Katharina Jung
Μάρω
Δούκα «Οι Λεύκες Ασάλευτες»
Δίπλωσε τα χαρτιά της, άρχισε σιγά σιγά
να ντύνεται. Κάθε μέρα προπαρασκευασμένη σαν να επρόκειτο για διάλεξη, με
σημειώσεις και παρατηρήσεις, μολονότι δεν φιλοδοξούσε πια να τους μεταμορφώσει
σε διανοούμενους. Χρειάστηκε καιρός ώσπου να παραδεχτεί τη νωθρότητα και την
αδιαφορία τους ή έστω τα άλλα τους ενδιαφέροντα. Ήρθαν στιγμές μάλιστα που
πληγωνόταν, γιατί δεν ήταν σε θέση τα παιδιά να εκτιμήσουν τη μεγάλη τύχη τους
που την έχουν δασκάλα. Σαν να πετούσαν τις μοναδικές ευκαιρίες της ζωής τους
από το παράθυρο έξω στο λασπερό προαύλιο - όταν αυτή μιλούσε κι έβλεπε τα
νυσταλέα ή αλαζονικά πρόσωπα τους. Πότε οργιζόταν και ύψωνε απότομα τη φωνή
της, πότε αδρανούσε από κάτι σαν κούραση που την παρέλυε. Παλιότερα τη συγκινούσε
ν’ αποτυπώνει τις εκφράσεις των προσώπων τους. Σήμερα, η κλιμάκωση των
αντιδράσεων τους από την ευφυΐα ως τον κρετινισμό ελάχιστες εκπλήξεις της
επιφυλάσσει, με κάποιες μόνο παροδικές αναλαμπές, κυρίως στο μάθημα της
ιστορίας. Κάπως φωτίζονται τότε τα μάτια τους, για να επανέλθουν και πάλι στην
πλήξη της γνώσης που στουμπώνει.
Επιθυμεί ειλικρινά να τους μάθει πολλά,
δεν είναι όμως σε θέση να αντιληφθεί ότι αδιαφορεί για τη γνώμη τους. Αυτή
είναι που ξενυχτά προετοιμάζοντας την ύλη της επομένης, που προσπαθεί να τους
μυήσει στην ομορφιά, που τους μιλά για τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους, και
όμως τους περιφρονεί. Πολύ συχνά ο χρόνος της εξέτασης και της παράδοσης
περιορίζεται σε δεκάλεπτα, μόνο και μόνο επειδή την ευχαριστεί ν’ ακούει τη
φωνή της να τους λέει για ένα στίχο του Αισχύλου. Έπειτα από έντεκα χρόνια
διδακτικής πείρας εξακολουθεί σχεδόν με την ίδια απολυτότητα και αυταρέσκεια να
αγορεύει, φιλοδοξώντας να τους χώσει στο κεφάλι όσα αυτή επί τριάντα πέντε
χρόνια και με τόση προσπάθεια κατάφερε να συγκρατήσει. Μιλά για αποταμιευμένη
πείρα, καταφεύγει σε εξωσχολικά βοηθήματα, όλο αναφέρεται σε πηγές και
βιβλιογραφίες και παρότι συνηθίζει να ειρωνεύεται αυτούς που χρησιμοποιούν
τσιτάτα και αποφθέγματα, της είναι αδύνατο να τους μιλήσει χωρίς να αναφέρει τι
έχουν πει οι διάφοροι σοφοί για το άλφα ή βήτα θέμα. Και μια φορά, πριν από δύο
χρόνια, όταν, επάνω στον μεγάλο οίστρο της για τον Σολωμό, κάποιος την είχε
διακόψει γελώντας ειρωνικά ότι δεν τον ενδιαφέρουν οι Δημαράδες και οι Πολίτες,
εσείς, δεσποινίς, έχετε γνώμη; αυτήν θέλουμε ν’ ακούσουμε, είχε γίνει η Ασπασία
έξω φρενών. Δεν βρίσκεται πάνω στην έδρα, τους απάντησε, για να τους λέει τη
γνώμη της, τη γνώμη της την έχει για καλύτερες περιστάσεις, της ανήκει, δεν την
απεμπολεί, δεν πληρώνεται γι’ αυτήν, πληρώνεται για να τους λέει τα έτοιμα, και
μάλιστα, για να κυριολεκτήσουμε, πληρώνομαι για να σας αναμασήσω τα σχολικά σας
εγχειρίδια - τονίζοντας χοιρίδια. Όλη η τάξη είχε μουγκαθεί, δεν τους είχε
συνηθίσει σε παρόμοια ξεσπάσματα. Την επομένη γελώντας με προσποιητή άνεση τους
ζήτησε συγγνώμη. Μέσα της όμως είχε πάρει την απόφαση, θα προσπαθούσε στο εξής
να είναι άψογη σ’ αυτά τα λίγα, τα λειψά, τα περιορισμένα, τα προβλεπόμενα από
το υπουργείο. Αλλά είχε δίκιο η κυρία Ουρανία με το δαντελωτό γιακαδάκι. Δεν
είναι καθόλου εύκολο ν’ ακολουθείς με υπομονή και σιγουριά τους πατημένους
δρόμους, να προσφέρεις με σύνεση και φειδώ όσα σου ορίζονται. Δεν είναι καθόλου
εύκολο να ξέρεις κάτι και να μην το λες. Και είναι οδυνηρό να παραιτείσαι, να
συμβιβάζεσαι. Υπέφερε καιρό, ώσπου να ανεχτεί τις απόψεις των συναδέλφων της.
Όσοι το θέλουν θα προκόψουν, τι στο καλό, όλους φωστήρες θα τους ξεσκολίσουμε;
Χρειάζονται και οι σκράπες. Συνήθιζε να λέει με έμφαση ο μαθηματικός. Το είχε
πει και ένας μπάτσος άλλοτε για τα δέντρα του δάσους, κι ένας παπάς κάποτε για
τα δάχτυλα του χεριού. Αλίμονο πόσο θ’ ανόστευε η ζωή μας.
[*Η ηρωίδα ονομάζεται Ασπασία Μαυράκη
κι είναι φιλόλογος στο Λύκειο μιας πόλης]
Ερωτήσεις
1. Ποια
διδακτική πρακτική έχει επιλέξει η φιλόλογος για να μεταδώσει τα όσα γνωρίζει
στους μαθητές της;
Η φιλόλογος του μυθιστορήματος
προετοιμάζεται για τα καθημερινά της μαθήματα σαν να πρόκειται να δώσει διάλεξη
σε κάποιο πανεπιστήμιο, με πολλές σημειώσεις και παρατηρήσεις, έστω κι αν έχει συνειδητοποιήσει
πια την απουσία ανταπόκρισης από τη μεριά των μαθητών. Επιλέγει, όχι τόσο με
παιδαγωγικά κριτήρια, όσο γιατί αρέσκεται στο ν’ ακούει την ίδια της τη φωνή,
την πρακτική μιας δασκαλοκεντρικής διδασκαλίας, στο πλαίσιο της οποίας
επιδίδεται σε μεγάλης διάρκειας ομιλίες, οι οποίες δεν έχουν κατ’ ανάγκη σχέση
με το διδασκόμενο αντικείμενο. Πολύ συχνά περιορίζει στο ελάχιστο το χρόνο
εξέτασης και παράδοσης του μαθήματος, ώστε να έχει μετά την ευκαιρία να τους
μιλήσει είτε για την ανάγκη διεκδίκησης των δικαιωμάτων τους είτε για έναν
στίχο του Αισχύλου, χωρίς όμως να έχει πραγματικό ενδιαφέρον για τις δικές τους
σκέψεις ή απόψεις.
Έχει την αίσθηση πως η γνώση είναι κάτι
που μπορεί μεταδοθεί στους μαθητές χωρίς τη δική τους ενεργητική συμμετοχή, γι’
αυτό και φροντίζει η ίδια να προετοιμάζει λεπτομερώς την ύλη του μαθήματος,
οργανώνοντας αυστηρά τη διδασκαλία. Καταφεύγει σε εξωσχολικά βοηθήματα,
ανατρέχει σε πρωτογενείς πηγές και βιβλιογραφίες, κι επιμένει πάντα να τους
επισημαίνει τις απόψεις σοφών ανθρώπων για τα διάφορα θέματα. Αυτή η διδακτική
πρακτική, εντούτοις, δεν αφήνει περιθώρια για μια πιο ελεύθερη προσέγγιση των
υπό διερεύνηση αντικειμένων με την ενεργή συμμετοχή των μαθητών και την έκφραση
των δικών τους προβληματισμών και σκέψεων.
Η φιλόλογος φιλοδοξεί, όπως ειρωνικά
τονίζεται στο κείμενο, «να τους χώσει στο κεφάλι όσα αυτή επί τριάντα πέντε
χρόνια με τόση προσπάθεια κατάφερε να συγκρατήσει». Χωρίς να λαμβάνει υπόψη της
τα ενδιαφέροντα των μαθητών, την τόσο φυσιολογική για την ηλικία τους νωθρότητα,
αλλά και τον απαιτούμενο χρόνο αφομοίωσης των νέων πληροφοριών, επιμένει να
τους μεταδώσει σε σύντομο διάστημα το πλήθος των γνώσεων που η ίδια χρειάστηκε
ολόκληρες δεκαετίες για να αποκτήσει.
2. Ποιο
περιστατικό οδηγεί την ηρωίδα στην αντίδρασή της;
Η Ασπασία Μαυράκη είχε τη συνήθεια να
αναφέρει στους μαθητές της τι έχουν πει κατά καιρούς διάφοροι σοφοί για το κάθε
θέμα, παρά το γεγονός ότι κι η ίδια ακόμη ειρωνευόταν εκείνους που
χρησιμοποιούν αποφθέγματα και έτοιμες ρήσεις. Έτσι, όταν κάποια στιγμή μιλούσε
για τον Σολωμό, καταφεύγοντας εκ νέου στις απόψεις ειδικών μελετητών, βρέθηκε
σε πολύ δύσκολη θέση και εξοργίστηκε μόλις ένας μαθητής τη διέκοψε γελώντας
ειρωνικά, λέγοντάς της ότι δεν τον ενδιαφέρουν οι απόψεις του Δημαρά ή του
Πολίτη και πως ήθελε να ακούσει τη δική της γνώμη, αν, βέβαια, είχε δική της
γνώμη.
3. Ο
αφηγητής, η φωνή που μας λέει την ιστορία, δεν είναι της πρωταγωνίστριας, αφού
περιγράφει τα γεγονότα σε τρίτο πρόσωπο. Μερικές στιγμές, όμως, τα δύο πρόσωπα συμπλέκονται. Σε ποια σημεία του κειμένου διακρίνεις να
συμβαίνει αυτό;
Η τριτοπρόσωπη αφήγηση υποχωρεί σε
ορισμένα -ελάχιστα- σημεία του κειμένου και δίνει τη θέση της σε φράσεις που
εκφέρονται σε πρώτο πρόσωπο, προσφέροντας μεγαλύτερη ζωντάνια και
παραστατικότητα, εφόσον είναι σα να ακούμε τη φωνή της ηρωίδας. Ειδικότερα, στο
πλαίσιο της αναδρομικής αφήγησης, όπου μας παρουσιάζεται το περιστατικό που
έκανε έξω φρενών την Ασπασία, διαπιστώνουμε πως ξαφνικά και χωρίς κάποιο
διαχωρισμό με τη χρήση εισαγωγικών, ο λόγος από πλάγιος (πληρώνεται για να τους
λέει τα έτοιμα...) γίνεται ευθύς: «και μάλιστα, για να κυριολεκτήσουμε, πληρώνομαι
για να σας αναμασήσω τα σχολικά σας εγχειρίδια». Το ίδιο διαπιστώνουμε
και στο κλείσιμο του αποσπάσματος, όπου το τελευταίο σχόλιο δίνεται σε πρώτο
πληθυντικό πρόσωπο καθιστώντας δυσδιάκριτο το αν είναι σχόλιο της Ασπασίας ή
της αφηγηματικής φωνής: «Αλίμονο πόσο θ’ ανόστευε η ζωή μας».
Με παρόμοιο τρόπο συμπλέκεται η
αφηγηματική φωνή με τα λόγια ενός προσώπου της ιστορίας, όταν τα λόγια της
κυρίας Ουρανίας δίνονται σε ευθύ λόγο, πάλι χωρίς τη χρήση κάποιου ενδεικτικού
σημείου στίξης (εισαγωγικών ή παύλας): «Δεν είναι καθόλου εύκολο ν’ ακολουθείς
με υπομονή και σιγουριά τους πατημένους δρόμους, να προσφέρεις με σύνεση και
φειδώ όσα σου ορίζονται. Δεν είναι καθόλου εύκολο να ξέρεις κάτι και να μην το
λες. Και είναι οδυνηρό να παραιτείσαι, να συμβιβάζεσαι.».
4. Το
κείμενο διαπερνά μια σαρκαστική διάθεση. Να εντοπίσεις μερικές εκδηλώσεις της.
Στο πλαίσιο της αφήγησης ο
σχολαστικισμός και οι υπερβολικές απαιτήσεις της ηρωίδας αντιμετωπίζονται με
σαρκαστική διάθεση, που αποσκοπεί στο να τονιστούν αφενός η αντίφαση ανάμεσα
στις προσδοκίες της και στις λανθασμένες μεθόδους που ακολουθεί, κι αφετέρου το
γεγονός ότι κατά βάθος δεν έχει ειλικρινές ενδιαφέρον για τους μαθητές της. Ειδικότερα,
μπορούμε να εντοπίσουμε σαρκασμό στα ακόλουθα χωρία:
- «Κάθε μέρα προπαρασκευασμένη σαν να
επρόκειτο για διάλεξη...»
Η ηρωίδα φτάνει στην υπερβολή, εφόσον
προετοιμάζει και οργανώνει με μεγάλη αυστηρότητα τις παραδόσεις των μαθημάτων,
σαν να πρόκειται για πανεπιστημιακές διαλέξεις, αδιαφορώντας για την αναγκαία
ελευθερία που οφείλει να διακρίνει τα μαθήματα που απευθύνονται σε εφήβους.
- «...μολονότι δεν φιλοδοξούσε πια να
τους μεταμορφώσει σε διανοούμενους.»
Οι προσδοκίες της φιλολόγου ήταν -ιδίως
στην αρχή της σταδιοδρομίας της- υπερβολικές, καθώς θεωρούσε ότι είχε τη
δυνατότητα να αυξήσει υπέρμετρα το γνωστικό επίπεδο των μαθητών της.
- «Ήρθαν στιγμές μάλιστα που
πληγωνόταν, γιατί δεν ήταν σε θέση τα παιδιά να εκτιμήσουν τη μεγάλη τύχη τους
που την έχουν δασκάλα. Σαν να πετούσαν τις μοναδικές ευκαιρίες της ζωής τους
από το παράθυρο έξω στο λασπερό προαύλιο...»
Η ηρωίδα παρουσιάζεται να έχει πολύ
μεγάλη ιδέα για τον εαυτό της και να πληγώνεται από την αδυναμία των μαθητών να
εκτιμήσουν πλήρως όσα έχει να τους προσφέρει. Θεωρεί, μάλιστα, πως η αδιαφορία
που δείχνουν για το μάθημά της αποτελεί μεγάλο σφάλμα, καθώς χάνουν τη
«μοναδική ευκαιρία» να μάθουν τα όσα πολύτιμα έχει να τους διδάξει. Εμφανής εδώ
η παρωχημένη εντύπωση της καθηγήτριας πως εκείνη αποτελεί τη μόνη πηγή γνώσης
και πως μόνο η ίδια είναι σε θέση να τους προσφέρει ουσιαστική παιδεία και
μόρφωση. Εμφανής, παράλληλα, κι η αδυναμία της να κατανοήσει και να αποδεχτεί
την εφηβική φύση.
- «Σήμερα, η κλιμάκωση των αντιδράσεων
τους από την ευφυΐα ως τον κρετινισμό ελάχιστες εκπλήξεις της επιφυλάσσει...».
Σταδιακά η ηρωίδα παύει να ενδιαφέρεται
για τις εκφράσεις στο πρόσωπο των μαθητών και για τις αντιδράσεις τους,
οδηγούμενη σε μια κυνική σχεδόν στάση απέναντί τους, αφού πλέον την αφήνουν
αδιάφορη τόσο οι ευφυείς συμπεριφορές και απόψεις τους όσο και οι ανοησίες
τους. Σαρκαστικό το σχόλιο πως η αντίδραση των μαθητών μπορεί να φτάσει μέχρι
τον «κρετινισμό», μέχρι, δηλαδή, την απόλυτη βλακεία.
- «Επιθυμεί ειλικρινά να τους μάθει
πολλά, δεν είναι όμως σε θέση να αντιληφθεί ότι αδιαφορεί για τη γνώμη τους.»
Η ηρωίδα αν και προσπαθεί με συνέπεια
και εργατικότητα να μεταδώσει στους μαθητές της γνώσεις, αδυνατεί να αντιληφθεί
και να αποδεχτεί ένα πολύ σημαντικό πρόβλημα, πως στην πραγματικότητα αδιαφορεί
για τη γνώμη τους και για τις προσωπικές τους ανησυχίες. Προσεγγίζει τη
διδασκαλία μονομερώς, καθώς ενώ φροντίζει επιμελώς για την προετοιμασία της
ύλης, δεν φροντίζει αντιστοίχως να γνωρίσει πραγματικά τους μαθητές της και να
δείξει ειλικρινές ενδιαφέρον γι’ αυτούς, ώστε να είναι σε θέση να προσαρμόσει
τη διδασκαλία της στις δυνατότητες και στα ενδιαφέροντα τους. Απουσιάζει,
επομένως, ένα βασικό στοιχείο για την επίτευξη μιας αποτελεσματικής
διδασκαλίας∙ απουσιάζει η παιδαγωγική αγάπη και η ουσιαστική επαφή με τους
μαθητές.
- «...τους μιλά για τη διεκδίκηση των
δικαιωμάτων τους, και όμως τους περιφρονεί.»
Η απουσία ειλικρινούς σεβασμού απέναντι
στους μαθητές και η έλλειψη εκτίμησης για την προσωπικότητα και την προσωπική
τους αξία, φανερώνει ένα ουσιώδες πρόβλημα στις σχέσεις της εκπαιδευτικού με
τους μαθητές της. Είναι, προφανώς, υποκριτική και καταδικασμένη σε αποτυχία
οποιαδήποτε επαφή με τους μαθητές, όταν απουσιάζει η πραγματική εκτίμηση για τη
μοναδικότητά τους και για τις δυνατότητές τους.
- «...μόνο και μόνο επειδή την
ευχαριστεί ν’ ακούει τη φωνή της...»
Η ηρωίδα εγκλωβισμένη στον αυτοθαυμασμό
και τον εγωκεντρισμό της, αντιμετωπίζει τους μαθητές ως το κοινό που είναι
αναγκασμένο να ακούει παθητικά τους μονολόγους της και να θαυμάζει το εύρος των
γνώσεών της. Βρίσκεται στην αίθουσα όχι για να δώσει στους μαθητές την ευκαιρία
να εκφράσουν τις σκέψεις τους, αλλά για να παρουσιάσει σε κάποιον τις με κόπο
αποκτημένες γνώσεις της.
- «...εξακολουθεί σχεδόν με την ίδια
απολυτότητα και αυταρέσκεια να αγορεύει, φιλοδοξώντας να τους χώσει στο κεφάλι
όσα αυτή επί τριάντα πέντε χρόνια και με τόση προσπάθεια κατάφερε να
συγκρατήσει.»
Η φιλόλογος, αν και έχει εμπειρία
χρόνων, συνεχίζει να ακολουθεί τον ίδιο παρωχημένο τρόπο διδασκαλίας,
αγορεύοντας στους μαθητές με απολυτότητα σαν να αποτελεί η ίδια μια μη
αμφισβητούμενη αυθεντία και αποφεύγοντας το διάλογο και την ανοιχτή συζήτηση με
τους μαθητές της. Έχει, συνάμα, ανεδαφικές και αντιφατικές προσδοκίες, εφόσον
πιστεύει πως ακολουθώντας έναν αναποτελεσματικό τρόπο διδασκαλίας, αυτόν της
αγόρευσης, θα μπορέσει να μεταδώσει μεγάλο όγκο γνώσεων στους μαθητές.
- «...παρότι συνηθίζει να ειρωνεύεται
αυτούς που χρησιμοποιούν τσιτάτα και αποφθέγματα, της είναι αδύνατο να τους
μιλήσει χωρίς να αναφέρει τι έχουν πει οι διάφοροι σοφοί...»
Αν και της είναι εύκολο να αντιληφθεί,
όταν το κάνουν οι άλλοι, πόσο μη δημιουργική είναι η προσέγγιση της γνώσης που
βασίζεται σε αυθεντίες και αποφθέγματα, αδυνατεί να κατανοήσει πως την ίδια
σκέψη κάνουν κι οι μαθητές της, όταν την ακούν να καταφεύγει συνεχώς στις
απόψεις διάφορων σοφών και ειδικών. Της είναι εύκολο να κρίνει τους άλλους, της
είναι όμως δύσκολο να προχωρήσει στην αναγκαία αυτοκριτική, ώστε να βελτιώσει
τις μεθόδους που ακολουθεί στη διδασκαλία της.
- «...τη γνώμη της την έχει για
καλύτερες περιστάσεις... πληρώνομαι για να σας αναμασήσω τα σχολικά σας
εγχειρίδια - τονίζοντας χοιρίδια.»
Η ηρωίδα οδηγείται σ’ ένα πρωτοφανές
ξέσπασμα όταν ένας μαθητής την ειρωνεύεται για την εμμονή της να καταφεύγει
στις αυθεντίες. Στο πλαίσιο αυτού του ξεσπάσματος γίνεται εμφανές τόσο το
γεγονός ότι δεν εκτιμά τον περιοριστικό τρόπο με τον οποίο προσεγγίζεται η
διδασκαλία στο σχολείο, όσο -και κυρίως- ότι δεν έχει πραγματική εκτίμηση για
τους μαθητές της. Το μνησίκακο σχόλιο ότι τη γνώμη της την έχει για καλύτερες
περιστάσεις, υποδηλώνει πως δεν αντικρίζει τους μαθητές ως ισότιμους
συνομιλητές, ενώ στον σκόπιμο τονισμό της λέξης «χοιρίδια» (= μικρά γουρούνια),
φτάνει ως το σημείο της συγκαλυμμένης εξύβρισης, φανερώνοντας πόσο εκτός
ελέγχου έχει βρεθεί.
- « Όσοι το θέλουν θα προκόψουν, τι στο
καλό, όλους φωστήρες θα τους ξεσκολίσουμε; Χρειάζονται και οι σκράπες.»
Έντονα σαρκαστικό το σχόλιο ότι χρειάζονται
κι οι σκράπες (= οι κακοί μαθητές), όπου διαφαίνεται η αδυναμία να γίνει
αποδεκτό πως η αξία και οι ικανότητες ενός εφήβου δεν μπορούν να κρίνονται με
βάση το αν ανταποκρίνεται επιτυχώς στις απαιτήσεις ενός εκπαιδευτικού
συστήματος που προωθεί την αποστήθιση ή την «καλή» απόδοση σε μαθήματα που δεν
προκαλούν το ενδιαφέρον των μαθητών.
5. Παρ’
όλο που οι μαθητές της το ζητούν, η ηρωίδα επιλέγει να μην εκφράσει τη γνώμη
της. Γιατί; Να απαντήσεις με μία παράγραφο.
Η ηρωίδα όταν έρχεται αντιμέτωπη με την
ειρωνική στάση του μαθητή της, ο οποίος της επισημαίνει πως δεν τους ενδιαφέρει
η γνώμη των άλλων, των αυθεντιών, αλλά η δική της, χάνει τελείως την ψυχραιμία
της. Συνειδητοποιεί αίφνης πως έχει καταλήξει κι εκείνη να καταφεύγει σε έτοιμο
υλικό και αποφθέγματα, μια τακτική που ειρωνεύεται κι η ίδια όταν τη συναντά σε
άλλους. Εκείνο που της προκαλεί τόσο έντονη ενόχληση είναι, αφενός, πως ο
μαθητής της είχε δίκιο, εφόσον η καταφυγή στις αυθεντίες καθιστά το μάθημα
εντελώς στείρο και εγκυκλοπαιδικό, κι αφετέρου η αδυναμία των μαθητών να
αναγνωρίσουν τις αγαθές της προθέσεις, μιας κι ο δικός της στόχος είναι να τους
μεταφέρει τις πλέον έγκυρες και αξιόπιστες κάθε φορά πληροφορίες και απόψεις.
Επιλέγει, λοιπόν, να μην εκφράσει τη δική της γνώμη, όχι γιατί δεν έχει δική
της άποψη για το θέμα, αλλά γιατί αισθάνεται πληγωμένη κι έχει εκνευριστεί
-κυρίως με τον εαυτό της- για το πόσο λίγο έχει εκτιμηθεί η προσπάθειά της να
εμπλουτίσει το μάθημα με τις απόψεις ειδικών∙ απόψεις που προφανώς δεν
παρατίθενται στα σχολικά εγχειρίδια και τις οποίες έχει η ίδια αλιεύσει
αφιερώνοντας πολλές ώρες μελέτης και έρευνας.
6. «[...] πληρώνεται για να τους λέει τα
έτοιμα [...] χοιρίδια.» Εμμέσως η
συγγραφέας ασκεί κριτική στον τρόπο διδασκαλίας στη σχολική τάξη. Με βάση και τη δική σου εμπειρία να
καταγράψεις τα προβλήματα της διδασκαλίας στο σχολείο σήμερα και τις προτάσεις
σου για τη βελτίωσή της. (300 λέξεις)
Να
υποθέσεις ότι το κείμενό σου απευθύνεται στο σύλλογο των καθηγητών του σχολείου
σου.
Αξιότιμα μέλη του συλλόγου διδασκόντων
Η φοίτηση στο σχολείο μού έχει
προσφέρει πέρα από σημαντικές γνώσεις και ποικίλες διαπροσωπικές εμπειρίες, μια
ενδιαφέρουσα επαφή με τις διάφορες διδακτικές πρακτικές των καθηγητών μου ανά
τα χρόνια. Θα ήθελα, λοιπόν, ως τελειόφοιτος πλέον, να μοιραστώ μαζί σας
κάποιους από τους προβληματισμούς μου σε σχέση με τα συνηθέστερα προβλήματα της
διδασκαλίας.
Ένα από τα σημαντικότερα είναι η έμφαση
που δίνεται στην προσπάθεια να καλυφθεί η εξεταστέα ύλη, με αποτέλεσμα η
διδασκαλία να λαμβάνει συχνά τη μορφή μονολόγων του καθηγητή, χωρίς παράλληλη
μέριμνα για την ενεργή συμμετοχή των μαθητών. Αν και είναι κατανοητή η ανάγκη
των καθηγητών να ολοκληρωθεί η ύλη, αυτό δεν απαλλάσσει το μάθημα από το
αίσθημα ανίας που προκαλείται από την παθητική παρακολούθηση μιας συνεχούς
ομιλίας.
Επιπλέον, ό,τι κυρίως ζητείται από τους
μαθητές είναι η απομνημόνευση πληροφοριών για μια σειρά από θέματα που δεν
ανταποκρίνονται κατ’ ανάγκη στα ενδιαφέροντά τους. Ενώ, απουσιάζει η συνειδητή
προσπάθεια του διδάσκοντος προκειμένου να δοθούν τα παρουσιαζόμενα στοιχεία από
μια οπτική που θα τα καταστήσει πιο ελκυστικά και θα φανερώσει την βαθύτερη
σημασία και γνωστική τους αξία.
Συνήθης κατάληξη αυτών είναι να
αισθάνονται οι μαθητές πως γίνονται αποδέκτες πλήθους γνώσεων και πληροφοριών που
ελάχιστη ανταπόκριση έχουν με τις μελλοντικές τους ανάγκες, ιδίως αφού δεν
οδηγούνται σ’ αυτές με δημιουργικό τρόπο και με δική τους έρευνά. Ζητούμενο που
μας οδηγεί στις επιλογές εκείνες που θα μπορούσαν να βελτιώσουν τη διδασκαλία
και να καταστήσουν την εμπειρία του μαθήματος σαφώς πιο ενδιαφέρουσα και
αποτελεσματική.
Οι μαθητές έχουν ανάγκη να διοχετεύουν
την ενέργειά τους σε δημιουργικές δραστηριότητες, καθώς και να αισθάνονται πως
έχουν την ελευθερία να εκφράσουν τις απόψεις και τις αντιρρήσεις τους. Υπ’ αυτή
την έννοια, η διδασκαλία οφείλει να μη δίνει την εντύπωση μιας αυστηρά
οργανωμένης διαδικασίας, αλλά να παραμένει ανοιχτή στο διάλογο, στην αμφισβήτηση
και στην παρέκκλιση απ’ την προκαθορισμένη πορεία της.
Συμπερασματικά, είναι καίριο για τους
μαθητές να συμμετέχουν ενεργά στην αναζήτηση και στη διερεύνηση της γνώσης, και
να μην παραμένουν αδρανείς ακροατές. Επιθυμούν ένα περιβάλλον ελευθερίας, όπου
θα είναι προτιμότερο το να μάθουν να σκέφτονται και να εκφράζουν τις ιδέες τους,
απ’ το να τηρηθεί κάποιο απρόσωπο χρονοδιάγραμμα.
Στοιχεία
αφηγηματικών τεχνικών
Αφηγητής: Τριτοπρόσωπος παντογνώστης αφηγητής,
με μηδενική εστίαση (ο αφηγητής ξέρει περισσότερα από ό,τι τα πρόσωπα, είναι
έξω από τη δράση).
Χρόνος της αφήγησης: Η αφήγηση δίνει την εντύπωση πως
ακολουθεί μια γραμμική σειρά, παρουσιάζοντας κυρίως τα γεγονότα σε παροντικό
χρόνο. Υπάρχουν, ωστόσο, συχνές, αλλά σύντομες αναφορές σε στοιχεία του
παρελθόντος (π.χ. «Παλιότερα τη συγκινούσε ν’ αποτυπώνει τις εκφράσεις των
προσώπων τους»), ενώ η εκτενέστερη αναδρομή στο παρελθόν (2η
παράγραφος) ξεκινά με σαφή χρονικό προσδιορισμό: «Και μια φορά, πριν από δύο
χρόνια...»
Εντοπίζουμε, επίσης, μια πρόδρομη
αφήγηση (πρόληψη) για το πώς σκοπεύει να δράσει στο μέλλον: «Θα προσπαθούσε στο
εξής να είναι άψογη σ’ αυτά τα λίγα, τα λειψά, τα περιορισμένα, τα προβλεπόμενα
από το υπουργείο.»
Ρυθμός της αφήγησης: Υπάρχουν συχνά στοιχεία θαμιστικής
αφήγησης, εφόσον ο αφηγητής επιχειρεί να μας παρουσιάσει τη ρουτίνα που
ακολουθεί η επαγγελματική ζωή της ηρωίδας: «Κάθε μέρα προπαρασκευασμένη σαν να
επρόκειτο για διάλεξη... Χρειάστηκε καιρός ώσπου να παραδεχτεί... Ήρθαν στιγμές
μάλιστα που πληγωνόταν... Πότε οργιζόταν και ύψωνε απότομα τη φωνή της, πότε
αδρανούσε... Αυτή είναι που ξενυχτά προετοιμάζοντας την ύλη της επομένης...
Πολύ συχνά ο χρόνος της εξέτασης... Έπειτα από έντεκα χρόνια διδακτικής πείρας
εξακολουθεί...».
Στο πλαίσιο της αναδρομής με το
περιστατικό που εκνεύρισε την ηρωίδα έχουμε μια σχεδόν εξίσωση του χρόνου της
ιστορίας με το χρόνο της αφήγησης (σκηνή), καθώς ακούμε περίπου σε ευθύ λόγο τα
λόγια της Ασπασίας.
Αφηγηματικοί τρόποι: Κυρίαρχος τρόπος είναι η αφήγηση των
γεγονότων, ενώ απουσιάζουν οι διάλογοι. Μας δίνει, ωστόσο, ο αφηγητής σε πλάγιο
και ελεύθερο πλάγιο λόγο κάποια λόγια των προσώπων, ώστε υπάρχουν ορισμένα
σημεία που απομακρυνόμαστε από το μοτίβο της αφήγησης, όπως για παράδειγμα στην
αναδρομική αφήγηση, όπου η ηρωίδα ξεσπά: «Δεν βρίσκεται πάνω στην έδρα, τους
απάντησε, για να τους λέει τη γνώμη της...»
Υπάρχουν, επίσης, περιορισμένα στοιχεία
περιγραφής (π.χ. «Κάπως φωτίζονται τότε τα μάτια τους, για να επανέλθουν και
πάλι στην πλήξη της γνώσης που στουμπώνει.»), ενώ εμφανή είναι και τα σχόλια
της αφηγηματικής φωνής (π.χ. «δεν είναι όμως σε θέση να αντιληφθεί ότι
αδιαφορεί για τη γνώμη τους»).