Pierre-Auguste Renoir
Μανόλης
Αναγνωστάκης «Νέοι της Σιδώνος, 1970»
Κανονικά δεν πρέπει να ‘χουμε παράπονο
Καλή κι εγκάρδια η συντροφιά σας, όλο
νιάτα.
Κορίτσια δροσερά — αρτιμελή αγόρια
Γεμάτα πάθος κι έρωτα για τη ζωή και
για τη δράση.
Καλά, με νόημα και ζουμί και τα τραγούδια
σας
Τόσο, μα τόσο ανθρώπινα, συγκινημένα,
Για τα παιδάκια που πεθαίνουν σ’ άλλην
ήπειρο
Για ήρωες που σκοτώθηκαν σ’ άλλα
χρόνια,
Για επαναστάτες Μαύρους, Πράσινους,
Κιτρινωπούς,
Για τον καημό του εν γένει πάσχοντος
Ανθρώπου.
Ιδιαιτέρως σας τιμά τούτη η συμμετοχή
Στην προβληματική και στους αγώνες του
καιρού μας
Δίνετε ένα άμεσο παρών και δραστικό —
κατόπιν τούτου
Νομίζω δικαιούσθε με το παραπάνω
Δυο δυο, τρεις τρεις, να παίξετε, να
ερωτευθείτε,
Και να ξεσκάσετε, αδελφέ, μετά από τόση
κούραση.
(Μας γέρασαν προώρως, Γιώργο, το
κατάλαβες;)
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης που φυλακίστηκε
και καταδικάστηκε σε θάνατο για τις πολιτικές του ιδέες και την πολιτική του
δράση (1949), διαπιστώνει δύο δεκαετίες μετά, στα χρόνια πια της δικτατορίας,
πως οι νέοι εκείνης της εποχής έχουν μια εντελώς επιφανειακή αγωνιστική
διάθεση. Παρά το γεγονός πως η χώρα βρίσκεται υπό το ανελεύθερο καθεστώς μιας
στρατιωτικής δικτατορίας, οι νέοι αρκούνται στο να εκφράζουν τον κοινωνικό τους
προβληματισμό μέσα από τραγούδια που μνημονεύουν τις διάφορες αδικίες που
υφίστανται άνθρωποι σε άλλες χώρες. Οι νέοι του 1970 δεν έχουν την
αποφασιστικότητα εκείνη που θα τους οδηγούσε σε αγώνες μέχρι τέλους για τα
πιστεύω και για τη διεκδίκηση της ελευθερίας τους, είναι μόνο κατ’ όνομα
επαναστατημένοι, αφού οι όποιες ανησυχίες τους εκτονώνονται με ήπιες μορφές
αντίδρασης.
«Κανονικά δεν πρέπει να ‘χουμε παράπονο
Καλή κι εγκάρδια η συντροφιά σας, όλο
νιάτα.
Κορίτσια δροσερά — αρτιμελή αγόρια
Γεμάτα πάθος κι έρωτα για τη ζωή και
για τη δράση.»
Η ειρωνεία του ποιήματος, που γίνεται
περισσότερο εμφανής στους καταληκτικούς στίχους, είναι παρούσα ήδη στον πρώτο
στίχο και στη διαπίστωση του Αναγνωστάκη πως «κανονικά» δεν πρέπει ο ίδιος κι
οι συγκαιρινοί του να έχουν παράπονο από τους νέους της εποχής. Πρόκειται, όπως
επισημαίνει, για μια συντροφιά γεμάτη νιάτα, αποτελούμενη από δροσερά κορίτσια
και αρτιμελή αγόρια -τ’ αγόρια εκείνων των χρόνων δεν είχαν γνωρίσει τα δεινά
του πολέμου και δε φέρουν, άρα, τραύματα ανάλογα μ’ εκείνα που είχαν σημαδέψει
τα σώματα παλαιότερων γενιών. Μια συντροφιά γεμάτη πάθος κι έρωτα τόσο για τη
ζωή, όσο και για τη δράση∙ έστω κι αν οι τότε νέοι κατανοούσαν, προφανώς,
διαφορετικά το τι σημαίνει να αγωνίζεται κανείς, σε σχέση με το πώς το εννοούσε
αυτό και πώς το είχε ζήσει ο ίδιος ο ποιητής.
Με τη λέξη «κανονικά», επομένως, ο
ποιητής αφήνει να εννοηθεί πως παρά τις όποιες αρετές των νέων αυτών, υπάρχει
εντούτοις σαφές παράπονο για τη στάση και τη συμπεριφορά τους.
