Laney Britt
Στρατής Μυριβήλης [Η μυστική παπαρούνα]
Η Ζωή εν τάφω του Στρατή Μυριβήλη τοποθετείται στη σειρά των αντιπολεμικών βιβλίων που πήγασαν από τις οδυνηρές εμπειρίες του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου (1914-1918), ενός πολέμου που όχι μονάχα στοίχισε εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς και τραυματίες, αλλά πρόσθεσε και μια άλλη πικρή εμπειρία, που προερχόταν από τη μακροχρόνια παραμονή των στρατιωτών στα χαρακώματα της πρώτης γραμμής. Ανάλογα βιβλία που βγήκαν από τον ίδιο πόλεμο είναι η Φωτιά του Γάλλου Ανρί Μπαρμπύς και το περισσότερο γνωστό Ουδέν νεότερον από το Δυτικό Μέτωπο του Γερμανού Έριχ Μαρία Ρεμάρκ.
Ο συγγραφέας έζησε τον πόλεμο των χαρακωμάτων στο Μακεδονικό Μέτωπο (στην περιοχή Μοναστηρίου της Σερβίας) ως εθελοντής. Το βιβλίο είναι γραμμένο με τη μορφή σειράς επιστολών που υποτίθεται ότι έγραψε ο λοχίας Αντώνης Κωστούλας, για να τις στείλει σε κάποια γυναίκα, χωρίς ποτέ να μπορέσει να τις ταχυδρομήσει. Τα χειρόγραφα, λέει ο συγγραφέας, τα περιμάζεψε, όταν σκοτώθηκε ο συμπολεμιστής του λοχίας, και τα εξέδωσε. Φυσικά πρόκειται για «πλαστοπροσωπία», δηλαδή για συγγραφικό τρόπο που χρησιμοποιεί ο Μυριβήλης, για να εκθέσει τις δικές του εμπειρίες.
Στο α΄ απόσπασμα (Η μυστική παπαρούνα) ο αφηγητής υποφέρει από ένα παλιό τραύμα (από τους πολέμους 1912-13) που άνοιξε και τον αναγκάζει να μένει μέρα-νύχτα στο αμπρί του (= όρυγμα στο εσωτερικό τοίχωμα του χαρακώματος). «Πιάνεται -γράφει- ώρες ώρες το πόδι ως απάνω στο μερί κι ένας σκληρός πόνος μου σουβλίζει το κόκαλο. Πάνουθέ μου ο βράχος ολοένα στάζει. Χτες ξεπατώσαμε τόνα σανίδι κι αδειάσαμε μ’ ένα κουτί της κονσέρβας όλο το νερό που ‘χε συναχτεί στάλα στάλα στη λακούβα του. Ήταν ένα νερό σάπιο, βρώμικο κι ολόμαυρο. Σαν τ’ απονέρια που κατασταλάζουν το χειμώνα στα παλιά νεκροταφεία, σουρωμένα μέσα στα βουλιαγμένα μνημούρια. Μύριζε μούχλα, σβησμένη πίπα κι αποτσίγαρο...».
Ερωτήσεις σχολικού:
1. Στην αρχή του κεφαλαίου ο αφηγητής λέει: «Θα προτιμούσα να ξέρω πως ζούνε γύρω μου κρυμμένοι άνθρωποι, κι ας ήτανε μόνο οχτροί». Σε ποια γενικότερη ιδέα μας οδηγεί αυτή η διαπίστωση του αφηγητή;
Ο αφηγητής έχοντας απομείνει μόνος του στο χαράκωμα, λόγω του τραύματός του, αισθάνεται για μια στιγμή πως τον έχουν πραγματικά εγκαταλείψει όλοι κι είναι ολομόναχος. Η αίσθηση αυτή τον τρομάζει και σκέφτεται πως θα ήθελε να ξέρει πως υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι γύρω του, έστω κι αν αυτοί ήταν οι εχθροί του.
