Mario Sanchez Nevado
Νίκος
Καρούζος «Αγγίζοντας αυτή τη νεότητα...»
Το ποίημα περιλαμβάνεται στη συλλογή
Ποιήματα, που εκδόθηκε το 1961, αλλά περιέχει κυρίως επιλογή ποιημάτων των
συλλογών Η επιστροφή του Χριστού (1954), Νέες δοκιμές (1954), Σημείο (1955),
Είκοσι ποιήματα (1955), Διάλογοι (1956). Οι συλλογές αυτές δεν επανεκδόθηκαν
από τον ποιητή και στους τόμους των συγκεντρωτικών του εκδόσεων περιλαμβάνεται
μόνον ως πρώτη η συλλογή Ποιήματα του 1961. Όπως θα προσέξετε διαβάζοντας το
ποίημα, η γραφή του είναι παρατακτική και ενίοτε ελλειπτική: οι εικόνες
παρατίθενται συνήθως ασύνδετες, και σε ορισμένες περιπτώσεις, θέλοντας να κάμει
δραστικότερο το λόγο του, ο ποιητής συνάπτει, κατά παράβαση των συντακτικών
κανόνων, ουσιαστικά (λ.χ. προσμένουν / έρωτα θάνατο χαρτονόμισμα). Η ασύνδετη
παράθεση των στίχων και των εικόνων και η απουσία σημείων στίξης, ιδίως του
κόμματος, απαιτούν τη σωστή και προσεκτική ανάγνωση του ποιήματος.
Περίμενα όλο το βράδυ με τα μύρα
είχε πεθάνει μια γυναίκα
τα χαράματα
οι άνεργοι με τα φτυάρια περίμεναν
στην πρωινή πλατεία του ταχυδρομείου
λίγο σκοτάδι έμενε ακόμη
και βασίλευεν η θαλπωρή που δίνει
η μια καρδιά δυστυχισμένη με την άλλη—
της χαραυγής μικρά εστιατόρια
φως αχνισμένο πάνω στους υαλοπίνακες.
Η Αττική τη νέαν ημέρα υφαίνε στα μάτια
πονούσαν μέσ’ στους άδειους δρόμους τα
βήματα
ο βαθύς αυτός όρθρος.
Άλλοτε η χαρά ήτανε πιο βαθύ ποτάμι
με κρύσταλλα μοναχικά στην επιφάνεια
μ’ ένα θεό κρυμμένο καθαρά
και δέντρα μόλις
καθρεφτισμένα.
Βαθύ ποτάμι της ιαχής τώρα βαδίζω
στην οδό κι οι άνθρωποι δεν έχουν λόγια
να μιλήσουν τι να πουν...
Κοντές ελληνίδες άτονες μητέρες
καθαρίστριες
πηγαίνουν στα σιωπηλά οικήματα
με λίγη άμυνα ρουχισμού στο κρύο τόσο
λίγη
δεν έχουν στα φτηνά φουστάνια τους
άνθη.
Κι άλλες γυναίκες μάταια προσμένουν
έρωτα θάνατο χαρτονόμισμα
είναι αργά η νύχτα στάθηκε σκληρή...
Δίνω το χαρτονόμισμα και χάνομαι
φεύγω μακριά μη μου φωνάζεις
η ερημιά μου είναι άσπρη βρομερή.
Κι άλλες γυναίκες πλένουν
τις θύρες όπου θάμπει ο διάβολος
λίαν πρωί στη δούλεψη του σκύβουν.
Η κόλαση λοιπόν είν’ η πατρίδα μας
αμάρτημα υψώνεται
ο μαύρος καπνός των εργοστασίων
ψηλά στο ξημέρωμα.
Κι όμως άλλοτε η χαρά ήτανε το ποτάμι
Όχι εδώ στη ρημαγμένη γη μα στους
ουράνιους
κόσμους εκεί με τη μονάχη μου ψυχή.
οι άνεργοι... ταχυδρομείου: οι άνεργοι εκείνη την περίοδο πήγαιναν
από το πρωί με τα σύνεργα της δουλειάς τους, ελπίζοντας να βρουν δουλειά·
«πλατεία του ταχυδρομείου» αποκαλεί την πλατεία Κοτζιά των Αθηνών, γιατί τότε
το Μέγαρο Μελά, που ανήκει σήμερα στην Εθνική Τράπεζα, λειτουργούσε ως
Ταχυδρομείο.
της χαραυγής... εστιατόρια: στην οδό Αθηνάς και τους γύρω δρόμους
υπήρχαν τότε πολλά λαϊκά εστιατόρια που λειτουργούσαν από πολύ πρωί.
Άλλοτε... καθρεφτισμένα: εκείνο που τονίζεται με τους κάπως
σκοτεινούς αυτούς στίχους είναι πως κάποτε υπήρχε η χαρά.
με λίγη άμυνα ρουχισμού: εννοεί πως είναι ελαφρά ντυμένες.
Κι άλλες γυναίκες... σκληρή: εννοεί τις γυναίκες που κάνουν αγοραίο
έρωτα· στο δεύτερο στίχο συμφύρονται ασύνδετα τρία ουσιαστικά, για να συνθέσουν
την εικόνα της πληρωμής για έναν έρωτα που δεν είναι έρωτας αλλά θάνατος
(ηθικός αλλά και του έρωτα).
Δίνω... βρομερή: σ’ αυτόν τον έρωτα υποκύπτει κι ο
ποιητής και από τα συναισθήματα που του δημιουργεί δικαιολογούνται οι
αντιδράσεις του. Ας προσέξουμε ότι αποδίδει στην ερημιά του δύο επίθετα με
αντιφατικές ιδιότητες.
αμάρτημα... εργοστασίων: σε μια συνηθισμένη εικόνα της Αθήνας
(ο καπνός των εργοστασίων) αποδίδει συμβολικές προεκτάσεις και την συνδυάζει με
την άθλια πλευρά της καθημερινής ζωής.
Ο τίτλος του ποιήματος «Αγγίζοντας αυτή
τη νεότητα…» δημιουργεί την προσδοκία πως θα ακολουθήσει η περιγραφή μιας αγνής
και γεμάτης υποσχέσεις και λαμπρές προοπτικές νεότητας, μόνο και μόνο για να
διαπιστωθεί στη συνέχεια πως αυτή η θετική εικόνα δεν αποτελεί την
πραγματικότητα που βιώνει ο νέος ποιητής. Ίσως να υπήρξε κάποτε, σε μια
αλλοτινή εποχή, μα δεν υπάρχει πια. Τώρα, ό,τι αντικρίζει ο δημιουργός είναι η
δυστυχία, η μιζέρια, η ψυχική κούραση, ο θάνατος και ο ηθικός ξεπεσμός. Θα
μπορούσε, οπότε, να θεωρηθεί πως ο τίτλος με τα αποσιωπητικά του αποτελεί ένα
κάλεσμα του ποιητή να προσεγγίσουμε και να διεκδικήσουμε εκείνη την ιδεατή
νεότητα του παρελθόντος, που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την πραγματικότητα
που ζει ο ίδιος και οι άλλοι νέοι άνθρωποι της εποχής του.
Περίμενα όλο το βράδυ με τα μύρα
είχε πεθάνει μια γυναίκα
τα χαράματα
οι άνεργοι με τα φτυάρια περίμεναν
στην πρωινή πλατεία του ταχυδρομείου
Οι δύο πρώτοι στίχοι του ποιήματος
σηματοδοτούν το δυσοίωνο ξεκίνημα της ποιητικής αφήγησης και φέρνουν τον
αναγνώστη αντιμέτωπο με τη σκληρή πλευρά της ζωής. Το ποιητικό υποκείμενο έχει
περάσει όλο του το βράδυ κρατώντας τα μύρα -θρησκευτικό στοιχείο- που θα
χρησιμοποιηθούν αργότερα για τη φροντίδα του σώματος της γυναίκας που είχε
πεθάνει.
Το ποίημα ξεκινά με μια αναφορά στο
θάνατο, μα θα κλείσει με μια αναφορά στον ουράνιο κόσμο, αφήνοντας κατά έμμεσο
τρόπο να υπονοηθεί η προσδοκία μιας μετά θάνατο δικαίωσης των ανθρώπων που
έχουν γνωρίσει το πλήθος των δυσκολιών της επίγειας ζωής.
Η ταυτότητα της γυναίκας δεν
αποσαφηνίζεται, όπως ούτε και η σχέση που είχε μαζί της ο ποιητής∙ ο θάνατός
της διεκδικεί έτσι την αξία που έχει η απώλεια κάθε ανθρώπου, ανεξάρτητα από το
ποιος ήταν. Το γεγονός, πάντως, ότι πρόκειται για μια γυναίκα βαρύνει
ιδιαίτερα, μιας και είναι δεδομένη η τρυφερότητα και η αγάπη που αισθανόταν ο
ποιητής για τις γυναίκες.
Ο θάνατος, ωστόσο, δεν μπορεί να θέσει
τέρμα στη συνεχή δραστηριότητα της πόλης. Έτσι, προτού καν ξεκινήσει η μέρα, οι
άνεργοι άνθρωποι έχουν ήδη συγκεντρωθεί στην πλατεία του ταχυδρομείου,
κρατώντας τα φτυάρια τους κι ελπίζοντας πως θα βρεθεί κάποιος να τους προσφέρει
ένα μεροκάματο.
Ο θάνατος της γυναίκας και η απελπισία
που οδηγεί τους ανέργους από τα χαράματα να σταθούν στην πλατεία, συνιστούν δύο
δυνατές εικόνες που φανερώνουν τη σκληρότητα της ζωής. Στην πραγματικότητα που
βιώνει ο ποιητής, οι άνθρωποι, ακόμη κι όταν θέλουν να ζήσουν, να εργαστούν, να
προσφέρουν, δεν έχουν πάντοτε αυτή τη δυνατότητα∙ η ζωή τους βρίσκεται σε μια
κατάσταση άγονης και επώδυνης αναμονής.
λίγο σκοτάδι έμενε ακόμη
και βασίλευεν η θαλπωρή που δίνει
η μια καρδιά δυστυχισμένη με την άλλη—
Χρονικά βρισκόμαστε λίγο προτού
ξημερώσει∙ λίγο σκοτάδι απέμενε ακόμη, όπως σχολιάζει ο ποιητής, προτού
βασιλεύσει, προτού δύσει η θαλπωρή -η αίσθηση ζεστασιάς, τρυφερότητας και
εγκαρδιότητας- που προσφέρει η μία δυστυχισμένη καρδιά στην άλλη. Ο χρόνος που
απομένει μέχρι το ξεκίνημα της νέας ημέρας δίνεται με μια ιδιαίτερη αντίθεση,
αφού μετρά αντίστροφα ο χρόνος που απομένει στους δυστυχισμένους ανθρώπους να
προσφέρουν ψυχική παρηγοριά ο ένας στον άλλο, προτού αναγκαστούν να ριχτούν
στον αγώνα της καθημερινής βιοπάλης. Η θαλπωρή δύει, αφού οι απαιτήσεις της
ημέρας που ξημερώνει δεν αφήνουν περιθώρια για συναισθηματισμούς και ψυχικά
μοιράσματα.
της χαραυγής μικρά εστιατόρια
φως αχνισμένο πάνω στους υαλοπίνακες.
Ένας από τους χώρους όπου οι
δυστυχισμένοι άνθρωποι της καθημερινότητας -οι άνθρωποι του λαού- είχαν μια
τελευταία ευκαιρία να προσφέρουν συναισθηματική στήριξη ο ένας στη δυστυχία του
άλλου, ήταν στα μικρά εστιατόρια της χαραυγής∙ στα λαϊκά εκείνα εστιατόρια που
λειτουργούσαν από πολύ πρωί, επιτρέποντας τις πρώτες συναναστροφές λίγο προτού
ξεκινήσει ο καταιγισμός υποχρεώσεων της νέας ημέρας. Εστιατόρια φτωχικά, με το
φως τους να δίνει την εντύπωση του θαμπάδας πάνω στα αχνισμένα από ατμούς και
ανάσες τζάμια.
Η Αττική τη νέαν ημέρα υφαίνε στα μάτια
πονούσαν μέσ’ στους άδειους δρόμους τα
βήματα
ο βαθύς αυτός όρθρος.
Η Αττική άρχιζε σιγά σιγά να υφαίνει τη
νέα ημέρα στα μάτια των ανθρώπων με τις πρώτες ενδείξεις φωτός να κάνουν την
εμφάνισή τους στο γύρω τοπίο, ενώ την ίδια στιγμή οι άνθρωποι -πιθανώς κι ο
ίδιος ο ποιητής- που περπατούσαν στους άδειους δρόμους της πόλης, ένιωθαν τα
βήματά τους να πονούν∙ αίσθηση που αποδίδει το γεγονός πως δεν είχαν βρεθεί
τόσο νωρίς στο δρόμο για κάποια ευχάριστη ενασχόληση. Οι άνθρωποι είτε γύριζαν
από τη δουλειά τους είτε πήγαιναν σε αυτή, πονούσαν πάντως από την κούραση, και
πονούσαν και ψυχικά από το βαθύ χάραμα που επικρατούσε ακόμη γύρω τους.
Ο στίχος βαθύς όρθρος, μας παραπέμπει
στην πρωινή εκκλησιαστική λειτουργία που τελείται κατά την ανατολή. Με το
επίθετο βαθύς, ο ποιητής επιχειρεί να τονίσει πως ήταν ακόμη πολύ νωρίς το
πρωί.
Άλλοτε η χαρά ήτανε πιο βαθύ ποτάμι
με κρύσταλλα μοναχικά στην επιφάνεια
μ’ ένα θεό κρυμμένο καθαρά
και δέντρα μόλις
καθρεφτισμένα.
Λίγο προτού παρουσιάσει ο ποιητής
εικόνες από την πόλη που έχει πια ξυπνήσει, προχωρά σε μια αναδρομή στο
παρελθόν για να τονίσει την ευτυχία που χαρακτήριζε παλαιότερες εποχές. Άλλοτε,
σχολιάζει, η χαρά ήταν ένα πιο βαθύ ποτάμι, στην επιφάνεια του οποίου μπορούσε
να διακρίνει κανείς τα κρυστάλλινα διαυγή συναισθήματα της ευδαιμονίας τον
ανθρώπων∙ ένα βαθύ ποτάμι στο οποίο ήταν καθαρά κρυμμένος ένας θεός -υπήρχε
ελπίδα, δυνατή πίστη και απαντοχή-, ενώ τα δέντρα -αυτό δηλαδή που θα περίμενε
να δει κανείς- ήταν μόλις καθρεφτισμένα. Η αναφορά στα μόλις καθρεφτισμένα
δέντρα έρχεται να τονίσει την αλληγορική διάσταση της αναφορά στο βαθύ ποτάμι,
στον πλούσιο συναισθηματικό κόσμο των ανθρώπων, που δεν είχε γνωρίσει ακόμη το
ψυχικό στέγνωμα των συνεχών διαψεύσεων, της προδοσίας, της κακίας και του
συμφέροντος. Οι άνθρωποι ήταν πιο αγνοί, νοιάζονταν ειλικρινά ο ένας για τον
άλλον, κι είχαν μέσα τους το στήριγμα της πίστης.
Βαθύ ποτάμι της ιαχής τώρα βαδίζω
στην οδό κι οι άνθρωποι δεν έχουν λόγια
να μιλήσουν τι να πουν...
Στον αντίποδα του αλλοτινού ποταμιού
της χαράς που χαρακτήριζε τη ζωή των ανθρώπων, τώρα κυριαρχεί το ποτάμι της
ιαχής∙ το ποτάμι των κραυγών, που έρχονται να δηλώσουν την απόγνωση των
ανθρώπων, αλλά και την πρόδηλη αποξένωσή τους. Ο ποιητής που βαδίζει στην πόλη
-η μέρα έχει πια ξεκινήσει- ακούει αυτόν τον αδιάκοπο θόρυβο των χιλιάδων
μετακινούμενων ανθρώπων, γνωρίζοντας ωστόσο πως στην πραγματικότητα κανένας από
αυτούς δεν μπορεί να αρθρώσει αληθινό λόγο. Οι άνθρωποι δεν έχουν πια λόγια∙ οι
άνθρωποι δεν έχουν πια τίποτε να πουν.
Οι πλείστες δυσκολίες της
καθημερινότητας, ο ψυχικός πόνος, η μοναξιά, η βαθιά απογοήτευση κι η απόγνωση
από τη μια, κι από την άλλη η απομάκρυνση των ανθρώπων, η αίσθηση πως δεν θα
βρουν ειλικρινές ενδιαφέρον ο ένας στον άλλον, τους έχουν οδηγήσει πλέον στη
σιωπή.
