνίες. Η γεμάτη αγάπη και ομορφιά διάθεση που αρχίζει να διαμορφώνεται στο πλαίσιο της συντροφιάς του ποιητικού υποκειμένου, η οποία δεν είναι προϊόν μέθης, και, άρα, έλλειψης επαφής με την πραγματικότητα, όπως δηλώνεται με σχήμα άρσης και θέσης («Όχι, δεν ήταν το κρασί – … ήμασταν από πριν μεθυσμένοι») συνιστά φανέρωμα μιας -πρόσκαιρης έστω- αίσθησης ή ελπίδας του ποιητικού υποκειμένου πως θα μπορούσε να επεκταθεί και να αποκτήσει συλλογικές διαστάσεις. Αυτό, άλλωστε, επιχειρεί να τονίσει με τη χρήση μεταφορικού λόγου («είχε αρχίσει να τον τυλίγει η ζεστασιά μας»), όταν αναφέρεται στην επίδραση που ασκούν στον άγνωστο που τους κρυφακούει. Ωστόσο, παρά την αισιοδοξία του ποιητικού υποκειμένου πως οι άνθρωποι γύρω του είναι έτοιμοι να «δεχτούνε την αποκάλυψη», αρκεί μία και μόνο στιγμή, όπως αυτό εναργώς δηλώνεται με τον μονολεκτικό στίχο «όταν», ο οποίος διαχωρίζει και τυπογραφικά το ποίημα σε δύο διακριτά μέρη, για να καταρρεύσουν όλα. Με το που ακούγεται ο «πρώτος πυροβολισμός» η διαμορφωθείσα κατάσταση αρμονίας ανατρέπεται πλήρως και θρυμματίζεται («μέσα στον σπασμένο καθρέφτη»).
Είναι, θεωρώ, σαφές πως παρά το γεγονός ότι οι περισσότεροι άνθρωποι θα επιθυμούσαν να ζουν σε μια ειρηνική κοινωνία, στην οποία θα επικρατούν αισθήματα αλληλεγγύης και αγάπης, κάτι τέτοιο είναι πολύ δύσκολο. Αρκεί, άλλωστε, μια απλή «παραφωνία» για να διαλυθεί το κλίμα συναίνεσης και αρμονίας.
4. Βισουάβα Σιμπόρσκα, Αλυσίδες
Μια πολύ ζεστή μέρα, ένα σκυλόσπιτο κι ένας σκύλος δεμένος
εκεί με αλυσίδα.
Μερικά βήματα πιο πέρα ένα μπολάκι γεμάτο νερό.
Ας προσθέσουμε σ’ αυτή την εικόνα μία ακόμη λεπτομέρεια:
τις δικές μας, πολύ πιο μακριές
και λιγότερο ορατές αλυσίδες,
που μας επιτρέπουν ελεύθερα από δίπλα να περνάμε.
Ερμηνευτικό σχόλιο
Ποια, κατά τη γνώμη σας, είναι η επιδίωξη της ποιήτριας; Να τεκμηριώσετε την ερμηνευτική σας πρόταση αξιοποιώντας τους κατάλληλους κειμενικούς δείκτες. (150-200 λέξεις)
Η ποιήτρια επιχειρεί να αναδείξει την κατάσταση μερικής ανελευθερίας που βιώνουν οι άνθρωποι, έστω κι αν οι ίδιοι δεν έχουν πάντοτε επίγνωση του εύρους των σχετικών περιορισμών. Με την εικόνα του αλυσοδεμένου σκύλου εν μέσω μιας ζεστής μέρας, για τον οποίο μόνη πηγή παραμυθίας είναι ένα «μπολάκι γεμάτο νερό», η ποιήτρια αποδίδει εμφατικά μια κατάσταση εγκλωβισμού, η οποία κατά τρόπο αναλογικό αισθητοποιεί την πραγματικότητα της ζωή των ανθρώπων. Κοινό γνώρισμα, άλλωστε, ανάμεσα στον σκύλο και τους ανθρώπους αποτελούν οι «Αλυσίδες», όπως μας προϊδεάζει ως προς αυτό ο τίτλος του ποιήματος. Την ύπαρξη των αλυσίδων, που κρατούν δέσμιους και τους ανθρώπους, την επισημαίνει η ποιήτρια με σχήμα αντίθεσης, τονίζοντας πως οι αλυσίδες αυτές είναι «πολύ πιο μακριές», αλλά και «λιγότερο ορατές». Οι άνθρωποι, αν κι έχουν τη δυνατότητα να περνούν ελεύθερα δίπλα από τον δεμένο σκύλο, δεν είναι όντως ή απόλυτα ελεύθεροι, οι δικές τους αλυσίδες απλώς είναι πιο μακριές κι αυτό τους προσφέρει μια ψευδαίσθηση ανεξαρτησίας. Χρειάζεται, προφανώς, να επιχειρήσουν μια μεγαλύτερης έκτασης ή διαφορετικής υφής κίνηση, για να γίνουν αντιληπτά τα όρια των δικών τους αλυσίδων.
Προσωπικά συμφωνώ πως σε αρκετές περιπτώσεις η ελευθερία των ατόμων κινείται μέσα σε συγκεκριμένα όρια, εφόσον αφενός χρειάζεται να διασφαλιστεί η ελευθερία και των άλλων ανθρώπων κι αφετέρου τα ίδια τα άτομα τείνουν συχνά να αυτοπεριορίζονται μη μπορώντας να υπερνικήσουν προσωπικές τους ανασφάλειες ή φοβίες.
5. Βισουάβα Σιμπόρσκα, Επιστροφές
Επέστρεψε. Δεν είπε τίποτα.
Ήταν όμως φανερό πως κάτι τον είχε πληγώσει.
Ξάπλωσε με τα ρούχα του.
Έχωσε το κεφάλι του κάτω από την κουβέρτα.
Μάζεψε τα γόνατά του.
Είναι περίπου σαραντάρης, αλλά όχι αυτή τη στιγμή.
Υπάρχει – αλλά μόνο τόσο όσο στην κοιλιά της μάνας του,
οχυρωμένος πίσω από επτά τείχη δέρματος, στο προστατευτικό
σκοτάδι.
Αύριο θα δώσει διάλεξη για την ομοιόσταση
στη μεταγαλαξιακή αστροναυτική.
Προσώρας κουλουριάστηκε, αποκοιμήθηκε.
