Ουίλλιαμ Σαίξπηρ (William Shakespeare)
Ο Ουίλλιαμ Σαίξπηρ γεννήθηκε το 1568 στο Στράτφορντ Απόν Έιβον, μια μικρή πόλη της κεντρικής Αγγλίας, τρίτο παιδί του εμπόρου Τζων Σαίξπηρ και της Μαίρυ Άρντεν. Είναι γνωστή η ημέρα της βάπτισής του (26-4-1568) και, καθώς η μέρα του θανάτου του υπήρξε η 23-4-1616, δημιουργήθηκε ένας μύθος, ότι γεννήθηκε επίσης στις 23-4, ακριβώς 52 χρόνια πριν. Κατά πάσα πιθανότητα εκπαιδεύτηκε στο σχολείο του Στράτφορντ, μαθαίνοντας τα κλασικά γράμματα, λατινικά και ρητορική, όπως διδάσκονταν τότε στα σχολεία. Το 1582 παντρεύτηκε την Αν Χαθαγουέη και απέκτησε μαζί της τρία παιδιά, τη Σουζάννα και τα δίδυμα Τζούντιθ και Χάμνετ, ένα αγόρι που πέθανε 11 χρονών, το 1596. Μετά το 1585 φαίνεται ότι άφησε το Στράτφορντ και συνδέθηκε με ένα θεατρικό θίασο, ως συγγραφέας. Απέκτησε γρήγορα φήμη συγγραφέα και ηθοποιού στο Λονδίνο, με τη θεατρική ομάδα Lord Chamberlain’s Men, θίασο προστατευόμενο του Λόρδου Τσάμπερλαιν. Μετά τον θάνατο του λόρδου, ο θίασος μετονομάστηκε King’s Men, προς τιμήν του βασιλιά Ιακώβου του Α΄ (James), ο οποίος άρχισε να τον επιχορηγεί οικονομικά (ο Ιάκωβος ανέβηκε στον θρόνο το 1603, διάδοχος της περίφημης Ελισάβετ). Η επιτυχία έφερε στον ηθοποιό και συγγραφέα πλούτο, όπως φαίνεται, αφενός από την αγορά μεγάλου σπιτιού στην πατρίδα του και έκτασης στην περιοχή Blackfriars του Λονδίνου και, αφετέρου, από τη συνεταιρική ιδιοκτησία του περίφημου Globe Theatre (που μπορούσε να χωρέσει τρεις χιλιάδες θεατές) και, αργότερα, του θεάτρου Blackfriars. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του αποσύρθηκε στον γενέθλιο τόπο του, όπου και πέθανε. Έχει ταφεί στο ιερό της εκκλησίας της Αγίας Τριάδας του Στράτφορντ και στον τάφο του υπάρχει η επιγραφή:
Good friend, for Jesus sake forbear,
To dig the dust enclosed here
Blest be the man that spares these stones,
But cursed be he that moves my bones.
Το πρόσωπο του Σαίξπηρ υπήρξε αιτία για πολλές συζητήσεις, καθώς η έλλειψη στοιχείων για τη ζωή του, από τη μια, και ο μεγάλος θαυμασμός για το έργο του, από την άλλη, δημιούργησαν ένα μύθο γύρω του. Θεωρήθηκε ότι ο Σαίξπηρ του Στράτφορντ δεν μπορεί να είναι ο μεγάλος δραματουργός, καθώς στη λεπτομερή διαθήκη του δεν αναφέρει καθόλου το έργο του. Το σαιξπηρικό έργο αποδόθηκε κατά καιρούς στον Κρίστοφερ Μάρλοου, τον Φράνσις Μπέηκον, κ.λπ. Πάντως, ακόμα και κατά τους μελετητές που θεωρούν μυθεύματα τις παραπάνω υποθέσεις, θεωρείται ότι αρκετά έργα του Σαίξπηρ ίσως προέκυψαν από συνεργασία, καθώς πολλοί δραματουργοί εκείνη την εποχή συνεργάζονταν μεταξύ τους. Τα έργα του Ερρίκος ο 8ος και Δυο συγγενείς άρχοντες τα έγραψε, κατά πάσα πιθανότητα, μαζί με τον Τζων Φλέτσερ.
Ο Σαίξπηρ έγραψε θεατρικά έργα, αφηγηματικά ποιήματα και σονέτα. Η πρώτη πλήρης έκδοση του έργου του έγινε το 1623, η χρονολογία όμως της συγγραφής των έργων του δεν είναι απολύτως διευκρινισμένη (παρατίθεται κατά τις επικρατέστερες εκτιμήσεις των μελετητών). Η δημιουργία του περιλαμβάνει: Κωμωδίες: Δύο άρχοντες από τη Βερόνα (1592-3), Η κωμωδία των παρεξηγήσεων (1592-4), Το ημέρωμα της Στρίγκλας, (1593-4), Αγάπης αγώνας άγονος (1594-5), Όνειρο καλοκαιρινής Νύχτας (1595), Οι εύθυμες Κυράδες του Ουίντσορ (1596), Ο έμπορος της Βενετίας (1596-97), Πολύ κακό για το τίποτα (1599), Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε (1599-1600), Τέλος καλό, όλα καλά (1601-2), Δωδέκατη νύχτα (1601), Με το ίδιο μέτρο (1604), Περικλής (1607-8), Το χειμωνιάτικο παραμύθι (1610-11), Τρικυμία (1611), Δυο συγγενείς άρχοντες (1613).