Κοντές ελληνίδες άτονες μητέρες
καθαρίστριες
πηγαίνουν στα σιωπηλά οικήματα
με λίγη άμυνα ρουχισμού στο κρύο τόσο
λίγη
δεν έχουν στα φτηνά φουστάνια τους
άνθη.
Ο ποιητής επιστρέφει στις γυναίκες,
μετά την αρχική αναφορά στους πρώτους στίχους, φανερώνοντας έτσι πως θεωρεί ως
μεγαλύτερη δυστυχία της σύγχρονης πραγματικότητας το γεγονός πως οι γυναίκες
καλούνται να πληρώσουν μεγάλο τίμημα. Ο Καρούζος πικραίνεται περισσότερο
βλέποντας τις γυναίκες γύρω του να υποφέρουν, διότι αισθάνεται πως είναι άδικο
να φορτώνει η ζωή τόσα βάσανα σ’ ένα πλάσμα γεμάτο ευαισθησίες και αγάπη, όπως είναι
η γυναίκα.
Οι πρώτες πρωινές ώρες αποκαλύπτουν
πλήθος γυναικών, που βρίσκονται από νωρίς στους δρόμους για να διασφαλίσουν το
κοπιαστικό και ψυχοφθόρο μεροκάματό τους. Κοντές Ελληνίδες∙ χαρακτηρισμός που
αποδίδει τις σωματικές και συναισθηματικές κακουχίες και στερήσεις που γνώρισαν
στη ζωή τους, οι οποίες στάθηκαν εμπόδιο στην υγιή και άρτια ανάπτυξή τους. Άτονες
μητέρες∙ χαρακτηρισμός που φανερώνει την απουσία ζωντάνιας και ενεργητικότητας,
αφού οι γυναίκες αυτές είναι καταβεβλημένες από τις ποικίλες καθημερινές τους υποχρεώσεις,
αλλά και από την ψυχική εξουθένωση.
Οι κουρασμένες αυτές μητέρες δουλεύουν
ως καθαρίστριες σε σιωπηλά οικήματα -σιωπηλά μιας και εκείνες ξεκινούν τη
δουλειά τους τόσο νωρίς το πρωί, ώστε δεν έχουν πάει ακόμη σ’ αυτά οι υπόλοιποι
εργαζόμενοι. Κι είναι τα πράγματα ακόμη πιο δύσκολα για εκείνες, διότι αναγκάζονται
να δουλεύουν φορώντας φτηνά και ελαφρά ρούχα, τα οποία δεν τις προστατεύουν
επαρκώς από το κρύο. Ρούχα, μάλιστα, τα οποία δεν έχουν πάνω τους άνθη
κοσμητικά∙ δεν υπάρχει, δηλαδή, καμία αίσθηση ευδαιμονίας στη ζωή τους. Είναι,
άλλωστε, αναγκασμένες να κάνουν μια πολύ σκληρή δουλειά μέσα στο κρύο, χωρίς καν
την παρηγοριά μιας ζεστής ενδυμασίας.
Κι άλλες γυναίκες μάταια προσμένουν
έρωτα θάνατο χαρτονόμισμα
είναι αργά η νύχτα στάθηκε σκληρή...
Ο ποιητής καταγράφει, ωστόσο, μια πτυχή
της σύγχρονης πραγματικότητας που φανερώνει την ακόμη σκληρότερη μοίρα που
αντιμετωπίζουν ορισμένες γυναίκες. Πρόκειται για εκείνες τις γυναίκες που προκειμένου
να βγάλουν χρήματα επιδίδονται στον αγοραίο έρωτα, ξεπουλώντας το σώμα και την
ψυχή τους για να διασφαλίσουν μια άθλια επιβίωση.
Οι γυναίκες αυτές που εξαθλιώνονται
σωματικά, ψυχικά και ηθικά, περνούν τη νύχτα τους προσμένοντας εκείνον που θα τους
προσφέρει χρήματα∙ εκείνον που θα τους προσφέρει ένα ελάχιστο οικονομικό
αντάλλαγμα, ώστε να βιώσουν μαζί του ένα είδος νεκρού έρωτα. Η ερωτική επαφή
αυτού του είδους δεν συνιστά μια πλήρη ή έστω μια ικανοποιητική βίωση του
έρωτα, αφού επί της ουσίας κι οι δύο γνωρίζουν πως δεν υπάρχει καμία
συναισθηματική συμμετοχή∙ μόνο μια κενή σωματική εκτόνωση. Πρόκειται για μια
μορφή θανάτωσης του έρωτα και της ηθικής υπόστασης των ατόμων.
Πολλές φορές οι γυναίκες αυτές
περιμένουν μάταια την εμφάνιση του πρόθυμου πελάτη και το ξημέρωμα τις βρίσκει
εξαντλημένες από την άγονη αναμονή. Τέτοια υπήρξε κι η νύχτα που πέρασε∙ νύχτα
σκληρή για τις γυναίκες του αγοραίου έρωτα, που δεν κατόρθωσαν να κερδίσουν
έστω και τα ελάχιστα χρήματα για τα αναγκαία της επόμενης μέρας.
Δίνω το χαρτονόμισμα και χάνομαι
φεύγω μακριά μη μου φωνάζεις
η ερημιά μου είναι άσπρη βρομερή.
Ο ποιητής, αν και γνωρίζει πως συναινεί
σε μια ανήθικη συναλλαγή, υποκύπτει στις ορμές του και δίνει το απαραίτητο
αντίτιμο σε μία απ’ αυτές τις γυναίκες, προκειμένου να έρθει σ’ επαφή μαζί της.
Η πράξη αυτή, που δεν τον τιμά και δεν βρίσκεται σε αντιστοίχηση με το σεβασμό
που έχει για το γυναικείο φύλο, φανερώνει το νεαρό της ηλικίας του. Ο ποιητής
επιτρέπει στη βαθιά μοναξιά που αισθάνεται να τον παρασύρει, έστω κι αν
αντιλαμβάνεται πως πρόκειται για μια «βρομερή» πράξη που στερείται κάθε
ουσιαστικού συναισθήματος. Κι αυτό ακριβώς υποδηλώνει όταν αποκαλεί την ερημιά
του «άσπρη». Το χρώμα εδώ δεν δηλώνει την αγνότητα, αλλά την απουσία κάθε
συναισθηματικής ή άλλης ψυχικής έντασης. Πρόκειται για μια πράξη χωρίς ψυχικό
αντίκρισμα∙ μια πράξη κενή συναισθηματικού περιεχομένου.
Ο ποιητής, όπως σχολιάζει, φεύγει
μακριά∙ φεύγει για λίγο από τη γύρω του πραγματικότητα, έχοντας υποκύψει στο
κάλεσμα του σώματος που ζητά την ερωτική εκτόνωση. Το αίτημά του «μη μου
φωνάζεις» θα μπορούσε να απευθύνεται ακόμη και στη συνείδησή του, που αγρυπνά
και είναι έτοιμη να στηλιτεύσει τον ηθικό αυτό ξεπεσμό. Ένας ατελής εσωτερικός
μονόλογος που υποδηλώνει πως ο νεαρός ποιητής έχει συναίσθηση πως ό,τι
ετοιμάζεται να κάνει δεν συνάδει με τις αρχές και τις αξίες του.
Κι άλλες γυναίκες πλένουν
τις θύρες όπου θάμπει ο διάβολος
λίαν πρωί στη δούλεψη του σκύβουν.
Η τελευταία αναφορά στις γυναίκες
παρουσιάζει μια εικόνα που σχετίζεται άμεσα με την έννοια της ηθικής αμαρτίας∙
εικόνα αμφίσημη που επιτρέπει διττή ανάγνωση, υπό την έννοια πως μπορεί αφενός
να συσχετιστεί με τις γυναίκες του αγοραίου έρωτα, και άρα να εκληφθεί ως
αναφορά στις γυναίκες που βρίσκονται στους οίκους ανοχής και καθαρίζουν το χώρο
περιμένοντας να μπουν στη δούλεψη του διαβόλου από νωρίς το πρωί ή αφετέρου να
εκληφθεί ως γενικότερη υποδήλωση της ηθικής παρακμής, και ειδικότερα εκείνων
των ανθρώπων που εκμεταλλεύονται δίχως καμία ενοχή τους φτωχούς εργαζόμενους
προκειμένου οι ίδιοι να πλουτίζουν υπέρμετρα. Ο διάβολος υπ’ αυτή την οπτική θα
μπορούσε να είναι ο εργοδότης δυνάστης, που επιχειρεί με κάθε τρόπο να
εκμεταλλευτεί εκείνους που εργάζονται γι’ αυτόν.
