Daniel Hagerman
Νίκος
Εγγονόπουλος «Η τελευταία εμφάνισις Ιούδα του Ισκαριώτη»
Η μικρή αμερικανική πόλις, η χαμένη
μέσα στις απέραντες εκτάσεις των πεδιάδων του Άϋρτον, έχασε αυτή τη βαθειά
γαλήνη στην οποία είτανε συνηθισμένη από τις μέρες, τις πρόσφατες άλλωστε -γύρω
στα 1867-, της ιδρύσεώς της. Ταχτικά περί τα μεσάνυχτα, άνθρωπος, παράξενος και
σκοτεινός, εισέδυε και στα πιο καλοαμπαρωμένα σπίτια ακόμα, ετάραζε τον ύπνο
των κοιμωμένων, αναστάτωνε τις ήσυχες συνειδήσεις, πίκραινε θανάσιμα τις
καρδιές, και με μιάνα μεταλλική φλογέρα, που έπαιζε στην εντέλεια, ξύπναγε σ’
όλους μιαν έντονη, τυραννική όσο κι’ ακαθόριστη, νοσταλγική διάθεση. Περιττό να
προστεθή πως κανείς δεν εθυμότανε τίποτε, μόλις ξημέρωνε, από το φοβερό βραχνά.
Όμως, όλη τη μέρα, λες κι’ ένα μεγάλο βάρος επλάκωνε τις ψυχές. Κάποιος
νυχτοπερπατητής έλυσε το βασανιστικό τούτο μυστήριο. Μια νύχτα όπου, όλως κατά
τύχη, τον έφεραν τ’ αβέβαια βήματά του επί λόφου εξοχικού, δεσπόζοντος της
πόλεως, αντελήφθη ότι το μπρούντζινο άγαλμα του Αβραάμ Λίνκολν που είταν
στημένο εκεί πάνω έλειπε, και το μαρμάρινο βάθρο φάνταζε έρημο κι’
εγκαταλελειμμένο κάτω από το φως των προβολέων. Ο «Πρόεδρος», ο χάλκινος αυτός
Αβραάμ Λίνκολν, ήτο λοιπόν ο νυχτερινός παράξενος και σκοτεινός επισκέπτης! Ο
καταδότης ημείφθη με ποσόν τι δολλαρίων. Ερωτηθείς, ωνομάζετο Ιούδας. Το
επώνυμον δε, Ισκαριώτης.
Η δράση του ξεχωριστού αυτού πεζού
ποιήματος τοποθετείται από τον Νίκο Εγγονόπουλο σε μια μικρή αμερικανική πόλη, που
έχει ιδρυθεί το 1867, δύο μόλις χρόνια μετά τη δολοφονία του προέδρου των
Ηνωμένων Πολιτειών Αβραάμ Λίνκολν. Σε μια μικρή αμερικανική πόλη, η οποία
αίφνης χάνει τη βαθιά γαλήνη που είχε συνηθίσει από τις πρώτες μέρες της
ιδρύσεώς της λόγω της δράσης ενός παράξενου ανθρώπου.
«Ταχτικά περί τα μεσάνυχτα, άνθρωπος,
παράξενος και σκοτεινός, εισέδυε και στα πιο καλοαμπαρωμένα σπίτια ακόμα,
ετάραζε τον ύπνο των κοιμωμένων, αναστάτωνε τις ήσυχες συνειδήσεις, πίκραινε
θανάσιμα τις καρδιές, και με μιάνα μεταλλική φλογέρα, που έπαιζε στην εντέλεια,
ξύπναγε σ’ όλους μιαν έντονη, τυραννική όσο κι’ ακαθόριστη, νοσταλγική διάθεση.»
