Pol Ledent
Νικηφόρος Βρεττάκος «Της Σπάρτης οι πορτοκαλιές»
Της Σπάρτης οι πορτοκαλιές,
χιόνι, λουλούδια του έρωτα,
άσπρισαν απ’ τα λόγια σου,
γείρανε τα κλαδιά τους
γιόμισα το μικρό μου κόρφο, πήγα
και στη μάνα μου.
Κάθονταν κάτω απ’ το φεγγάρι και
με νοιάζονταν,
κάθονταν κάτω απ’ το φεγγάρι και
με μάλωνε:
Χτες σ’ έλουσα, χτες σ’ άλλαξα,
που γύριζες –
ποιος γιόμισε τα ρούχα σου δάκρυα
και νεραντζάνθια.
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος (1912-1991)
υπήρξε σημαντικός εκπρόσωπος της γενιάς του 30 και εξαιρετικά παραγωγικός. «Στην
ποίηση», γράφει ο ίδιος, «έδωσα την ψυχή μου. Και χωρίς να είμαι βέβαιος ότι
είμαι ποιητής, ξέρω τώρα πως δεν είμαι τίποτε άλλο». Η ποίηση του Βρεττάκου
διακρίνεται από μια αισιόδοξη διάθεση και από μια βαθιά αγάπη για τη φύση, για
τη ζωή και για τον άνθρωπο.
Στο ποίημα «Της Σπάρτης οι
πορτοκαλιές» ο ποιητής συνδυάζει δύο σημαντικές εκφάνσεις της αγάπης, από τη
μία την πρώτη αφύπνιση του ερωτικού συναισθήματος κι από την άλλη την πολύτιμη
μητρική αγάπη.
- Το ποιητικό υποκείμενο σε νεαρή ακόμη ηλικία -γιόμισα τον μικρό μου κόρφο-, γνωρίζει για πρώτη φορά τη δύναμη του ερωτικού συναισθήματος. Τα ερωτικά λόγια της αγαπημένης του, έχουν τέτοιας έντασης αντίκτυπο στη νεανική του ψυχή, ώστε ο ποιητής αισθάνεται πως ο χώρος γύρω του τίθεται υπό την άμεση επίδραση αυτής της πηγαίας χαράς που βιώνει.
- Είναι ενδιαφέρουσα η οικονομία του ποιήματος, καθώς ο ποιητής επιτυγχάνει σε τρεις μόλις στίχους να παραστήσει την ερωτική συνάντηση και την εκρηκτική επίδραση που έχουν τα λόγια της αγαπημένης του.
- Με ασύνδετο σχήμα παρουσιάζονται: ο τόπος της συνάντησης (της Σπάρτης οι Πορτοκαλιές), η επενέργεια στη φύση (χιόνι, λουλούδια του έρωτα, άσπρισαν, γείρανε τα κλαδιά τους) και φυσικά το γενεσιουργό αίτιο αυτής της επενέργειας (τα λόγια σου). Η παρουσία της αγαπημένης δηλώνεται με μία μόλις λέξη, την κτητική αντωνυμία «σου», ενώ το περιεχόμενο των λόγων της αποκαλύπτεται έμμεσα από τον χαρακτηρισμό των λουλουδιών που ανθίζουν αίφνης στις πορτοκαλιές (λουλούδια του έρωτα).
- Το ασύνδετο σχήμα που κυριαρχεί στην πρώτη στροφή, δίνει γοργό ρυθμό στο ποίημα και αποδίδει με πολύ παραστατικό τρόπο την ακαριαία επίδραση που είχαν στο ποιητικό υποκείμενο τα λόγια της αγαπημένης του. Εντούτοις, ο ποιητής δεν επιχειρεί να καταγράψει τα συναισθήματά του με άμεσο τρόπο, αλλά καταφεύγει σε μια ενδιαφέρουσα διαδικασία προβολής, αποδίδοντας το δικό του κατακλυσμιαίο ενθουσιασμό στη φύση. Με μια εύλογη διάθεση υπερβολής, οι πορτοκαλιές ανθίζουν ξαφνικά και γεμίζουν με τόσα λουλούδια, ώστε υπό το βάρος τους λυγίζουν τα κλαδιά τους.
