Sebastian MacLaughlin
1. Ποια είναι τα στοιχεία ρεαλισμού στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα, ποιο είναι το είδος του αφηγητή και με τι εστίαση μας δίνεται η αφήγηση;
- Βασικά χαρακτηριστικά ρεαλισμού: α) δείχνει μια τάση προς την αντικειμενικότητα, β) αφήνει τα γεγονότα να μιλήσουν μόνα τους, γ) παρουσιάζει κοινές εμπειρίες και δ) επιλέγει κοινά θέματα.
- Ο αφηγητής είναι δραματοποιημένος, αποτελεί δηλαδή ένα από τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα της ιστορίας και αφηγείται την ιστορία σε πρώτο πρόσωπο –στοιχείο που ενισχύει την αίσθηση ότι όσα διαβάζουμε αποτελούν προσωπικό βίωμα του αφηγητή.
- Η αφήγηση δίνεται με εσωτερική εστίαση. Ο αφηγητής, δηλαδή, που είναι ένα από τα πρόσωπα της ιστορίας έχει περιορισμένο γνωστικό πεδίο και μας αφηγείται τα γεγονότα έχοντας γνώση μόνο όσων αντιλαμβάνεται ο ίδιος, χωρίς να γνωρίζει σκέψεις και συναισθήματα των άλλων ηρώων, όπως θα συνέβαινε αν ήταν παντογνώστης.
2. Ποιος είναι ο «μεγάλος κίνδυνος» στον οποίο αναφέρεται ο συγγραφέας και πώς αντιδρούν οι άνθρωποι απέναντι σ’ αυτόν;
Ο μεγάλος κίνδυνος αναφέρεται στο πώς θα διαχειριστούν οι άνθρωποι τη συνειδητοποίηση ότι η ύπαρξή τους είναι μηδαμινή μπροστά στο δίχως όρια σύμπαν. Από τη στιγμή που αντικρίζουν την άβυσσο και αντιλαμβάνονται πως είναι αβοήθητοι και εντελώς ανίσχυροι σ’ έναν κόσμο άγνωστο και απέραντο, ξεκινά ο κίνδυνος για την προσωπική τους υπόσταση. Πώς μπορεί ένας άνθρωπος να αποδεχτεί το γεγονός ότι δεν έχει κανέναν έλεγχο στο τι συμβαίνει γύρω του και το κυριότερο ότι δεν γνωρίζει πραγματικά τι συμβαίνει στο αχανές αυτό σύμπαν; Πώς μπορεί ο άνθρωπος να βρει έναν τρόπο να αποδεχτεί την ασημαντότητά του, αλλά και τη θνητότητά του και να συνεχίσει τη ζωή του, χωρίς να επιτρέψει στο φόβο να τον αποθαρρύνει;
Μπροστά στο μεγάλο κίνδυνο κάποιοι άνθρωποι ζαλίζονται, παραμιλούν και μοιάζουν ανίκανοι να διαχειριστούν τη συγκλονιστική αυτή συνειδητοποίηση. Άλλοι εναποθέτουν τις ελπίδες τους και ζητούν παρηγοριά σε μια δύναμη μεγαλύτερη από αυτούς, στο Θεό. Η θρησκεία έρχεται να καταλαγιάσει τους φόβους του ανθρώπου, δίνοντας την υπόσχεση πως όλα βρίσκονται υπό τον έλεγχο και την εποπτεία μιας πανίσχυρης και πανάγαθης θεότητας.
Κάποιοι άνθρωποι, βέβαια, αντικρίζουν με θάρρος το απέραντο σύμπαν, συμβιβάζονται με την πλήρη αδυναμία και άγνοιά τους και λένε με γενναιότητα «Μ’ αρέσει».
Η τρίτη αυτή επιλογή προκαλεί, πάντως, την αντίδραση του Ζορμπά, ο οποίος συσχετίζοντας την αδυναμία του ανθρώπου με το θάνατο, δηλώνει πως μπορεί να μη φοβάται το θάνατο και τη θνητότητά του, αλλά ποτέ δεν πρόκειται να πει πως του αρέσει.
