Yanire
Fernandez
Οδυσσέας
Ελύτης «Δώρο Ασημένιο Ποίημα»
Ξέρω
πως είναι τίποτε όλ’ αυτά και πως η γλώσσα
που
μιλώ δεν έχει αλφάβητο
Αφού
και ο ήλιος και τα κύματα είναι μια γραφή συλ-
λαβική
που την αποκρυπτογραφείς μονάχα στους και-
ρούς
της λύπης και της εξορίας
Κι
η πατρίδα μια τοιχογραφία μ’ επιστρώσεις διαδο-
χικές
φράγκικες ή σλαβικές που αν τύχει και
βαλθείς
για να την αποκαταστήσεις πας αμέσως φυλακή
και
δίνεις λόγο
Σ’
ένα πλήθος Εξουσίες ξένες μέσω της δικής σου
πάντοτε
Όπως
γίνεται για τις συμφορές
Όμως
ας φανταστούμε σ’ ένα παλαιών καιρών αλώνι
που
μπορεί να ‘ναι και σε πολυκατοικία ότι παίζουνε
παιδιά
και ότι αυτός που χάνει
Πρέπει
σύμφωνα με τους κανονισμούς να πει στους
άλλους
και να δώσει μιαν αλήθεια
Oπόταν
βρίσκονται στο τέλος όλοι να κρατούν στο χέρι
τους
ένα μικρό
Δώρο
ασημένιο ποίημα.
Το
1969 ο Οδυσσέας Ελύτης φεύγει από την Ελλάδα της δικτατορίας και πηγαίνει στο
Παρίσι, όπου άρχισε να συγγράφει την ποιητική συλλογή Το Φωτόδεντρο και η
Δέκατη Τέταρτη Ομορφιά, στην οποία ανήκει το «Δώρο Ασημένιο Ποίημα».
Ο
ποιητής με συγκαλυμμένο τρόπο θα στηλιτεύσει το δικτατορικό καθεστώς και θα
μιλήσει για την ιδέα της δημοκρατίας∙ μια ιδέα που έχει απομακρυνθεί από
τη σκέψη του ελληνικού λαού, τόσο από τη βίαιη δράση των συνταγματαρχών, όσο
και παλιότερα από τον ξενόφερτο θεσμό της βασιλείας.
Η
Ελλάδα έχει χάσει την αληθινή της φύση, έχοντας δεχτεί διαβρωτικές επιδράσεις
από άλλους λαούς, οι οποίοι όμως δεν είχαν ποτέ την ιστορία και τα επιτεύγματα
των Ελλήνων. Έτσι, το ασημένιο ποίημα που μας προσφέρει ως δώρο ο ποιητής είναι
η βαθιά αυτή προσδοκία πως η χώρα θα κατορθώσει να αποτινάξει, όχι μόνο το
δικτατορικό καθεστώς, αλλά και τους εν γένει ανελεύθερους τρόπους πολιτικής
οργάνωσης που έχει υιοθετήσει από άλλες χώρες.
Η
ανάγκη της ελευθερίας, η επιθυμία της επιστροφής σε ό,τι αποτελεί μια καθαρά
ελληνική πραγματικότητα, η προσδοκία της επιστροφής στη δημοκρατία, είναι όσα
δονούν την ψυχή του ποιητή κι όσα επιχειρεί να μοιραστεί με τους αναγνώστες
του.
Ερμηνευτική
προσέγγιση του ποιήματος
«Ξέρω
πως είναι τίποτε όλ’ αυτά και πως η γλώσσα
που
μιλώ δεν έχει αλφάβητο»
Ο
ποιητής ξεκινά το λόγο του με τη διαπίστωση πως ό,τι θα επιχειρήσει να πει δεν
είναι παρά μια ιδέα, μια αίσθηση που δεν γίνεται εύκολα αντιληπτή, μιας και δεν
μπορεί επί της ουσίας να αποδοθεί με λέξεις. Ό,τι πρόκειται να πει δεν είναι
κάτι το απτό ή αποδεικτέο, είναι περισσότερο μια νοητική κατάσταση, μια βαθιά
συνειδητοποίηση σε σχέση με ό,τι βιώνει ο ίδιος και η χώρα του.
Η
γλώσσα με την οποία διαλέγεται ο ποιητής δεν έχει αλφάβητο, ούτε εθνικότητα,
είναι η γλώσσα της ανθρώπινης ψυχής που μπορεί να κατανοήσει και να συλλάβει
ιδέες πολύ πιο ουσιαστικές και καίριες, απ’ όσες θα μπορούσε ποτέ να εκφράσει
λεκτικά.
Είναι
μια γλώσσα που την κερδίζεις με τα χρόνια, μέσα από τους μόχθους και τις
απογοητεύσεις της ζωής, όταν πια μπορείς να αντικρίσεις τον κόσμο γύρω σου και
να αισθανθείς τι έχει πραγματική αξία και τι λαμβάνοντάς το ως δεδομένο το
προσπέρασες, χάνοντας όμως την ομορφιά και την αλήθεια που είχε να σου
προσφέρει.
Είναι
μια γλώσσα συλλαβική, της οποίας οι «συλλαβές», οι «ψηφίδες» δεν είναι παρά τα
εξαγνισμένα στον πόνο συναισθήματα, η ωρίμανση που προκύπτει μόνο μέσα από
πολλές δοκιμασίες, είναι οι διαπιστώσεις στις οποίες φτάνεις έχοντας πρώτα
βιώσει εμπειρίες αθέλητες κι επώδυνες.