Η διαπίστωση αυτή του αφηγητή μας παραπέμπει στην έμφυτη και ισχυρή ανάγκη των ανθρώπων να συνυπάρχουν με άλλους ανθρώπους. Η ανάγκη αυτή της κοινωνικότητας, που έχει επισημανθεί ήδη από τα χρόνια της αρχαιότητας, αποτελεί βασικό στοιχείο της ανθρώπινης υπόστασης. Ο Αριστοτέλης στο έργο του Πολιτικά έχει διατυπώσει την άποψη ότι ο άνθρωπος είναι από τη φύση προορισμένος να ζει σε πόλη (ὁ ἄνθρωπος φύσει πολιτικόν ζῷον), ενώ στα Ηθικά Νικομάχεια σχολιάζει: «Θα ήταν πολύ παράξενο να λέμε ότι είναι ευτυχισμένος ο άνθρωπος που ζει μόνος με τη μοναξιά του∙ κανένας δεν θα ήθελε να ζει σε απόλυτη μοναξιά, ακόμη κι αν είχε όλα τα καλά του κόσμου∙ γιατί ο άνθρωπος είναι ένα ον προορισμένο από τη φύση να ζει σε πολιτική κοινωνία, μαζί με άλλους».
Το γεγονός, άλλωστε, ότι ο αφηγητής ήθελε να υπάρχουν γύρω του κι άλλοι άνθρωποι, ακόμη κι αν αυτοί είναι μόνο εχθροί, τονίζει αφενός με ιδιαίτερη έμφαση την ένταση της ανάγκης του για την παρουσία κι άλλων ανθρώπων κι αφετέρου αναδεικνύει την ξεχωριστή συναισθηματική κατάσταση των πολεμιστών που ήταν αναγκασμένοι να περνούν ολόκληρες μέρες κρυμμένοι στα χαρακώματα, χωρίς επί της ουσίας να γνωρίζουν τι συμβαίνει στον κόσμο γύρω τους. Η απομόνωση αυτή επιτείνει την αίσθηση της μοναξιάς και κορυφώνει την ανάγκη της συντροφικότητας.
2. Να βρείτε τις παρομοιώσεις και τους χαρακτηρισμούς που αποδίδονται α) στους γεώσακους β) στην παπαρούνα∙ τι εκφράζουν στην πρώτη και τι στη δεύτερη περίπτωση;
α) Ο αφηγητής αντικρίζοντας τα τσουβάλια με το χώμα -τα χρησιμοποιούσαν ως οχύρωση για τα χαρακώματα που είχαν πολύ πέτρα και δεν μπορούσαν να τα σκάψουν σε βάθος-, παρατηρεί πως από τον τόσο καιρό που βρίσκονται εκεί τα περισσότερα έχουν πια καταστραφεί.
Οι παρομοιώσεις με τις οποίες ο αφηγητής αποδίδει τη φθορά των γεώσακων είναι οι ακόλουθες:
«Σαν τα ξεθαμμένα ρούχα των πεθαμένων που ξεφτάνε, σταχτωμένα, με το πρώτο άγγιγμα.» Ο αφηγητής σχολιάζει πως τα τσουβάλια έχουν φθαρεί σε τέτοιο βαθμό από την έκθεση στα νερά και τον ήλιο, ώστε όταν περνάει το δάχτυλό του πάνω τους, η λινάτσα (το υλικό με το οποίο είναι φτιαγμένα) λιώνει, όπως λιώνουν τα ρούχα των πεθαμένων ανθρώπων, όταν τους ξεθάβουν μετά από χρόνια. Τα ρούχα με τα οποία έχουν ντύσει τον νεκρό, διατηρούν τη μορφή τους κατά την εκταφή, αλλά στην πραγματικότητα έχουν γίνει στάχτη, έχουν αποσυντεθεί, κι έτσι με το πρώτο άγγιγμα διαλύονται.
