Μάνος
Κράλης «Γεύση θανάτου» (X)
Γεύση
θανάτου
Χ
Η πλατεία ήταν έρημη εκείνη τη νύχτα
Με τα κλειστά περίπτερα, τις
ξεσκισμένες αφίσες.
Μύριζε καμένο ρούχο, στάχτη, πυρκαγιά.
Πηγαίναμε μαζί μα οι λέξεις στέγνωσαν
στα χείλη.
Μόνο κοινό σημείο επαφής ήταν ο φόβος
Εκείνος ο πρωτόπλαστος, απροσδιόριστος
φόβος
Που γνώρισε ο άνθρωπος σ’ ένα χωράφι
τριβόλων.
Μετρούσαμε τους οβολούς της πίκρας μας
σκαλίζαμε την τέφρα της ψυχής.
Κι άξαφνα πέρασαν με ορμή,
μουγκρίζοντας
Τα στρατιωτικά αυτοκίνητα, κατάφορτα
κλαδιά των ευκαλύπτων
κι ακακίες,
Κι εχάθηκαν γοργά σ’ ένα πυκνό σκοτάδι.
Όμως σ’ αυτό το ελάχιστο διάστημα, για
λίγα δευτερόλεπτα μονάχα
Το μάτι πρόφτασε να ιδεί στο δυνατό το
φως των προβολέων
Ένα κεφάλι εφηβικό, που με ανάστροφη
ματιά εκοίταζε το χάος
Τα στιβαγμένα σώματα κομμάτια.
– Τι γρήγορα που χάθηκαν τούτα τα νέα
παιδιά
Απροετοίμαστα για θάνατο, γι’ αυτό το
είδος του θανάτου...
Το
ιστορικό πλαίσιο του ποιήματος:
Το πραξικόπημα της χούντας της Αθήνας κατά του Μακαρίου (15 Ιουλίου 1974) έδωσε
στην Τουρκία το ευπρόσδεκτο πρόσχημα –εφαρμόζοντας παλιά της σχέδια- να
εισβάλει στην Κύπρο. Η στρατιωτική επιχείρηση της Άγκυρας έγινε σε δύο φάσεις.
Στην πρώτη (20-22 Ιουλίου 1974) δημιουργήθηκε στον βορρά ένα τουρκικό
προγεφύρωμα, το οποίο διευρύνθηκε από την Άγκυρα παράνομα και μετά τη σύναψη
συμφωνίας ανακωχής στις 22 Ιουλίου 1974. Στη δεύτερη φάση (14-16 Αυγούστου
1974) ολοκληρώθηκε το τουρκικό σχέδιο, το οποίο πέρασε στην ιστορία με το όνομα
«Αττίλας». Ο στρατός εισβολής είχε στην κατοχή του σχεδόν 37% του κυπριακού
εδάφους και δη το από οικονομική άποψη σημαντικότερο τμήμα της μεγαλονήσου.
Η Άγκυρα πραγματοποίησε το μακροχρόνιο
σχέδιο της de
facto διαίρεσης της Μεγαλονήσου. Περίπου
200.000 Ελληνοκύπριοι έχασαν τις πατρογονικές εστίες τους. Οι πρόσφυγες αυτοί,
οι οποίοι εξαιτίας της εισβολής εγκαταστάθηκαν στον νότο, συνιστούσαν περίπου
το ένα τρίτο του συνολικού πληθυσμού του νησιού. Οι αγνοούμενοι (1.619
Ελληνοκύπριοι) κι οι εγκλωβισμένοι (αρχικά περίπου 20.000) υπογράμμιζαν την
έκταση της κυπριακής τραγωδίας. Η Άγκυρα κι η τουρκοκυπριακή ηγεσία άρχισαν να
μεταβάλλουν το δημογραφικό χαρακτήρα του νησιού με συστηματικό αποικισμό από
την Τουρκία.
[Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος
ΙΣΤ΄, Εκδοτική Αθηνών]
Η βίαιη τουρκική εισβολή στην Κύπρο,
που άλλαξε διαμιάς την ιστορική πορεία του νησιού, αποτέλεσε ένα τόσο
εξαιρετικά επώδυνο γεγονός -οι συνέπειες του οποίου συνεχίζουν να ταλανίζουν ακόμη
τους ανθρώπους της Κύπρου-, ώστε δύσκολα μπορεί να αποδώσει κανείς λεκτικά την
ένταση του πόνου, την αγανάκτηση και τον τρόμο που προκάλεσε σε όσους το
βίωσαν. Είναι ένα επίμονα ανοιχτό τραύμα, το οποίο απ’ ό,τι φαίνεται θα
συνεχίσει για πολύ καιρό ακόμη να πληγώνει τους Έλληνες του νησιού, οι οποίοι
αφέθηκαν επί της ουσίας από την πρώτη στιγμή μόνοι τους, τόσο από τη μεριά της
Ελλάδας, όσο και από τη διεθνή κοινότητα, να παλεύουν για τη διαφύλαξη της
μόλις πρόσφατα κερδισμένης ανεξαρτησίας τους. Ήταν 16 Αυγούστου του 1960, όταν
η Κύπρος ανεξαρτητοποιήθηκε από τη Μεγάλη Βρετανία, κι ήταν 16 Αυγούστου του
1974, όταν σημαντικό μέρος του νησιού τέθηκε υπό το στρατιωτικό έλεγχο της
Τουρκίας.