«Αφού
και ο ήλιος και τα κύματα είναι μια γραφή συλ-
λαβική
που την αποκρυπτογραφείς μονάχα στους και-
ρούς
της λύπης και της εξορίας»
Μια
γλώσσα συλλαβική, όπως αυτή που συνθέτει ο ήλιος και τα κύματα της θάλασσας,
όπως δηλαδή η γλώσσα της γης, που την κατανοείς και τη διαβάζεις μόνο, όταν
βρίσκεσαι μόνος, μακριά από κάθε είδους περισπασμούς. Μόνο τότε που είσαι
εξόριστος από τη χώρα σου, ανενόχλητος από τις πληγές της επικαιρότητας, μα και
βαθιά πονεμένος, μπορείς πραγματικά να αντιληφθείς τα μηνύματα που σου στέλνει
η γη, τις αξίες και την ομορφιά που σου προσφέρει απλόχερα, θέλοντας να σε
κατευθύνει σε ό,τι ενέχει απόλυτη σημασία. Η ομορφιά κι η ελευθερία της φύσης,
που δε γνωρίζει δυνάστες, δείχνουν τον αληθινό δρόμο.
«Kι
η πατρίδα μια τοιχογραφία μ’ επιστρώσεις διαδο-
χικές
φράγκικες ή σλαβικές που αν τύχει και
βαλθείς
για να την αποκαταστήσεις πας αμέσως φυλακή
και
δίνεις λόγο»
Κι
ο νους σου τρέχει στην πατρίδα, την πολλαπλώς βασανισμένη πατρίδα, που έχει πια
χάσει την αληθινή της φύση, κι έχει δεχτεί επιδράσεις από πολιτισμούς ξένους.
Στοιχεία φράγκικα ή σλαβικά, όπως είναι η βασιλεία ή η πλήρης υποταγή σε
καθεστώτα που στερούν κάθε δικαίωμα επιλογής και απαγορεύουν κάθε επαφή των
πολιτών με άλλους τρόπους σκέψης και πολιτικής οργάνωσης. Έτσι και η Ελλάδα υπό
των έλεγχο του δικτατορικού καθεστώτος, η Ελλάδα που έφερε στον κόσμο τη
Δημοκρατία, η Ελλάδα που θα έπρεπε να διαμορφώνει κι όχι να διαμορφώνεται.
Κι
όμως γνωρίζεις καλά πως αν επιχειρήσεις σε μια τέτοια περίοδο να αποκαταστήσεις
την αληθινή φύση της Ελλάδας, αν επιχειρήσεις έστω και να μιλήσεις για το
δημοκρατικό παρελθόν της χώρας, θα διωχθείς και θα φυλακιστείς από το καθεστώς.
«Σ’
ένα πλήθος Εξουσίες ξένες μέσω της δικής σου
πάντοτε»
Θα
αναγκαστείς να λογοδοτήσεις, ευθέως στη δική σου εξουσία, στο δικτατορικό
καθεστώς, αλλά εμμέσως σε άλλες Εξουσίες, σε εκείνες που βρίσκονται πίσω από
τους δικτάτορες και τους στηρίζουν. Γιατί γνωρίζεις πως ένα τέτοιο καθεστώς δεν
είναι εγγενές και δεν είναι αυτοδύναμο, έχει παροτρυνθεί κι έχει στηριχτεί από
άλλους.
«Όπως
γίνεται για τις συμφορές»
Θα
λογοδοτήσεις σε κάποιους μέσω άλλων, όπως γίνεται και για τις συμφορές, που δεν
είναι πάντοτε προφανής η γενεσιουργός αιτία, παρά μόνο η αφορμή, παρά μόνο το
τυχαίο σύμπτωμα.
«Όμως
ας φανταστούμε σ’ ένα παλαιών καιρών αλώνι
που
μπορεί να ‘ναι και σε πολυκατοικία ότι παίζουνε
παιδιά
και ότι αυτός που χάνει
Πρέπει
σύμφωνα με τους κανονισμούς να πει στους
άλλους
και να δώσει μιαν αλήθεια
Oπόταν
βρίσκονται στο τέλος όλοι να κρατούν στο χέρι
τους
ένα μικρό
Δώρο
ασημένιο ποίημα.»
Όμως
σκέψου εκείνο το παιχνίδι που έπαιζαν παλιότερα τα παιδιά -πιο παλιά ελεύθερα
στα αλώνια, στη συνέχεια περιορισμένα σε κάποια πολυκατοικία- και στο οποίο,
σύμφωνα με τους κανόνες, εκείνος που χάνει πρέπει να μοιραστεί με τους άλλους
μια αλήθεια.
Ένα
παιχνίδι που έφερνε κοντά κερδισμένους και χαμένους, αφού μοιράζονταν μεταξύ
τους αλήθειες, αφού αποκάλυπταν ο ένας στον άλλο πράγματα για τον εαυτό τους,
κι έτσι στο τέλος έβγαιναν όλοι κερδισμένοι, κρατώντας στα χέρια δώρο ένα
ασημένιο ποίημα. Τους απέμενε η αγνότητα της εξομολόγησης, της παραδοχής και
της εκμυστήρευσης, σαν ένα ποίημα στην πιο καθαρή του μορφή, σαν ένα ποίημα
ασημένιο.