«Κάτου από το δυνατό φεγγάρι μοιάζουν με ψοφίμια σκυλιών, άλλα πρησμένα κι άλλα ξαντεριασμένα, σωριασμένα τόνα πάνου στ’ άλλο.» Τα τσουβάλια δεν έχουν καταστραφεί όλα, έτσι κάποια είναι φουσκωμένα, όπως όταν τα πρωτογέμισαν κι άλλα έχουν σχεδόν αδειάσει, δημιουργώντας μια περίεργη εικόνα στο φως του φεγγαριού. Μοιάζουν με πτώματα σκύλων από τα οποία κάποια φαίνονται πρησμένα, όπως πρήζονται τα νεκρά σώματα τις πρώτες μέρες και κάποια φαίνονται σαν να τους έχουν αφαιρεθεί τα σωθικά, όπως φαίνεται το πτώμα καθώς η διαδικασία της σήψης προχωρά. Αυτά τα τελευταία ο αφηγητής τα χαρακτηρίζει «σαχλά», έτσι όπως κρέμονται μισοάδεια.
Είναι βέβαια εμφανές από τον τρόπο που επιλέγει ο αφηγητής να παρουσιάσει τους φθαρμένους γεώσακους ότι εκφράζει εδώ την απέχθεια και τα αρνητικά του συναισθήματα για ό,τι σχετίζεται με τον πόλεμο. Οι παρομοιώσεις που παραπέμπουν σε νεκρούς και σε πτώματα που σαπίζουν, απηχούν εικόνες και βιώματα από την πολεμική εμπειρία του αφηγητή και εξωτερικεύουν όλη τη δυσαρέσκεια, τη φρίκη και τον αποτροπιασμό του για την καταστροφική φύση του πολέμου.
Με έμμεσο τρόπο κι ενώ φαινομενικά μιλά για τους γεώσακους, ο αφηγητής μας μεταδίδει την αίσθηση της φθοράς, του θανάτου και της σήψης (εξωτερικής, αλλά και εσωτερικής) που κυριαρχεί στο πεδίο της μάχης.
β) Στον αντίποδα της αρνητικής εικόνας των φθαρμένων γεώσακων ο αφηγητής παρουσιάζει με θέρμη την ομορφιά και την ευδαιμονία που του προσφέρει η απρόσμενη θέαση ενός λουλουδιού, που έχει φυτρώσει μέσα στα σαπισμένα τσουβάλια.
«Τ’ άγγισα με χτυποκάρδι, όπως αγγίζεις ένα βρέφος στο μάγουλο.» Με την πρώτη παρομοίωση που αναφέρεται στην παπαρούνα ο αφηγητής επιχειρεί να αποδώσει την τρυφερότητα και τη συγκίνηση με την οποία την άγγιξε. Όπως αγγίζεις το μάγουλο ενός βρέφους που μοιάζει τόσο ευάλωτο και ανησυχείς μήπως το ενοχλήσεις ή το ξαφνιάσεις, με την ίδια προσοχή και τρυφερότητα ο αφηγητής αγγίζει για πρώτη φορά το υπέροχο αυτό λουλούδι. Η παπαρούνα είναι στα μάτια του αφηγητή σαν κάτι το εξαιρετικά εύθραυστο που θα μπορούσε να το πληγώσει με μια απότομη κίνηση, γι’ αυτό και τονίζει την απαλότητα με την οποία έτεινε το χέρι του για να την ακουμπήσει.
«Μια τόση δα μεγάλη, καλοθρεμμένη παπαρούνα, ανοιγμένη σαν μικρή βελουδένια φούχτα.» Ο αφηγητής θέλοντας να τονίσει αφενός το ιδιαίτερο σχήμα που λαμβάνουν τα πέταλα του λουλουδιού κι αφετέρου την τρυφερή και απαλή υφή τους, παρομοιάζει την παπαρούνα με μια βελουδένια χούφτα. Ένα εξαιρετικά απαλό λουλούδι με το σχήμα που παίρνει το εσωτερικό της παλάμης του χεριού όταν λυγίζουμε τα δάχτυλα.