Κάθε βράδυ, ο παράξενος και σκοτεινός
αυτός άνθρωπος έμπαινε σε κάθε σπίτι ακόμη και σ’ εκείνα που είχαν κλειδωθεί
πολύ καλά και τάραζε τον ύπνο των ανθρώπων∙ αναστάτωνε τις ήσυχες συνειδήσεις
τους και πίκραινε θανάσιμα τις καρδιές τους. Ανάδευε τις ενοχές τους κι έφερνε
στην επιφάνεια όλα εκείνα που κατέπνιγαν μέσα τους, για να είναι σε θέση να κοιμούνται
μακάριοι και χωρίς δυσάρεστες σκέψεις. Λειτουργούσε αφυπνιστικά για το μέρος
εκείνο της συνείδησης που ελέγχει το προσωπικό πεδίο ευθύνης κάθε ατόμου και
καταγράφει κάθε παράλειψη και κάθε οφειλόμενη πράξη που διαρκώς αναβάλλεται.
Ο παράξενος αυτός άνθρωπος με τη
μεταλλική φλογέρα, που ξυπνά στις ψυχές των ανθρώπων μια τυραννική νοσταλγική
διάθεση, συμβολίζει επί της ουσίας τους ποιητές, οι οποίοι καλούνται με τα έργα
τους να υπενθυμίσουν την ανώτερη εκείνη μορφή διαβίωσης που οφείλει ν’ αποτελεί
το ζητούμενο κάθε κοινωνίας. Συμβολίζει τους ποιητές και την επενέργεια που
έχουν τα έργα τους, που λειτουργούν ως διαρκείς υπομνήσεις των ιδεατών
επιδιώξεων τόσο στον ατομικό όσο και στο συλλογικό βίο.
«Περιττό να προστεθή πως κανείς δεν
εθυμότανε τίποτε, μόλις ξημέρωνε, από το φοβερό βραχνά. Όμως, όλη τη μέρα, λες
κι’ ένα μεγάλο βάρος επλάκωνε τις ψυχές.»
Οι πολίτες της μικρής πόλης, όπου
εντοπίζεται η δράση του παράξενου και σκοτεινού ανθρώπου, ξυπνούν τα πρωινά
χωρίς να έχουν καμία ανάμνηση της νυχτερινής εμφάνισης εκείνου στα σπίτια τους,
ωστόσο καθ’ όλη τη διάρκεια της μέρας έχουν ένα περίεργο συναίσθημα, σαν να
πλακώνει ένα μεγάλο βάρος τις ψυχές τους.
Ο Νίκος Εγγονόπουλος καταγράφει με
ιδιαίτερα παραστατικό τρόπο την επενέργεια του ποιητικού λόγου στους ανθρώπους,
τονίζοντας την έντονη και διαρκή ψυχική αναστάτωση που τους προκαλεί. Οι
ποιητές, άλλωστε, είναι εκείνοι που καταγγέλλουν μέσω του έργου τους κάθε
αρνητικό στοιχείο του συλλογικού βίου, υπενθυμίζοντας συνεχώς πως η ευθύνη του
κάθε ατόμου εκτείνεται πολύ πέρα από την επιτυχή διευθέτηση των προσωπικών του
υποθέσεων. Ευτυχής βίος δεν είναι αυτός που προκύπτει όταν οι άνθρωποι κλείνουν
τα μάτια τους απέναντι στα δεινά των συνανθρώπων τους και φροντίζουν μόνο για
τη δική τους ευπορία και ευδαιμονία∙ ευτυχής είναι ο βίος που έχει ως στόχο του
την προσφορά στους άλλους και τη διαρκή επαγρύπνηση απέναντι στην αδικία, την
εκμετάλλευση και τον ανθρώπινο πόνο.
Όπως επισημαίνει ο Καβάφης: «Μη μόνον
όσα βλέπετε πιστεύετε. / Των ποιητών το βλέμμα είν’ οξύτερον.», κι αυτό ακριβώς
υπενθυμίζει εδώ ο Εγγονόπουλος. Την ώρα που οι φιλήσυχοι και καθησυχασμένοι
πολίτες κοιμούνται ευτυχισμένοι, ο ποιητής έρχεται να τους θυμίσει το πλήθος
των δεινών που ταλανίζει τον κόσμο, αλλά και την έκταση των συνεπειών που έχει
ο αδρανής εφησυχασμός απέναντι στον πόνο των άλλων. Αν οι πολίτες νομίζουν πως
η αδικία που πλήττει τους άλλους δεν τους αφορά, ο ποιητής οφείλει να τους
καταστήσει σαφές πως ακριβώς αυτή η αδικία, που τόσο απαθώς και αδιάφορα την
ανέχονται, είναι που σύντομα θα χτυπήσει πιο καίρια και πιο καταστροφικά τη
δική τους ζωή.
