Anne-Louis Girodet de Roucy-Trioson
Παντελής Μπουκάλας «Ορέστης»
Κι ας λένε διχασμένοι
οι ποιητές.
Ούτε της κόμης μου οι βόστρυχοι
στην αδελφή μου την Ηλέκτρα με
φανέρωσαν
ούτε μεσίτης γέροντας όρισε τη γενιά
μου
και με σύστησε
ούτε το δαχτυλίδι του πατέρα
σημάδι αναμφισβήτητο.
Το αίμα των ματιών μου κατακόκκινο
το ξοδεμένο αίμα του πατέρα
αντιγράφοντας
με ονόμασε αδερφό της.
Είδε την κόψη μου
και πείστηκε.
Κι ύστερα
στον τάφο του σφαγμένου
ούτε κοράκια δεν εσύχναζαν.
Όρνια και άνθρωποι τρομάζαν
από τ’ αλλόκοσμα ουρλιαχτά.
Ποιος άλλος πάρεξ φονικός εγώ
θα πήγαινε να λάβει
ευχή φαρμάκι.
Να δώσει θάνατο
να γαληνέψουν επιτέλους οι νεκροί.
Των ζωντανών ο χρόνος
τόπο γαλήνης δεν ανέχεται.
Παντελής Μπουκάλας, 2009, Ρήματα,
Αθήνα: Άγρα.
Ο ποιητής παρουσιάζει τη δική του
εκδοχή σχετικά με το πώς επιτεύχθηκε η αναγνώριση του Ορέστη από την Ηλέκτρα,
διαφοροποιούμενος από τις σχετικές εκδοχές του μύθου που έχουν παρουσιάσει ο
Αισχύλος, ο Ευριπίδης και ο Σοφοκλής. Η Ηλέκτρα, κατά τον Παντελή Μπουκάλα, δεν
χρειάστηκε μήτε τους κομμένους βοστρύχους που έθεσε ως αφιέρωμα ο ήρωας στον
τάφο του πατέρα τους, μήτε τη συνδρομή του ηλικιωμένου παιδαγωγού, μήτε το
πατρικό δαχτυλίδι για να αναγνωρίσει τον αδερφό της. Της ήταν αρκετό να τον
αντικρίσει και να δει το αίμα μέσα στα μάτια του για να καταλάβει πως αυτός που
στέκει απέναντί της είναι ο Ορέστης.
Το ποίημα είναι δοσμένο σε πρώτο
πρόσωπο, με τον ίδιο τον Ορέστη να απορρίπτει τις εξηγήσεις που έχουν δώσει οι
ποιητές σχετικά με το πώς τον αναγνώρισε η αδερφή του και να αποκαλύπτει τι
συνέβη στην πραγματικότητα. Η επιλογή του ποιητή να αποδώσει σε πρώτο πρόσωπο
τις σκέψεις του Ορέστη ενισχύει σημαντικά τη δραματικότητα του ποιήματος και
αναδεικνύει με μεγαλύτερη ενάργεια το πόσο αναπόφευκτο ήταν για τον ήρωα να
προχωρήσει στην εκπλήρωση του φονικού του καθήκοντος.
«Κι ας λένε διχασμένοι
οι ποιητές.
Ούτε της κόμης μου οι βόστρυχοι
στην αδελφή μου την Ηλέκτρα με
φανέρωσαν
ούτε μεσίτης γέροντας όρισε τη γενιά
μου
και με σύστησε
ούτε το δαχτυλίδι του πατέρα
σημάδι αναμφισβήτητο.»
Η αναγνώριση του Ορέστη όπως την
παρουσιάζει ο Αισχύλος
Ο Αισχύλος στην τραγωδία «Χοηφόροι» χρησιμοποιεί
ως πρώτο μέσο αναγνώρισης μια πλεξούδα από τα μαλλιά του Ορέστη, την οποία ο
ήρωας έχει τοποθετήσει στον τάφο του δολοφονημένου πατέρα του. Η Ηλέκτρα, αργότερα,
όταν βλέπει την κομμένη πλεξούδα πάνω στον τάφο του Αγαμέμνονα υποπτεύεται ότι
θα είναι σταλμένη από τον Ορέστη. Την αβέβαιη υπόνοια ότι μπορεί να έχει έρθει
ο Ορέστης ενισχύουν πατημασιές που βλέπει η Ηλέκτρα. Μόλις εμφανίζεται ο
Ορέστης, για να τον αναγνωρίσει η αδερφή του, της ζητάει να δει το μέρος απ’
όπου έκοψε την πλεξούδα του και ένα υφαντό, έργο των χεριών της:
«Λοιπόν τον ίδιο εμένα βλέποντας δε
θέλεις να πιστέψεις⸱
κι όμως, όταν είδες την πλεξούδα που
πρόσφερα στον τάφο
κι όταν των ποδιών μου τα σημάδια
εξέταζες,
η καρδιά σου πέταξε και νόμιζες πως
βλέπεις εμένα.