«Είναι σαν να πεταλουδίζουν πάνω στην επιδερμίδα τα ματόκλαδα μιας αγαπημένης γυναίκας.» Ο αφηγητής αγγίζει και πάλι το λουλούδι κι αισθάνεται στην επαφή μαζί του την τρυφερότητα, τη συγκίνηση και την ανεπαίσθητη εκείνη κίνηση, σαν το φτερούγισμα μιας πεταλούδας, που αισθάνεται κάποιος όταν αγγίζουν πάνω στο δέρμα του οι βλεφαρίδες μιας αγαπημένης γυναίκας. Όπως τρεμοπαίζουν οι βλεφαρίδες της γυναίκας, που έρχονται αίφνης σ’ επαφή με το σώμα του αγαπημένου της, έτσι αισθάνεται το ιδιαίτερο θρόισμα των πετάλων του λουλουδιού στο άγγιγμα του χεριού του.
Έχει ιδιαίτερη αξία να σημειωθεί πως και οι τρεις παρομοιώσεις που χρησιμοποιούνται από τον αφηγητή συσχετίζουν το λουλούδι με μια ανθρώπινη παρουσία. Η μοναξιά του αφηγητή και η ανάγκη του για επαφή μ’ ένα αγαπημένο πρόσωπο τον ωθούν σε μια διακριτική ενανθρώπιση του λουλουδιού. Με την ίδια συγκίνηση που θα αντίκριζε ένα αθώο και αγνό πλάσμα, όπως είναι ένα βρέφος, ή μια αγαπημένη γυναίκα, μετά από την παρατεταμένη του παραμονή σ’ αυτό το χώρο της φθοράς και του θανάτου, αντικρίζει τώρα το όμορφο αυτό λουλούδι.
Η συγκίνηση πάντως του αφηγητή και η ανάγκη του να εκθειάσει την ομορφιά της παπαρούνας και την αναπάντεχη ευδαιμονία που του χάρισε η θέασή της, δεν περιορίζονται στις παρομοιώσεις. Ο αφηγητής φροντίζει να παρουσιάσει με ποικιλία χαρακτηρισμών το λουλούδι που τον γέμισε χαρά.
Έτσι, η παπαρούνα χαρακτηρίζεται «μεγάλη» και «καλοθρεμμένη», για να τονιστεί η ζωτικότητά της και ένταση της ζωής που την κατακλύζει, σε άμεση αντίθεση με το κλίμα θανάτου που κυριαρχεί στο χώρο.
Το λουλούδι παρουσιάζεται, όχι μόνο ως καλοθρεμμένο, αλλά και γεμάτο χαρά, χρώματα και γεροσύνη (δυνατό και υγιές). Η χαρά που αποδίδεται στο λουλούδι, δεν είναι παρά η συναισθηματική κατάσταση που προκαλείται στον αφηγητή από την ομορφιά της παπαρούνας. Εμφανής κι εδώ η συσχέτιση του λουλουδιού με την ανθρώπινη παρουσία, που τόσο έχει ανάγκη ο αφηγητής.
Η γεροσύνη, η δύναμη του λουλουδιού, τονίζεται και με την αναφορά στο κοτσάνι του (τσουνί) το οποίο χαρακτηρίζεται «ντούρο», στητό δηλαδή και ανθεκτικό. Στοιχεία που φέρνουν σταθερά σε αντίθεση την ομορφιά, την υγεία και τη ζωντάνια του λουλουδιού, με το θάνατο που κυριαρχεί ολόγυρά του.
Σε ό,τι αφορά τα χρώματα της παπαρούνας ο αφηγητής φροντίζει να μας παρουσιάσει αναλυτικά τις αντιθέσεις που σχηματίζουν τα διάφορα μέρη του. Τα πέταλά της έχουν βαθύ κόκκινο χρώμα «άλικο», το κέντρο στο εσωτερικό των πετάλων έχει ένα μαύρο σταυρό, ενώ οι στήμονες του άνθους, που παρουσιάζονται ως βλεφαρίδες, έχουν χρώμα μαβί (βαθύ γαλάζιο).