Ιστορικά έργα: Ερρίκος ο Στ΄ (1589-1592), Ριχάρδος ο Γ΄ (1592-3), Βασιλιάς Ιωάννης (1594-6), Ριχάρδος ο Β΄ (1595), Ερρίκος ο Δ΄ (1596-98), Ερρίκος ο Ε΄ (1599), Ερρίκος ο Η΄ (1612-13).
Τραγωδίες: Κοριολανός (1607-8), Τίτος Ανδρόνικος (1593), Ρωμαίος και Ιουλιέτα (1594-5), Ιούλιος Καίσαρας (1599), Άμλετ (1600-1601), Τρωίλος και Χρυσηίδα (1601), Οθέλλος (1604), Μάκβεθ (1605), Βασιλιάς Ληρ (1605), Αντώνιος και Κλεοπάτρα (1606), Τίμων ο Αθηναίος (1607-8), Κυμβελίνος (θεωρείται περισσότερο ως κωμωδία) (1609-10).
Ποιήματα: 154 σονέτα (1609), Αφροδίτη και Άδωνις (1592-3), Ο βιασμός της Λουκρητίας (1593), Ο φοίνικας και η χελώνα (1601), A lover’s complaint, Ο περιπαθής προσκυνητής.
Η κριτική για το έργο του
«Στο δραματικό έργο του Σαίξπηρ η φιλολογική παράδοση αναγνωρίζει τέσσερα ξεχωριστά είδη: την κωμωδία, την τραγωδία, το ιστορικό δράμα και το μυθιστορηματικό δράμα. Είναι προφανές ότι η κατάταξη αυτή είναι πολύ σχηματική για ένα τόσο πολυσχιδές σύνολο. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο δραματουργός δίνει την εντύπωση ότι τοποθετεί το έργο ανάμεσα σε δύο είδη. Αυτές οι γόνιμες συναντήσεις κορυφώνονται με απαράμιλλη δεξιοτεχνία, όταν συνδέει την κωμωδία με την τραγωδία και με το ιστορικό δράμα: στα δύο τελευταία χρησιμοποιεί πολλαπλά την κωμική φλέβα. [...] Αλλά το χιούμορ αυτό καθαυτό δεν είναι παρά ένας από τους συντελεστές της επίδρασης της κωμωδίας στη σαιξπηρική τραγωδία, και όχι ο πιο σημαντικός. Ο Σαίξπηρ φαίνεται σαν να προσπαθεί, με ποικίλους τρόπους, να περάσει την τραγική ουσία μέσα από ένα φίλτρο που δανείζεται από το σύμπαν της κωμωδίας. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο, η γνώση της λατινικής κωμωδίας ενώνεται αρμονικά με την εμπειρία από το σύγχρονό του θέατρο.
Όλοι οι μορφωμένοι ελισαβετιανοί είχαν διαβάσει στο σχολείο τους τις κωμωδίες του Τερέντιου και τις αναλύσεις τους από τους γραμματικούς της Ύστερης Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. σ’ αυτούς τους τελευταίους, χρωστούσαν οι ελισαβετιανοί τις αντιλήψεις τους για τη δραματική δομή που εθεωρείτο κατάλληλη για όλα τα είδη χωρίς εξαίρεση. Μπορούμε λοιπόν εύλογα να υποθέσουμε ότι ο Σαίξπηρ, γνωρίζοντας την κλασική κληρονομιά, θέλησε να αναμετρηθεί με τους συγγραφείς και με τα αριστουργήματα του παρελθόντος. Ο συγγραφέας του Βασιλιά Ληρ γνωρίζει τον Οιδίποδα του Σοφοκλή και διαθέτει αρκετή αυτοπεποίθηση έτσι ώστε να διακινδυνεύει, που και που, μια άμεση ανάμνηση. [...]
Μια ακόμα όψη, εκπληκτικά μοντέρνα, της σκέψης του Σαίξπηρ, που φανερώνεται στις τραγωδίες όσο και στις κωμωδίες, είναι αυτή του “φιλοσόφου”.
[...] Και, ακόμα πιο σημαντικό, τα έργα του συμβάλλουν στην ανύψωση του επιπέδου της ηθικής μας συνείδησης. Συμβολή πολύτιμη που απορρέει αφενός από την ψυχολογική διεισδυτικότητα του δραματουργού και, αφετέρου, από τη φιλοσοφία του, την οποία αντλεί από πηγές χριστιανικές όσο και κλασικές για να χρωματίσει με το σωστό τόνο την εικόνα του πεπρωμένου των χαρακτήρων: βλέπουμε, για παράδειγμα, στον Βασιλιά Ληρ την επίδραση των στωικών φιλοσόφων και ιδιαίτερα των Επιστολών του Σενέκα. Ο τρόπος σκέψης του Σαίξπηρ θυμίζει επίσης Μονταίνιο.»
(Annick Benoit-Dusausoy και Guy Fontaine (επιμ.), Ευρωπαϊκά Γράμματα, τ. Α΄, Σοκόλης, Αθήνα, 1999, σελ. 533-534)
«Αν παραβλέψουμε αυτό τον ταξικό περιορισμό, η ανάμειξη των υφολογικών επιπέδων στην παρουσίαση των προσώπων είναι πολύ χαρακτηριστική. Το τραγικό και το κωμικό, το υψηλό και το ταπεινό συνυπάρχουν πολύ στενά στα περισσότερα έργα του που ο συνολικός τους χαρακτήρας είναι τραγικός και σε αυτή την ανάμειξη έχουν χρησιμοποιηθεί διάφορες μέθοδοι.
Τραγική δράση με ιστορικοπολιτικό περιεχόμενο ή άλλα τραγικά γεγονότα εναλλάσσονται με κωμικές λαϊκές και αγοραίες σκηνές, που συνδέονται με την κύρια υπόθεση άλλοτε χαλαρά και άλλοτε πιο στενά. ή στις ίδιες τις τραγικές σκηνές εμφανίζονται πλάι στους ήρωες τρελοί ή άλλοι κωμικοί τύποι, που συνοδεύουν, διακόπτουν και σχολιάζουν με τον δικό τους τρόπο τις πράξεις, τα παθήματα και τα λόγια των ηρώων. Υπάρχουν τέλος πολλά τραγικά πρόσωπα που έχουν επίσης την τάση να διασπούν το ενιαίο ύφος μεταπίπτοντας στο κωμικό, στο ρεαλιστικό ή στο γκροτέσκο επίπεδο. [...]
Η πληθωρική, ορμητική και συναισθηματική αυθαιρεσία του Ληρ παρουσιάζει, μέσα στη χωρίς προηγούμενο μεγαλοπρέπειά της, τα χαρακτηριστικά ενός οδυνηρού γεροντικού εκφυλισμού και θεατρινισμού. Τα ίδια τα λόγια του πιστού τρελού τραβούν το μανδύα της μεγαλοπρέπειάς του. [...]
Η οικονομία των έργων του Σαίξπηρ χαρακτηρίζεται από σπάταλη γενναιοδωρία, μαρτυρεί τη χαρά που νοιώθει ο ποιητής παρουσιάζοντας τα διάφορα φαινόμενα της ζωής, και αυτή η χαρά πηγάζει από την αντίληψη της οικουμενικής συνοχής του κόσμου, έτσι που κάθε αφυπνιζόμενη χορδή του ανθρώπινου πεπρωμένου καλεί πλήθος φωνές να συμμετάσχουν ως συμπαίκτες ή αντίπαλοι. Η θύελλα στην οποία εκτίθεται ο γηραιός βασιλιάς διωγμένος από την κόρη του Ρεγάνη δεν είναι ένα τυχαίο φαινόμενο, αλλά κάτι που σκηνοθετείται από μαγικές δυνάμεις, εξωθώντας στα άκρα το όλο συμβάν, όπως και τα λόγια του τρελού, και αργότερα του φτωχού Θωμά, είναι φωνές από εκείνη την παγκόσμια ορχήστρα, ενώ ο ρόλος τους μέσα στην καθαρά λογική δομή της υπόθεσης είναι ασήμαντος. [...] Αυτό σημαίνει ότι ο Σαίξπηρ περιλαμβάνει στο έργο του την επίγεια πραγματικότητα και τις πιο καθημερινές μορφές της σε χίλιες διαθλάσεις και μείξεις, ταυτόχρονα όμως η πρόθεσή του δεν περιορίζεται απλώς στην απεικόνιση των επίγειων συναρτήσεων των μερών που την απαρτίζουν. Το έργο του περιλαμβάνει την πραγματικότητα, αλλά εκτείνεται και πέρα από τα όριά της. Αυτό φαίνεται από την παρουσία πνευμάτων και μαγισσών, αλλά και από το συχνά μη ρεαλιστικό γλωσσικό ύφος του, όπου οι επιδράσεις του Σενέκα, του πετραρχισμού και άλλων ρευμάτων του συρμού συγχωνεύονται με τρόπο ξεχωριστό και συγκεκριμένο, που ωστόσο δεν παραμένει συνεχώς στο ρεαλιστικό πεδίο.