«Κάποιος νυχτοπερπατητής έλυσε το
βασανιστικό τούτο μυστήριο. Μια νύχτα όπου, όλως κατά τύχη, τον έφεραν τ’
αβέβαια βήματά του επί λόφου εξοχικού, δεσπόζοντος της πόλεως, αντελήφθη ότι το
μπρούντζινο άγαλμα του Αβραάμ Λίνκολν που είταν στημένο εκεί πάνω έλειπε, και
το μαρμάρινο βάθρο φάνταζε έρημο κι’ εγκαταλελειμμένο κάτω από το φως των
προβολέων. Ο «Πρόεδρος», ο χάλκινος αυτός Αβραάμ Λίνκολν, ήτο λοιπόν ο
νυχτερινός παράξενος και σκοτεινός επισκέπτης!»
Η ταυτότητα του παράξενου και σκοτεινού
επισκέπτη αποκαλύπτεται εντελώς τυχαία όταν ένας από τους πολίτες της μικρής
πόλης, που έτυχε να βρίσκεται έξω τη νύχτα και να κάνει τον περίπατό του, βρέθηκε
σ’ έναν εξοχικό λόφο που βλέπει ολόκληρη την πόλη και αντιλήφθηκε πως το
μπρούτζινο άγαλμα του Αβραάμ Λίνκολν έλειπε από το βάθρο του.
Το άγαλμα, λοιπόν, του 16ου
προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, του Αβραάμ Λίνκολν, ήταν εκείνο που
επισκεπτόταν κάθε νύχτα τα σπίτια των ανθρώπων και αναστάτωνε τις ήσυχες
συνειδήσεις τους. Μια εικόνα υπερρεαλιστικής σύλληψης -ένα άγαλμα που με μια
μεταλλική φλογέρα πικραίνει θανάσιμα τις καρδιές των ανθρώπων-, που λειτουργεί
εύστοχα σε μεταφορικό επίπεδο, καθώς υποδηλώνει πως το παράδειγμα του βαθιά αλτρουιστή
αυτού προέδρου, που έχασε τη ζωή του λόγω των αγώνων του για την κατάργηση της
δουλείας στις Ηνωμένες Πολιτείες, δεν αφήνει τους πολίτες να παραμείνουν σε
κατάσταση εφησυχασμού.
Ο ποιητής επιλέγει να δώσει ως
παράδειγμα ήθους τον Αβραάμ Λίνκολν που από νεαρή ηλικία είχε διαπιστώσει τις άθλιες
συνθήκες διαβίωσης των δούλων στην Αμερική κι είχε θέσει στόχο στη ζωή του την
εξάλειψη της δουλείας και την αναγνώριση της προσφοράς των μαύρων στην
οικοδόμηση των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο
Λίνκολν εξελέγη πρόεδρος το Μάρτιο του
1861 κι ένα μήνα μετά ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος (1861-1865) ανάμεσα στις βόρειες
πολιτείες που είχαν ταχθεί υπέρ του προέδρου για την κατάργηση της δουλείας και
τις νότιες πολιτείες που ήθελαν να συνεχισθεί η εκμετάλλευση των μαύρων. Το
1863 ο Λίνκολν θα υπογράψει διάταγμα για τη χειραφέτηση των μαύρων και την
κατάργηση της δουλείας, το οποίο θα εντάξει το 1865 στο Σύνταγμα των ΗΠΑ. Το
Νοέμβριο του 1864 επανεξελέγη πρόεδρος για λίγους μόλις μήνες, καθώς τον
Απρίλιο του 1865, ενώ βρισκόταν στο θέατρο, ένας υποστηρικτής των Νοτίων και
της δουλείας, θα τον πυροβολήσει στο κεφάλι, με αποτέλεσμα να υποκύψει στα
τραύματά του λίγες ώρες μετά.