Σκέψου βάζοντας την πλεξούδα στο μέρος
απ’ όπου κόπηκε,
του αδερφού σου, που είναι με τη δική
σου παρόμοια.
Και δες αυτό το υφαντό, των δικών σου
χεριών έργο,
απ’ τη σαΐτα του αργαλειού σου, τα
ζωγραφιστά κυνήγια σου.
Συγκρατήσου και μη απ’ τη χαρά σού
φύγει ο νους⸱
γιατί ξέρω πως οι δικοί μας είναι
πικροί για μας.»
[Μετάφραση: Θεόδωρος Γ. Μαυρόπουλος]
Η αναγνώριση του Ορέστη όπως την
παρουσιάζει ο Ευριπίδης
Στην τραγωδία «Ηλέκτρα» του Ευριπίδη
προτείνονται ως σημάδια αναγνώρισης από τον ηλικιωμένο παιδαγωγό των δύο
αδελφιών: η κομμένη πλεξούδα που βρέθηκε στον τάφο του Αγαμέμνονα, τα χνάρια
που πιθανώς άφησε περπατώντας εκεί αυτός που άφησε την πλεξούδα, καθώς και το
ενδεχόμενο να έχει μαζί του κάποιο ρούχο που του είχε υφάνει η Ηλέκτρα. Όλα
αυτά τα απορρίπτει, ωστόσο, η Ηλέκτρα θεωρώντας πως δεν μπορούν να οδηγήσουν σε
ασφαλή συμπεράσματα. Η αναγνώριση γίνεται, τελικά, από τον ίδιο τον γέροντα,
όταν αντικρίζει τον Ορέστη:
Πρέσβυς: Αφέντρα, Ηλέκτρα κόρη μου,
κάνε προσευχή στους θεούς.
Ηλέκτρα: Τι να προσευχηθώ, για όσους
λείπουν ή για όσους είναι εδώ;
Πρέσβυς: Για να πιάσεις αγαπημένο
θησαυρό, που φανερώνει ο θεός.
Ηλέκτρα: Να⸱ απευθύνομαι στους θεούς. Ή τι σημαίνουν
τα λόγια σου, γέρο;
Πρέσβυς: Ρίξε λοιπόν μια ματιά σ’ αυτόν
εδώ παιδί μου, τον αγαπημένο μας.
Ηλέκτρα: Τον βλέπω από ώρα⸱ φοβάμαι μήπως πια δεν είσαι στα λογικά
σου.
Πρέσβυς: Δεν είμαι στα λογικά μου εγώ
που βλέπω το δικό σου αδελφό;
Ηλέκτρα: Πώς είπες, γέροντά μου, αυτόν
τον απροσδόκητο λόγο σου;
Πρέσβυς: Πως βλέπω αυτόν εδώ τον
Ορέστη, το γιο του Αγαμέμνονα.
Ηλέκτρα: Ποιο σημάδι του βλέποντας,
ώστε κι εγώ να σε πιστέψω;
Πρέσβυς: Ένα σημάδι από πληγή κοντά στο
φρύδι, που στο σπίτι
έπεσε κι έκανε κυνηγώντας μαζί σου ένα
ελαφάκι.
Ηλέκτρα: Τι λες; Βλέπω την απόδειξη που
υπάρχει από το πέσιμό του.
Πρέσβυς: Και λοιπόν, αργοπορείς ν’
αγκαλιάσεις τον πολυαγαπημένο;
[Μετάφραση: Θεόδωρος Γ. Μαυρόπουλος]
Η αναγνώριση του Ορέστη όπως την παρουσιάζει
ο Σοφοκλής
Στην τραγωδία «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή η
αναγνώριση του Ορέστη από την Ηλέκτρα γίνεται με μεγάλη καθυστέρηση, αφού
πρόθεση του δραματουργού είναι να τονίσει το αίσθημα απομόνωσης της ηρωίδας. Ο
Ορέστης, αφού έχει πρώτος αναγνωρίσει την ταυτότητα της αδερφής του, θα της
προσφέρει ως αδιαμφισβήτητο σημάδι αναγνώρισης ένα δαχτυλίδι που φέρει την
πατρική σφραγίδα:
Ορέστης: Σ’ εσέ δε στέκει τέτοια λόγια
να αναφέρεις.