«Καλά, με νόημα και ζουμί και τα
τραγούδια σας
Τόσο, μα τόσο ανθρώπινα, συγκινημένα,
Για τα παιδάκια που πεθαίνουν σ’ άλλην
ήπειρο
Για ήρωες που σκοτώθηκαν σ’ άλλα
χρόνια,
Για επαναστάτες Μαύρους, Πράσινους,
Κιτρινωπούς,
Για τον καημό του εν γένει πάσχοντος
Ανθρώπου.»
Ο ποιητής δηλώνει εξίσου
«ικανοποιημένος» και με τα τραγούδια των νέων της εποχής του, διατηρώντας,
ωστόσο, την ειρωνική του διάθεση απέναντι στο εκ του ασφαλούς ενδιαφέρον που
εκφράζουν οι νέοι για ό,τι συμβαίνει -τοπικά ή χρονικά- μακριά από αυτούς.
Έχουν, λοιπόν, τα τραγούδια τους νόημα και «ζουμί», κι εκφράζουν ανθρωπιά και
συγκίνηση∙ η συγκίνηση αυτή, ωστόσο, αφορά παιδάκια που πεθαίνουν σε κάποιαν
άλλη ήπειρο∙ ήρωες που σκοτώθηκαν σε άλλα, περασμένα χρόνια, ή επαναστάτες
διαφόρων χρωμάτων που σαφώς δραστηριοποιούνται σε άλλες μακρινές περιοχές. Έτσι,
ενώ οι νέοι δείχνουν πόσο τους αγγίζει ο καημός του Ανθρώπου∙ ο καημός εν γένει
του Ανθρώπου που πάσχει, διατηρούν μια οδυνηρή αποστασιοποίηση απ’ όσα
συμβαίνουν στη δική τους πατρίδα.
Το ενδιαφέρον των νέων αυτών μοιάζει,
άρα, να περιορίζεται στα δεινά όσων βρίσκονται σε άλλες χώρες, σαν να μην έχει
η Ελλάδα δικές τις δυσκολίες να αντιμετωπίσει, σαν να μη βιώνουν οι Έλληνες τα
δικά τους βάσανα. Είναι εύλογη, επομένως, η αγανάκτηση του ποιητή, καθώς
διαπιστώνει πως οι νέοι της εποχής του, οι νέοι που ζουν υπό το καθεστώς της
δικτατορίας, εκφράζουν συγκίνηση και ενδιαφέρον για κάθε πιθανό πρόβλημα
οποιασδήποτε άλλης χώρας του κόσμου, ενώ μένουν αδρανείς τελικά απέναντι στα
ζητήματα της ίδιας τους της πατρίδας.
Ιδιαιτέρως σας τιμά τούτη η συμμετοχή
Στην προβληματική και στους αγώνες του
καιρού μας
Δίνετε ένα άμεσο παρών και δραστικό —
Ο ειρωνικός λόγος του ποιητή, που θα
περνούσε πιθανώς απαρατήρητος από τους νεαρούς αποδέκτες των λόγων του,
καταλήγει εδώ -προτού ξεσπάσει πια σε πικρό σαρκασμό- σ’ έναν κενό έπαινο των
κενών αγώνων που δίνουν οι νέοι εκείνων των χρόνων. Τους τιμά ιδιαιτέρως, όπως
αναφέρει ο ποιητής, η συμμετοχή τους στην προβληματική και στους αγώνες του
καιρού τους, έστω κι αν τελικά η συμμετοχή αυτή είναι μια μερικής και
επιφανειακής αφοσίωσης γενικόλογη έκφραση συμπάθειας στις οδύνες των ανθρώπων
ανά τον κόσμο.
Τη στιγμή που οι νέοι αυτοί θα έπρεπε
να δίνουν έναν πραγματικό και δίχως σταματημό αγώνα μέχρι να διασφαλιστεί η
ελευθερία της χώρας, εκείνοι αρκούνται σε μελοδραματικά τραγούδια και
συζητήσεις, χωρίς καν να στερούν από τον εαυτό τους το δικαίωμα στον έρωτα και
στη διασκέδαση. Χαώδης απόσταση χωρίζει αυτούς τους νέους «της Σιδώνος» από τον
ποιητή που ήταν πρόθυμος να θυσιάσει ακόμη και τη ζωή του για να υπηρετήσει τις
ιδέες και τα πιστεύω του.