Ακόμη πιο ουσιαστικά το βλέπουμε στην εσωτερική δομή των γεγονότων, τα οποία πολύ συχνά, και ιδιαίτερα στα πιο σημαντικά έργα του Σαίξπηρ, είναι ρεαλιστικά μόνο με έναν αποσπασματικό και αλματώδη τρόπο και έχουν την τάση να ξεφεύγουν στον κόσμο του παραμυθιού ή της φαντασίας ή ακόμη και σε ένα υπερφυσικό και δαιμονικό χώρο.»
(E. Auerbach, Μίμησις, μτφρ. Λ. Αναγνώστου, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 2005, σελ. 417-435)
«Ο Ουίλλιαμ Σαίξπηρ (1564-1616) έγραψε έργα ζωντανά και διασκεδαστικά και τα έγραψε για να παιχτούν στο θέατρο που αυτός γνώριζε, ένα θέατρο πολύ απλό στη δομή του. Κατά τη διάρκεια της καριέρας του ως θεατρικού συγγραφέα τα φυσικά χαρακτηριστικά του θεάτρου και της σκηνής άλλαξαν κάπως. Τα έργα, για παράδειγμα, παίζονταν κατά κανόνα με το φως της ημέρας. Αυτό από μόνο του εμπόδιζε τη χρησιμοποίηση κάποιων τεχνασμάτων, που θα οδηγούσαν στη δημιουργία ατμόσφαιρας μυστηρίου. Έτσι οποιαδήποτε εντύπωση υπερφυσικού μπορούσε να δημιουργήσει το φάντασμα στον Άμλετ ή οι νεράιδες στο Όνειρο Καλοκαιριάτικης Νύχτας οφειλόταν στις δυνατότητες των ηθοποιών και στη φαντασία του ακροατηρίου. Η σκηνή βρισκόταν ανάμεσα στο κοινό. Αυτό εμπόδιζε την κατασκευή σκηνικών και τη δημιουργία οπτικών “εφφέ”. Γι’ αυτό δινόταν εξαιρετική σημασία στα όμορφα ρούχα και στις εντυπωσιακές κινήσεις.»
(Π. Τασοπούλου, Λήμμα «Αγγλική Λογοτεχνία», Παγκόσμια Λογοτεχνία, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1999, σελ. 11)
«Η έκθεση του Βασιλιά Ληρ φαίνεται παράλογη αν επιχειρήσει κανείς να βρει σ’ αυτή έστω κι ένα ψιχίο ψυχολογικής αλήθειας. Ένας τρανός και φοβερός βασιλιάς οργανώνει ένα διαγωνισμό ρητορικής ανάμεσα στις τρεις κόρες του για να δει ποια από αυτές θα εκφράσει καλύτερα την αγάπη που τού 'χει, και από την έκβαση του διαγωνισμού εξαρτά τη μοιρασιά του βασιλείου του. Δεν βλέπει και δεν καταλαβαίνει τίποτα: η υποκρισία της Ρεγάνης και της Γονερίλης είναι οφθαλμοφανής. Ο Ληρ, σαν άνθρωπος, είναι γελοίος, αφελής και ηλίθιος. Όταν τρελαίνεται μόνο τη συμπάθεια μπορεί να ξυπνήσει. Ποτέ το δέος και τον έλεον. [...] Κανένας σκηνοθέτης δεν κατάφερε ουσιαστικά να λύσει τα προβλήματα που δημιουργεί η πλοκή του Βασιλιά Ληρ. Όταν τον αντιμετωπίζουν ρεαλιστικά, ο Ληρ και ο Γκλόστερ είναι πολύ γελοίοι για να υψωθούν σε τραγικούς ήρωες. Αν η έκθεση αντιμετωπιστεί σαν παραμύθι ή θρύλος, τότε χάνει την πραγματική της υπόσταση η αγριότητα του σαιξπηρικού κόσμου. Ωστόσο, η αγριότητα του κόσμου ήταν για τους Ελισαβετιανούς, τους σύγχρονους του Βασιλιά Ληρ, μια πραγματικότητα, και πραγματικότητα παρέμεινε από τότε. Είναι όμως μια φιλοσοφική θηριωδία. Ούτε το ρομαντικό ούτε το νατουραλιστικό θέατρο μπόρεσαν να το δείξουν αυτό. Μόνο το νέο θέατρο μπορεί να το πετύχει. Σ’ αυτό το νέο θέατρο δεν υπάρχουν πια “πρόσωπα”, και το τραγικό στοιχείο έχει παραμεριστεί από το γκροτέσκο. Το γκροτέσκο είναι πιο άγριο από την τραγωδία.»
(Γ. Κοττ, Σαίξπηρ ο σύγχρονός μας, μτφρ. Αλεξ. Κοτζιάς, Ηριδανός, Αθήνα, 1970, σελ. 132-133)
Ο Ουίλλιαμ Σαίξπηρ γεννήθηκε το 1568 στο Στράτφορντ Απόν Έιβον, μια μικρή πόλη της κεντρικής Αγγλίας, τρίτο παιδί του εμπόρου Τζων Σαίξπηρ και της Μαίρυ Άρντεν. Είναι γνωστή η ημέρα της βάπτισής του (26-4-1568) και, καθώς η μέρα του θανάτου του υπήρξε η 23-4-1616, δημιουργήθηκε ένας μύθος, ότι γεννήθηκε επίσης στις 23-4, ακριβώς 52 χρόνια πριν. Κατά πάσα πιθανότητα εκπαιδεύτηκε στο σχολείο του Στράτφορντ, μαθαίνοντας τα κλασικά γράμματα, λατινικά και ρητορική, όπως διδάσκονταν τότε στα σχολεία. Το 1582 παντρεύτηκε την Αν Χαθαγουέη και απέκτησε μαζί της τρία παιδιά, τη Σουζάννα και τα δίδυμα Τζούντιθ και Χάμνετ, ένα αγόρι που πέθανε 11 χρονών, το 1596. Μετά το 1585 φαίνεται ότι άφησε το Στράτφορντ και συνδέθηκε με ένα θεατρικό θίασο, ως συγγραφέας. Απέκτησε γρήγορα φήμη συγγραφέα και ηθοποιού στο Λονδίνο, με τη θεατρική ομάδα Lord Chamberlain’s Men, θίασο προστατευόμενο του Λόρδου Τσάμπερλαιν. Μετά τον θάνατο του λόρδου, ο θίασος μετονομάστηκε King’s Men, προς τιμήν του βασιλιά Ιακώβου του Α΄ (James), ο οποίος άρχισε να τον επιχορηγεί οικονομικά (ο Ιάκωβος ανέβηκε στον θρόνο το 1603, διάδοχος της περίφημης Ελισάβετ). Η επιτυχία έφερε στον ηθοποιό και συγγραφέα πλούτο, όπως φαίνεται, αφενός από την αγορά μεγάλου σπιτιού στην πατρίδα του και έκτασης στην περιοχή Blackfriars του Λονδίνου και, αφετέρου, από τη συνεταιρική ιδιοκτησία του περίφημου Globe Theatre (που μπορούσε να χωρέσει τρεις χιλιάδες θεατές) και, αργότερα, του θεάτρου Blackfriars. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του αποσύρθηκε στον γενέθλιο τόπο του, όπου και πέθανε. Έχει ταφεί στο ιερό της εκκλησίας της Αγίας Τριάδας του Στράτφορντ και στον τάφο του υπάρχει η επιγραφή:
Good friend, for Jesus sake forbear,
To dig the dust enclosed here
Blest be the man that spares these stones,
But cursed be he that moves my bones.
Το πρόσωπο του Σαίξπηρ υπήρξε αιτία για πολλές συζητήσεις, καθώς η έλλειψη στοιχείων για τη ζωή του, από τη μια, και ο μεγάλος θαυμασμός για το έργο του, από την άλλη, δημιούργησαν ένα μύθο γύρω του. Θεωρήθηκε ότι ο Σαίξπηρ του Στράτφορντ δεν μπορεί να είναι ο μεγάλος δραματουργός, καθώς στη λεπτομερή διαθήκη του δεν αναφέρει καθόλου το έργο του. Το σαιξπηρικό έργο αποδόθηκε κατά καιρούς στον Κρίστοφερ Μάρλοου, τον Φράνσις Μπέηκον, κ.λπ. Πάντως, ακόμα και κατά τους μελετητές που θεωρούν μυθεύματα τις παραπάνω υποθέσεις, θεωρείται ότι αρκετά έργα του Σαίξπηρ ίσως προέκυψαν από συνεργασία, καθώς πολλοί δραματουργοί εκείνη την εποχή συνεργάζονταν μεταξύ τους. Τα έργα του Ερρίκος ο 8ος και Δυο συγγενείς άρχοντες τα έγραψε, κατά πάσα πιθανότητα, μαζί με τον Τζων Φλέτσερ.
Ο Σαίξπηρ έγραψε θεατρικά έργα, αφηγηματικά ποιήματα και σονέτα. Η πρώτη πλήρης έκδοση του έργου του έγινε το 1623, η χρονολογία όμως της συγγραφής των έργων του δεν είναι απολύτως διευκρινισμένη (παρατίθεται κατά τις επικρατέστερες εκτιμήσεις των μελετητών). Η δημιουργία του περιλαμβάνει: Κωμωδίες: Δύο άρχοντες από τη Βερόνα (1592-3), Η κωμωδία των παρεξηγήσεων (1592-4), Το ημέρωμα της Στρίγκλας, (1593-4), Αγάπης αγώνας άγονος (1594-5), Όνειρο καλοκαιρινής Νύχτας (1595), Οι εύθυμες Κυράδες του Ουίντσορ (1596), Ο έμπορος της Βενετίας (1596-97), Πολύ κακό για το τίποτα (1599), Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε (1599-1600), Τέλος καλό, όλα καλά (1601-2), Δωδέκατη νύχτα (1601), Με το ίδιο μέτρο (1604), Περικλής (1607-8), Το χειμωνιάτικο παραμύθι (1610-11), Τρικυμία (1611), Δυο συγγενείς άρχοντες (1613).
Ιστορικά έργα: Ερρίκος ο Στ΄ (1589-1592), Ριχάρδος ο Γ΄ (1592-3), Βασιλιάς Ιωάννης (1594-6), Ριχάρδος ο Β΄ (1595), Ερρίκος ο Δ΄ (1596-98), Ερρίκος ο Ε΄ (1599), Ερρίκος ο Η΄ (1612-13).
Τραγωδίες: Κοριολανός (1607-8), Τίτος Ανδρόνικος (1593), Ρωμαίος και Ιουλιέτα (1594-5), Ιούλιος Καίσαρας (1599), Άμλετ (1600-1601), Τρωίλος και Χρυσηίδα (1601), Οθέλλος (1604), Μάκβεθ (1605), Βασιλιάς Ληρ (1605), Αντώνιος και Κλεοπάτρα (1606), Τίμων ο Αθηναίος (1607-8), Κυμβελίνος (θεωρείται περισσότερο ως κωμωδία) (1609-10).
Ποιήματα: 154 σονέτα (1609), Αφροδίτη και Άδωνις (1592-3), Ο βιασμός της Λουκρητίας (1593), Ο φοίνικας και η χελώνα (1601), A lover’s complaint, Ο περιπαθής προσκυνητής.
Η κριτική για το έργο του
«Στο δραματικό έργο του Σαίξπηρ η φιλολογική παράδοση αναγνωρίζει τέσσερα ξεχωριστά είδη: την κωμωδία, την τραγωδία, το ιστορικό δράμα και το μυθιστορηματικό δράμα. Είναι προφανές ότι η κατάταξη αυτή είναι πολύ σχηματική για ένα τόσο πολυσχιδές σύνολο. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο δραματουργός δίνει την εντύπωση ότι τοποθετεί το έργο ανάμεσα σε δύο είδη. Αυτές οι γόνιμες συναντήσεις κορυφώνονται με απαράμιλλη δεξιοτεχνία, όταν συνδέει την κωμωδία με την τραγωδία και με το ιστορικό δράμα: στα δύο τελευταία χρησιμοποιεί πολλαπλά την κωμική φλέβα. [...] Αλλά το χιούμορ αυτό καθαυτό δεν είναι παρά ένας από τους συντελεστές της επίδρασης της κωμωδίας στη σαιξπηρική τραγωδία, και όχι ο πιο σημαντικός. Ο Σαίξπηρ φαίνεται σαν να προσπαθεί, με ποικίλους τρόπους, να περάσει την τραγική ουσία μέσα από ένα φίλτρο που δανείζεται από το σύμπαν της κωμωδίας. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο, η γνώση της λατινικής κωμωδίας ενώνεται αρμονικά με την εμπειρία από το σύγχρονό του θέατρο.
Όλοι οι μορφωμένοι ελισαβετιανοί είχαν διαβάσει στο σχολείο τους τις κωμωδίες του Τερέντιου και τις αναλύσεις τους από τους γραμματικούς της Ύστερης Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. σ’ αυτούς τους τελευταίους, χρωστούσαν οι ελισαβετιανοί τις αντιλήψεις τους για τη δραματική δομή που εθεωρείτο κατάλληλη για όλα τα είδη χωρίς εξαίρεση. Μπορούμε λοιπόν εύλογα να υποθέσουμε ότι ο Σαίξπηρ, γνωρίζοντας την κλασική κληρονομιά, θέλησε να αναμετρηθεί με τους συγγραφείς και με τα αριστουργήματα του παρελθόντος. Ο συγγραφέας του Βασιλιά Ληρ γνωρίζει τον Οιδίποδα του Σοφοκλή και διαθέτει αρκετή αυτοπεποίθηση έτσι ώστε να διακινδυνεύει, που και που, μια άμεση ανάμνηση. [...]
Μια ακόμα όψη, εκπληκτικά μοντέρνα, της σκέψης του Σαίξπηρ, που φανερώνεται στις τραγωδίες όσο και στις κωμωδίες, είναι αυτή του “φιλοσόφου”.
[...] Και, ακόμα πιο σημαντικό, τα έργα του συμβάλλουν στην ανύψωση του επιπέδου της ηθικής μας συνείδησης. Συμβολή πολύτιμη που απορρέει αφενός από την ψυχολογική διεισδυτικότητα του δραματουργού και, αφετέρου, από τη φιλοσοφία του, την οποία αντλεί από πηγές χριστιανικές όσο και κλασικές για να χρωματίσει με το σωστό τόνο την εικόνα του πεπρωμένου των χαρακτήρων: βλέπουμε, για παράδειγμα, στον Βασιλιά Ληρ την επίδραση των στωικών φιλοσόφων και ιδιαίτερα των Επιστολών του Σενέκα. Ο τρόπος σκέψης του Σαίξπηρ θυμίζει επίσης Μονταίνιο.»
(Annick Benoit-Dusausoy και Guy Fontaine (επιμ.), Ευρωπαϊκά Γράμματα, τ. Α΄, Σοκόλης, Αθήνα, 1999, σελ. 533-534)
«Αν παραβλέψουμε αυτό τον ταξικό περιορισμό, η ανάμειξη των υφολογικών επιπέδων στην παρουσίαση των προσώπων είναι πολύ χαρακτηριστική. Το τραγικό και το κωμικό, το υψηλό και το ταπεινό συνυπάρχουν πολύ στενά στα περισσότερα έργα του που ο συνολικός τους χαρακτήρας είναι τραγικός και σε αυτή την ανάμειξη έχουν χρησιμοποιηθεί διάφορες μέθοδοι.
Τραγική δράση με ιστορικοπολιτικό περιεχόμενο ή άλλα τραγικά γεγονότα εναλλάσσονται με κωμικές λαϊκές και αγοραίες σκηνές, που συνδέονται με την κύρια υπόθεση άλλοτε χαλαρά και άλλοτε πιο στενά. ή στις ίδιες τις τραγικές σκηνές εμφανίζονται πλάι στους ήρωες τρελοί ή άλλοι κωμικοί τύποι, που συνοδεύουν, διακόπτουν και σχολιάζουν με τον δικό τους τρόπο τις πράξεις, τα παθήματα και τα λόγια των ηρώων. Υπάρχουν τέλος πολλά τραγικά πρόσωπα που έχουν επίσης την τάση να διασπούν το ενιαίο ύφος μεταπίπτοντας στο κωμικό, στο ρεαλιστικό ή στο γκροτέσκο επίπεδο. [...]
Η πληθωρική, ορμητική και συναισθηματική αυθαιρεσία του Ληρ παρουσιάζει, μέσα στη χωρίς προηγούμενο μεγαλοπρέπειά της, τα χαρακτηριστικά ενός οδυνηρού γεροντικού εκφυλισμού και θεατρινισμού. Τα ίδια τα λόγια του πιστού τρελού τραβούν το μανδύα της μεγαλοπρέπειάς του. [...]
Η οικονομία των έργων του Σαίξπηρ χαρακτηρίζεται από σπάταλη γενναιοδωρία, μαρτυρεί τη χαρά που νοιώθει ο ποιητής παρουσιάζοντας τα διάφορα φαινόμενα της ζωής, και αυτή η χαρά πηγάζει από την αντίληψη της οικουμενικής συνοχής του κόσμου, έτσι που κάθε αφυπνιζόμενη χορδή του ανθρώπινου πεπρωμένου καλεί πλήθος φωνές να συμμετάσχουν ως συμπαίκτες ή αντίπαλοι. Η θύελλα στην οποία εκτίθεται ο γηραιός βασιλιάς διωγμένος από την κόρη του Ρεγάνη δεν είναι ένα τυχαίο φαινόμενο, αλλά κάτι που σκηνοθετείται από μαγικές δυνάμεις, εξωθώντας στα άκρα το όλο συμβάν, όπως και τα λόγια του τρελού, και αργότερα του φτωχού Θωμά, είναι φωνές από εκείνη την παγκόσμια ορχήστρα, ενώ ο ρόλος τους μέσα στην καθαρά λογική δομή της υπόθεσης είναι ασήμαντος. [...] Αυτό σημαίνει ότι ο Σαίξπηρ περιλαμβάνει στο έργο του την επίγεια πραγματικότητα και τις πιο καθημερινές μορφές της σε χίλιες διαθλάσεις και μείξεις, ταυτόχρονα όμως η πρόθεσή του δεν περιορίζεται απλώς στην απεικόνιση των επίγειων συναρτήσεων των μερών που την απαρτίζουν. Το έργο του περιλαμβάνει την πραγματικότητα, αλλά εκτείνεται και πέρα από τα όριά της. Αυτό φαίνεται από την παρουσία πνευμάτων και μαγισσών, αλλά και από το συχνά μη ρεαλιστικό γλωσσικό ύφος του, όπου οι επιδράσεις του Σενέκα, του πετραρχισμού και άλλων ρευμάτων του συρμού συγχωνεύονται με τρόπο ξεχωριστό και συγκεκριμένο, που ωστόσο δεν παραμένει συνεχώς στο ρεαλιστικό πεδίο.
Ακόμη πιο ουσιαστικά το βλέπουμε στην εσωτερική δομή των γεγονότων, τα οποία πολύ συχνά, και ιδιαίτερα στα πιο σημαντικά έργα του Σαίξπηρ, είναι ρεαλιστικά μόνο με έναν αποσπασματικό και αλματώδη τρόπο και έχουν την τάση να ξεφεύγουν στον κόσμο του παραμυθιού ή της φαντασίας ή ακόμη και σε ένα υπερφυσικό και δαιμονικό χώρο.»
(E. Auerbach, Μίμησις, μτφρ. Λ. Αναγνώστου, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 2005, σελ. 417-435)
«Ο Ουίλλιαμ Σαίξπηρ (1564-1616) έγραψε έργα ζωντανά και διασκεδαστικά και τα έγραψε για να παιχτούν στο θέατρο που αυτός γνώριζε, ένα θέατρο πολύ απλό στη δομή του. Κατά τη διάρκεια της καριέρας του ως θεατρικού συγγραφέα τα φυσικά χαρακτηριστικά του θεάτρου και της σκηνής άλλαξαν κάπως. Τα έργα, για παράδειγμα, παίζονταν κατά κανόνα με το φως της ημέρας. Αυτό από μόνο του εμπόδιζε τη χρησιμοποίηση κάποιων τεχνασμάτων, που θα οδηγούσαν στη δημιουργία ατμόσφαιρας μυστηρίου. Έτσι οποιαδήποτε εντύπωση υπερφυσικού μπορούσε να δημιουργήσει το φάντασμα στον Άμλετ ή οι νεράιδες στο Όνειρο Καλοκαιριάτικης Νύχτας οφειλόταν στις δυνατότητες των ηθοποιών και στη φαντασία του ακροατηρίου. Η σκηνή βρισκόταν ανάμεσα στο κοινό. Αυτό εμπόδιζε την κατασκευή σκηνικών και τη δημιουργία οπτικών “εφφέ”. Γι’ αυτό δινόταν εξαιρετική σημασία στα όμορφα ρούχα και στις εντυπωσιακές κινήσεις.»
(Π. Τασοπούλου, Λήμμα «Αγγλική Λογοτεχνία», Παγκόσμια Λογοτεχνία, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1999, σελ. 11)
«Η έκθεση του Βασιλιά Ληρ φαίνεται παράλογη αν επιχειρήσει κανείς να βρει σ’ αυτή έστω κι ένα ψιχίο ψυχολογικής αλήθειας. Ένας τρανός και φοβερός βασιλιάς οργανώνει ένα διαγωνισμό ρητορικής ανάμεσα στις τρεις κόρες του για να δει ποια από αυτές θα εκφράσει καλύτερα την αγάπη που τού 'χει, και από την έκβαση του διαγωνισμού εξαρτά τη μοιρασιά του βασιλείου του. Δεν βλέπει και δεν καταλαβαίνει τίποτα: η υποκρισία της Ρεγάνης και της Γονερίλης είναι οφθαλμοφανής. Ο Ληρ, σαν άνθρωπος, είναι γελοίος, αφελής και ηλίθιος. Όταν τρελαίνεται μόνο τη συμπάθεια μπορεί να ξυπνήσει. Ποτέ το δέος και τον έλεον. [...] Κανένας σκηνοθέτης δεν κατάφερε ουσιαστικά να λύσει τα προβλήματα που δημιουργεί η πλοκή του Βασιλιά Ληρ. Όταν τον αντιμετωπίζουν ρεαλιστικά, ο Ληρ και ο Γκλόστερ είναι πολύ γελοίοι για να υψωθούν σε τραγικούς ήρωες. Αν η έκθεση αντιμετωπιστεί σαν παραμύθι ή θρύλος, τότε χάνει την πραγματική της υπόσταση η αγριότητα του σαιξπηρικού κόσμου. Ωστόσο, η αγριότητα του κόσμου ήταν για τους Ελισαβετιανούς, τους σύγχρονους του Βασιλιά Ληρ, μια πραγματικότητα, και πραγματικότητα παρέμεινε από τότε. Είναι όμως μια φιλοσοφική θηριωδία. Ούτε το ρομαντικό ούτε το νατουραλιστικό θέατρο μπόρεσαν να το δείξουν αυτό. Μόνο το νέο θέατρο μπορεί να το πετύχει. Σ’ αυτό το νέο θέατρο δεν υπάρχουν πια “πρόσωπα”, και το τραγικό στοιχείο έχει παραμεριστεί από το γκροτέσκο. Το γκροτέσκο είναι πιο άγριο από την τραγωδία.»
(Γ. Κοττ, Σαίξπηρ ο σύγχρονός μας, μτφρ. Αλεξ. Κοτζιάς, Ηριδανός, Αθήνα, 1970, σελ. 132-133)