Οδυσσέας Ελύτης «Επέτειος»
winds somewhere safe to sea!
Στο σημάδι ετούτο που παλεύει
Πάντα κοντά στη θάλασσα
Νιάτα στα βράχια επάνω, στήθος
Με στήθος προς τον άνεμο
Που να πηγαίνει ένας άνθρωπος
Που δεν είναι άλλο από άνθρωπος
Λογαριάζοντας με τις δροσιές τις πράσινες
Στιγμές του, με νερά τα οράματα
Της ακοής του, με φτερά τις τύψεις του
Α, Ζωή
Παιδιού που γίνεται άντρας
Πάντα κοντά στη θάλασσα όταν ο ήλιος
Τον μαθαίνει ν’ ανασαίνει κατά κει που σβήνεται
Η σκιά ενός γλάρου.
Άσπρο μέτρημα μελανό άθροισμα
Λίγα δέντρα και λίγα
Βρεμένα χαλίκια
Δάχτυλα ελαφρά για να χαϊδέψουν ένα μέτωπο
Ποιο μέτωπο
Κλάψαν όλη τη νύχτα οι προσδοκίες και δεν είναι πια
Κανείς δεν είναι
Ν’ ακουστεί ένα βήμα ελεύθερο
Ν’ ανατείλει μια φωνή ξεκούραστη
Στο μουράγιο οι πρύμνες να παφλάσουν γράφοντας
Όνομα πιο γλαυκό μες στον ορίζοντά τους
Λίγα χρόνια λίγα κύματα
Κωπηλασία ευαίσθητη
Στους όρμους γύρω απ’ την αγάπη.
Χαρακιά πικρή στην άμμο που θα σβήσει
‐ Όποιος είδε δυο μάτια ν’ αγγίζουν τη σιωπή του
Ας θυμίσει το αίμα του στους άλλους ήλιους
Πιο κοντά στο φως
Υπάρχει ένα χαμόγελο που πληρώνει τη φλόγα ‐
Μα εδώ στο ανήξερο τοπίο που χάνεται
Σε μια θάλασσα ανοιχτή κι ανέλεη
Στρόβιλοι φτερών
Και στιγμών που δέθηκαν στο χώμα
Χώμα σκληρό κάτω από τ’ ανυπόμονα
Πέλματα, χώμα καμωμένο για ίλιγγο
Ηφαίστειο νεκρό.
Πέτρα ταμένη στο υγρό στοιχείο
Πιο πέρα απ’ τα νησιά
Πιο χαμηλά απ’ το κύμα
Γειτονιά στις άγκυρες
‐ Όταν περνάν καρίνες σκίζοντας με πάθος
Και μ’ όλα τα δελφίνια της αυγάζ’ η ελπίδα
Κέρδος του ήλιου σε μι’ ανθρώπινη καρδιά ‐
Τα δίχτυα της αμφιβολίας τραβάνε
Μια μορφή από αλάτι
Λαξεμένη με κόπο
Αδιάφορη άσπρη
Που γυρνάει προς το πέλαγος τα κενά των ματιών της
Στηρίζοντας το άπειρο.
Ο τίτλος του ποιήματος («Επέτειος») παραπέμπει στη συμπλήρωση ορισμένου χρόνου από κάποιο σημαντικό -για το ποιητικό υποκείμενο- γεγονός, το οποίο λειτουργεί ως έναυσμα για το πέρασμα σε μια διαδικασία απολογισμού. Ο ποιητής κάνει μια αξιολογική ανασκόπηση των όσων έχουν ήδη συμβεί και αναλαμβάνει πλήρως την ευθύνη για την πορεία που ακολούθησε η ζωή του, όπως αυτό εμφατικά τονίζεται μέσα από τον στίχο-μοτίβο του ποιήματος «Έφερα τη ζωή μου ως εδώ». Ο ποιητής αντικρίζει τη ζωή του απαλλαγμένος από τη μοιρολατρική -και κατ’ επέκταση ανεύθυνη- εκείνη αντίληψη που θα τον ωθούσε να δηλώσει πως υπήρξε έρμαιο συγκυριών και τυχαίων γεγονότων.
Η επιγραφή κάτω από τον τίτλο παραπέμπει στο ποίημα του Άγγλου ποιητή Algernon Charles Swinburne (1837-1909) «The Garden of Proserpine». «Ο κήπος της Προσέρπινας» αναφέρεται σε μια θεότητα της ρωμαϊκής μυθολογίας, η οποία αντιστοιχεί στην Περσεφόνη της ελληνικής μυθολογίας, κι έχει ως θέμα του τον «θάνατο» των θεών της αρχαιότητας μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού. Οι συγκεκριμένοι στίχοι «...even the weariest river / winds somewhere safe to sea!» (… ακόμη και το πιο εξαντλημένο/κουρασμένο ποτάμι καταλήγει με ασφάλεια κάπου στη θάλασσα!) υποδηλώνουν μεταφορικά το ταξίδι της ζωής, το οποίο καταλήγει πάντοτε αναπόφευκτα στον θάνατο. Όπως το νερό του ποταμιού φτάνοντας στη θάλασσα εκπληρώνει τον σκοπό του και χάνεται μέσα στον αρχικό πυρήνα της γένεσής του, έτσι και οι άνθρωποι μετά τον θάνατό τους οδηγούνται στη διάλυση της σωματικής τους υπόστασης. Εν προκειμένω, ωστόσο, ο Οδυσσέας Ελύτης αποκόπτοντας τους συγκεκριμένους στίχους επιδιώκει να τονίσει πως το τέλος ενός προορισμού είναι πάντοτε η θάλασσα, όχι ως τερματισμός της ζωής, αλλά ως διαρκής ανάγκη σύνδεσης με τη ζωοποιό θάλασσα.
