Ξενοφώντος Ελληνικά «Βιβλίο 2. Κεφάλαιο 3. §50-56» [Ερμηνευτικές ερωτήσεις]
Οι τρισχίλιοι, επομένως, ήταν ολιγαρχικών πεποιθήσεων πολίτες, οι οποίοι όχι μόνο στήριζαν το καθεστώς των Τριάκοντα, αλλά από ένα σημείο και μετά μοιράζονταν μαζί τους την ευθύνη για το πλήθος των εγκλημάτων που διαπράττονταν στην Αθήνα. Οι Τριάκοντα ήθελαν να έχουν έναν σχετικά ευρύ πυρήνα υποστηρικτών με τους οποίους θα μοιράζονταν τα κέρδη από τις δολοφονίες μετοίκων ή Αθηναίων πολιτών, ώστε εκείνοι να αισθάνονται πως το μέλλον τους είναι στενά με το μέλλον του καθεστώτος και να είναι, άρα, πρόθυμοι να κάνουν οτιδήποτε χρειαστεί για να διατηρηθεί η εξουσία των Τριάκοντα.
Ο Κριτίας, βέβαια, επιχείρησε να δώσει μια επίφαση νομιμότητας στις ενέργειές του, έστω κι αν εμφανώς εμπόδισε τη βουλή να βγάλει την απόφασή της. Αναφέροντας πως είχε χρέος να προφυλάξει τους βουλευτές από μια λανθασμένη απόφαση, και γνωρίζοντας πως για όποιον ήταν στο κατάλογο των τρισχιλίων μόνο εκείνοι είχαν το δικαίωμα να τον καταδικάσουν, ανακοίνωσε τη διαγραφή του Θηραμένη από τον σχετικό κατάλογο, ώστε η καταδίκη του να εξαρτάται αποκλειστικά από τους Τριάκοντα. Ο Κριτίας, έτσι, αφαίρεσε από τη βουλή το δικαίωμα να αποφασίσει για το μέλλον του Θηραμένη -με το δικαιολογητικό πως το έκανε για να τους προφυλάξει από την πλάνη στην οποία είχαν περιέλθει- καταδίκασε σε θάνατο τον Θηραμένη, αποτρέποντας την όποια πιθανή αντίδραση, αφενός έχοντας παρατάξει τους οπλισμένους νεαρούς μπροστά στους βουλευτές, κι αφετέρου διότι με τη διαγραφή του Θηραμένη από τον κατάλογο των τρισχιλίων δεν ήταν πια στην αρμοδιότητα των βουλευτών να αποφασίσουν για την τύχη του.
Με προφανή υποκρισία δηλώνει στους βουλευτές πως ως σωστός ηγέτης οφείλει να τους προφυλάξει από το ενδεχόμενο να εξαπατηθούν κι αφού τους υπενθυμίζει πως οι ένοπλοι άνδρες που παρίστανται στο χώρο του ακροατηρίου δεν θα δεχτούν την αθώωση του Θηραμένη, προχωρά σε μια ξεκάθαρη αδικία, δηλωτική τόσο του αυταρχισμού του, όσο και του μίσους που τρέφει για τον Θηραμένη, διαγράφοντάς τον από τον κατάλογο των Τριών Χιλιάδων, έστω κι αν αυτό αντιβαίνει τους νόμους που είχαν θεσπίσει οι ίδιοι οι Τριάκοντα. Αποδεικνύει, έτσι, πως αδιαφορεί πλήρως για οποιαδήποτε έννοια δικαίου, είτε ανθρώπινου, είτε θεϊκού, αφού όχι μόνο καταδικάζει παράνομα τον Θηραμένη σε θάνατο, αλλά δεν σέβεται μήτε καν το γεγονός πως εκείνος έχει προσπέσει ικέτης στον βωμό.
Με παραπλανητική διάθεση τονίζει πως η απόφαση για τη διαγραφή του Θηραμένη γίνεται με την συγκατάθεση όλων των Τριάκοντα, ενώ στην πραγματικότητα αποτελεί δική του πρωτοβουλία. Επιχειρεί, κατ’ αυτό τον τρόπο, να δεσμεύσει και τους άλλους Τυράννους στο να αποδεχτούν και να στηρίξουν τη δική του θέληση. Πρόκειται, άρα, για έναν εξαιρετικά εγωκεντρικό και αδίστακτο άνθρωπο, ο οποίος είναι αποφασισμένος να κάνει οτιδήποτε θέλει εκείνος, αδιαφορώντας πλήρως για τις απόψεις των άλλων.