Βισουάβα Σιμπόρσκα, Η ζωή εδώ και τώρα
Ερμηνευτικό σχόλιο
Ποιο, κατά τη γνώμη σας, είναι το κύριο θέμα του κειμένου; Να τεκμηριώσετε την ερμηνευτική σας πρόταση με τρεις κειμενικούς δείκτες. (150-200 λέξεις)
Κύριο θέμα του κειμένου αποτελεί η ανάγκη συνειδητοποίησης της συναισθηματικής ευαισθησίας και του ευάλωτου που διακρίνουν όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους, εφόσον η ανθρώπινη φύση είναι κοινή για όλους. Το θέμα αυτό αναδεικνύεται από την ποιητική φωνή μέσα από την αφηγηματική παρουσίαση ενός σύντομου γεγονότος που αφορά έναν άνδρα μέσης ηλικίας. Ο σαραντάρης ήρωας, πληγωμένος από κάτι που δεν αποσαφηνίζεται, επιστρέφει στο σπίτι του και ξαπλώνει στο κρεβάτι σε εμβρυακή στάση, αναζητώντας την παραμυθία σε μια συμβολική επιστροφή στο απόλυτα ασφαλές περιβάλλον της μήτρας. Όπως υπονοείται ήδη από τον τίτλο του ποιήματος («Επιστροφές»), ο ψυχικός πόνος που βιώνει ο ήρωας τον ωθεί να επιστρέψει σε μια κατά πολύ προγενέστερη κατάσταση, ώστε «οχυρωμένος» πίσω από τα μεταφορικά «τείχη» του μητρικού δέρματος και το προστατευτικό σκοτάδι να αισθανθεί και πάλι προφυλαγμένος από τη σκληρότητα του έξω κόσμου. Η επισήμανση, μάλιστα, σχετικά με το υψηλό μορφωτικό του επίπεδο («Αύριο θα δώσει διάλεξη για την ομοιόσταση στη μεταγαλαξιακή αστροναυτική») έρχεται να τονίσει ακριβώς το γεγονός πως κανένας άνθρωπος δεν είναι άτρωτος απέναντι στα ψυχικά και συναισθηματικά τραύματα.
Η επιλογή ενός μορφωμένου ενήλικα άνδρα, για να παρουσιαστεί ο αντίκτυπος ενός συναισθηματικού τραύματος, μας υπενθυμίζει εύστοχα πως ανεξάρτητα από το φύλο, την ηλικία, το κοινωνικό ή μορφωτικό επίπεδο όλοι οι άνθρωποι βιώνουν τα ίδια συναισθήματα, τις ίδιες αγωνίες και τις ίδιες ψυχικές οδύνες.
6. Θανάσης Κωσταβάρας: Το ταξίδι
Που πάμε.
Που σπαταλάμε τα πιο ωραία μας λόγια· τα πιο γενναία μας όνειρα…
Κινάμε σαν τη φωτιά και σβήνουμε, σβήνουμε αργά δίχως ν’ αφή-
σουμε τίποτα.
Όταν μέσα μας κάποτε μούγκρισαν ποτάμια.
Όταν λουλούδισαν θάλασσες.
Όταν δάση φουρτούνιασαν, ξεκινώντας
για ταξίδια περ’ απ’ αυτά τα κλειστά βουνά.
Που πάμε.
Επιστρέφουμε.
Όλο και πιο αναπότρεπτα, όλο και πιο απελπισμένα
επιστρέφουμε.
Δίχως ως τώρα να ταξιδέψουμε.
Πουθενά.
Ερμηνευτικό σχόλιο
Να παρουσιάσετε το κύριο, κατά τη γνώμη σας, θέμα του ποιήματος, τεκμηριώνοντας την ερμηνευτική σας πρόταση με τρεις κειμενικούς δείκτες (150-200 λέξεις).
Κύριο, κατά τη γνώμη μου, θέμα του κειμένου αποτελεί η επίγνωση πως οι προσδοκίες που γεννά η νεανική ορμητικότητα δεν φτάνουν στην εκπλήρωσή τους, καθώς με την πάροδο του χρόνου χάνεται σταδιακά η δυναμικότητα του ατόμου. Το θέμα αυτό αναδεικνύεται με εμφατικό τρόπο μέσα από την αντίθεση («φωτιά», «σβήνουμε») που πλαισιώνει την παρομοίωση με την οποία το ποιητικό υποκείμενο παρουσιάζει το αρχικό ξεκίνημα των ανθρώπων («Κινάμε σαν τη φωτιά»). Η επανάληψη του ρήματος «σβήνουμε» τονίζει τη σταδιακή («σβήνουμε αργά») αλλά αναπόφευκτη απώλεια της δυναμικής και της αγωνιστικότητας των ανθρώπων, που τους αποτρέπει τελικά από το να πραγματώσουν τα όνειρά τους («Δίχως ως τώρα να ταξιδέψουμε»). Το ποιητικό υποκείμενο, μάλιστα, φροντίζει μέσω αλλεπάλληλων εικόνων και προσωποποιήσεων να καταστήσει εμφανή την εκπληκτική δυναμική της νεότητας («μέσα μας κάποτε μούγκρισαν ποτάμια», «λουλούδισαν θάλασσες», «δάση φουρτούνιασαν»), ώστε να αναδειχθεί εναργέστερα το αίσθημα απογοήτευσης που προκύπτει ακολούθως από τον σταδιακό συμβιβασμό του ατόμου («όλο και πιο απελπισμένα») με την πραγματικότητα της διάψευσης των προσδοκιών του.
Το θέμα αυτό, αν και δεν έχει απόλυτη εφαρμογή σε όλους τους ανθρώπους, αποτελεί -παρά την απαισιόδοξη οπτική του- μια ειλικρινή αποτύπωση ενός κοινού βιώματος για πολλούς ανθρώπους. Είναι, άλλωστε, αναπόφευκτο ένα άτομο να παρασύρεται από τη δυναμική της νεανικότητάς του και να θέτει στόχους κατά πολύ υψηλότερους από αυτούς που θα μπορέσει στην πορεία να πετύχει. Με τα χρόνια θα αναγκαστεί να συμβιβαστεί και να κάνει σημαντικές παραχωρήσεις έχοντας έρθει αντιμέτωπο με ποικίλα προβλήματα, αλλά και με τη σταδιακή κόπωση.
7. Μπέρτολτ Μπρεχτ, Ερωτήσεις ενός εργάτη που διαβάζει
Ποιος έχτισε τη Θήβα την εφτάπυλη;
Στα βιβλία δε βρίσκεις παρά των βασιλιάδων τα ονόματα.