Ηλέκτρα: Τόσον ανάξια για τον πεθαμένο
είμαι;
Ορέστης: Δεν είσαι ανάξια κανενός⸱ μα αυτό για σε δεν είναι.
Ηλέκτρα: Και πώς, αφού το σώμα εδώ
κρατώ του Ορέστη.
Ορέστης: Του Ορέστη δεν είναι κορμί,
αλλά πλαστή ιστορία.
Ηλέκτρα: Και που εκείνου του δύστυχου
βρίσκεται ο τάφος;
Ορέστης: Πουθενά⸱ γιατί ο ζωντανός δεν έχει τάφο.
Ηλέκτρα: Τι ‘πες, αγόρι μου;
Ορέστης: Δε λέω κανένα ψέμα.
Ηλέκτρα: Αλήθεια είν’ τάχα ζωντανός;
Ορέστης: Αν είμ’ εγώ, κ’ εκείνος.
Ηλέκτρα: Μην είσαι αλήθεια αυτός εσύ;
Ορέστης: Όταν κοιτάξεις την πατρική μου
βούλλα αυτή, θα δεις αν είναι αλήθεια.
[Μετάφραση: Μάρκος Αυγέρης]
«Το αίμα των ματιών μου κατακόκκινο
το ξοδεμένο αίμα του πατέρα
αντιγράφοντας
με ονόμασε αδερφό της.
Είδε την κόψη μου
και πείστηκε.»
Σύμφωνα με την εκδοχή του ποιητή, το
αίμα των ματιών του Ορέστη, το «κατακόκκινο» αίμα μέσα στα μάτια του, το οποίο
φανέρωνε το θυμό, την ένταση, τον πόνο και την αποφασιστικότητά του για
εκδίκηση, ήταν αρκετό για να υποδείξει στην Ηλέκτρα την ταυτότητά του. Τα μάτια
του Ορέστη δεν είχαν τη λευκότητα που παραπέμπει στη χωρίς έγνοιες νεότητα και
στην ψυχική γαλήνη του ανθρώπου που δεν τον βαραίνει τίποτε. Τα μάτια του ήταν
κόκκινα, γεμάτα με αίμα, σαν να ήθελαν να αντιγράψουν το πατρικό αίμα που τόσο
άδικα ξοδεύτηκε. Τα μάτια, λοιπόν, του Ορέστη, όπως κι η κόψη του -η εξωτερική
του εμφάνιση- που δεν μπορούσε παρά να θυμίζει σε όλους τον πατέρα του, ήταν τα
μόνα πειστήρια που χρειάστηκαν για να μπορέσει η Ηλέκτρα να αντιληφθεί πως ο
νέος που βλέπει είναι ο αδερφός της.
«Κι ύστερα
στον τάφο του σφαγμένου
ούτε κοράκια δεν εσύχναζαν.
Όρνια και άνθρωποι τρομάζαν
από τ’ αλλόκοσμα ουρλιαχτά.
Ποιος άλλος πάρεξ φονικός εγώ
θα πήγαινε να λάβει
ευχή φαρμάκι.»
Κι αν τα πειστήρια αυτά δεν επαρκούσαν,
υπήρχε ακόμη ένα αδιαμφισβήτητης αξίας, η επίσκεψη του Ορέστη στον τάφο του
άδικα δολοφονημένου Αγαμέμνονα. Ποιος άλλος εκτός από μένα, αναρωτιέται ο
ήρωας, θα μπορούσε να πάει σ’ αυτόν τον τάφο που προκαλούσε τρόμο όχι μόνο
στους ανθρώπους αλλά ακόμη και στα σαρκοβόρα όρνια. Ποιος άλλος, εκτός από τον
προορισμένο να τελέσει το ακραίο έγκλημα της μητροκτονίας, θα πήγαινε εκεί για
να λάβει την οδυνηρή ευχή του πατρικού πνεύματος; Μια ευχή «φαρμάκι», εφόσον το
χρέος του για εκδίκηση σήμαινε πως έπρεπε να σκοτώσει την ίδια του τη μητέρα,
την Κλυταιμνήστρα.
Η περιγραφή που δίνει ο Ορέστης για τον
τάφο του πατέρα του φανερώνει εμφατικά το άδικο του εγκλήματος -ο Αγαμέμνονας
είχε σφαγιαστεί από τη σύζυγό του και τον εραστή της-, το οποίο δεν μπορούσε να
μείνει ατιμώρητο. Η ψυχή του νεκρού αρνείται να γαληνεύσει, όσο οι δολοφόνοι
παραμένουν ζωντανοί και ατιμώρητοι. Στοιχειώνει τον τάφο και με «αλλόκοσμα»
ουρλιαχτά προκαλεί τρόμο σε κάθε ζωντανό πλάσμα. Ούτε τα κοράκια δεν τολμούν να
πλησιάσουν στον τάφο αυτό, ούτε άνθρωπος κανείς, εκτός από εκείνον που έχει το
ηθικό χρέος να πάρει εκδίκηση για χάρη του νεκρού.
«Να δώσει θάνατο
να γαληνέψουν επιτέλους οι νεκροί.
Των ζωντανών ο χρόνος
τόπο γαλήνης δεν ανέχεται.»
Ο Ορέστης, όσο κι αν μέσα του
αισθάνεται πως το να σκοτώσει τη μητέρα του αποτελεί επαχθέστατο χρέος,
γνωρίζει πως δεν έχει άλλη επιλογή. Η δολοφονία του πατέρα του ήταν
αδικαιολόγητη και δεν επιτρέπεται να μείνει χωρίς τιμωρία, διότι δεν θα
μπορέσει αλλιώς να γαληνέψει ο νεκρός. Αν, άλλωστε, αψηφήσει το χρέος που έχει
απέναντι στον δολοφονημένο πατέρα του, δεν θα είναι σε θέση πια να βρει γαλήνη
ο ίδιος, εφόσον όσο ζει θα νιώθει τύψεις και θα βασανίζεται, αφού θα έχει
αφήσει ατιμώρητους εκείνους που του στέρησαν τον πατέρα. Ο χρόνος των ζωντανών
ανθρώπων δεν ανέχεται να παραμένουν αυτοί γαλήνιοι, αν δεν έχουν φέρει εις
πέρας το ηθικό τους χρέος, έστω κι αν αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολο και
επώδυνο, όπως το χρέος του Ορέστη.
Ερμηνευτικό σχόλιο
Κύριο θέμα του κειμένου είναι, κατά τη
γνώμη μου, η έννοια του ηθικού χρέους και της ευθύνης που έχουν οι άνθρωποι
απέναντι σ’ εκείνους που έχουν αδικηθεί. Το θέμα αυτό αναδεικνύεται παραστατικά
μέσα από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Ορέστη, σχετικά με το δικό του χρέος να
τιμωρήσει τους δολοφόνους του πατέρα του. Με την αξιοποίηση της περιγραφής ο
ήρωας φανερώνει τόσο τη βαθιά επίγνωση που έχει ο ίδιος για την ευθύνη που του
αναλογεί (Το αίμα των ματιών μου κατακόκκινο / το ξοδεμένο αίμα του πατέρα
αντιγράφοντας), όσο και την αγανάκτηση εκείνη που δεν επιτρέπει στην ψυχή του
νεκρού να ησυχάσει (Όρνια και άνθρωποι τρομάζαν / από τ’ αλλόκοσμα ουρλιαχτά). Ο
ήρωας γνωρίζει πως μόνο θανατώνοντας τους υπαίτιους, θα «γαληνέψουν επιτέλους
οι νεκροί». Όπως εμφατικά, άλλωστε, επισημαίνεται με μια προσωποποίηση, ο «χρόνος»
των ζωντανών ανθρώπων, δεν ανέχεται να βρίσκουν αυτοί τόπο γαλήνης μέχρι να
επιτελέσουν το καθήκον τους.
Θεωρώ πως πρόκειται για ένα πολύ
σημαντικό θέμα, διαχρονικής αξίας, εφόσον αδιάκοπα μέχρι και σήμερα αδικούνται συνάνθρωποί
μας, χωρίς, ωστόσο, να δείχνουν τα άλλα μέλη της κοινωνίας πάντοτε το απαιτούμενο
ενδιαφέρον, προκειμένου να επέρχεται η αποκατάσταση του δικαίου. Είναι, όμως,
ιδιαίτερα κρίσιμο το να αντιδρούν συλλογικά οι άνθρωποι απέναντι στην αδικία -ιδίως
όταν τα αδικούμενα πρόσωπα είναι αδύναμα-, ώστε να περιοριστεί το φαινόμενο
αυτό.
[Λέξεις: 212]