Στη συνέχεια ο Θηραμένης χρησιμοποιεί το ισχυρότερο επιχείρημά του επισημαίνοντας στους Βουλευτές πως αν δεν βοηθήσουν εκείνον, επί της ουσίας δεν βοηθούν τον ίδιο τους τον εαυτό, εφόσον επιτρέπουν στον Κριτία να συμπεριφέρεται με πλήρη ασυδοσία. Τους τονίζει, μάλιστα, πως το δικό του όνομα δεν είναι πιο εύκολο να διαγραφεί από τον κατάλογο απ’ ό,τι το όνομα οποιουδήποτε άλλου. Αν, επομένως, επιτρέψουν τώρα στον Κριτία να διαγράψει το όνομα του Θηραμένη είναι σαν να του δίνουν το ελεύθερο να διαγράφει στη συνέχεια όποιο άλλο όνομα επιθυμεί.
Οι κατηγορίες του Κριτία εις βάρος του Θηραμένη δεν επιβεβαιώνονται πλήρως, εφόσον ο Θηραμένης στον λόγο του αποκαλύπτει με απόλυτη ειλικρίνεια τις ακρότητες των τριάκοντα επισημαίνοντας το άδικο και το ασεβές της διοίκησής τους. Ο Θηραμένης ζητά να τηρηθεί ο νόμος, όπως ακριβώς τον ψήφισαν οι τριάκοντα, ώστε ο Κριτίας να μην μπορεί να διαγράφει από τον κατάλογο των τρισχιλίων κατά βούληση όποιον θέλει να εξουδετερώσει. Παραλλήλως, βέβαια, ο Θηραμένης έχει πλήρη επίγνωση πως για εκείνον δεν υπάρχει πια καμία ελπίδα, εφόσον είναι προφανές πως ο Κριτίας έχει αποφασίσει να τον θανατώσει. Προσπαθεί, ωστόσο, να προειδοποιήσει τους βουλευτές πως, αν επιτρέψουν στον Κριτία να προχωρήσει με τη δική του θανάτωση, θα είναι σαν να του αναγνωρίζουν το δικαίωμα να σκοτώνει αδιακρίτως όποιον κάθε φορά θεωρεί εμπόδιο στα σχέδιά του. Ο Θηραμένης, άλλωστε, βρέθηκε στη θέση του θύματος ακριβώς γιατί προσπάθησε να αποτρέψει τον Κριτία από τη συνέχιση και την κλιμάκωση των αδικιών εις βάρος των πολιτών της Αθήνας.
Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί πως παρά τη γενναία προσπάθεια του Θηραμένη να σταθεί εμπόδιο στα φονικά σχέδια του Κριτία, που του κόστισε τελικά τη ζωή του, δεν έπαυε να είναι κι ο ίδιος μέλος των τριάκοντα. Είχε, άρα, κι ο Θηραμένης μερίδιο της ευθύνης για τις πρώτες άδικες πράξεις και δολοφονίες που διέπραξε το καθεστώς τους, οπότε δεν μπορεί να θεωρηθεί ηθικά άμεμπτος. Εμπεριέχεται, έτσι, ένας μέρος αλήθειας στους χαρακτηρισμούς που του αποδίδει ο Κριτίας, διότι ο Θηραμένης, κατά το πρώτο διάστημα τουλάχιστον, μεριμνούσε για το δικό του συμφέρον, χωρίς να ενδιαφέρεται για τις βιαιότητες του καθεστώτος.
Κατορθώνει ο Ξενοφώντας να αποδώσει με πυκνότητα, γοργό ρυθμό και έξοχη παραστατικότητα τα όσα συνέβησαν εκείνες τις στιγμές, προσφέροντας μια ζωντανή αφήγηση που αφήνει έντονες εντυπώσεις στον αναγνώστη. Μπορούμε να αισθανθούμε την απόγνωση του Θηραμένη, όταν με απορία ρωτά τους βουλευτές γιατί μένουν αδρανείς, όταν ξέρουν πως πολύ εύκολα ενδέχεται να είναι τα επόμενα θύματα του Κριτία. Όπως, αντίστοιχα, μπορούμε να κατανοήσουμε τη χιουμοριστική του διάθεση, όταν απαντά στον Σάτυρο, που τον απειλεί: «κι αν δεν σωπάσω, άραγε, δεν θα θρηνήσω;». Μας επιτρέπει ο ιστορικός να κατανοήσουμε τις αντιδράσεις των προσώπων, όπως τη σιωπή των βουλευτών λόγω της παρουσίας των οπλισμένων νεαρών, τα συναισθήματά τους, όπως την αλαζονεία του Κριτία όταν διαστρεβλώνει με άνεση την πραγματικότητα έχοντας τη βεβαιότητα πως κανείς δεν θα αντιδράσει, καθώς και τις σκέψεις που κινούν τις πράξεις τους, όπως το παιχνίδι του κότταβου από τον Θηραμένη, με αποτέλεσμα να δημιουργία μια ολοζώντανη αναπαράσταση των τελευταίων στιγμών του Θηραμένη.