Robert Postma
Οδυσσέας Ελύτης «Λακωνικόν»
«Ο καημός του θανάτου τόσο με
πυρπόλησε, που η λάμψη μου επέστρεψε στον ήλιο.
Κείνος με πέμπει τώρα μέσα στην
τέλεια σύνταξη της πέτρας και του αιθέρος,
Λοιπόν, αυτός που γύρευα, είμαι.
Ω λινό καλοκαίρι, συνετό
φθινόπωρο,
Χειμώνα ελάχιστε,
Η ζωή καταβάλλει τον οβολό του
φύλλου της ελιάς
Και στη νύχτα μέσα των αφρόνων μ’
ένα μικρό τριζόνι κατακυρώνει πάλι το νόμιμο του Ανέλπιστου.»
«Ο καημός του θανάτου τόσο με
πυρπόλησε, που η λάμψη μου επέστρεψε στον ήλιο.»
Ο θάνατος, ως το αναπόφευκτο μα πάντοτε
απευκταίο τέλος, επιφέρει και μόνο στη σκέψη της ενδεχόμενης έλευσής του πόνο τέτοιας
έντασης που μπορεί να καθηλώσει τον άνθρωπο. Η πιθανότητα ή και το τελεσμένο
γεγονός της απώλειας ενός αγαπημένου ανθρώπου, ωθούν το άτομο σε μια διαδικασία
θρήνου, η οποία λειτουργεί ως η μόνη πιθανή αντίδραση, ως το αναγκαίο ξέσπασμα,
απέναντι σε μια ανήκεστη κατάσταση.
Το ποιητικό υποκείμενο βιώνει εδώ
τον καημό του θανάτου ως μια πυρπόληση της ψυχής του σε τέτοια μάλιστα κλίμακα,
ώστε η λάμψη που προκύπτει απ’ την απόλυτη αυτή πυράκτωση καθίσταται ικανή να
φτάσει μέχρι τον ήλιο∙ μέχρι τον γεννήτορα και συντηρητή της ανθρώπινης ζωής. Ο
πόνος που επιφέρει ο θάνατος φτάνει μέχρι τα βάθη της υπόστασης του ποιητικού
υποκειμένου και συντρίβοντάς το συναισθηματικά κατορθώνει να το οδηγήσει προς τις
επιγνώσεις και συνειδητοποιήσεις εκείνες που θα συντελέσουν στην πνευματική του
ωρίμανση.
Μέσα από το θρήνο για το χαμό του
άλλου ανθρώπου ή ακόμη και μέσα από τη θλίψη για την πιθανή απώλεια της ίδιας του
της ζωής, ο ποιητής οδηγείται σε μια πορεία αυτογνωσίας, σε μια διαυγέστερη
θέαση της πραγματικότητας.
«Κείνος με πέμπει τώρα μέσα στην
τέλεια σύνταξη της πέτρας και του αιθέρος»
Ο καημός του θανάτου, η επίγνωση της
θνητότητας, αποκαλύπτουν στον ποιητή την ιδανική αρμονία που επικρατεί στη ζωή
και το μέτρο που εκείνη επιβάλλει. Η τέλεια σύνταξη της πέτρας και του αιθέρος,
δεν είναι παρά το τέλειο συνταίριασμα της πτώσης και της ανόδου. Η ίδια η φύση
υποδεικνύει τη σταθερή πορεία των πραγμάτων, τα όρια της ύπαρξης και άρα τη
σύνεση που θα πρέπει να γεννά στον άνθρωπο η γνώση του θανάτου.
Ο άνθρωπος είναι σίγουρα ικανός
για την άνοδο, για την ευδαιμονία και για τον οραματισμό μιας ιδεατής ζωής,
ωστόσο θα πρέπει συνάμα να έχει υπόψη του και την αναπόφευκτη πτώση, το
δεδομένο τέλος. Έτσι, η ανοδική πορεία, η προσμονή και η επιδίωξη μιας ιδανικότερης
διαβίωσης, δεν μπορούν να συνιστούν μια συνεχή κατάσταση, δεν μπορούν να
λογίζονται ως η μόνη έκφανσης της ανθρώπινης ζωής, χωρίς να υπάρχει η επίγνωση
του επερχόμενου τέλους, και άρα η ανάγκη μιας παύσης, ενός σημείου απολογισμού.
«Λοιπόν, αυτός που γύρευα, είμαι.»
Ο ποιητής βρισκόμενος απέναντι
στη συνειδητοποίηση της θνητότητάς του και αντιλαμβανόμενος τα πεπερασμένα όρια
της ανθρώπινης ζωής, προχωρά σε μια δήλωση ωριμότητας. Αυτός που γύρευε να
γίνει, αυτός που επιδίωκε να γίνει, αποτελεί πλέον μια συντελεσμένη
πραγματικότητα. Η πορεία αυτοπραγμάτωσης, η διαδικασία του χτισίματος ενός ιδανικού
εαυτού δεν μπορεί να συνεχίζεται επ’ αόριστο, δεν μπορεί να μη φτάνει ποτέ στο
σημείο επίτευξης. Όσο κι αν το άτομο αντικρίζει το χρόνο ως μια αόριστη έννοια,
όσο κι αν θεωρεί ότι έχει τη δυνατότητα της διαρκούς βελτίωσης, αυτό δεν μπορεί
να τον καθηλώνει σε μια ημιτελή κατάσταση, η οποία από ένα σημείο και μετά
προδίδει περισσότερο ανωριμότητα και μη αποδοχή του πραγματικού του εαυτού.
Έτσι, στα 49 του χρόνια ο ποιητής
θέτει τέρμα στην αναζήτηση της ιδανικής του έκφανσης και αντικρίζει τον εαυτό
του ως μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα. Πράξη επίγνωσης που φέρνει τον άνθρωπο
διαμιάς στην ωριμότητά του, καθώς συνειδητοποιεί πως δε χρειάζεται πια να
κρίνει τον εαυτό του με βάση του ποιος θα μπορούσε να έχει γίνει ή του ποιος εν
δυνάμει μπορεί να γίνει, αλλά τον αναγνωρίζει και τον αποδέχεται γι’ αυτό που
είναι ήδη. Η αναγνώριση αυτής της συντέλεσης αποτελεί, βέβαια, μια δύσκολη αποδοχή
για τον άνθρωπο, καθώς υπό μία έννοια αισθάνεται πως εγκαταλείπει την ιδανική
εκείνη εικόνα του εαυτού του που για χρόνια δημιουργεί και παραλλάσσει στη
σκέψη του.
«Ω λινό καλοκαίρι, συνετό
φθινόπωρο,
Χειμώνα ελάχιστε»
Ο ποιητής προχωρά σε μια
προσφώνηση προς τον πάντοτε διαφεύγοντα χρόνο, τον οποίο οι άνθρωποι, θέλοντας
να έχουν την ψευδαίσθηση έστω, πως μπορούν να τον κατανοήσουν ή και να τον
θέσουν υπό κάποιο έλεγχο, τον μερίζουν σε εποχές. Η πρόσληψη του χρόνου ως
διακριτά τμήματα, κάθε ένα από τα οποία έχει τα δικά του χαρακτηριστικά –το καλοκαίρι
με τα λινά ρούχα, το φθινόπωρο της εγκράτειας και της σύνεσης μετά την
ξεγνοιασιά και τις παρεκκλίσεις ίσως του καλοκαιριού, ο χειμώνας των μικρών
ημερών, αλλά και συνάμα η λιγότερο επιθυμητή εποχή- συνιστά μια απ’ τις μεγάλες
οικειοθελείς και συνειδητές πλάνες της ανθρώπινης σκέψης. Ο χρόνος είναι
άναρχος και μη προσιτός στις ανθρώπινες αισθήσεις και αντιληπτικές ικανότητες.
Η μόνη σαφής και αδιαμφισβήτητη αντίληψη του χρόνου είναι η φθορά που αυτός επιφέρει∙
είναι η ανελέητη και αδιάκοπη ώθηση της ζωής προς το τέλος της.
«Η ζωή καταβάλλει τον οβολό του
φύλλου της ελιάς
Και στη νύχτα μέσα των αφρόνων μ’
ένα μικρό τριζόνι κατακυρώνει πάλι το νόμιμο του Ανέλπιστου.»
Μπροστά στο αναπόφευκτο του
θανάτου, μπροστά στην απέραντη θλίψη που φέρνει στους ανθρώπους το επικείμενο
τέλος, η ζωή απαντά παρέχοντας την ελπίδα της συνέχειας, την ελπίδα της διαρκώς
αναγεννώμενης ύπαρξης. Παρά το γεγονός πως η ζωή κάθε ατόμου χωριστά βρίσκει το
τέλος της, υπάρχει ωστόσο η προσδοκία της συνέχειας, της νέας ζωής.
Συνάμα, η ζωή παρέχει ελπίδα και
άρα παρηγοριά, και στους ανθρώπους που έχουν βιώσει την απώλεια κάποιου δικού τους,
καθώς και στους ανθρώπους που αντικρίζουν έντρομοι το ενδεχόμενο του τέλους τους.
Με τον ήχο ενός τριζονιού, με το σύμβολο αυτό του καλοκαιριού, αισθάνονται
αίφνης στην ψυχή τους πώς όσο ζουν είναι ακόμη όλα πιθανά. Το ανέλπιστο, η
απρόσμενη ευτυχία, το θαύμα, έχουν όλα τη θέση τους στη γεμάτη εκπλήξεις ζωή. Κι
αν όλα βρίσκονται στη τροχιά του θανάτου, κι αν όλα οδηγούν προς τα εκεί,
υπάρχει ωστόσο πάντοτε το περιθώριο μιας ακόμη ευτυχίας, μιας ακόμη ανέλπιστα
όμορφης στιγμής.