Diane Millsap
Νάνος Βαλαωρίτης
Εργοβιογραφικά στοιχεία
Ο Νάνος Βαλαωρίτης γεννήθηκε στη Λωζάνη της Ελβετίας, στις 4 Ιουλίου του 1921. Γονείς του ήταν ο Κωνσταντίνος Βαλαωρίτης και η Αικατερίνη Λεωνίδα.
Η πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία πραγματοποιήθηκε το 1939 με δημοσιεύσεις ποιημάτων του στο περιοδικό Νέα Γράμματα. Το 1947 εξέδωσε στο Λονδίνο, την Τιμωρία των Μάγων, την πρώτη του ποιητική συλλογή. Την περίοδο του 1954-1960 έζησε στο Παρίσι και ανέπτυξε σχέσεις με τους υπερρεαλιστές Andrι Breton και Benjamin Peret. Το 1958 κυκλοφόρησε στην Αθήνα, η δεύτερη ποιητική συλλογή του με τίτλο Κεντρική Στοά.
Για το σύνολο του έργου του τιμήθηκε με το βραβείο της Εταιρείας Ποίησης των Η.Π.Α. Από 1968 έως το 1993 ζούσε κατά διαστήματα στο Παρίσι ή στο San Francisco, όπου δίδασκε στην έδρα της Συγκριτικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου του. Τον ίδιο χρόνο, αρνήθηκε την πρόταση να γίνει αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Το 1983 τού απονεμήθηκε το πρώτο βραβείο ποίησης για το βιβλίο του Μερικές Γυναίκες (ενώ αρνήθηκε ανάλογη βράβευση το 1958).
Το 1990 πραγματοποίησε παρουσίαση Ελλήνων υπερρεαλιστών ποιητών στο Centre Georges Pombidou στο Παρίσι. Συνεργάστηκε με τα περιοδικά Τετράδιο, Σήμα, Horizon, New Writing, Daylight και υπήρξε διευθυντής και εκδότης του περιοδικού Πάλι (1963-1967). Έχει παρουσιαστεί σε ξένα περιοδικά εκτενώς, σε Αγγλία, Αμερική, Γαλλία, Ρωσία κ.ά. Τρία βιβλία του, δυο γαλλικά και ένα αγγλικό με ποιήματα και πεζά, κυκλοφορούν στη Γαλλία και Αμερική.
Έγραψε: A) τις ποιητικές συλλογές: Η Τιμωρία των Μάγων, (1947), Κεντρική Στοά, (1958), Το Ανώνυμο ποίημα του Φωτεινού Αη-Γιάννη, (1977), Εστίες μικροβίων, Η πουπουλένια εξομολόγηση, Μερικές Γυναίκες, (1983), Συλλογή Ποιήματα 1, Στο κάτω κάτω της γραφής, (1984), Ο έγχρωμος στυλογράφος, (1986), Ο ομιλών πίθηκος ή Παραμυθολογία, (1986), Συλλογή Ποιήματα 2, (1987), Ανιδεογράμματα και ο δήμιος μιας πράσινης σκέψης, (1996), B) πεζογραφία/δοκίμια: Η Δολοφονία, επιστημονικής φαντασίας (νουβέλα, 1984), Ο θησαυρός του Ξέρξη (μυθιστόρημα, 1984), Ανδρέας Εμπειρίκος, (1988), Για μια θεωρία της γραφής, (1990), Η ζωή μου μετά θάνατον εγγυημένη, (1995), Ο Σκύλος του Θεού (διηγήματα, 1998), Αλληγορική Κασσάνδρα (1998), Άστεγος ο μέγας (2004), Γνωρίζετε την Ελπινίκη; (2005).
Στην πρώτη ποιητική συλλογή του ο Νάνος Βαλαωρίτης συμπεριλαμβάνει ποιήματα που ανταποκρίνονται στις παραδοσιακές φόρμες, αλλά και κάποια μ’ έντονα υπερρεαλιστικά στοιχεία. Στη δεύτερη ποιητική συλλογή του την Κεντρική στοά (1958), από όπου ο Μικρός θρήνος, κυριαρχεί το μοντέρνο στοιχείο με μια προσπάθεια συνδυασμού του με την παραδοσιακή ποίηση.
Ως γνήσιος υπερρεαλιστής από εκεί και έπειτα επιδιώκει την απελευθέρωση όχι μόνο του στίχου και της γλώσσας, αλλά και του ανθρώπου, με αίτημα την ανανέωση του τρόπου σκέψης του και την επανάσταση ενάντια στο κατεστημένο. Στην ποίηση του Ν.Β. μπορεί να βρει ο αναγνώστης όχι μόνο αισθητική απόλαυση αλλά και μηνύματα γύρω από την πραγματικότητα και τις αλήθειες της ζωής.
Η κριτική για το έργο του
« … Δεν αρνούμαι ότι η μουσική και η οπτική έχουν τη δυνατότητα να προκαλέσουν συγκινήσεις αισθητικού τύπου, π.χ. ο κινηματογράφος ακόμα κι ο πιο αφηρημένος. Όμως ένα ποίημα που εύκολα προβλέπεται, ή που χρησιμοποιεί μια γλώσσα τριμμένη και φθαρμένη από προηγούμενα παραδείγματα, δεν προκαλεί το αίσθημα της έκπληξης, σαν κάτι αλλιώτικο, καινούργιο ή φρέσκο. Η ποιητική γλώσσα κουράζεται πιο εύκολα κι από την πρόζα, και η επανάληψη χωρίς εφευρετικότητα την σκοτώνει. Έτσι βούλιαξαν, κυριολεκτικά, ο παλαμισμός, ο συμβολισμός, ο καρυωτακισμός και ο υπαρξιακός νεο-συμβολικός μοντερνισμός. Η ποιητική γλώσσα κάθε τόσο εξαφανίζεται και ισοπεδώνεται.