Ένα τέτοιο πρότυπο ζωής, με μια τόσο
βαθιά αφοσίωση στο δίκαιο, αποτελεί το ιδανικό που επιζητούν οι ποιητές, μη
επιτρέποντας στους συνανθρώπους τους ν’ αφήνονται στον ολέθριο εφησυχασμό της
αδιαφορίας για τους άλλους και για όσα δεν τους αφορούν άμεσα.
«Ο καταδότης ημείφθη με ποσόν τι
δολλαρίων. Ερωτηθείς, ωνομάζετο Ιούδας. Το επώνυμον δε, Ισκαριώτης.»
Ωστόσο, η προσπάθεια αυτή των ποιητών
να επισημαίνουν διαρκώς τα κρίσιμα κοινωνικά ζητήματα και την αδικία που
υπάρχει στον κόσμο, δεν γίνεται ευνοϊκά αποδεκτή απ’ όλους, μιας και τις
περισσότερες φορές στην αδικία αυτή βασίζεται η επιτυχία ορισμένων ανθρώπων ή
κοινωνικών ομάδων, που θεμελιώνουν τα δικά τους προσωπικά επιτεύγματα πάνω στην
εκμετάλλευση των άλλων. Το φαινόμενο της δουλείας συνιστά προφανές και εύγλωττο
παράδειγμα μιας τέτοιας κατάστασης.
Έτσι, ο καταδότης που αποκάλυψε την
ταυτότητα του παράξενου νυχτερινού επισκέπτη ανταμείφθηκε για την υπηρεσία του
αυτή, εφόσον θα επέτρεπε πλέον στους πολίτες να επιστρέψουν στη μακάρια
αδιαφορία τους για τα προβλήματα των άλλων∙ στη μακάρια αδιαφορία της εγωκεντρικής
διαβίωσης, που δεν θέλει να ενοχλείται με την υπενθύμιση των δεινών του κόσμου
και της αδιάκοπης αδικίας.
Καυστική η ειρωνεία του ποιητή στην
αναφορά της χρηματικής αμοιβής που έλαβε ο καταδότης -οι έχοντες και οι
εκμεταλλευτές διόλου δεν διστάζουν να χρησιμοποιήσουν τα χρήματα που κερδίζουν
από την εκμετάλλευση των συνανθρώπων τους, για ν’ αποσιωπήσουν τις όποιες
διαμαρτυρίες και για να έχουν τη δικαιοσύνη με το μέρος τους-, η οποία προφανώς
θα ήταν ασήμαντη «ποσόν τι δολλαρίων», ιδίως αν ληφθεί υπόψη το μέγεθος της
προδοσίας που διέπραξε εις βάρος των αδικηθέντων και των θυμάτων της
εκμετάλλευσης, που στερήθηκαν αίφνης τη φωνή του υπερασπιστή τους. Και για να
τονιστεί ακόμη σαφέστερα το στοιχείο της προδοσίας που διακρίνει την πράξη αυτή
του «καταδότη», ο ποιητής μας αποκαλύπτει το όνομά του, επιτρέποντας προφανείς
συσχετίσεις με την ιστορία του Ιησού: «Ερωτηθείς, ωνομάζετο Ιούδας. Το επώνυμον
δε, Ισκαριώτης.»
Κάθε άνθρωπος, άλλωστε, που επιχειρεί
να σωπάσει τους ποιητές και να τους αποτρέψει από το να καταγγέλλουν την αδικία
που υπάρχει στον κόσμο, λειτουργούν κατά τρόπο προδοτικό, όπως ο περιβόητος
Ιούδας, εφόσον δεν αντιλαμβάνονται πως η μάχη με την αδικία και την
εκμετάλλευση αφορά όλους τους ανθρώπους, και πως αν αδιαφορούμε για την αδικία
που διαπράττεται εις βάρος των συνανθρώπων και των συμπολιτών μας σύντομα θα
βρεθούμε κι εμείς στη θέση τους, αφού θα έχουμε επιτρέψει στην αδικία να
γίνεται αποδεκτή και ανεκτή ως αναπόφευκτο κομμάτι της ζωής.