3. Με ποια εικόνα προσπαθεί ο συγγραφέας να απαντήσει στις μεταφυσικές ανησυχίες του Ζορμπά και ποια συμπεράσματα προκύπτουν από αυτή;
Ο συγγραφέας θέλοντας να περιγράψει στον Ζορμπά την ιδιαίτερη φύση της ζωής και την παρόμοια κατάσταση άγνοιας που διακατέχει όλους τους ανθρώπους σχετικά με το μυστήριο της ύπαρξης, χρησιμοποιεί μια εικόνα παρμένη από τη φύση, που είναι οικεία στο Ζορμπά κι εύληπτη. Παρουσιάζει τους ανθρώπους ως μικρά σκουλήκια που βρίσκονται πάνω σ’ ένα φύλλο ενός τεράστιου δέντρου. Το φύλλο στο οποίο βρίσκονται οι άνθρωποι είναι η γη, τα υπόλοιπα φύλλα είναι τα αστέρια και το δέντρο είναι το σύμπαν. Τα σκουληκάκια μη έχοντας συνολική εποπτεία του χώρου δεν έχουν άλλο τρόπο να κατανοήσουν το χώρο γύρω τους από το να γευτούν και να περιεργαστούν το φύλλο στο οποίο βρίσκονται. Οι πιο γενναίοι άνθρωποι, όπως σχολιάζει ο συγγραφέας, φτάνουν μέχρι την άκρη του φύλλου και κοιτάζουν κάτω στο χάος, μαντεύοντας τον γκρεμό που βρίσκεται εκεί.
Η αδυναμία των ανθρώπων να κατανοήσουν πλήρως τόσο το χώρο στον οποίο βρίσκονται όσο και τον λόγο της ύπαρξής τους είναι εύλογη, μιας και η μηδαμινότητα τους σε σχέση με το αχανές σύμπαν δεν τους επιτρέπει να αντιληφθούν πλήρως την αλήθεια της ζωής. Είναι δύσκολο για τους ανθρώπους, οι οποίοι μπροστά στο χωρίς όρια σύμπαν μοιάζουν εντελώς ασήμαντοι, να μπορέσουν να γνωρίσουν πραγματικά την ουσία του σύμπαντος αλλά και τον πραγματικό λόγο της ύπαρξης –αν θεωρήσουμε ότι υπάρχει αιτιολόγηση για την ύπαρξη των ανθρώπων. Όπως, δηλαδή, τα σκουλήκια που έχουν μερική γνώση του δέντρου, ένα μόλις φύλλο απ’ όλο το δέντρο, έτσι και οι άνθρωποι γνωρίζουν ένα ελάχιστο μέρος του σύμπαντος και συνεπώς κατανοούν μέρος μόνο της πραγματικότητας.
4. Να σχολιάσετε το ακόλουθο χωρίο του κειμένου: «Κι έτσι σκυμμένοι στην άβυσσο, νογούμε σύγκορμα, σύψυχα, να μας κυριεύει τρόμος. Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει... Σταμάτησα. Ήθελα να πω: «Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει η ποίηση», μα ο Ζορμπάς δε θα καταλάβαινε και σώπασα.»
Ο Καζαντζάκης παρουσιάζοντας την κατάσταση στην οποία περιέρχονται οι άνθρωποι όταν συνειδητοποιούν τη μηδαμινότητά τους αλλά και την αδυναμία τους να κατανοήσουν πλήρως την αλήθεια της ύπαρξης, παρουσιάζοντας τον ιερό αυτό τρόμο, σκέφτεται ότι εκείνη τη στιγμή αρχίζει η ποίηση. Τη στιγμή, δηλαδή, που ο άνθρωπος βρίσκεται αντιμέτωπος με το φόβο που του προκαλεί η άγνοια του για τον κόσμο, η αδυναμία του αλλά και η επίγνωση του θανάτου του, δεν έχει πια άλλο τρόπο να εκφράσει και να εκτονώσει αυτά του τα συναισθήματα παρά την ποίηση. Εκεί που η σκέψη του ανθρώπου αδυνατεί να δώσει απαντήσεις, ο άνθρωπος καταφεύγει στην ποιητική έκφραση, στη δημιουργική δύναμη του ποιητικού λόγου, όχι τόσο για να βρει απαντήσεις όσο για να αντιμετωπίσει κατά κάποιο τρόπο τα έντονα συναισθήματα που τον κατακλύζουν. Η ποίηση λειτουργεί περισσότερο ως μέσο προσέγγισης του φόβου που προκαλείται στον άνθρωπο και όχι ως μέσο επίλυσης των αναζητήσεών του, υπό την έννοια πως σε κάποιες από αυτές τις ανησυχίες δεν μπορούν επί της ουσίας να δοθούν απαντήσεις ή λύσεις.
[Θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας πως στο διάλογο μεταξύ των δύο ανδρών, ο Ζορμπάς δεν κατανοεί πάντοτε πλήρως τα λεγόμενα του αφηγητή, γι' αυτό και οι απαντήσεις του δεν καθρεφτίζουν το πραγματικό νόημα των σκέψεων του αφηγητή. Ο Ζορμπάς έχει περιορισμένη μόρφωση και αντιλαμβάνεται εν μέρει μόνο τις ιδέες του Καζαντζάκη.]
Δείτε επίσης:
Δείτε επίσης: