Alex Stoddard
Ουίλιαμ Σαίξπηρ
«Άμλετ»
[Να ζει κανείς ή να μη ζει]
Πράξη
3η, Σκηνή 1η
ΑΜΛΕΤ: Να ζει κανείς ή να μη ζει, αυτό είναι
το ζήτημα∙
τι δείχνει πιο γενναία ψυχή, να
υποφέρεις
πετριές και σαϊτιές μιας άθλιας τύχης,
ή να παίρνεις τ’ άρματα ενάντια σ’ ένα
πέλαγο από βάσανα
κι αντιβγαίνοντάς να τους δίνεις τέλος;
Ύπνος... θάνατος...
τίποτ’ άλλο∙ και μ’ έναν ύπνο βάζομε
τέλος στης καρδιάς τον πόνο
και στα χίλια σωματικά μας βάσανα,
κληρονομία της σάρκας, είναι μια
συντέλεια
που να την εύχεσαι θερμά!... Θάνατος...
ύπνος...
ύπνος! να ονειρεύεσαι ίσως –ναι αυτού
είναι ο κόμπος∙
γιατί σ’ αυτό τον ύπνο του θανάτου, μας
βάζει σε έγνοια
τι όνειρα θα μας έρθουν όταν θάχουμε
πετάξει αυτό
το θνητό κουβάρι∙ αυτή η έγνοια κάνει
τόσο μακρόζωη τη δυστυχία∙
γιατί ποιος θ’ ανεχότανε, του χρόνου το
ντρόπιασμα και τα χτυπήματα,
του τυράννου την αδικία, την ακαταδεξιά
του φαντασμένου,
τον πόνο μιας αγάπης περιφρονημένης,
τις αναβολές του νόμου,
της εξουσίας το θράσος και τις κλωτσιές
που η καρτερική αξία τρώει από τον
ανάξιο,
αν μπορούσε μόνος του στον εαυτό του
την ανάπαψη να δώσει
μ’ ένα μαχαίρι; Ποιος θάθελε τούτα τα
βάρη να σηκώνει,
να ιδρώνει και να βογγάει κάτω από μια
καταθλιπτική ζωή,
αν ο τρόμος μην υπάρχει κάτι μετά το
θάνατο,
στην άγνωστη χώρα, που από την περιοχή
της
κανένας ταξιδιώτης δεν γυρίζει, δε
σάστιζε τη θέληση
και δεν μας έκανε να προτιμάμε αυτά εδώ
τα βάσανα,
παρά να πάμε σε άλλα που μας είναι
άγνωστα;
Έτσι η συνείδηση μας κάνει όλους
δειλούς,
κι έτσι το ροδαλό χρώμα της τόλμης
κιτρινιάζει με τ’ ωχρό αντιφέγγισμα της
σκέψης,
κι επιχειρήσεις μεγαλόπνοες και
σπουδαίες
σταματούνε την εξέλιξή τους για το λόγο
αυτό
και χάνουν τη φήμη της δράσης... Σιωπή
τώρα!
[Μετάφραση: Κοσμάς Πολίτης]
Σε αντίθεση με τον Ορέστη που
αναγνωρίζει και αποδέχεται το ηθικό του χρέος να λάβει εκδίκηση για τη
δολοφονία του πατέρα του, ο Άμλετ δεν φτάνει ποτέ στο αναγκαίο επίπεδο
βεβαιότητας. Διστάζει να λάβει μια οριστική απόφαση και κινείται διαρκώς υπό
την πίεση της αμφιβολίας. Όλα τίθενται για τον Άμλετ υπό έλεγχο και
αμφισβήτηση∙ ακόμη και η αξία της ζωής.
Ο William Shakespeare απογυμνώνει τον Άμλετ από τη σιγουριά
εκείνη που ωθεί τις κινήσεις των ανθρώπων της δράσης και τους απαλλάσσει από τη
φθορά των δεύτερων σκέψεων και των αμφιβολιών, και τον αφήνει εκτεθειμένο στον
ηθικό και ψυχικό κλονισμό που επιφέρει η αβεβαιότητα για την ορθότητα της
«πράξης» που του έχει ανατεθεί. Ο νεαρός ήρωας δεν μπορεί να φέρει τον εαυτό
του στο σημείο να δολοφονήσει τον θείο του, Κλαύδιο, με την ψυχρότητα και με το
σταθερό χέρι που μόνο ένας μη σκεπτόμενος άνθρωπος θα μπορούσε να έχει. Ο Άμλετ
συνθλίβεται ακριβώς γιατί ως άνθρωπος της σκέψης αδυνατεί να αναγνωρίσει
απόλυτη βεβαιότητα στο οτιδήποτε. Ακόμη και η εκδίκηση για το θάνατο του πατέρα
του, αν και ιερή, δεν αποκτά την αξία της απόλυτης αλήθειας.
Έτσι, ενώ ο Ορέστης θα φτάσει στο
σημείο να σκοτώσει, για χάρη του πατέρα του, όχι μόνο τον Αίγισθο, αλλά και την
ίδια του τη μητέρα, την Κλυταιμνήστρα, ερχόμενος κατόπιν αντιμέτωπος με τις
φρικτές τύψεις της μητροκτονίας, ο Άμλετ θα εκπληρώσει το δικό του χρέος μόλις
την ύστατη στιγμή, λίγο προτού πέσει νεκρός κι ο ίδιος από τον θείο του∙ απ’
αυτόν ακριβώς που όφειλε να εκδικηθεί.
«Να ζει κανείς ή να μη ζει, αυτό είναι
το ζήτημα∙
τι δείχνει πιο γενναία ψυχή, να
υποφέρεις
πετριές και σαϊτιές μιας άθλιας τύχης,
ή να παίρνεις τ’ άρματα ενάντια σ’ ένα
πέλαγο από βάσανα
κι αντιβγαίνοντάς να τους δίνεις τέλος;»
Η ιδιότυπη ψυχική κατάσταση στην οποία
έχει περιέλθει ο Άμλετ τον ωθεί να θέσει υπό έλεγχο ακόμη και το κατά πόσο
αξίζει να ζει κανείς, αφού η ανθρώπινη ύπαρξη συνδέεται αναπόφευκτα μ’ ένα
πλήθος προβλημάτων και επώδυνων καταστάσεων. Είναι, άραγε, προτιμότερο να
υπομένει κανείς τα βάσανα της ζωής ή να τερματίζει ο ίδιος τη ζωή του,
αποδεχόμενος το μάταιο της αναμέτρησης με τις δίχως τέλος οδύνες της ζωής; Με
το ερώτημα αυτό να δεσπόζει στη σκέψη του ο ήρωας θα προχωρήσει, στο πλαίσιο
του περιβόητου αυτού μονολόγου, στη διερεύνηση του κατά πόσο η αυτοχειρία
αποτελεί την κατάλληλη επιλογή διαφυγής από τις πλείστες δυσκολίες της ζωής.
Προσέχουμε, εντούτοις, πως ο τρόπος με
τον οποίο ο Σαίξπηρ διατυπώνει τα ερωτήματα του μονολόγου μας αποτρέπει από το
να θεωρήσουμε πως πρόκειται για ένα απολύτως προσωπικό δίλημμα του Άμλετ. Το
«εγώ», που θα καθιστούσε τις επιμέρους αναρωτήσεις μια αναμφισβήτητα ατομική
περιπέτεια του ήρωα, απουσιάζει. Αντιθέτως, η διατύπωση των ερωτημάτων έχει
γενικό χαρακτήρα, προσδίδοντας στα λόγια του Άμλετ το χαρακτήρα μιας περισσότερο
φιλοσοφικής εξέτασης του θέματος της αυτοχειρίας, παρά μιας εναγώνιας
προσωπικής αναζήτησης. Ο ήρωας δεν σκέφτεται πραγματικά ν’ αυτοκτονήσει,
αισθάνεται, όμως, πως οι δυσκολίες που καλείται να αντιμετωπίσει ξεπερνούν τις
ψυχικές αντοχές του.
Ίσως γι’ αυτό αναρωτιέται τι είναι αυτό
που φανερώνει αληθινά τη γενναιότητα μιας ψυχής. Είναι περισσότερο γενναίος
εκείνος που υπομένει αγόγγυστα τα συνεχή χτυπήματα της κακοτυχίας του ή εκείνος
που αποφασίζει να πολεμήσει μέχρι τέλους τις δυσκολίες της ζωής, έστω κι αν τα
βάσανα που τον ταλανίζουν μοιάζουν να μην έχουν τελειωμό;
«Ύπνος... θάνατος...
τίποτ’ άλλο∙ και μ’ έναν ύπνο βάζομε
τέλος στης καρδιάς τον πόνο
και στα χίλια σωματικά μας βάσανα,
κληρονομία της σάρκας, είναι μια
συντέλεια
που να την εύχεσαι θερμά!... Θάνατος...
ύπνος...»
Το δίλημμα μεταξύ ύπνου -πρόσκαιρης
διαφυγής από τα προβλήματα- και θανάτου -μόνιμης διαφυγής-, που μας παραπέμπει
στους αρχαίους Έλληνες, οι οποίοι εκλάμβαναν τις δύο έννοιες ως
αλληλοσυμπληρούμενες, θεωρώντας τον Ύπνο αδερφό του Θανάτου, είναι επί της
ουσίας ρητορικό. Ό,τι κυριαρχεί εδώ είναι η σκέψη του θανάτου∙ η προοπτική της
ανυπαρξίας. Το πέρασμα στον διαρκή ύπνο του θανάτου φαντάζει ως ιδανική
επιλογή∙ μοιάζει μ’ ένα τέλος που θα μπορούσε κανείς να το αποζητά με ειλικρινή
ένταση, μιας και θα τερμάτιζε τον πόνο της καρδιάς, μα και τα χιλιάδες σωματικά
βάσανα που αποτελούν την ανεπιθύμητη κληρονομιά του σώματος∙ το ανεπιθύμητο
τίμημα που οφείλει να πληρώσει κανείς για το «προνόμιο» της ζωής.
Ο Άμλετ σκέφτεται πως αν ο θάνατος
είναι πράγματι σαν τον ύπνο, αν είναι όντως μια τόσο ανώδυνη και μακάρια κατάσταση,
τότε δεν υπάρχει κανένας λόγος για να μην θέλει κάποιος να κυλήσει σ’ αυτή τη
γαλήνια ανυπαρξία και να απαλλαγεί διαμιάς και δια παντός από τις οδύνες της
ζωής.
«ύπνος! να ονειρεύεσαι ίσως –ναι αυτού
είναι ο κόμπος∙
γιατί σ’ αυτό τον ύπνο του θανάτου, μας
βάζει σε έγνοια
τι όνειρα θα μας έρθουν όταν θάχουμε
πετάξει αυτό
το θνητό κουβάρι∙ αυτή η έγνοια κάνει
τόσο μακρόζωη τη δυστυχία∙»
Κι όμως, ακριβώς αυτό το ενδεχόμενο, το
να είναι, δηλαδή, ο θάνατος σαν τον ύπνο είναι που δυσκολεύει τόσο πολύ τα
πράγματα, διότι αν την ώρα του θανάτου έρχονται στη σκέψη του ανθρώπου όνειρα
-σαν αυτά του ύπνου- που του προκαλούν αναστάτωση και τον βασανίζουν, τότε
είναι βέβαιο πως εκείνος δεν θα μπορεί πια να αντιδράσει ή να ξεφύγει, αφού θα
έχει ήδη τερματίσει τη ζωή του. Είναι, λοιπόν, η άγνοια κι η ανησυχία για το τι
μπορεί να συμβαίνει μετά το θάνατο, που προσφέρει διαρκείς παρατάσεις στη
δυστυχία του ανθρώπινου βίου, διότι αποτρέπει τελικά τους ανθρώπους απ’ το να
ζητήσουν τη λύτρωση του θανάτου.
«γιατί ποιος θ’ ανεχότανε, του χρόνου
το ντρόπιασμα και τα χτυπήματα,
του τυράννου την αδικία, την ακαταδεξιά
του φαντασμένου,
τον πόνο μιας αγάπης περιφρονημένης,
τις αναβολές του νόμου,
της εξουσίας το θράσος και τις κλωτσιές
που η καρτερική αξία τρώει από τον ανάξιο,
αν μπορούσε μόνος του στον εαυτό του
την ανάπαψη να δώσει
μ’ ένα μαχαίρι;»
Διότι είναι σαφές στη σκέψη του Άμλετ
πως αν οι άνθρωποι γνώριζαν με απόλυτη βεβαιότητα πως μ’ ένα μαχαίρι θα
μπορούσαν να προσφέρουν στον εαυτό τους μια δίχως αγωνίες ανάπαυση από τα
προβλήματα της ζωής, θα το έκαναν χωρίς κανένα δισταγμό. Θα ήταν, άλλωστε,
παράλογο να προτιμά κανείς τα χτυπήματα και τις στεναχώριες της ζωής, αν είχε
την επιλογή να απαλλαγεί απ’ όλα αυτά με τόση ευκολία.
Τι έχει, ούτως ή άλλως, να προσφέρει η
ζωή στους ανθρώπους; Τα γηρατειά, που έρχονται και εξαθλιώνουν με τη φθορά και
τις αρρώστιες το κάποτε νεανικό και γεμάτο ομορφιά ανθρώπινο σώμα; Τις
αδιάκοπες αδικίες της τυραννικής εξουσίας που δεν υπολογίζει ούτε στο ελάχιστο
το δίκαιο των απλών ανθρώπων; Την ακατάδεκτη συμπεριφορά και το αλαζονικό ύφος
του κάθε φαντασμένου που νομίζει πως είναι καλύτερος και ανώτερος από τους
άλλους ανθρώπους; Τον πόνο και την απογοήτευση που συνθλίβει την καρδιά του
ανθρώπου, όταν περιφρονούν και απορρίπτουν τον έρωτα και την αγάπη που έχει να
προσφέρει; Τις διαρκείς αναβολές του νόμου που κάνουν τον απλό πολίτη να νιώθει
πως δεν μπορεί ποτέ να βρει το δίκιο του σ’ αυτό τον κόσμο που μοιάζει να έχει
φτιαχτεί μόνο για τους ισχυρούς; Το θράσος που διαπνέει κάθε πράξη και κάθε
λόγο της εξουσίας; Ή, μήπως, τα συνεχή χτυπήματα που δέχεται ο άξιος και
μετρημένος άνθρωπος από τους ξιπασμένους ανάξιους, που δε διστάζουν μπροστά σε
τίποτα προκειμένου να πετύχουν αυτό που θέλουν;
«Ποιος θάθελε τούτα τα βάρη να σηκώνει,
να ιδρώνει και να βογγάει κάτω από μια
καταθλιπτική ζωή,
αν ο τρόμος μην υπάρχει κάτι μετά το
θάνατο,
στην άγνωστη χώρα, που από την περιοχή
της
κανένας ταξιδιώτης δεν γυρίζει, δε
σάστιζε τη θέληση
και δεν μας έκανε να προτιμάμε αυτά εδώ
τα βάσανα,
παρά να πάμε σε άλλα που μας είναι
άγνωστα;»
Ο Άμλετ παρουσιάζεται βέβαιος πως
κανείς δεν θα επέλεγε να υπομένει τα συνεχή βάρη της καθημερινότητας και τη
δεδομένη δυστυχία της καταθλιπτικής ανθρώπινης ζωής, αν δεν ήταν ο φόβος για το
τι ακολουθεί τον θάνατο να καθιστά την αυτοχειρία μια επισφαλή λύση. Οι
άνθρωποι αναγκάζονται να συνεχίζουν την αναμέτρησή τους με τις δυσκολίες της
ζωής, όχι γιατί βρίσκουν κάποια χαρά στο να ζουν, αλλά γιατί φοβούνται πως τα
όσα θα κληθούν ν’ αντιμετωπίσουν όταν πεθάνουν ενδέχεται να είναι κατά πολύ
φρικτότερα απ’ όσα βιώνουν όσο ζουν.
Η δειλία μπροστά στο άγνωστο
εξαναγκάζει τους ανθρώπους να παρατείνουν -ίσως τελείως ανώφελα- την άθλια ζωή
τους και να υπομένουν πλείστες ταπεινώσεις και δυστυχίες. Κάτι, ωστόσο, που θα
μπορούσε να αλλάξει τελείως, αν έστω κι ένας απ’ αυτούς που έκαναν το «ταξίδι»
στον τόπο του θανάτου, γύριζε πίσω και αποκάλυπτε σε όλους τι είναι τελικά αυτό
που πρόκειται να αντιμετωπίσουν.
«Έτσι η συνείδηση μας κάνει όλους
δειλούς,
κι έτσι το ροδαλό χρώμα της τόλμης
κιτρινιάζει με τ’ ωχρό αντιφέγγισμα της
σκέψης,
κι επιχειρήσεις μεγαλόπνοες και
σπουδαίες
σταματούνε την εξέλιξή τους για το λόγο
αυτό
και χάνουν τη φήμη της δράσης... Σιωπή
τώρα!»
Η σκέψη είναι που μας κάνει όλους
δειλούς, διαπιστώνει ο Άμλετ, καθώς είναι αυτή που μας φανερώνει τις δυσκολίες
κάθε πιθανού εγχειρήματος, αποτρέποντάς μας τελικά από τη δράση. Τόσες και
τόσες σπουδαίες και φιλόδοξες πράξεις τερματίζονται άδοξα, λόγω του φόβου και
του δισταγμού που ρίχνει σε όλα η σκέψη, και χάνουν έτσι τη φήμη που θα τους
διασφάλιζε η πραγμάτωσή τους.
Είναι, όμως, το δίχως δισταγμούς πέρασμα στη δράση, αυτό που θα επέτρεπε
στον άνθρωπο να απαλλαγεί οριστικά απ’ τις πίκρες της ζωής μέσω της αυτοχειρίας
ή θα οδηγούσε τον ίδιο τον Άμλετ στο να εκπληρώσει εγκαίρως το δικό του σχέδιο
εκδίκησης και θα τον γλύτωνε τελικά απ’ τον πρόωρο θάνατο που τον περιμένει.
Είναι η άφοβη δράση που θα μπορούσε να μας απαλλάξει απ’ την ψυχοφθόρα παράταση
καταστάσεων αβεβαιότητας ή υπέρμετρης οδύνης, αν δεν ερχόταν η σκέψη να
υπονομεύσει τόσο δραστικά την τόλμη μας.