Η προβολή των συναισθημάτων του
ποιητικού υποκειμένου στις πορτοκαλιές επιτελεί διττή λειτουργία, καθώς αφενός
ενισχύεται η λυρικότητα του ποιήματος μέσα απ’ τις εικόνες ανθοφορίας, κι
αφετέρου διατηρείται η αίσθηση αγνότητας που συμβαδίζει με το νεαρό της ηλικίας
του ποιητικού υποκειμένου. Τα ολόλευκα, σαν το χιόνι, λουλούδια που γεμίζουν
τον περιβάλλοντα χώρο καθιστούν σαφή την αγνότητα του πρώτου αυτού ερωτικού
σκιρτήματος.
- Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος με τον οποίο ο ποιητής κάνει τη μετάβαση απ’ το ερωτικό συναίσθημα στη μητρική αγάπη. Χωρίς να διακόψει τη θεματική της ανθοφορίας της φύσης, αξιοποιεί μια οικεία εικόνα του φυσικού περιβάλλοντος, δηλαδή το λύγισμα των κλαδιών -συνήθως όταν έχουν βαρύνει από τους ώριμους καρπούς, εδώ υπό το βάρος των λουλουδιών. Έτσι, καθώς γέρνουνε τα κλαδιά το ποιητικό υποκείμενο βρίσκει την ευκαιρία να μαζέψει λουλούδια, γεμίζοντας τον κόρφο του (το στέρνο του), για να φέρει και στη μητέρα του.
- Η εικόνα στην κυριολεξία της είναι χαρακτηριστική της τάσης των μικρών παιδιών να μοιράζονται με τη μητέρα τους οτιδήποτε έχουν μαζέψει την ώρα που έπαιζαν στους αγρούς είτε πρόκειται για φρούτα είτε για λουλούδια. Με πολύ φυσικό τρόπο, επομένως, το παιδί αισθάνεται την ανάγκη να μοιραστεί με τη μητέρα του οτιδήποτε όμορφο βρήκε ή βίωσε. Σε μεταφορικό, βέβαια, επίπεδο τα λουλούδια συμβολίζουν τα συναισθήματά του, που θέλει να τα μοιραστεί με το πιο αγαπημένο του πρόσωπο, τη μητέρα του.
Η μετάβαση επομένως από τη
συνάντηση με την αγαπημένη του, στην επιστροφή στο σπίτι του, όπου τον
περιμένει η μητέρα του, γίνεται με πολύ φυσικό τρόπο. Ενώ η αναφορά πως η
μητέρα του καθόταν κάτω απ’ το φεγγάρι και τον νοιαζόταν, υποδηλώνει πως το
νεαρό ποιητικό υποκείμενο έχει αργήσει να επιστρέψει, προκαλώντας ανησυχία στη
μητέρα του.
- Η δεύτερη στροφή του ποιήματος, όπου πια κυριαρχεί η παρουσία της μητέρας, αποκτά διαφορετική διάθεση, καθώς απ’ τον ερωτικό ενθουσιασμό περνάμε στα συναισθήματα της ανήσυχης μητέρας.
Κάθονταν κάτω απ’ το φεγγάρι και
με νοιάζονταν,
κάθονταν κάτω απ’ το φεγγάρι και
με μάλωνε:
Με το σχήμα της επαναφοράς (οι
δύο στίχοι ξεκινούν με τον ίδιο τρόπο) δίνεται εμφατικά η αγωνία της μητέρας,
που για ώρες περίμενε το παιδί της να επιστρέψει. Έτσι, το ενδιαφέρον της
μητέρας που εκφράζεται στον πρώτο στίχο αιτιολογεί το μάλωμα του νεαρού που
δηλώνεται στον δεύτερο στίχο.
Η στάση της μητέρας είναι
ενδεικτική για τον τρόπο που κάθε μητέρα αντικρίζει το παιδί της, με την ίδια
αγωνία και την ίδια αγάπη, ανεξάρτητα από την ηλικία του. Παρά το γεγονός ότι
το ποιητικό υποκείμενο βιώνει τα πρώτα του ερωτικά συναισθήματα και άρα μπαίνει
σε μια ηλικία πρώτης ωρίμανσης, η μητέρα του συνεχίζει να τον βλέπει ως μικρό
παιδί, που έχει ανάγκη τη φροντίδα και το ενδιαφέρον της.
Χτες σ’ έλουσα, χτες σ’ άλλαξα,
που γύριζες –
ποιος γιόμισε τα ρούχα σου δάκρυα
και νεραντζάνθια.
Οι καταληκτικοί στίχοι, πάντως,
του ποιήματος αναδεικνύουν τη νεανική ηλικία του ποιητικού υποκειμένου, καθώς η
μητέρα του είναι ακόμη εκείνη που τον λούζει και του αλλάζει τα ρούχα. Σε
συνδυασμό, μάλιστα, με το στίχο της πρώτης στροφής «γιόμισα το μικρό μου
κόρφο», καθίσταται σαφές πως το ποιητικό υποκείμενο βρίσκεται ακόμη σε πολύ
νεαρή ηλικία, ίσως εφηβική.
Οι ερωτήσεις της μητέρας «που
γύριζες», «ποιος γιόμισε τα ρούχα σου δάκρυα και νεραντζάνθια» τονίζουν την
αγωνία της μητέρας, που θέλει να μάθει τόσο για το που βρισκόταν το παιδί της
και άργησε να επιστρέψει στο σπίτι, όσο και για το ποιος γέμισε με δάκρυα και
άνθη τα ρούχα του.
Τα άνθη στα ρούχα του ποιητικού
υποκειμένου συνδέουν τη βραδινή σκηνή κοντά στη μητέρα του, με την προηγούμενη
σκηνή, όπου άκουσε τα λόγια της αγαπημένης του κι αισθάνθηκε τον ενθουσιασμό
του έρωτα. Η μητέρα, όμως, δε ρωτά μόνο για τα άνθη, ρωτά και για τα δάκρυα,
που ενώ δεν είχαν θέση στην προηγούμενη σκηνή της πλήρους ευδαιμονίας, είναι
απόλυτα συνυφασμένα με το ερωτικό συναίσθημα. Η μητέρα, δηλαδή, γνωρίζει εκ των
προτέρων πως ο έρωτας δεν προσφέρει μόνο χαρά, αλλά και καημούς. Εκεί,
επομένως, που το ποιητικό υποκείμενο βλέπει μόνο τον ενθουσιασμό και τη χαρά
του έρωτα, μιας και βρίσκεται ακόμη στην ανέφελη αρχή, η μητέρα προβλέπει τις
στεναχώριες που κατ’ ανάγκη θα ακολουθήσουν και θέλει να προφυλάξει το παιδί
της.
Η δεύτερη στροφή αποδίδει τη
διαχρονική θεματική της μητρικής αγάπης μέσα από τις εναγώνιες ερωτήσεις της
μητέρας και φυσικά μέσα από την εικόνα της μητέρας που περιμένει, νύχτα πια, την
επιστροφή του παιδιού της.
Αξίζει, επίσης, να τονιστεί, πως
το ενδιαφέρον της μητέρας δίνεται με εκφραστικούς τρόπους που παραπέμπουν σε
δημοτικά τραγούδια. Τόσο η επαναφορά στους δύο πρώτους στίχους «Κάθονταν κάτω
απ’ το φεγγάρι και με νοιάζονταν, / κάθονταν κάτω απ’ το φεγγάρι και με
μάλωνε», όσο και η εσωτερική επαναφορά στον τρίτο στίχο «Χτες σ’ έλουσα, χτες
σ’ άλλαξα», αποτελούν χαρακτηριστικό τρόπο διατύπωσης της δημοτικής ποίησης.