Οι βασιλιάδες κουβαλήσαν τ’ αγκωνάρια;
Και τη χιλιοκαταστρεμμένη Βαβυλώνα, ποιος την ξανάχτισε τόσες φορές;
Σε τι χαμόσπιτα της Λίμας της χρυσόλαμπρης ζούσαν οι οικοδόμοι;
Τη νύχτα που το Σινικό Τείχος αποτελειώσαν, πού πήγανε οι χτίστες;
H μεγάλη Ρώμη είναι γεμάτη αψίδες θριάμβου. Ποιος τις έστησε;
Πάνω σε ποιούς θριαμβεύσανε οι Καίσαρες;
Το Βυζάντιο το χιλιοτραγουδισμένο μόνο παλάτια είχε για τους κατοίκους του;
Ακόμα και στη μυθική Ατλαντίδα, τη νύχτα που τη ρούφηξε η θάλασσα, τ’ αφεντικά
βουλιάζοντας, μ’ ουρλιαχτά τους σκλάβους τους καλούσαν.
Ο νεαρός Αλέξανδρος υπόταξε τις Ινδίες.
Μοναχός του;
Ο Καίσαρας νίκησε τους Γαλάτες.
Δεν είχε ούτ’ ένα μάγειρα μαζί του;
Ο Φίλιππος της Ισπανίας έκλαψε όταν η Αρμάδα του βυθίστηκε.
Δεν έκλαψε, τάχα, άλλος κανένας;
Ο Μέγας Φρειδερίκος κέρδισε τον Εφτάχρονο τον Πόλεμο.
Ποιος άλλος τόνε κέρδισε;
Κάθε σελίδα και μια νίκη.
Ποιος μαγείρεψε τα νικητήρια συμπόσια;
Κάθε δέκα χρόνια κι ένας μεγάλος άντρας.
Ποιος πλήρωσε τα έξοδα;
Μπρεχτ Μπ. (2009). Ποιήματα. μτφ. Νίκος Παππάς κ.ά., Αθήνα: Κοραντζή
Ερμηνευτικό σχόλιο
Ποιο, κατά τη γνώμη σας, είναι το θέμα του ποιήματος; Να το παρουσιάσετε αξιοποιώντας τους κατάλληλους κειμενικούς δείκτες. (150 – 200 λέξεις)
Στο ποίημα αυτό αναδεικνύεται το γεγονός πως οι απλοί άνθρωποι, οι εργάτες κι οι στρατιώτες, παρά την τεράστια συμβολή τους σε όλα τα σημαντικά ιστορικά επιτεύγματα παραμένουν στην αφάνεια. Ο ποιητής φροντίζει να αναδείξει το θέμα αυτό επισημαίνοντας στον τίτλο του ποιήματος πως πρόκειται για ερωτήσεις που θέτει ένας εργάτης που διαβάζει, επιτρέποντας έτσι στον αναγνώστη να αντιληφθεί από ποια οπτική οφείλει να αντικρίσει τα αλλεπάλληλα ρητορικά ερωτήματα που ακολουθούν. Είναι, μάλιστα, το πλήθος των ερωτημάτων αυτών, αλλά κι η σαφώς υπονοούμενη απάντησή τους που συνεισφέρουν στην ξεκάθαρη παρουσίαση της αδικίας που έχει συντελεστεί εις βάρος των ανώνυμων εργατών, αφού πάντοτε κάποιος άλλος καρπώνεται τη δόξα της δικής τους σκληρής δουλειάς. Διαπιστώσεις, όπως η ακόλουθη: «Ο νεαρός Αλέξανδρος υπόταξε τις Ινδίες.», συνοδεύονται από εύλογες απορίες: «Μοναχός του;», μέσω των οποίων καθίσταται εμφανής η τάση τόσο των ιστορικών όσο και των ανθρώπων γενικότερα να αποδίδουν όλες τις τιμές σε ένα προβεβλημένο πρόσωπο, παραβλέποντας την καίρια συνδρομή όλων εκείνων που εργάστηκαν σκληρά για να διασφαλίσουν τις νίκες και τα κατορθώματά του. Εύλογα, επομένως, ο ποιητής αναρωτιέται πώς γίνεται να είναι τόσο αφανείς οι απλοί πολίτες όλων αυτών των λαμπρών περιοχών που εξυμνούνται διαρκώς, όπως επισημαίνεται με τη χρήση επιθέτων «χρυσόλαμπρης», «χιλιοτραγουδισμένο», «μυθική»).
Η διαχρονική αυτή απαξίωση του μόχθου των εργατών, έστω κι αν χωρίς αυτούς δεν θα είχαν χτιστεί τα λαμπρά οικοδομήματα ούτε θα είχαν κερδηθεί οι μεγάλες μάχες, συνιστά μια αδικία που οφείλει να μας προβληματίσει. Φανερώνει, άλλωστε, τη συνήθη αγνωμοσύνη των ισχυρών, όπως και την πάγια διάθεση εκμετάλλευσης με την οποία αντικρίζουν τους απλούς ανθρώπους γύρω τους.
8. Μανόλης Αναγνωστάκης, Επίλογος
Κι όχι αυταπάτες προπαντός.
Το πολύ πολύ να τους εκλάβεις σα δυο θαμπούς προβολείς μες στην ομίχλη
Σαν ένα δελτάριο σε φίλους που λείπουν με τη μοναδική λέξη: ζω.
«Γιατί», όπως πολύ σωστά είπε κάποτε κι ο φίλος μου ο Τίτος,
«Κανένας στίχος σήμερα δεν κινητοποιεί τις μάζες
Κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα».
Έστω.
Ανάπηρος, δείξε τα χέρια σου. Κρίνε για να κριθείς.
Ερμηνευτικό σχόλιο
Ποιο, κατά τη γνώμη σας, είναι το κύριο ερώτημα που προκύπτει από το ποίημα; Να τεκμηριώσετε την ερμηνευτική σας πρόταση αξιοποιώντας τρεις κειμενικούς δείκτες. (150-200 λέξεις)
Το κύριο, κατά τη γνώμη μου, ερώτημα που θέτει το ποίημα είναι το κατά πόσο η τέχνη -και η ποίηση ειδικότερα- έχει τη δυνατότητα να επιφέρει δραστικές αλλαγές στην κοινωνία, λειτουργώντας ως παράγοντας αφύπνισης. Σύμφωνα, πάντως, με το ποιητικό υποκείμενο οι άνθρωποι δεν θα πρέπει να έχουν «αυταπάτες» σχετικά με την επίδραση που μπορούν να ασκήσουν οι στίχοι. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει με τη χρήση παρομοίωσης το περισσότερο που μπορούν να πετύχουν είναι να λειτουργήσουν σα δυο θαμποί προβολείς στην ομίχλη, παρέχοντας μερική καθοδήγηση στο άτομο. Προς επίρρωση της άποψης αυτής, άλλωστε, καταγράφει τους στίχους του Τίτου Πατρίκιου μέσω των οποίων, με τη χρήση σχήματος επαναφοράς («Κανένας στίχος σήμερα», «Κανένας στίχος σήμερα»), τονίζεται πως η ποίηση δεν είναι σε θέση να κινητοποιήσει τους πολίτες και να οδηγήσει στην ανατροπή πολιτικών καθεστώτων. Η επίγνωση, ωστόσο, της χαμηλής επιρροής που ασκεί η ποίηση δεν οδηγεί το ποιητικό υποκείμενο σε παραίτηση. Έστω κι αν ως ποιητής είναι επί της ουσίας ανήμπορος («ανάπηρος»), θεωρεί πως έχει χρέος να συνεχίσει την προσπάθειά του, όπως αυτό επισημαίνεται με τη χρήση προστακτικής έγκλισης («δείξε τα χέρια σου. Κρίνε για να κριθείς»).
Προσωπικά συμφωνώ με τη στάση του ποιητικού υποκειμένου, καθώς ακόμη κι αν η προσπάθεια ενός ατόμου δεν επαρκεί για να οδηγήσει σε άμεσες ή δραστικές αλλαγές, αυτό δεν την καθιστά περιττή. Οι πολίτες, όπως και οι πνευματικοί δημιουργοί, οφείλουν να δραστηριοποιούνται και να καταγγέλλουν καταστάσεις, έστω κι αν οι ζητούμενες αλλαγές ενδέχεται να καθυστερήσουν σημαντικά.
9. Γιάννης Κοντός, Η μακιγιέζ
Επιστρέφει τριζάτη –όπως η θάλασσα–
σπίτι της. Είναι περασμένα μεσάνυχτα, άφησε
πίσω τα φώτα και τις ομιλίες του θεάτρου.
Η τσάντα με τα υλικά της δουλειάς –υλικά
του φεγγαριού– της βαραίνει το χέρι.
Μαζί οι αφές, ο καθρέφτης και ένα κάψιμο
στο δάχτυλο από τσιγάρο. Θα μπορούσε
να είναι από τα Γρεβενά, είναι όμως
από τη Μυτιλήνη.
Βαδίζει το δρόμο της επιστροφής, κοιτάζοντας
τις ρωγμές της ασφάλτου. Τα μαλλιά της χρώμα
σταριού, και το δέρμα το ίδιο. Το πρόσωπο
της ηθοποιού έχει στην τσέπη της, νόμισμα ανάγλυφο.
Το ξέρει απέξω. Τις μικρές ρυτίδες, τις φλέβες,
το εκμαγείο του μετώπου, τα μικρά αυτιά,
τα άβαφα χείλη, τους ψιθύρους, τα φρούτα στο τραπεζάκι.
Φως της ημέρας βλέπει σπάνια, μόνο σε καμιά εκδρομή.
Τα μυστικά της είναι οι στενοί διάδρομοι και το καμαρίνι.
Κατά τα άλλα διάγει ήρεμη οικογενειακή ζωή.
Την πρωταγωνίστρια την ακολουθεί όπως η ζέστη.
Τελευταία πίνει, και τα χέρια τρέμουν λίγο
όταν την ξεβάφει στο τέλος της παράστασης.
Η άλλη το ξέρει και απαντά με κοφτές κινήσεις
και ξυραφάκια–φωνήεντα που τινάζει μέσα από
τα δόντια. Της κάνει τον καφέ, της κάνει
μασάζ. Κάθε Δευτέρα (στην αργία του ηθοποιού)
χωρίζουν. Την άλλη, ξανασμίγουν. Ρουτίνα,
θα πεις. Καθημερινότητα, θα απαντήσει το σκοτάδι.
Δεν φέρνει ποτέ αντιρρήσεις. Υφαίνει όμως με
την υπακοή της ιστό αράχνης γύρω από την
αγέρωχη γυναίκα και ουσιαστικά την έχει παγιδεύσει.
Η σταρ φωνάζει, τρέμει, σπάει. Η μακιγιέζ
(η σκιά) την καθησυχάζει, της μιλά απαλά,
της βάφει τα νύχια και την πνίγει σιγά σιγά
όπως την έχει αιχμαλωτίσει μέσα
στην ίδια της τη ζωή.
Κοντός, Γ. (1997). Ο αθλητής του τίποτα, Αθήνα: Κέδρος
Ερμηνευτικό σχόλιο
Πώς αντιλαμβάνεστε το θέμα του ποιήματος όπως αυτό προκύπτει μέσα από τη
σχέση που έχει αναπτυχθεί ανάμεσα στη μακιγιέζ και την ηθοποιό; (150–200 λέξεις)
Κύριο θέμα του ποιήματος, κατά τη γνώμη μου, είναι η επιζήμια επίδραση των διαπροσωπικών σχέσεων, όταν αυτές δεν είναι ειλικρινείς και ισότιμες, αλλά βασίζονται στο συμφέρον. Το θέμα αυτό αναδεικνύεται από τον ποιητή μέσα από το παράδειγμα της επαγγελματικής σχέσης μιας ηθοποιού με τη μακιγιέζ της. Η πολυετής συνεργασία των δύο γυναικών, αν κι έχει επιτρέψει στη μακιγιέζ να μάθει με κάθε λεπτομέρεια, όχι μόνο το πρόσωπο της ηθοποιού, όπως αυτό δηλώνεται με τη χρήση μεταφορικού λόγου (Το πρόσωπο της ηθοποιού έχει στην τσέπη της, νόμισμα ανάγλυφο.), αλλά και τις καθημερινές της συνήθειες, όπως δηλώνεται μέσω ενός ασύνδετου σχήματος (… τα άβαφα χείλη, τους ψιθύρους, τα φρούτα στο τραπεζάκι), δεν έχει οδηγήσει στη δημιουργία μιας γόνιμης και ειλικρινούς φιλίας. Η μακιγιέζ γνωρίζει πως η θέση της είναι επισφαλής (Τελευταία πίνει, και τα χέρια τρέμουν λίγο…), γι’ αυτό και φροντίζει να μη δυσαρεστεί την ηθοποιό (Δεν φέρνει ποτέ αντιρρήσεις). Υιοθετεί τον ρόλο του υποδεέστερου και με την αδιάκοπη «υπακοή» της κατορθώνει, όπως αυτό τονίζεται με μια παραστατική μεταφορά (Υφαίνει όμως με την υπακοή της ιστό αράχνης γύρω από την αγέρωχη γυναίκα), να την παγιδέψει μέσα «στην ίδια της τη ζωή». Η μακιγιέζ δεν στέκει απέναντι στην ηθοποιό ως ισότιμος συνομιλητής, δεν της επισημαίνει τα πιθανά λάθη της και δεν τη βοηθά, έτσι, μέσω μιας καλοπροαίρετης κριτικής και μιας γόνιμης αντιπαράθεσης, να επιδιώξει τη βελτίωσή της.
