Οδυσσέας Ελύτης «Οι κλεψύδρες του αγνώστου» [Ζ΄]
Στην άγνοια ξεκουράζεται ο ουρανός
Στην κουπαστή του ύπνου ο άνθρωπος
Τυχερός αιχμάλωτος μιας φλόγας που αθωώνεται γράφοντας
τ’ αρχικά της στο σκοτάδι
Απλωμένο σ’ άλλον κόσμο των κλειστών βλεφάρων προνομιούχο
Πιο κοντά στην κλειδαριά
Μεγάλου μυστικού που ανύποπτο σαλεύει προς τη λύτρωση
Εφαρμόζει ο πόθος τις εικόνες του, ζωή που υπάρχει σ’ άλλη
ζωή
Αίμα που τρέχει από τα μάτια μου, στις πράξεις των ηρώων του
(άστρο εχέμυθο)
Και τρέμει ο μόχθος των χεριών μου, υψώνεται ως τα χρώματα
του θυρεού της λήθης
Βλέπω το γέλιο που έγραψε τη μοίρα του
Βλέπω το χέρι που έδωσε το ρίγος του
Και τυλίγομαι σύννεφα που εύκολα ξεδιαλύνει μια φτυαριά ουρανού
καθάριου.
Έμπιστο φως ξαναγεμίζεις το άλσος μου, έτοιμος είμαι
στο προσκάλεσμά σου
Είμαστε δυο, και παρακάτω η ακροθαλασσιά πάλι με τις πιο
γνώριμες κραξιές των γλάρων
Όπου κι αν βάλω πλώρη εδώ αράζω, το σκοτάδι με χρωστάει στο φως
Η γη στη θάλασσα, η φουρτούνα στη γαλήνη
Κρεμασμένος απ’ τα κρόσσια μιας αυγής που εξάγνισε τα νύχτια
παρελθόντα
Γεύομαι τους καινούριους ήχους, άθλους της δροσιάς που επίστεψαν
στα δέντρα
Μια χλωρή παρουσία προχωράει στις ρίζες της κι αποκτάει τη μέρα
Σαν καρδιά που μπαίνει πια στη θέση της
Σαν γυναίκα που νιώθει πια τα νιάτα της
Και χαρίζει ανοίγοντας τους κόσμους των ματιών της ηδονή
ανεξάντλητη
Μέρα ξανθή, του ήλιου ανταμοιβή και του Έρωτα.
Στην κουπαστή του ύπνου ο άνθρωπος
Τυχερός αιχμάλωτος μιας φλόγας που αθωώνεται γράφοντας
τ’ αρχικά της στο σκοτάδι
Απλωμένο σ’ άλλον κόσμο των κλειστών βλεφάρων προνομιούχο»
Μεγάλου μυστικού που ανύποπτο σαλεύει προς τη λύτρωση
Εφαρμόζει ο πόθος τις εικόνες του, ζωή που υπάρχει σ’ άλλη
ζωή»
(άστρο εχέμυθο)
Και τρέμει ο μόχθος των χεριών μου, υψώνεται ως τα χρώματα
του θυρεού της λήθης
Βλέπω το γέλιο που έγραψε τη μοίρα του
Βλέπω το χέρι που έδωσε το ρίγος του
Και τυλίγομαι σύννεφα που εύκολα ξεδιαλύνει μια φτυαριά ουρανού
καθάριου.»
Ο ποιητής, παράλληλα, έχει τη δυνατότητα στον υπερβατικό και άχρονο κόσμο του ύπνου να αντικρίσει κι άλλες πτυχές του εαυτού και της ζωής του. Μπορεί να αντικρίσει το «γέλιο» εκείνο -την περιπαικτική διάθεση- που καθόρισε τη μετέπειτα πορεία του, τη μοίρα της ζωής του, αλλά και το χέρι εκείνο -του γονιού, με την έννοια του γεννήτορα ή του πνευματικού καθοδηγητή- που του μετέδωσε τον ενθουσιασμό και την επιθυμία για ζωή. Αντικρίζει την αρχή της ζωής του, τις πληγές της ψυχής του και νιώθει να τυλίγεται μέσα σε σύννεφα, τα οποία όμως δεν είναι απειλητικά ούτε μόνιμα, εφόσον μπορούν γρήγορα να διαλυθούν με μια «φτυαριά ουρανού καθάριου»∙ με μια σκέψη αισιόδοξη ή με μια πρόσκαιρη αφύπνιση που τον επαναφέρει στην πραγματικότητα και τον αποδεσμεύει εύκολα από τον δαιδαλώδη κόσμο των ονείρων.
στο προσκάλεσμά σου
Είμαστε δυο, και παρακάτω η ακροθαλασσιά πάλι με τις πιο
γνώριμες κραξιές των γλάρων»
Η γη στη θάλασσα, η φουρτούνα στη γαλήνη»
παρελθόντα
Γεύομαι τους καινούριους ήχους, άθλους της δροσιάς που επίστεψαν
στα δέντρα
Μια χλωρή παρουσία προχωράει στις ρίζες της κι αποκτάει τη μέρα
Σαν καρδιά που μπαίνει πια στη θέση της
Σαν γυναίκα που νιώθει πια τα νιάτα της
Και χαρίζει ανοίγοντας τους κόσμους των ματιών της ηδονή
ανεξάντλητη
Μέρα ξανθή, του ήλιου ανταμοιβή και του Έρωτα.»
Μετά τις εσωτερικές περιπέτειες του νυχτερινού ύπνου ό,τι έρχεται για να ανταμείψει τους ανθρώπους, τον ποιητή, αλλά ακόμη και τον ίδιο τον ήλιο, όπως και τον θεϊκό Έρωτα είναι μια νέα μέρα∙ μια μέρα ανάλογης ομορφιάς με μιας ξανθής γυναίκας που έχει στη διάθεσή της όλα τα θέλγητρα που απαιτούνται για να δελεάσει κάθε άνθρωπο γύρω της.