Η απομάκρυνση της ποιητικής γλώσσας που μας εγκαταλείπει μαζικά μοιάζει με την εξαφάνιση ας πούμε του γνήσιου ρεμπέτικου, που κι αυτό, φθαρμένο απ’ την εμπορικοποίηση, παρακμάζει. Οι Ρώσοι φορμαλιστές είχαν επισημάνει το φαινόμενο στην λογοτεχνία, και τις αλλαγές των ειδών, την ανάμιξη και την αντικατάστασή τους με άλλα είδη. Και για να τελειώσω με μια αναφορά σε ποίημά μου από την συλλογή “στο κάτω-κάτω της Γραφής”, που δεν προσέχτηκε και δεν διαβάστηκε, αφού δεν διαβάστηκε σωστά ακόμα ούτε ο Σεφέρης κι εφόσον το μεγαλύτερο μέρος του έργου ενός νεωτεριστή ποιητή αφορά αυτή την ίδια την λειτουργία της ποίησης: Η ομιλία μούδιασε πάνω στο δέρμα σου/ Διαρκώς διακινούμενες οι σκέψεις-σύννεφα/ Αναβοσβήνουν φωτιές και συζητήσεις, / Στην πόρτα κοντοστάθηκε ο απρόσωπος».
(Νάνος Βαλαωρίτης, “Ποιητική”, Η λέξη, 157, 2000, σελ. 340-344)
«Οι υπερρεαλιστές ζητούν να διεισδύσουν στα βαθύτερα μυστικά της γλώσσας, ν’ αγγίξουν την πρώτη ύλη της, με την αλχημιστική έννοια, να αναχθούν στη γέννηση του σημαίνοντος. ν’ αναπαρθενέψουν το λόγο και, μέσω του λόγου, τους τρόπους αντίληψης και κατανόησης του κόσμου. Αυτόπροϋποθέτει την υπονόμευση ή και την πλήρη κατάργηση των καθιερωμένων - γλωσσικών και ποιητικών - κωδίκων, που δεσμεύουν την αντιληπτική μας ικανότητα σε προκαθορισμένη κατεύθυνση.
Οι υπερρεαλιστές, όπως είπαμε, επιδιώκουν την καθολική απελευθέρωση του ανθρώπου και μ’ άλλους τρόπους βέβαια, αλλά και με την αποδιοργάνωση του σημασιοδοτικού συστήματος της γλώσσας. Έτσι, ακόμη και κείμενα που φαίνεται να μην παράγουν σημασία, έχουν τουλάχιστον αυτή τη σημασία: την απόρριψη των κατεστημένων τρόπων κατανόησης του κόσμου και το αίτημα για μια ριζική ανανέωση της κοσμοαντίληψης, δηλ. του πολιτισμού μας...».
(Ερατοσθένης Καψωμένος, “Η αλχημεία των λέξεων”, Μανδραγόρας, 27, 2002, σελ. 43-44)
«Ακολούθησε η δεύτερη ποιητική συλλογή του Νάνου Βαλαωρίτη Κεντρική στοά (Αθήνα, 1958), που περιλάμβανε 32 ποιήματα γραμμένα την περίοδο 1944 -1958. Στη συλλογή αυτή κυριαρχεί μια λυρική επεξεργασία δοκιμασμένων μορφών της μοντερνιστικής τεχνοτροπίας, με στοχαστική διάθεση και μελαγχολικό τόνο, σε μια συνειδητή προσπάθεια να συνδυαστούν στοιχεία της παραδοσιακής στιχουργικής, όπως το δημοτικό τραγούδι, με νεωτερικές τεχνικές καταγραφής της συνειδητότητας. Εδώ γίνεται πιο έκδηλη η επιδίωξη υπονόμευσης της συμβατικής οργάνωσης του ποιητικού υλικού, το οποίο κάποτε τείνει να προσεγγίζει επινοητικές εκφραστικές διαστάσεις συμπυκνωμένης σοφίας, όπως για παράδειγμα στο ποίημα “Ποίηση”: “Μάταια οι ποιητές προσπαθούν/ Να γεμίσουν το κενό/ Με τους στίχους/ Και τις εικόνες/ Το κενό επανέρχεται/ Πιο άδειο από πριν/ Και ζητάει/ Νέο γέμισμα”.
Στα ποιήματα της συλλογής αυτής διαπιστώνεται επίσης μια ανταπόκριση του ποιητή στις απαιτήσεις της μνήμης και της αυτοσυνειδησίας του, τροφοδοτούμενη από προσωπικά βιώματα και μια αισθητή επίκληση του νοσταλγικού στοιχείου που συνδυάζεται με μια ιστορική αίσθηση του χρόνου και μια γεωγραφική ενασχόληση με τη φυσιογνωμία του ελληνικού κόσμου μέσα και γύρω από την ελληνική επικράτεια...».
(Σωτήρης Λιόντος, “Η υπερκαινοφανής επέκταση. Υπερρεαλιστικοί μετασχηματισμοί
στην ποίηση του Νάνου Βαλαωρίτη”, Μανδραγόρας, 27, 2002)