Προσωπικά θεωρώ πως κάθε διαπροσωπική σχέση -φιλική ή επαγγελματική- προκειμένου να είναι επωφελής, οφείλει να βασίζεται στην ειλικρίνεια. Η διάθεση κάποιου να κολακεύει ή να έχει το ρόλο της «σκιάς», προκειμένου να είναι ευχάριστος, λειτουργεί υπονομευτικά εφόσον οδηγεί σ’ έναν επίπλαστο εφησυχασμό το άλλο άτομο και δεν το φέρνει αντιμέτωπο με τα λάθη ή τις ελλείψεις του.
10. Γιώργος Χ. Θεοχάρης, Ελεγεία για τα κορίτσια των κομμωτηρίων
Ω! Τα καημένα τα κορίτσια των κομμωτηρίων· έτσι καθώς αμήχανα τις επιδέξιες κινήσεις της κομμώτριας κοιτάζουν, παίρνουνε τόση απογοήτευση αδυνατώντας απ’ την κούραση, τα μυστικά της τέχνης να διακρίνουν.
Ω! Τα θλιμμένα μου κορίτσια των κομμωτηρίων. γέρνει τόσο νωρίς η ράχη τους απ’ την ορθοστασία. Αλλάζουν πόδι κάθε τόσο, βάζουν το χέρι κόντρα στη μεσούλα τους να ξεκουράσουν τ’ άγουρο κορμί τους. Μπορούν ν’ ακούνε μόνο κι όχι να συνομιλούν. Δεν επιτρέπεται να κάθονται, δεν έχουν τα προνόμια του πελάτη. Τα προσφωνεί η κομμώτρια πάντοτε με το «δεσποινίς» –ποτέ με τ’ όνομά τους κατευθείαν. Μετά από κάθε κούρεμα μαζεύουνε τις τρίχες απ’ το πάτωμα. Τις τρίχες που εξάγνισαν πιο πριν με τα λεπτά τους δάκτυλα. Σαν ολοκληρωθεί το χτένισμα κρατούν έναν καθρέφτη πίσω από το κεφάλι της κυρίας ώστε να επιδειχθεί ολοσκοπικά το έργο της κομμώτριας. το ξένο έργο.
Ω! Τα γλυκά κορίτσια των κομμωτηρίων. Αποχωρούν και στέκονται στην άκρη του καθρέφτη, σαν τ’ άλλα χρηστικά αντικείμενα. Παρατηρούν μηχανικά το κούρεμα, το στέγνωμα, το χτένισμα, το βάψιμο. Δεν εμπεδώνουν τίποτα. Κλεφτά τα γλαρωμένα μάτια τους κοιτούν του τοίχου το ρολόι. Αδημονούν να τελειώσει το ωράριο, να φύγουνε, να ξεκουράσουν το κορμάκι τους σ’ ένα δωμάτιο χωρίς καθρέφτες. χωρίς τους καταδότες της αμηχανίας και της θλίψης τους.
Στο δρόμο για το σπίτι ψαύουνε στις τσέπες τους το φιλοδώρημα που μάζεψαν και τα μισούν αυτά τα χρήματα. Νιώθουν βαθιά μες στις ψυχούλες τους το βλέμμα της πελάτισσας να λέει: Πάρτε και σεις από ’να κατοστάρικο κακόμοιρα, αφού δεν παίρνατε τα γράμματα.
Θεοχάρης, Γ. (2014). Πιστοποιητικά θνητότητας, Αθήνα: Σύγχρονη Έκφραση.
Ερμηνευτικό σχόλιο
Πώς
παρουσιάζει ο αφηγητής τη συναισθηματική κατάσταση των κοριτσιών που εργάζονται
στα κομμωτήρια; Να τεκμηριώσετε την απάντησή σας με τρεις κειμενικούς δείκτες.
Συμφωνείτε με την άποψη του αφηγητή; (150-200 λέξεις)
Σύμφωνα με τον αφηγητή τα κορίτσια που
κάνουν τη μαθητεία τους στα κομμωτήρια αισθάνονται βαθιά απογοήτευση, διότι δεν
αποκομίζουν τις γνώσεις που θα ήθελαν. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνεται με τη
χρήση μιας παρομοίωσης («σαν τ’ άλλα χρηστικά αντικείμενα») τα κορίτσια
αυτά αντιμετωπίζονται σαν εργαλεία της δουλειάς και όχι με το σεβασμό που τους οφείλεται.
Έτσι, αν και βρίσκονται εκεί για να μάθουν το επάγγελμα της κομμώτριας
λειτουργούν περισσότερο ως δευτερεύουσας σημασίας βοηθοί, με αποτέλεσμα να
νιώθουν υποτιμημένες. Η αδημονία τους, άλλωστε, να τελειώσει το ωράριό τους,
για να φύγουν από τον χώρο του κομμωτηρίου φανερώνει το αίσθημα απαξίωσης που
βιώνουν. Αίσθημα που αναδεικνύεται με ενάργεια μέσω της προσωποποίησης
των καθρεφτών («χωρίς τους καταδότες της αμηχανίας και της θλίψης τους»). Η
απογοήτευση και η θλίψη τους, μάλιστα, επιδεινώνονται από τον υποτιμητικό τρόπο
με τον οποίο τις αντιμετωπίζουν οι πελάτισσες του κομμωτηρίου, όπως αυτό επισημαίνεται
με την αξιοποίηση ευθέος λόγου («Πάρτε και σεις από ‘να κατοστάρικο κακομοίρα,
αφού δεν παίρνατε τα γράμματα»).
Η απογοήτευση των «καημένων» και «θλιμμένων»
κοριτσιών των κομμωτηρίων είναι, κατά τη γνώμη μου, εύλογη, εφόσον δεν τους δίνεται
ουσιαστική ευκαιρία να μάθουν το επάγγελμα και να εξασκηθούν σε αυτό. Η
κομμώτρια τις εκμεταλλεύεται, αφήνοντάς τους ελάχιστα περιθώρια να εκπαιδευτούν.
[Λέξεις: 199]
11. Γιώργης Παυλόπουλος, Το τέλειο έγκλημα
Αποφάσισε τότε –μη ρωτήσεις ποτέ το γιατί–
αποφάσισε τότε να σκοτώσει το ποίημα.
Πήρε κάθε προφύλαξη έκρυψε το μαχαίρι
και παραμόνευε.
Το ποίημα βεβαίως δεν ήταν ανύποπτο.
Ήξερε τις προθέσεις του ποιητή από καιρό
αλλά μήτε το απόφευγε μήτε τον προκαλούσε
και κάπου κάπου έκλαιγε κρυφά.
Ώσπου έγινε το τέλειο έγκλημα.