Η πλατεία ήταν έρημη εκείνη τη νύχτα
Με τα κλειστά περίπτερα, τις
ξεσκισμένες αφίσες.
Μύριζε καμένο ρούχο, στάχτη, πυρκαγιά.
Ο Μάνος Κράλης συνθέτει το ποίημά του
κατά το αμέσως επόμενο διάστημα της εισβολής, καταγράφοντας έτσι τον άμεσο
αντίκτυπο των γεγονότων στην ψυχή των Ελληνοκυπρίων. Η λιτότητα της γραφής του
αποδίδει άριστα το συναισθηματικό μούδιασμα των ανθρώπων του νησιού που
προσπαθούν να συνειδητοποιήσουν την έκταση της καταστροφής και να κατανοήσουν
τις τραγικές διαστάσεις της υπό διαμόρφωση ακόμη νέας κατάστασης.
Η ερημία του τόπου εύλογη, εφόσον οι
έντρομοι κάτοικοι διστάζουν να κυκλοφορήσουν μες στο σκοτάδι της νύχτας, μη
γνωρίζοντας αν η στρατιωτική επέμβαση τερματίστηκε ή επρόκειτο για το πρελούδιο
μόνο μιας ευρύτερης επίθεσης που θα έφερνε την ολοκληρωτική καταστροφή. Ό,τι
αντικρίζει, λοιπόν, ο ποιητής σ’ αυτή την επώδυνη περιήγηση είναι τα κλειστά
περίπτερα και τις ξεσκισμένες αφίσες σε μια έρημη πλατεία που στοιχειώνεται από
τη μυρωδιά καμένου ρούχου, στάχτης και πυρκαγιάς. Ένα σκηνικό εγκατάλειψης και
βίας, που φανερώνει με ιδιαίτερη ενάργεια την αγριότητα του στρατιωτικού
χτυπήματος που δέχτηκε το νησί.
Πηγαίναμε μαζί μα οι λέξεις στέγνωσαν
στα χείλη.
Μόνο κοινό σημείο επαφής ήταν ο φόβος
Εκείνος ο πρωτόπλαστος, απροσδιόριστος
φόβος
Που γνώρισε ο άνθρωπος σ’ ένα χωράφι
τριβόλων.
Ο ποιητής δεν είναι μόνος του σ’ αυτή
τη διαδρομή, ωστόσο τόσο ο ίδιος όσο κι οι άνθρωποι που είναι μαζί του
παραμένουν σιωπηλοί, καθώς οι λέξεις είναι σαν να έχουν στεγνώσει πάνω στα
χείλη τους∙ σαν να μην υπάρχει πια το αναγκαίο σθένος για να ειπωθεί έστω και
το παραμικρό. Βιώνουν μαζί την κοινή τους μοίρα, μα δε συνομιλούν∙ ό,τι τους
ενώνει κυρίως είναι το αίσθημα του φόβου. Ενός φόβου που παραπέμπει τον ποιητή
στη συναισθηματική κατάσταση που θα είχαν πιθανώς οι πρωτόπλαστοι, όταν
διωγμένοι από τον ιδανικό κόσμο του Παραδείσου βρέθηκαν αίφνης σ’ έναν
ατημέλητο χώρο, σαν σε χωράφι γεμάτο αγκάθια, εγκαταλελειμμένοι από την Πρόνοια
του Θεού. Μια ανάλογη αίσθηση εκδίωξης από το δικό τους Παράδεισο βίωναν,
άλλωστε, χιλιάδες Κύπριοι που ήρθαν ξαφνικά αντιμέτωποι με την αβεβαιότητα και
το φόβο μιας πρωτόγονης και εντελώς απρόσμενης προσφυγιάς, μέσα στην ίδια τους
την πατρίδα.
Μετρούσαμε τους οβολούς της πίκρας μας
σκαλίζαμε την τέφρα της ψυχής.
Η έλλειψη λεκτικής επικοινωνίας, που σε
άλλες περιπτώσεις θα μπορούσε να υποδηλώνει μια εσωτερική αίσθηση ράθυμης
γαλήνης, προκύπτει εδώ αντιθέτως λόγω της δραστικότατης ψυχικής και νοητικής
διεργασίας. Κάθε ένας από αυτούς τους ανθρώπους μετρά ξανά και ξανά τα
χτυπήματα που δέχτηκε η πατρίδα τους και προσπαθεί να συλλάβει τις διαστάσεις
των τραγικών αυτών γεγονότων σε εθνικό και προσωπικό επίπεδο. Οι άνθρωποι αυτοί
δε μιλούν, διότι νιώθουν μέσα τους την ψυχή τους να έχει καεί μαζί με την
αλωμένη πατρίδα τους. Μετρούν τους νεκρούς και τις πληγές τους∙ μετρούν την
πίκρα τους και ανακινούν την τέφρα της ψυχής τους, αναζητώντας μια σπίθα
δύναμης και κουράγιου, για ν’ αντέξουν και να συνεχίσουν.