Στο σημάδι ετούτο που παλεύει
Πάντα κοντά στη θάλασσα
Νιάτα στα βράχια επάνω, στήθος
Με στήθος προς τον άνεμο»
Που δεν είναι άλλο από άνθρωπος
Λογαριάζοντας με τις δροσιές τις πράσινες
Στιγμές του, με νερά τα οράματα
Της ακοής του, με φτερά τις τύψεις του»
Παιδιού που γίνεται άντρας
Πάντα κοντά στη θάλασσα όταν ο ήλιος
Τον μαθαίνει ν’ ανασαίνει κατά κει που σβήνεται
Η σκιά ενός γλάρου.»
Άσπρο μέτρημα μελανό άθροισμα
Λίγα δέντρα και λίγα
Βρεμένα χαλίκια»
Ποιο μέτωπο
Κλάψαν όλη τη νύχτα οι προσδοκίες και δεν είναι πια
Κανείς δεν είναι
Ν’ ακουστεί ένα βήμα ελεύθερο
Ν’ ανατείλει μια φωνή ξεκούραστη
Στο μουράγιο οι πρύμνες να παφλάσουν γράφοντας
Όνομα πιο γλαυκό μες στον ορίζοντά τους»
Κωπηλασία ευαίσθητη
Στους όρμους γύρω απ’ την αγάπη.»
Χαρακιά πικρή στην άμμο που θα σβήσει»
Κι έσμιξε τη λιακάδα τους κλείνοντας χίλιους κόσμους
Ας θυμίσει το αίμα του στους άλλους ήλιους
Πιο κοντά στο φως
Υπάρχει ένα χαμόγελο που πληρώνει τη φλόγα ‐»
Καλεί, λοιπόν, ο ποιητής όποιον έζησε μια τέτοια ευτυχία να μοιραστεί την ευδαιμονική αυτή πληρότητα και με τους άλλους «ήλιους», με τους άλλους ανθρώπους, που έχουν κι εκείνοι την ίδια ικανότητα να προκαλέσουν σε άλλους συναισθήματα ανάλογης ευτυχίας. Όπως επισημαίνει ο ποιητής κοντά στο φως του έρωτα υπάρχει ένα χαμόγελο -κάθε άνθρωπος που βιώνει την ευτυχία της αγάπης- μέσω του οποίου ανταμείβεται και λαμβάνει την αναγκαία δυναμική η φλόγα για να συνεχίσει να φωτίζει τον κόσμο.
Σε μια θάλασσα ανοιχτή κι ανέλεη
Στρόβιλοι φτερών
Και στιγμών που δέθηκαν στο χώμα
Χώμα σκληρό κάτω από τ’ ανυπόμονα
Πέλματα, χώμα καμωμένο για ίλιγγο
Ηφαίστειο νεκρό.»
Πέτρα ταμένη στο υγρό στοιχείο
Πιο πέρα απ’ τα νησιά
Πιο χαμηλά απ’ το κύμα
Γειτονιά στις άγκυρες»
Ένα καινούριο εμπόδιο και το νικάνε
Και μ’ όλα τα δελφίνια της αυγάζ’ η ελπίδα
Κέρδος του ήλιου σε μι’ ανθρώπινη καρδιά ‐»
Μια μορφή από αλάτι
Λαξεμένη με κόπο
Αδιάφορη άσπρη
Που γυρνάει προς το πέλαγος τα κενά των ματιών της
Στηρίζοντας το άπειρο.»
Το ποιητικό υποκείμενο φτάνοντας στην ωρίμανση έχει πια αποδεχτεί πως οι δικές του στιγμές ευτυχίας ή δυστυχίας είναι εντελώς αδιάφορες για το αιώνιο σχέδιο της ζωής που θα υπάρχει αέναα, δίχως τέλος, μα και δίχως πραγματικό ενδιαφέρον για τις όποιες αγωνίες του κάθε μεμονωμένου ατόμου. Ο ποιητής αποδέχεται πως η ύπαρξή του δεν είναι παρά μια πρόσκαιρη -αλλά αναγκαία- ψηφίδα στο διαρκώς επανασχεδιαζόμενο παλίμψηστο της ανθρώπινης πορείας.