Janis Zroback
Νικηφόρος Βρεττάκος
Εργοβιογραφικά στοιχεία
Ποιητής και πεζογράφος, ο Νικηφόρος Βρεττάκος γεννήθηκε στις Κροκεές της Λακωνίας το 1911. Τελειώνοντας το γυμνάσιο στο Γύθειο, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα (1929) και γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά οικονομικοί λόγοι τον ανάγκασαν να διακόψει τις σπουδές του και να εργαστεί ως υπάλληλος στο Υφυπουργείο Εργασίας. Στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο, πολέμησε ως απλός στρατιώτης και πήρε ενεργό μέρος στην Αντίσταση. Το 1945 απολύθηκε από τη θέση του για πολιτικούς λόγους.
Την περίοδο 1947-49 διετέλεσε αρχισυντάκτης και διευθυντής του περιοδικού Ελεύθερα Γράμματα. Από τότε, δούλεψε ως δημοσιογράφος κυρίως στις εφημερίδες Αλλαγή, Ανεξάρτητος Τύπος, Προοδευτικός Φιλελεύθερος, Καθημερινά Νέα, Δημοκρατικός Τύπος, Μάχη, Ώρα, καθώς και στα περιοδικά Ελληνικά Χρονικά και Επιστήμη και Ζωή. Στο διάστημα 1946-62, εκλέχτηκε δημοτικός σύμβουλος στον Πειραιά και ασχολήθηκε με τα καλλιτεχνικά θέματα του δήμου. Στα χρόνια της Απριλιανής δικτατορίας (1967-74), αυτοεξορίστηκε αρχικά στην Ελβετία και στη συνέχεια στο Παλέρμο της Σικελίας, όπου εργάστηκε στο Σικελικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών.
Ο Βρεττάκος τιμήθηκε τρεις φορές με το Κρατικό Βραβείο Ποιήσεως (1940, 1956, 1983) και το 1977 με το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών (για την ποιητική του συλλογή Απογευματινό ηλιοτρόπιο), της οποίας έγινε μέλος το 1989. Εξάλλου το 1981 η Εταιρεία Σικελικών Γραμμάτων και Τεχνών του απένειμε το διεθνές βραβείο ΑSLΑ. Πέθανε το 1991.
Το σύνολο του ποιητικού του έργου ως το 1976 βρίσκεται συγκεντρωμένο σε δυο τόμους με κοινό τίτλο Τα ποιήματα (1981), ενώ οι ποιητικές του συνθέσεις Προμηθέας ή το παιχνίδι μιας μέρας (1978), Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη (1981) κυκλοφορούν χωριστά, όπως και η μεταγενέστερη ποιητική του συλλογή Ο διακεκριμένος πλανήτης (1983).
Το πεζογραφικό του έργο περιλαμβάνει: Το γυμνό παιδί (1939), Το αγρίμι και η καταιγίδα (1945), Δυο άνθρωποι μιλούν για την ειρήνη του κόσμου (1949), Ο ένας από τους δύο κόσμους (1958), Οδύνη (1969), Μπροστά στο ίδιο ποτάμι (1972). Πλήθος από άλλες εργασίες του βρίσκονται στα περιοδικά: Νεοελληνικά Γράμματα, Φιλολογικά Χρονικά, Καλλιτεχνικά Νέα, Νέα Εστία, Νέα Δομή, Τομές.
Η κριτική για το έργο του
Η εξέλιξη του λυρισμού στο έργο του Ν. Βρεττάκου
«Ο Νικηφόρος Βρεττάκος […] ως το 1937 έμεινε πιστός στο κλίμα του “καρυωτακισμού”, όσο κι αν προσπάθησε μάταια να το αποτινάξει. Με δύο εκτενέστερες συνθέσεις, την Επιστολή του κύκνου (1937) και το Ταξίδι του Αρχαγγέλου (1938), πολύ εκτεταμένο, σημαντικό, αλλά και άνισο ποίημα, διαπιστώνουμε την αλλαγή και στην ποιητική ατμόσφαιρα και στα εκφραστικά μέσα. Οι επόμενες συλλογές, που διαδέχονται πυκνά η μία την άλλη, παρουσιάζουν τον ποιητή σε ώριμο πια στάδιο. Κυριαρχούν τα συντομότερα ποιήματα, ενός λυρισμού που κινείται σε περιορισμένα όρια και όπου κυριαρχεί μια χαρούμενη λυρική διάθεση, μια αισιοδοξία, όπως είπαν “νεοχριστιανική”, και προπάντων η αγάπη στον άνθρωπο. Σε μεταγενέστερες ακόμα συλλογές (Ο Ταΰγετος και η σιωπή, 1949, Ο χρόνος και το ποτάμι, 1957) μια επιστροφή στη φύση και στη γενέθλια γη του ανοίγουν δρόμους επαφής και προς τη δημοτική παράδοση».
(Πολίτης Λ., 1980, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα: Μ.Ι.Ε.Τ., σελ. 297)
Η ηθική διάσταση της ποιητικής του Ν. Βρεττάκου
«Κύρια χαρακτηριστικά της ποίησής του είναι η πίστη στον άνθρωπο, την κοινωνική δικαιοσύνη και την ειρήνη. […] Ως προς την ποιητική του γραφή, παρατηρούμε μια ανισομέρεια. Αυθόρμητος και πηγαία λυρικός, πολλές φορές εγκαταλείπεται στην ψυχική του διάθεση και στην καλλιτεχνική του σύλληψη, που άλλοτε διοχετεύεται σε έναν επαρκή και γνήσιο ποιητικό λόγο, άλλοτε όμως σ’ ένα λόγο πληθωρικό, που δυσκολεύεται να τον συγκρατήσει και να τον πειθαρχήσει. […] Εκείνο που διακρίνει την ποίησή του είναι η άγρυπνη ηθική συνείδηση κι εντιμότητα. […] Υπήρξε πάντοτε η ακοίμητη ποιητική φωνή, που δονήθηκε από ένα λόγο ανθρώπινο και ζεστό».