Τα πέταλά της είναι τρυφερά και μαζί με το δεύτερο άνθος που για την ώρα είναι ακόμη ένας κλεισμένος κόμπος, θα αποτελούν δύο υπέροχα λουλούδια στο περιβόλι του Θανάτου. Στην αναφορά αυτή του προσωποποιημένου θανάτου και στο περιβόλι του (τα χαρακώματα και συνολικά το πεδίο μάχης), εντοπίζουμε την ιδιαίτερη αξία της παπαρούνας και της αντίθεσης που παρουσιάζει η ζωτικότητάς της με το χώρο που αποτελεί ιδιοκτησία του Θανάτου.
3. Τι θέλει να πει ο αφηγητής λέγοντας: «... τούτο το λουλούδι, που μ’ αυτό μου αποκαλύφτηκε απόψε ο Θεός».
Ο αφηγητής που βρίσκεται στο χαράκωμα εξαντλημένος συναισθηματικά από τη διαρκή παρουσία του θανάτου, της φθοράς και του πόνου, ανακαλύπτοντας το όμορφο και γεμάτο ζωή λουλούδι, πλημμυρίζεται από συναισθήματα χαράς κι αισιοδοξίας. Η παπαρούνα αυτή μοιάζει σαν ένα σημάδι του Θεού, που έρχεται να υπενθυμίσει την εξίσου ισχυρή παρουσία της ζωής, ακόμη και σ’ ένα χώρο όπως είναι το πεδίο της μάχης, στο οποίο ο Θάνατος μοιάζει να έχει πάντα τον πρώτο λόγο.
Η παπαρούνα συμβολίζει την ελπίδα για το μέλλον, την ελπίδα για την επιστροφή σε μια κατάσταση ειρήνης και ζωντάνιας, όπου θα σκορπιστούν οι εικόνες της φονικής δράσης του πολέμου και όπου ο θάνατος θα υποχωρήσει. Εκεί που μέχρι πρότινος ο θάνατος αποτελούσε την κυρίαρχη παρουσία, η παπαρούνα φέρνει ένα μήνυμα ζωής και χαράς, προσφέροντας μια πολύτιμη συναισθηματική στήριξη στον κλονισμένο αφηγητή. Άλλωστε, τα απολυτρωτικά δάκρυα του αφηγητή τονίζουν το βαθμό στον οποίο είχε χάσει κάθε ελπίδα και είχε παραδοθεί στο κλίμα της απαισιοδοξίας και της φθοράς. Η μοναδική αυτή παπαρούνα που γεννήθηκε πάνω στα σαπισμένα τσουβάλια, ήταν αρκετή για να επαναφέρει στη σκέψη του αφηγητή την ελπίδα για την αναγεννητική δύναμη της ζωής.
Η φράση αυτή του αφηγητή λαμβάνει βέβαια και διαφορετικές προεκτάσεις αν λάβουμε υπόψη μας τη συνέχεια του κειμένου, που δεν δίνεται στο σχολικό βιβλίο: «Κλαίγω από χαρά και λύπη. Κ’ έχω ένα γλυκό μυστικό που ξεχειλίζει την καρδιά μου. Μια παπαρούνα ανθίζει για μένα, Κύριε, μες από τον μουχλιασμένο γεώσακο του χαρακώματος. Είναι ένα «ζήτω!» που βγαίνει από το στόμα ενός σκελετού. Είναι εκεί, πινακίδα Β1, κοντά στην έξοδο των συρματοπλεγμάτων, και τη συλλογιέμαι. Είναι μια κόκκινη σημαιούλα της φλογερής ζωής, μου κάνει τα σινιάλα της. Είναι μια υπόσχεση, Κύριε. Είναι μια καλοσημαδιά, δεν είν’ έτσι; Είναι μια άκρη της βασιλικής πορφύρας Σου! Σ’ αγγίζω, Θεέ μου, κι ας μη σε καταλαβαίνω.
Κουκουλώνομαι με την κουβέρτα, σφαλνώ τα μάτια για να χαρώ πιο μοναχός της χαρά μου. Η καρδιά μου χτυπά χορευτικά. Η καρδιά μου χτυπά λυπημένα και τρυφερά. Γιατί απόψε να νιώθω περισσότερο πως πέθανε ο Γιγαντής; Τον κλαίγω με καυτερά δάκρυα. