Budi Satria Kwan
Μίλτος Σαχτούρης «Ο
Ελεγκτής» (σημειώσεις από το βιβλίο του καθηγητή)
1.
Να, λ.χ., ένα ποίημα που απαρτίζεται από τρεις ιδεοπλαστικές -και- σκηνικές
εικόνες, «Ο ελεγκτής»:
Ένας
μπαξές γεμάτος αίμα
είν’
ο ουρανός
και
λίγο χιόνι,
η
ιδεοπλαστική εικόνα και σκηνή του κακοποιημένου ουρανού.
Έσφιξα
τα σκοινιά μου
πρέπει
και πάλι να ελέγξω
τ’
αστέρια,
η
ιδεοπλαστική εικόνα και σκηνή του ουράνιου μηχανοδηγού.
Εγώ
κληρονόμος
πουλιών
πρέπει
έστω
και με σπασμένα φτερά
να
πετάω,
η
ιδεοπλαστική εικόνα και σκηνή του ποιητή ως ιερού πτηνού που σακατεύτηκε στους «δύσκολους
-και- στυγερούς καιρούς».
Και
αμέσως έπειτα η τελευταία εικόνα-στοχασμός αναδιπλώνεται για να χωρέσει και τις
άλλες, έτσι δικαιολογημένη: Ο ποιητής πρέπει να κάνει τη διαδρομή του – πέταγμα
έστω και με σπασμένα φτερά, ξέσφιγγα φτερά-σκοινιά. Και ως μηχανοδηγός,
ελέγχοντας το σύστημα των άστρων, στάσεις-φανάρια -και- λαμπτήρες της
διαδρομής, να τερματίσει εκεί, στη χώρα της επαγγελίας του, που μολαταύτα
γέμισε και αυτή, αίμα και χιόνι∙ και ως κληρονόμος των πουλιών – πτηνός, κατά
τον Ίωνα του Πλάτωνα – να φτάσει στον «μπαξέ με τ’ άστρα». Τι μας θυμίζει αυτή
η πολύκλωνη εικόνα-στοχασμός; Παλιές ταινίες με βαγόνια μέσ’ από τοπία στέπας;
Ή χιόνια και αίματα του αλβανικού μετώπου ή του σκληρού κατοχικού χειμώνα του ‘42;
Τότε που ακόμη κι ο Θεός, στα μάτια των μικρών παιδιών και του Σαχτούρη,
φάνταζε:
σαν
παγοπώλης του θανάτου
με
κόκκινα απ’ τον πυρετό
τα
μάτια.
Και
αυτές οι εμπειρίες της ζωής διασταυρώνονται με άλλες πνευματικές της φαντασίας,
καθώς η τελική σκηνή αναδιπλώνεται στην αρχική εικόνα του μπαξέ με τ’ άστρα.
Μέσα και πέρα από κρυπτομνησίες του ή πέρα από τους δικούς μας συνειρμούς, του
τύπου: Ο ουρανός
σαν
περιβόλι ευώδησε και τ’ άνθη του ήταν τ’ άστρα (Σολωμός) – «το ουράνιο περιβόλι»
του Σεφέρη! – ή προπαντός «ουράνιος παράδεισος» - ή- κήπος» (Κάλβος). Οπότε,
σαν αντίλαλος μεθόδου από το παρελθόν, και ας μη λειτούργησε στην ώρα της, μας
έρχεται η γεφυρωμένη εικόνα:
αναχωρεί
και η νύκτα∙
ιδού
που τ’ άστρα αχνύζουσι,
και
οι καθαροί λευκαίνονται
αιθέριοι
κάμποι.
Και
πάλι πίσω του, αλειτούργητος ο ετερόνομος και ετερομεγέθης Κάλβος. Αυτός που
είδε επίσης μέσα «εις το χάος αμέτρητον των ουρανίων ερήμων» να κρέμονται
κρέπια θανάτου∙ και όπου ανάμεσά τους «τα φώτα σιγαλέα κινώνται των αστέρων
λελυπημένα». Που υπήρξε προπαντός και δεν το ξέραμε, από άλλη, εποπτικότερη σκοπιά,
ο πρωτοπόρος και θεμελιωτής της «ιδεοπλαστικής» εικόνας, που ανανέωσε την
ποίησή μας.
Γιάννης
Δάλλας, Ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης, Κέδρος, 1997, σ. 61-62
2.