(Τ. Καρβέλης, 1983, Η νεότερη ποίηση, θεωρία και πράξη, Αθήνα: Κώδικας, σελ. 137-38)
Η κοσμοθεωρία της αγάπης στο έργο του Ν. Βρεττάκου
«Όπως και στον Ελύτη, ο κόσμος για το Βρεττάκο λούζεται και καθαρίζεται απ’ το φως του ήλιου. […] Ο Βρεττάκος θέλει να υμνήσει τη ζωή, όπως αυτός την αισθάνεται με το ένστικτό του, έτσι όπως είναι ή θα μπορούσε να γίνει, όμως συχνά αναγκάζεται από την πραγματικότητα να τη θρηνήσει. Γι’ αυτό, τα μισά από τα ποιήματά του είναι αυθόρμητοι ύμνοι για τη φύση, την καλοσύνη, τη γυναίκα, για όλες τις λεπτές αποχρώσεις και εκστάσεις της απλής ανάσας, του βαδίσματος, της συνομιλίας. […] Τα άλλα μισά είναι θρήνοι για τη βαρβαρότητα του ανθρώπου […]. Ως ποιητής, μαζί με όλους τους λυρικούς, που έχουν τρυφερή καρδιά και ακλόνητες ελπίδες, αισθάνεται πως “το πιο καθαρό/ πράγμα λοιπόν της δημιουργίας δεν είναι το λυκόφως/ ούτε ο ουρανός που καθρεφτίζεται μες στο ποτάμι, ούτε/ ο ήλιος πάνω στης
μηλιάς τ’ άνθη. Είναι η αγάπη”. Πιστεύει πως η αγάπη ως απολύτρωση, ως ανάσταση, ως έμφυτη δύναμη στον άνθρωπο, είναι αυτή που, τελικά, θα επιζήσει και θα κάνει άσπιλο ακόμα και το κακό».
(Κ. Φράιερ, 1982, Σύγχρονη ελληνική ποίηση, από τον Καβάφη στο Βρεττάκο, Αθήνα: Κέδρος, σελ. 151-53)
Γνωρίσματα της ποιητικής του Ν. Βρεττάκου
«Ο ποιητής γράφει εδώ [Ο Κορυδαλλός του πρωινού] σε ελεύθερο στίχο υπακούοντας στους κανόνες που του επιβάλλει ο εσωτερικός του ρυθμός και όχι το μέτρο ή ο αριθμός των συλλαβών του στίχου. […] Με την υποβλητικότητα της εικόνας, τους συμβολισμούς, τις παρομοιώσεις, τις μεταφορές, το συνδυασμό των ήχων —κυρίως των υγρών— την υπαινικτικότητα ακόμα της σιωπής, ορίζει το δικό του σημειολογικό πεδίο, όπου στη συγκεκριμένη περίπτωση την πρώτη θέση έχει το φως. […] Όλα στον κόσμο τα συγκρατεί το φως και η αγάπη. […] Το πρώτο πρόσωπο εξάλλου, στη χρήση του οποίου συνήθως καταφεύγει ο Βρεττάκος, το πρόσωπο εδώ του κορυδαλλού-ποιητή, απροσωποποιείται και διευρύνεται σε ένα εγώ που δεν είναι μόνον ο ποιητής ή ο άνθρωπος Βρεττάκος, αλλά ο άνθρωπος που μπορεί να ακούει την Αρχή που θέλει να μας διδάξει, όπως γράφει ο Δημήτρης Πικιώνης, η Φύση: πως τίποτα δεν υπάρχει μόνο του αλλά τα πάντα είναι μέρος μιας καθολικής Αρμονίας. Όλα διαπερνούν το ένα τ’ άλλο. Και δεν μπορείς να συλλάβεις το ένα παρά μέσον των άλλων […].
Ιδιαίτερη αναφορά μπορεί να γίνει στη θέση που έχει στο έργο του Νικηφόρου Βρεττάκου η γυναίκα. […] με τα πολλά της πρόσωπα, της μητέρας, της συντρόφου, της αγωνίστριας, της κόρης, μεταμορφώσεις του αιωνίως θήλεος […]. Τη μητέρα στης “Σπάρτης τις πορτοκαλιές” κινεί η στοργή, η ανησυχία, για τη συναισθηματική κατάσταση του γιου. Για τον πόνο που μπορεί να του δώσει ο έρωτας. Μοιάζει να τον μαλώνει. Περισσότερο όμως φαίνεται να ανοίγει την αγκαλιά της για να τον προφυλάξει, να τον προστατέψει, εμπιστευόμενη πρώτα τη δικιά της αγάπη. Κι ο γιος συμμερίζεται την έγνοια της και την καθησυχάζει προσφέροντάς της τους ίδιους ανθούς που πήγε και στην αγαπημένη του, ακριβοδίκαιος στην αγάπη του».
(Γ. Κακούρου-Χρόνη, (χ.χ.), «Η ποιητική του Νικηφόρου Βρεττάκου από την ποίησή του στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση», Νικηφόρος Βρεττάκος Αφιέρωμα, Βιβλιοθήκη της Π.Ε.Φ., Αθήνα, σελ. 30-43)