Μαχαιρωμένο το ποίημα
μέσα στην καρδιά του ποιητή
έμεινε άγνωστο για πάντα
Παυλόπουλος, Γ. (2017). Ποιήματα 1943 - 2008, Αθήνα: Κίχλη.
Ερμηνευτικό σχόλιο
Αξιοποιώντας τους κειμενικούς δείκτες του ποιήματος να παρουσιάσετε με συντομία (150-200 λέξεις) το θέμα του.
Θέμα του ποιήματος είναι η κάποτε επώδυνη σχέση του δημιουργού με το έργο του, η οποία δοκιμάζει τις ψυχικές του αντοχές όταν ο ίδιος πιστεύει ότι δεν είναι σε θέση να οδηγηθεί στην άρτια ολοκλήρωσή του. Το θέμα αυτό αναδεικνύεται μέσα από την τριτοπρόσωπα δοσμένη προσωπική εμπειρία ενός δημιουργού που φτάνει στο σημείο να «σκοτώσει» το κυοφορούμενο έργο του, νιώθοντας προφανώς πως δεν έχει τη δυνατότητα να το φέρει σε ένα αξιόλογο επίπεδο νοηματικής και μορφικής ολοκλήρωσης. Το σχήμα επαναφοράς στους αρχικούς στίχους: «αποφάσισε τότε / αποφάσισε τότε» υποδηλώνει πως η δολοφονία του αγέννητου ποιήματος συνιστά συνειδητή επιλογή κι απόφαση του δημιουργού του. Το ποιητικό υποκείμενο, ωστόσο, απευθύνει σε β΄ πρόσωπο μια καίρια προειδοποίηση: «μη ρωτήσεις ποτέ το γιατί», μέσω της οποίας επισημαίνει στον αναγνώστη πως δεν θα πρέπει ποτέ να θέσει το σχετικό ερώτημα στον δημιουργό που φτάνει σε μια τόσο οδυνηρή για εκείνον απόφαση. Το «γιατί», άλλωστε, ένας δημιουργός νιώθει πως δεν μπορεί να ολοκληρώσει ένα έργο συνιστά μια πολύ προσωπική του υπόθεση. Εκείνο που κυρίως ενδιαφέρει είναι το πόσο οδυνηρή είναι μια τέτοια απόφαση, γι’ αυτό και το ποιητικό υποκείμενο φροντίζει, αφενός, να προσωποποιήσει το κυοφορούμενο ποίημα και να εκφράσει έτσι εναργέστερα την αγωνία που αισθάνεται το ίδιο έχοντας από καιρό αντιληφθεί την πρόθεση του δημιουργού του να το δολοφονήσει, κι αφετέρου να ορίσει μεταφορικά ως τόπο του εγκλήματος «την καρδιά του ποιητή».
Η επιλογή του δημιουργού να εγκαταλείψει ένα έργο του, στο οποίο προφανώς είχε αφιερώσει σημαντικό χρόνο και πνευματική προσπάθεια, παραπέμπει όχι μόνο στη δυσκολία της ποιητικής δημιουργίας, όσο και ευρύτερα στις αντιξοότητες που τείνουν να οδηγούν τους ανθρώπους στην εγκατάλειψη προσωπικών στόχων και επιδιώξεων. Κάθε ανάλογη απόφαση παραίτησης είναι σαφώς ψυχικά επώδυνη και συχνά συνοδεύει το άτομο για πολύ καιρό, μιας και συνιστά παραδοχή της αδυναμίας του να επιτύχει κάτι που επιδίωκε και επιθυμούσε.
12. Θεόδωρος Γρηγοριάδης, Μικρού μήκους
Η πύλη άνοιξε αργά. Μπορεί κι αυτουνού να του φάνηκε ότι όλα γίνονταν σε αργή κίνηση. Είχε συνηθίσει να βλέπει τον κόσμο με κινηματογραφική ματιά, το είχε σπουδάσει, μόνο που δεν είχε καταφέρει ακόμη να γυρίσει την πρώτη του ταινία. Μια ταινιούλα μικρού μήκους είχε κατορθώσει να φτιάξει, κι εκείνη δεν έφτασε ούτε στο φεστιβάλ νέων δημιουργών της Δράμας. Μπα, δεν ήταν γκαντεμιά τωρινή, αυτή την κουβάλαγε χρόνια, από τότε. Από κείνον που θα έβγαινε σε λίγο από την πύλη των φυλακών.
Οι Αγροτικές Φυλακές. Επίτηδες, λες, φτιαγμένες έξω από την πόλη, σε μια στεπώδη ανοιχτωσιά. Γκρίζο χώμα, ακαλλιέργητο, κάτι παλιά εργοστάσια επεξεργασίας μετάλλων είχαν αφήσει πίσω τους ερείπια και μολυσμένα υπεδάφη. Οι κτιριακές εγκαταστάσεις μοναχικές, στο πουθενά, σαν να τελείωνε κάπου εκεί η ζωή και αμέσως παραπέρα ν’ άρχιζε το τίποτε.
Πως να ’ταν άραγε αυτός που είχε αρνηθεί να τον δει είκοσι ολόκληρα χρόνια; Και γιατί έπρεπε να τον δει; Να τον φορτωθεί; Να φορτωθεί τις δικές του τύψεις; Πιο λογικό ακουγόταν να μην τον συναντήσει ποτέ. Τα γράμματά του λίγα. Επίσκεψη καμιά, και ας επέμενε η γιαγιά Ντρούσκα, λίγο πριν πεθάνει, ότι έπρεπε να τον συγχωρέσει και να τον δει από κοντά. Δικός της γιος ήταν ο δολοφόνος, αν ήταν μάνα της νύφης, ποιος ξέρει αν θα αντιδρούσε έτσι για τον φονιά.
Η δοκιμασία, μέχρι να αποφασίσει να συναντήσει τον αποφυλακισμένο πατέρα του, κράτησε μήνες. Τελικά το αποδέχτηκε και ήρθε. Τουλάχιστον ας τον κατέβαζε μέχρι την πόλη κι ας τον άφηνε στην καινούρια του ζωή, όση του απέμενε.
Η πύλη άνοιγε. Η κάμερα στα χέρια του. Ο άνθρωπος που έβγαινε κρατούσε ένα σακ βουαγιάζ. Το συννεφόκαμα του έφερνε πρόσκαιρη τύφλωση στα μάτια – εκεί μέσα δεν χρειάζονταν γυαλιά.
«Καλημέρα» του είπε.
«Καλημέρα, παλικάρι μου» είπε ο αποφυλακισμένος, ζαρωμένος, ευνουχισμένος. Τελειωμένος. «Τι κρατάς στα χέρια σου, γιέ μου;»
«Μια κάμερα. Θέλω να γράψω τη ζωή σου, αρχίζοντας από τη μέρα που βγήκες».