Ο ποιητής όμως είναι σαν τον ευγενικό γόνο παλιάς γενιάς και τον βαραίνει η
ευθύνη μιας αποστολής και μιας παράδοσης:
Εγώ
κληρονόμος
πουλιών
πρέπει
έστω
και με σπασμένα φτερά
να
πετάω
(Τα
φάσματα)
Αλλά
πώς πετάει;
Κι’ η καρδιά του αερόστατο
γελούσε στο κενό
(Τα
φάσματα)
Αυτό
το αερόστατο μην το περάσετε για πασίχαρο πασχαλινό χαρταετό. Ένα αερόστατο που
γελάει στο κενό είναι σαν την καρδιά του ανθρώπου μέσα στο χάος του κόσμου.
Μόνο τρόμο και δέος μπορεί να προκαλέσει αυτό το αιωρούμενο γέλιο του πανικού.
Τη
μιαν ημέρα έτρεμα
την
άλλη ανατρίχιαζα
μέσα
στο φόβο
μέσα
στο φόβο
πέρασε
η ζωή μου
(Τα
φάσματα)
Μέσα
σ’ όλ’ αυτά τι να ζητήσουμε από τον ποιητή; Οι στίχοι του τουλάχιστον ν’
ανατέλλουν σαν άστρα στη σφιγμένη καρδιά μας και να καταυγάζουν το γλυκό φως
ενός άλλου κόσμου στις μικρές στιγμές του καθημερινού βίου, ένα φως που να
φωτίζει όλη μας την ασημαντότητα και να μας δίνει υπόσταση επειδή μπορούμε και
το διακρίνουμε. Κι όλα τα πολύ «σημαντικά» ανθρώπινα να σμικρύνονται
απελπιστικά και να σβήνουν, ενώ κάτω από ένα άλλο φως ή ένα άλλο χρώμα να
μεγεθύνονται τα απλούστατα σ’ ένα μέγεθος απροσδόκητης σημασίας, λες και το
μάτι που τα επισημαίνει καθορίζει την πλατιά έκτασή τους και τα καθαγιάζει,
σύμβολα της φτωχής ζωής μας, μέσα σ’ όλα τα απίθανα μεγέθη που μας
περιστοιχίζουν και μας συντρίβουν. Να πάψουμε πια να ονομάζουμε τα πράγματα «μικρά»
και «μεγάλα». Όλα μπορούν να είναι μικρά και μεγάλα εξαρτώμενα συνεχώς από
κάποιον καημό. Ο άνθρωπος, μόνος του, με το μικρό του σχήμα, γίνεται ένα
μακρύβολα ακτινοβόλο σώμα, ανοίγοντας απροσδόκητους δρόμους φωτός.
Θέλω
να διαβάσετε την «Πορτοκαλιά» για να καταλάβετε τι θέλω να πω για τη φτωχή ζωή
του κάθε ανθρώπου:
Τι
θλιβερός χειμώνας, Θε μου! Τι θλιβερός χειμώνας! Ένα πορτοκαλί μεσοφόρι
κρέμεται, ένα ροζ ξεσκονόπανο και βρέχει. Ένας γέρος κυττάζει μέσ’ απ’ το
τζάμι. Ένα ξερό δέντρο, ένα φως αναμμένο χρώμα πορτοκαλιού. Ένα δέντρο με
πορτοκάλια πιο πέρα. Και το κορίτσι αναποδογυρισμένο και το φλυτζάνι σπασμένο
κι όλοι, Θε μου, να κλαίνε
να
κλαίνε.
Κι
ύστερα χρήματα χρήματα χρήματα πολλά
Τι
θλιβερός χειμώνας. Θε μου! Τι θλιβερός χειμώνας, Θε μου!
Τι
θλιβερός χειμώνας.
(Όταν
σας μιλώ)
Ο
ποιητής ξέρει που μας οδηγεί, πόσο μπορεί ν’ αναστατώσει την καρδιά μας: ως
εκεί που κι η ίδια δεν μπορεί να υποψιαστεί:
Δυο
άνθρωποι ψιθυρίζουν
Τι
κάνει, την καρδιά μας καρφώνει;
Ναι,
την καρδιά μας καρφώνει
ώστε
λοιπόν είναι ποιητής.
(Παραλογαίς)
Νόρα
Αναγνωστάκη, Διαδρομή, δοκίμια κριτικής (1960-1995) Νεφέλη 1995, σ. 33-35