Oscar Wilde «Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκραίυ» ως παράλληλο για το «Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου»
«Και τώρα, καθώς στεκόταν και ατένιζε το απείκασμα της ομορφιάς του, η περιγραφή έλαμψε εμπρός του με σάρκα και οστά. Αλήθεια∙ θα ερχόταν μια μέρα που το πρόσωπό του θα ήταν μαραμένο και γεμάτο ρυτίδες, τα μάτια του θαμπά και άχρωμα, η χάρη του κορμιού του σωσμένη και παραμορφωμένη. Η πορφύρα, θα χανόταν από τα χείλη του και το χρυσάφι θα έσβηνε από τα μαλλιά του. Η ζωή που θα έπλαθε την ψυχή του έμελλε να ρημάξει το κορμί του. Θα γινόταν άχαρος, απαίσιος και τρομακτικός.
Καθώς τα συλλογιζόταν όλα αυτά, ένας οξύς πόνος τον διαπέρασε σαν μαχαίρι, κάνοντας και την τελευταία ίνα του κορμιού του να ριγήσει. Τα μάτια του σκούρυναν, πήραν το χρώμα του αμέθυστου και σκεπάστηκαν από αχλύ δακρύων. Ένιωσε ένα χέρι από πάγο να πλακώνει την καρδιά του.
... Τί θλιβερό! μουρμούρισε ο Ντόριαν Γκραίυ, ενώ τα μάτια του είχαν κολλήσει στην εικόνα του εαυτού του. Τί θλιβερό! Εγώ θα γεράσω, θα γίνω απαίσιος και φρικαλέος, αλλά το πορτραίτο θα μείνει πάντα νέο. Ποτέ δεν θα γεράσει παραπάνω από τούτη τη μέρα του Ιουνίου... Αχ, να μπορούσε να γίνει ανάποδα! Να ήμουν εγώ εκείνος που θα μείνει πάντα νέος και το πορτραίτο αυτό που θα γερνά! Γι’ αυτό... γι’ αυτό... θα ‘δινα τα πάντα. Ναι∙ δεν υπάρχει τίποτε στον κόσμο που δεν θα έδινα. Θα έδινα και την ψυχή μου ακόμα!
[Μετάφραση: Δημήτρης Γ. Κίκιζας]
Ο νεαρός Ντόριαν Γκραίυ, αντικρίζοντας το πορτραίτο του, σκέφτεται όσα προηγουμένως του έχει πει ο Λόρδος Χένρυ για το πέρασμα της νεότητας και για την ασχήμια των γηρατειών. Συνειδητοποιεί, λοιπόν, με πόνο πως σύντομα η ομορφιά του θα χαθεί, το πρόσωπό του θα γεμίσει ρυτίδες και το σώμα του θα παραμορφωθεί, κι ενώ τώρα είναι νέος και όμορφος, με το πέρασμα των χρόνων θα γίνει απαίσιος και τρομακτικός.
Η συνειδητοποίηση αυτή τον αναστατώνει βαθύτατα και τον ωθεί να κάνει μια παράδοξη ευχή. Εύχεται, αντί για εκείνον να γερνά το πορτραίτο του, κι ο ίδιος να παραμείνει για πάντα νέος, απρόσιτος από το φθοροποιό πέρασμα του χρόνου. Είναι, μάλιστα, έτοιμος να δώσει καθετί προκειμένου να πραγματοποιηθεί η ευχή του, ακόμη και την ψυχή του!
Η συνειδητοποίηση αυτή τον αναστατώνει βαθύτατα και τον ωθεί να κάνει μια παράδοξη ευχή. Εύχεται, αντί για εκείνον να γερνά το πορτραίτο του, κι ο ίδιος να παραμείνει για πάντα νέος, απρόσιτος από το φθοροποιό πέρασμα του χρόνου. Είναι, μάλιστα, έτοιμος να δώσει καθετί προκειμένου να πραγματοποιηθεί η ευχή του, ακόμη και την ψυχή του!
Ο τρόμος με τον οποίο ο Ντόριαν Γκραίυ αντιμετωπίζει την προοπτική του γήρατος και τη σωματική ασχήμια που το συνοδεύει, μας παραπέμπει σε μια παρόμοια διατύπωση απελπισίας από τον Κωνσταντίνο Καβάφη, στο ιδιαίτερο ποίημά του «Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου· ποιητού εν Kομμαγηνή· 595 μ.X.».
Ο Ιάσωνας Κλεάνδρου, το προσωπείο του Καβάφη, βιώνοντας ήδη τις τραγικές συνέπειες του γήρατος, παρομοιάζει τον ψυχικό πόνο, που του προκαλεί η φθορά της μορφής του, με μια φρικτή πληγή από μαχαίρι:
«Το γήρασμα του σώματος και της μορφής μου
είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.»