Κι άξαφνα πέρασαν με ορμή,
μουγκρίζοντας
Τα στρατιωτικά αυτοκίνητα, κατάφορτα
κλαδιά των ευκαλύπτων
κι ακακίες,
Κι εχάθηκαν γοργά σ’ ένα πυκνό σκοτάδι.
Ο εσωτερικός αυτός μηρυκασμός του πόνου
διακόπτεται, προσωρινά, από την αιφνίδια εμφάνιση στρατιωτικών οχημάτων, που
περνούν «μουγκρίζοντας» από κοντά τους και χάνονται πολύ γρήγορα στο πυκνό
σκοτάδι.
Στρατιωτικά οχήματα, τα οποία σε
αντίθεση με τον προφανή ρόλο τους, εδώ εμφανίζονται να μεταφέρουν κλαδιά
δέντρων -κλαδιά από ευκαλύπτους και ακακίες-, δημιουργώντας έναν απρόσμενο
συσχετισμό με δραστηριότητες που παραπέμπουν σε ειρηνικές περιόδους κι όχι σε
κρίσιμες στιγμές στρατιωτικής αναμέτρησης. Ο φόβος ή η αναστάτωση που θα
μπορούσε να προκληθεί από την εμφάνισή τους μοιάζει να μην επέρχεται∙ μια
παρήγορη εντύπωση ματαίωσης που τη δημιουργεί σκόπιμα ο ποιητής, μόνο και μόνο
για να τη διαψεύσει αμέσως μετά.
Όμως σ’ αυτό το ελάχιστο διάστημα, για
λίγα δευτερόλεπτα μονάχα
Το μάτι πρόφτασε να ιδεί στο δυνατό το
φως των προβολέων
Ένα κεφάλι εφηβικό, που με ανάστροφη
ματιά εκοίταζε το χάος
Τα στιβαγμένα σώματα κομμάτια.
Τα στρατιωτικά οχήματα δεν είναι τα
ίδια φορείς αναστάτωσης, επιτρέπουν όμως με την εμφάνισή τους να φανερωθεί μια
εικόνα που συνοψίζει όλη την τραγικότητα της εισβολής. Οι δυνατοί προβολείς των
οχημάτων φωτίζουν το χώρο, για ένα ελάχιστο διάστημα -για λίγα μόλις
δευτερόλεπτα-, όσο χρειάζεται για να φανεί το κεφάλι ενός νεκρού εφήβου, τα
ανεστραμμένα μάτια του οποίου κοιτάζουν πια ανέκκλητα το χάος. Ο νεκρός αυτός
έφηβος, όπως και τα στοιβαγμένα σώματα των άλλων νεκρών, συνιστούν το
τραγικότερο ίσως τίμημα που πλήρωσε η πολύπαθη Κύπρος, για να ικανοποιηθεί η
εδαφική απληστία των εισβολέων. Είναι τα αθώα θύματα μιας επεκτατικής πολιτικής
που δεν αναγνωρίζει καμία αξία στην ανθρώπινη ζωή.
Τι κι αν χάθηκαν εκατοντάδες ή και
χιλιάδες νέοι άνθρωποι, το μόνο που απασχολούσε τους Τούρκους ήταν η κατάκτηση
των «πολύτιμων» εδαφών.
– Τι γρήγορα που χάθηκαν τούτα τα νέα
παιδιά
Απροετοίμαστα για θάνατο, γι’ αυτό το
είδος του θανάτου...
Ο ποιητής, που σπάει πλέον τη σιωπή του, έρχεται να τονίσει το πόσο
άδικη στάθηκε η μοίρα αυτών των νέων παιδιών που χάθηκαν τόσο γρήγορα∙ που
χάθηκαν τόσο νέα, ώστε ήταν εντελώς απροετοίμαστα για το θάνατο και, κυρίως,
γι’ αυτό το είδος του θανάτου. Οι έφηβοι αυτοί, που είχαν μπροστά τους μια
ολόκληρη ζωή εμπειριών και δημιουργίας, έπεσαν θύματα μιας επιθετικής βίας που,
όσο κι αν προσπάθησαν οι Τούρκοι να την αιτιολογήσουν, ήταν και παραμένει μια
ωμή στρατιωτική παρέμβαση (από καιρό ήδη προσχεδιασμένη), που αποσκοπούσε
αποκλειστικά και μόνο στο να εξυπηρετήσει τα επεκτατικά σχέδια της Τουρκίας.