Η κόλαση λοιπόν είν’ η πατρίδα μας
αμάρτημα υψώνεται
ο μαύρος καπνός των εργοστασίων
ψηλά στο ξημέρωμα.
Έχοντας περιηγηθεί ο ποιητής στους δρόμους
της Αθήνας οδηγείται στην εύλογη διαπίστωση πως η κόλαση τελικά είναι η ίδια η
πατρίδα μας∙ η πατρίδα που αποδέχεται όλη αυτή τη φτώχεια, τη μιζέρια, την
ανεργία, το ξεπούλημα των γυναικών, τον καθημερινό μόχθο για ένα ελάχιστο
οικονομικό όφελος, και κάθε άλλη κατάσταση που οδηγεί σε περαιτέρω εξαθλίωση τους
απλούς ανθρώπους.
Σύμβολο της εξαθλίωσης αυτής ο μαύρος
καπνός των εργοστασίων που συνδέεται με τη συνεχή εκμετάλλευση των εργατών. Ο
καπνός αυτός που υψώνεται ψηλά, συμβολίζει το σαφή διαχωρισμό των πολιτών σε
έχοντες, σ’ εκείνους δηλαδή που τους ανήκουν τα εργοστάσια και τα κέρδη, και σ’
εκείνους που εργάζονται σκληρά σε αυτά για έναν πενιχρό μισθό.
Κι όμως άλλοτε η χαρά ήτανε το ποτάμι
Όχι εδώ στη ρημαγμένη γη μα στους
ουράνιους
κόσμους εκεί με τη μονάχη μου ψυχή.
Ο ποιητής πληγώνεται από τις εικόνες
εξαθλίωσης που αντικρίζει στην πόλη του και σκέφτεται πως παλαιότερα η χαρά
ήτανε ένα ποτάμι που διέτρεχε τον κόσμο και καθιστούσε τη ζωή πηγή ευδαιμονίας
και απόλαυσης. Μια έντονη αντίθεση σε σχέση με τη γύρω του πραγματικότητα, η
οποία γεννά εύλογα την απορία του αναγνώστη σχετικά με το πότε υπήρξε μια
περίοδος τόσο προφανούς ευτυχίας σ’ αυτή τη χώρα.
Η διευκρίνιση του ποιητή, που σπεύδει
να τονίσει πως αυτό δε συνέβη σ’ αυτή τη ρημαγμένη γη, προσδίδει στο ποίημα με
απρόσμενη διάσταση. Η αλλοτινή ευτυχία που μνημονεύει ο ποιητής δε βιώθηκε στη
γη, μα στους ουράνιους κόσμους, όπου η ψυχή του, η μονάχη ψυχή του είχε την
ευκαιρία να γνωρίσει την άδολη χαρά.
Σαφής εδώ η διακειμενική σύνδεση με τον
πλατωνικό κόσμο των Ιδεών, και τη δυνατότητα που παρέχεται στην ψυχή, ενώ βρίσκεται
ακόμη σε προσωματικό στάδιο, να αντικρίσει την ύπαρξη ιδεατών εκδοχών κάθε
στοιχείου της γήινης πραγματικότητας. Έτσι, η αλλοτινή χαρά ταυτίζεται μ’ έναν
απρόσιτο κόσμο, που δεν μπορεί να βρει την πραγμάτωσή του στη ρημαγμένη γη.
Πιθανή, ωστόσο, παραμένει και η
θρησκευτική προσέγγιση των στίχων αυτών, που καθιστούν την ύπαρξη ενός παραδείσου
ως θεμιτή προσδοκία για μια μελλοντική ανταμοιβή όλων εκείνων των ανθρώπων που
έχουν βιώσει κάθε πιθανή δυστυχία στο πλαίσιο της επίγειας ζωής τους. Σε κάθε
περίπτωση, πάντως, είναι εμφανέστατη η απογοήτευση του ποιητή από την κοινωνία της
εποχής του και από το μέγεθος της δυστυχίας στη ζωή των συνανθρώπων του.