Την ίδια αίσθηση έχει και ο νεαρός Ντόριαν Γκραίυ, ο οποίος στη σκέψη και μόνο των γηρατειών, νιώθει να τον διαπερνά ένας οξύς πόνος, σαν από μαχαίρι. Οι δύο ήρωες -παρά το γεγονός ότι ο ένας είναι ακόμη νέος και ο άλλος βρίσκεται ήδη στην ηλικία της φθοράς- αντιλαμβάνονται τα γηρατειά ως μια άκρως επώδυνη κατάσταση, καθώς ο ερχομός τους σημαίνει τη μόνιμη απώλεια της νεότητας.
Η νεότητα τόσο για τον Καβάφη, όσο και για τον Όσκαρ Ουαϊλντ, αποτελεί ύψιστη αξία, καθώς είναι η μόνη περίοδος στη ζωή του ανθρώπου που η ομορφιά βρίσκεται στην πλήρη ακμή της και κάποιος μπορεί να απολαύσει κάθε χάρη και ηδονή της ζωής, ανεμπόδιστα.
Βέβαια, και οι δύο λογοτέχνες κατανοούν πως η πολύτιμη περίοδος της νεότητας είναι εξαιρετικά εφήμερη και πως αυτό αποτελεί την αναπόφευκτη μοίρα όλων των ανθρώπων, γι’ αυτό και στρέφονται στην τέχνη τους, με την ελπίδα να αποτρέψουν ή να λησμονήσουν έστω και για λίγο τον πόνο των γηρατειών.
Ο ποιητής Ιάσωνας Κλεάνδρου προσφεύγει στην ποίηση:
«Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως,
που κάπως ξέρεις από φάρμακα·
νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω.»
Με τη βοήθεια της τέχνης του, ο Ιάσωνας προσδοκά να ξεχάσει, έστω και προσωρινά τον αποτροπιασμό που αισθάνεται για τη γερασμένη του μορφή. Χάρη στα φάρμακα της Ποιητικής Τέχνης, τη Φαντασία και το Λόγο, ο ποιητής ελπίζει να απομακρύνει για λίγο τη σκέψη του από τον πόνο που αισθάνεται. Με τη φαντασία του να δημιουργεί νέους κόσμους -όπου ακόμη και μια σύντομη επιστροφή στο παρελθόν δε θα ήταν ανέφικτη- και με τη συνεχή πάλη του ποιητή με το λεκτικό του εργαλείο, καθώς επιχειρεί να βρει τις κατάλληλες λέξεις για να αποδώσει τις σκέψεις του και τις διαδρομές της φαντασίας του, κατορθώνει να λησμονήσει το φρικτό παρόν του.
Από την άλλη, Όσκαρ Ουαϊλντ παρουσιάζει τον ήρωά του να εύχεται να γερνά στη θέση του το πορτραίτο του, ενώ ο ίδιος να παραμένει για πάντα νέος. Μια παράδοξη ευχή, που, χάρη στη φαντασία του συγγραφέα, θα πραγματοποιηθεί, προσφέροντας στον Ντόριαν Γκραίυ τη δυνατότητα να δοθεί άμετρα σε κάθε απόλαυση, χωρίς να φοβάται τη φθορά του χρόνου.
Η ευχή του Ντόριαν Γκραίυ πάντως, λειτουργεί όπως και η προσφυγή του Ιάσωνα Κλεάνδρου στην Ποιητική Τέχνη, ως μια απέλπιδα προσπάθεια αποφυγής μιας αναπόφευκτης κατάστασης. Ακόμη κι ο Ντόριαν Γκραίυ που είδε την ευχή του να πραγματοποιείται, συνειδητοποιεί στο τέλος το ανούσιο της επιθυμίας του για αέναη νεότητα.
«Η ομορφιά του ήταν αυτή που τον κατέστρεψε, η ομορφιά του και η νιότη για την οποία είχε προσευχηθεί. Αν δεν ήταν αυτά τα δύο, η ζωή του μπορεί να μην είχε την παραμικρή κηλίδα τώρα. Η ομορφιά του δεν ήταν παρά ένα προσωπείο, η νιότη του σκέτη κοροϊδία. Τί είναι η νιότη, ακόμη και στην καλύτερη περίπτωση; Ένας καιρός άγουρος, χλωρός, ένας καιρός ρηχών διαθέσεων και νοσηρών σκέψεων. Η νιότη τον κατέστρεψε.»