«κατόπιν τούτου
Νομίζω δικαιούσθε με το παραπάνω
Δυο δυο, τρεις τρεις, να παίξετε, να
ερωτευθείτε,
Και να ξεσκάσετε, αδελφέ, μετά από τόση
κούραση.»
Ο Αναγνωστάκης προχωρά πλέον σε μια
σαφέστερα ειρωνική αντιμετώπιση της νεανικής συντροφιάς, αφού ακολουθώντας τη
δική τους στάση απέναντι στην έννοια της αγωνιστικής διάθεσης, τούς αναγνωρίζει
πως έχουν πια κάθε δικαίωμα να αφήσουν στην άκρη τους «αγώνες» και να δοθούν
στον έρωτα και στις διασκεδάσεις, μιας κι η κούρασή τους θα είναι σίγουρα
μεγάλη, μετά από τόσα τραγούδια και τόσο προβληματισμό.
Ο ποιητής εκπλήσσεται από τη λογική των
νέων της εποχής του που αντιμετωπίζουν την -υποτιθέμενη- αγωνιστική δράση, σαν
μια ολιγόωρη και μη δεσμευτική απασχόληση, που επαρκεί, ωστόσο, για να τους
προσφέρει την αίσθηση πως έχουν επιτελέσει το καθήκον τους. Του είναι δύσκολο
να καταλάβει πώς από τα χρόνια της δικής του νεότητας, που οι άνθρωποι δίνονταν
ολόψυχα στους αγώνες τους, περάσαμε σε μια γενιά που νομίζει πως με δυο
τραγούδια για τα δεινά της ανθρωπότητας λαμβάνει άλλοθι για την καταφανή
αδυναμία της να έρθει αντιμέτωπη κατά πρόσωπο με τους δυνάστες του τόπου.
(Μας γέρασαν προώρως, Γιώργο, το κατάλαβες;)
Η παρενθετική αποστροφή στον φίλο και
συναγωνιστή του, καθιστά εμφανή την αγανάκτηση του ποιητή για τον ξεπεσμό του
αγωνιστικού φρονήματος που αντικρίζει γύρω του. Αίφνης, ο ποιητής αισθάνεται
σαν να μην ανήκει σ’ αυτή την εποχή, σαν να έχει έρθει από κάποιο μακρινό
παρελθόν, αφού του είναι αδύνατο να κατανοήσει πώς γίνεται να πιστεύει κανείς
πως επιδίδεται σε αγώνες ή πως έχει επίγνωση της πραγματικότητας, αν κλείνει τα
μάτια σε όσα συμβαίνουν στην πατρίδα του και νοιάζεται μόνο για όσα συμβαίνουν
σε άλλες χώρες και ηπείρους. Τι είδους αγώνες είναι αυτοί που περιορίζονται σε
τραγούδια και δήθεν εκφράσεις ανησυχίας για ανθρώπους άλλων χωρών, όταν το
ανελεύθερο καθεστώς στην Ελλάδα αφήνεται στο απυρόβλητο;
Η πρόθεση του Αναγνωστάκη να στηλιτεύσει
τη στάση των νέων της εποχής εκείνης καθίσταται εμφανέστερη από τη συνομιλία με
το ποίημα του Κωνσταντίνου Καβάφη «Νέοι της Σιδώνος (400 μ.X.)» απ’ το οποίο
και δανείζεται τον τίτλο του δικού του ποιήματος. Όπως οι νέοι της Σιδώνος του
Καβάφη αδυνατούν να κατανοήσουν την απόλυτη αξία που έδιναν οι αρχαίοι Έλληνες
στην ελευθερία, έτσι κι οι νέοι των χρόνων της δικτατορίας αδυνατούν να
συνειδητοποιήσουν πόσο ανεπίτρεπτο είναι το να συμβιβάζονται με τη στέρηση της
ελευθερίας τους, προκειμένου να μπορούν ανεμπόδιστα να επιδίδονται στις
καθημερινές τους διασκεδάσεις, αρκούμενοι σε μια υποτυπώδη μόνο αγωνιστική
δράση, η οποία εξαντλείται σε λίγα δακρύβρεχτα τραγούδια για τον πόνο του
ανθρώπου. Οι νέοι αυτοί και οι θεωρητικού επιπέδου αγώνες τους, φέρνουν στη σκέψη
του Αναγνωστάκη τον καβαφικό νέο της Σιδώνος που δεν ήταν σε θέση να αντιληφθεί
το τι σημαίνει να εκμηδενίζεις την ατομικότητά σου προς όφελος του κοινωνικού
συνόλου και τελικά να αναγνωρίζεις ως σημαντικότερο έργο της ζωής σου τη
συνεισφορά σου στους αγώνες της πατρίδας σου.