«Τι τη θέλεις τη ζωή μου» αναρωτήθηκε χωρίς να περιμένει απάντηση. «Την έφαγα. Μαζί μ’ εκείνη».
Ο γιος τραβούσε συνεχώς υλικό.
«Γι’ αυτό ήρθες να με υποδεχτείς, Τάσο; Για να με κάνεις ταινία;»
«Αυτό σπούδασα, πατέρα».
«Σπούδασες πώς να προδίνεις τη ζωή των άλλων;»
Ο αποφυλακισμένος προχωρούσε προς τη στάση των λεωφορείων. Κάθε μία ώρα περνούσε ένα λεωφορείο του ΚΤΕΛ. Δεν έβλεπε στα μάτια τον γιο του, γιατί δεν μπορούσε, ο άλλος είχε φροντίσει να φορέσει τα μάτια του φακού.
«Γιατί τη σκότωσες;»
«Αυτό ήρθες να μάθεις από μένα; Είκοσι χρόνια έμεινα εκεί μέσα στους γ... τοίχους για να το ξεχάσω».
« Έχεις δίκιο. Η μάνα δεν ξεχνιέται».
«Σωστά. Σταμάτα να με φωτογραφίζεις!»
«Σε κινηματογραφώ».
«Θες να μάθεις γιατί τη σκότωσα; Δεν σου είπε η γιαγιά σου, η κοινωνία η σωστή δεν σου το πρόλαβε το μυστικό;»
«Τί να προλάβει;»
«Γιατί τη σκότωσα».
«Γιατί είσαι παρανοϊκός και τη ζήλευες».
Ο αποφυλακισμένος άντρας σταμάτησε ξαφνικά και στάθηκε μπροστά στον άνθρωπο-κάμερα.
«Δεν θα σου τη σπάσω τη μηχανή, μπάσταρδε. Εξαιτίας σου τη σκότωσα. Γράψ’ το αυτό. Για την τιμή μου. Και, αν τολμάς, δείξε την ταινία σου και στην τηλεόραση. Και ύστερα ψάξε να βρεις ποιανού παιδί είσαι».
Το πλάνο άδειαζε καθώς ο άντρας έφευγε από τη μέση και στη θέση του φανερωνόταν το κενό, πίσω από τα ερείπια, πίσω από τα φυλαγμένα κτίρια, το πιο ακατοίκητο κενό.
Γρηγοριάδης, Θ. (2007). Χάρτες. Εβδομήντα ιστορίες, Αθήνα: Πατάκης.
Ερμηνευτικό σχόλιο
Να παρουσιάσετε το θέμα του κειμένου (150-200 λέξεις), όπως το αντιλαμβάνεστε εσείς, λαμβάνοντας υπόψη τους σχετικούς κειμενικούς δείκτες (χαρακτήρες, πλοκή).
Στο επίκεντρο του διηγήματος τίθεται η κρίσιμη σημασία που έχει η επίγνωση της ταυτότητας του ατόμου⸱ θέμα που αναδεικνύεται με ιδιαίτερα εμφατικό τρόπο μέσα από την εμπειρία του κεντρικού ήρωα της ιστορίας, τη μητέρα του οποίου δολοφόνησε ο πατέρας του είκοσι χρόνια πριν. Με αφορμή την αποφυλάκιση του πατέρα ο ήρωας-γιος αποφασίζει τελικά, κατανικώντας τους σχετικούς του ενδοιασμούς, να τον παραλάβει από τις αγροτικές φυλακές και να τον οδηγήσει στην πόλη. Ο πατέρας του είχε αρνηθεί να τον δει τα είκοσι χρόνια που διήρκησε η φυλάκισή του, δημιουργώντας ένα ανυπέρβλητο ρήγμα στη μεταξύ τους σχέση. Η ανατροπή προκύπτει στο κλείσιμο του κειμένου, όταν ο πατέρας αποκαλύπτει στον ήρωα πως δεν είναι γιος του και πως γι’ αυτή ακριβώς την απιστία σκότωσε τη μητέρα του. Μια δραματική αποκάλυψη, η οποία γίνεται με τη χρήση ευθέος λόγου, προκαλώντας μεγαλύτερη εντύπωση στον αναγνώστη («Δεν θα σου τη σπάσω τη μηχανή, μπάσταρδε. Εξαιτίας σου τη σκότωσα»). Έτσι, εντελώς απροσδόκητα ο ήρωας συνειδητοποιεί πως αγνοεί την ίδια του την ταυτότητα, αφού δεν γνωρίζει ποιος είναι ο πραγματικός του πατέρας. Έρχεται κατ’ αυτό τον τρόπο αντιμέτωπος μ’ ένα πρωτόγνωρο και συνταρακτικό αίσθημα κενού στην ψυχή του, όπως αυτό αποδίδεται εναργώς με τη χρήση μεταφορικού λόγου («το πιο ακατοίκητο κενό»). Η επαφή με τον πατέρα του, αντί να λειτουργήσει ως παραμυθία για τα τόσα χρόνια της απουσίας του, γίνεται αίφνης αφορμή για την πλήρη ψυχική του άλωση, αφού απομένει ένα άτομο χωρίς πραγματική γνώση της ταυτότητάς του.
13. Κική Δημουλά «Υπέρβαση»
Πόσο έχω επιθυμήσει
δεμένη στο ένα έστω φτερό
κάποιου μεγάλου ταξιδιάρικου πουλιού
ξαπλωτή όχι ανάσκελα
γιατί τα υπεράνω μου
όλα σχεδόν τα έχω δει
μπρούμυτα δεμένη στο ένα φτερό
να φωτογραφίσω
αν είναι από το ίδιο υλικό φτιαγμένες
οι σκεπές μας
και συ με ταπεινώνεις, μου λες
ότι κανένα πουλί
με αχρηστευμένο το ένα φτερό του
από το βάρος μου
δε διακινδυνεύει τέτοιο ταξίδι
λάθος κάνεις
έχω πολλές φορές ψηλά πετάξει
στο βάρος μου δεμένη.
Δημουλά, Κ. (2010). Τα εύρετρα, Αθήνα: Ίκαρος.