Ο αρωματισμένος νέος της Σιδώνος
αγανακτεί με το γεγονός ότι ο Αισχύλος στο επιτάφιο επίγραμμά του επέλεξε να
αναφερθεί «μόνο» στη συμμετοχή του στη μάχη του Μαραθώνα, κι όχι στο ποιητικό
του έργο, διότι αδυνατεί επί της ουσίας να κατανοήσει πως εκείνο που ήταν
σταθερά το σημαντικότερο για τους Έλληνες ήταν η διαφύλαξη της ελευθερίας της
πατρίδας τους.
Βέβαια, ο νεαρός αυτός ζει σε μια πόλη
που αποτελεί μέρος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και δεν έχει την αίσθηση της
εθνικής ταυτότητας. Δεν αισθάνεται ότι ανήκει σε κάποιο ξεχωριστό έθνος, ούτε
αισθάνεται ότι έχει κάποια ευθύνη απέναντι στην αχανή και απρόσωπη
αυτοκρατορία. Το μόνο που απασχολεί τον ευκατάστατο αυτό νεαρό είναι η
ενασχόληση με την τέχνη και, φυσικά, η διασκέδαση. Είναι, επομένως, λογικό να
μην μπορεί να αντιληφθεί τις ιδιαίτερες αξίες του Αισχύλου και την τόσο μεγάλη
αγάπη που αισθάνεται ο ποιητής για την πατρίδα του και για την ελευθερία.
«A δεν μ’ αρέσει το τετράστιχον αυτό.
Εκφράσεις τοιούτου είδους μοιάζουν κάπως
σαν λιποψυχίες.
Δώσε — κηρύττω — στο έργον σου όλην την
δύναμί σου,
όλην την μέριμνα, και πάλι το έργον σου
θυμήσου
μες στην δοκιμασίαν, ή όταν η ώρα σου
πια γέρνει.
Έτσι από σένα περιμένω κι απαιτώ.
Κι όχι απ’ τον νου σου ολότελα να
βγάλεις
της Τραγωδίας τον Λόγο τον λαμπρό —
τι Aγαμέμνονα, τι Προμηθέα θαυμαστό,
τι Ορέστου, τι Κασσάνδρας παρουσίες,
τι Επτά επί Θήβας— και για μνήμη σου να
βάλεις
μ ό ν ο
που μες στων στρατιωτών τες τάξεις, τον σωρό
πολέμησες και συ τον Δάτι και τον
Aρταφέρνη.»
Ο νέος αυτός που απαξιώνει με τρόπο ειρωνικό τη συμμετοχή του Αισχύλου
στη μάχη του Μαραθώνα «μ ό ν ο που μες
στων στρατιωτών τες τάξεις, τον σωρό / πολέμησες» και τοποθετεί την ποιητική
δημιουργία σε υψηλότερη θέση από την αφοσίωση και την αγάπη στην πατρίδα∙ από
την αφοσίωση στο ιδανικό της ελευθερίας, βρίσκει το ανάλογό του στους νέους της
εποχής του Αναγνωστάκη, οι οποίοι ενώ κλείνουν τα μάτια μπροστά στην
ανελευθερία της δικής τους χώρας, νομίζουν πως επιτελούν το χρέος τους μόνο και
μόνο επειδή εκφράζουν την αγωνία τους για τα δεινά που βιώνουν οι άνθρωποι
άλλων χωρών. Κι ενώ ο καβαφικός νέος δικαιολογείται εν μέρει, αφού δεν γνώρισε
ποτέ την πραγματική ελευθερία, ώστε να είναι σε θέση να εκτιμήσει την αξία της,
οι νέοι του ποιήματος του Αναγνωστάκη δεν έχουν ανάλογη δικαιολογία. Η δική
τους απροθυμία να κοιτάξουν κατάματα την κατάσταση της χώρας τους και να
δράσουν δυναμικά για να την αλλάξουν, αποτελεί ένδειξη εκφυλισμού του κάποτε
αδάμαστου αγωνιστικού φρονήματος των Ελλήνων.