Ερμηνευτικό σχόλιο
Πως αντιλαμβάνεστε την «υπέρβαση» που επιδιώκει το ποιητικό υποκείμενο; Να βασίσετε την απάντησή σας σε στοιχεία του κειμένου. (150-200 λέξεις)
Η «Υπέρβαση» που επιδιώκει η ποιητική φωνή σχετίζεται με την επιθυμία της να πετάξει ψηλά με τη βοήθεια ενός «ταξιδιάρικου πουλιού» προκειμένου να αναγνωρίσει τις ομοιότητες εκείνες που φέρνουν πιο κοντά τις ζωές των ανθρώπων («αν είναι από το ίδιο υλικό φτιαγμένες οι σκεπές μας»). Η πτήση αυτή, ωστόσο, όπως διαφαίνεται μέσω της επανάληψης («δεμένη στο ένα έστω φτερό», «δεμένη στο ένα φτερό») έρχεται σε αντίθεση με το ρεαλιστικά εφικτό, εφόσον κανένα πουλί δεν θα μπορούσε να πετάξει με «αχρηστευμένο το ένα φτερό του». Το ανέφικτο του ταξιδιού αυτού επισημαίνεται στην ποιητική φωνή απ’ το πρόσωπο στο οποίο εκμυστηρεύεται τα σχέδιά της («και συ με ταπεινώνεις»), χωρίς αυτό εντούτοις να την αποθαρρύνει («λάθος κάνεις»). Η επιθυμία της, άλλωστε, είναι εξαιρετικά ισχυρή, όπως διαφαίνεται από την πλάγια ερωτηματική πρόταση των εισαγωγικών στίχων («Πόσο έχω επιθυμήσει…». Όπως, μάλιστα, τονίζει η ποιητική φωνή στην απάντησή της, με τη χρήση μεταφορικού λόγου, έχει ήδη υπερβεί πολλές φορές τους περιορισμούς της πραγματικότητας, πετώντας ψηλά («στο βάρος μου δεμένη»). Η υπέρβαση της πραγματικότητας όσο κι αν μοιάζει δύσκολη ή και ανέφικτη, συνιστά αναγκαιότητα για την ποιητική φωνή, προκειμένου να κατορθώσει να αντικρίσει τον κόσμο από μια νέα οπτική.
Η ανάγκη των ανθρώπων να ξεπερνούν κάποτε περιορισμούς και όρια που μοιάζουν αξεπέραστα συνάδει τόσο με το φιλοπερίεργο της φύσης μας όσο και με την επιθυμία μας να αποδεσμευόμαστε απ’ ό,τι μας καταπιέζει. Η θέληση, οπότε, της ποιήτριας να δει τον κόσμο από ψηλά, έστω και με μια παράδοξη πτήση, τονίζει το ανυπότακτο του ανθρώπινου πνεύματος.
14. Κική Δημουλά, Τα «υπέρ» της συνήθειας
Με φόρεσες – σε φόρεσα,
εκλογή μονοφόρι.
Πρώτα απ’ την καλή.
Με γύρισες μετά το μέσα έξω,
είχαν παρατριφτεί οι άκρες και οι μόστρες,
είχαν στραβοστομιάσει κι οι κουμπότρυπες
-θυμίζανε σιωπές ξεχειλωμένες-
απ’ το πολύ κούμπωνε ξεκούμπωνε
την προφύλαξη, την επιφύλαξη,
τη διαφύλαξη κούμπωνε ξεκούμπωνε
τις ασταθείς των ημερών θερμοκρασίες
στα βαριά της χρονικότητας κλίματα.
Σκιστήκανε κι οι τσέπες,
χώναν εκεί τα ξυραφάκια τους
οι σκέψεις των χεριών.
Πάλι με γύρισες μετά – σε γύρισα
πάλι το έξω μέσα,
σάμπως οι πριν φθορές
να ‘χαν στο μεταξύ ξεκουραστεί
και γιάνει,
και μια που το παλιό
δεν έχει πια καλή κι ανάποδη.
Όσο για το που θα χτυπήσεις
και που θα χτυπηθείς,
κανένα πρόβλημα.
Ούτε και τούτο έχει πια
όψη κι ανάποδη.
Έχει κι αυτό παλιώσει
- μέσα έξω γυρισμένες
τόσες φορές οι σφαίρες.
Ερμηνευτικό σχόλιο
Ποια είναι η πορεία μιας μακρόχρονης σχέσης, όπως παρουσιάζεται στο ποίημα που σας δόθηκε; Να τεκμηριώσετε την ερμηνευτική σας προσέγγιση αξιοποιώντας τρεις (3) κειμενικούς δείκτες. (150-200 λέξεις)
Η ποιήτρια προσεγγίζει το θέμα της μακροχρόνιας σχέσης και της αναπόφευκτης τριβής και φθοράς ανάμεσα στο ζευγάρι με την αλληγορική παρουσίαση των προσώπων ως ρούχων που καινούρια στην αρχή καταλήγουν κατόπιν φθαρμένα από τη συνεχή χρήση. Στην αρχή ο ένας φοράει τον άλλον από την καλή. Πρόκειται για το ξεκίνημα, όπου ο καθένας παρουσιάζει την καλή του πλευρά και προσπαθεί ίσως να κρύψει ελαττώματα και ατέλειες. Όλα στη σχέση είναι καινούρια, όπως το ρούχο που μόλις αποκτήθηκε. Με τον καιρό η σχέση φθείρεται, η καλή πλευρά των προσώπων δεν μπορεί πια ν’ αντέξει στην καθημερινή συμβίωση, και τότε αρχίζει να εμφανίζεται κι η ανάποδη∙ ό,τι στην αρχή αποτελούσε την καλή εικόνα, αντικαθίσταται σταδιακά από την αληθινή, όπου τα ψεγάδια είναι όλα ορατά. Η φθορά είναι διττή, αφού δεν φθείρονται μόνο τα πρόσωπα, ως άτομα, αλλά και η μεταξύ τους επικοινωνία και συνύπαρξη. Όπως προκύπτει από το ασύνδετο σχήμα («την προφύλαξη, την επιφύλαξη, / τη διαφύλαξη κούμπωνε ξεκούμπωνε») τα πρόσωπα χάνουν τη μεταξύ τους εμπιστοσύνη και σταδιακά αρχίζουν να αντικρίζουν με επιφύλαξη ο ένας τον άλλον. Οι μεταξύ τους διαθέσεις, μάλιστα, αποκτούν μια μνησίκακη διάθεση, όπως αυτό διαφαίνεται μέσω μιας προσωποποίησης («Σκιστήκανε κι οι τσέπες, / χώναν εκεί τα ξυραφάκια τους / οι σκέψεις των χεριών»).
Η πορεία μιας μακρόχρονης σχέσης, όπως παρουσιάζεται στο ποίημα, αν και είναι δοσμένη με ειλικρίνεια και χωρίς ωραιοποιήσεις, δεν αποτελεί κατ’ ανάγκη τη μόνη επιλογή. Η φθορά είναι, βέβαια, αναπόφευκτη, αλλά στο πλαίσιο μιας υγιούς σχέσης με συνεχή επικοινωνία μπορεί να διασφαλιστεί μια πιο θετική εξέλιξη.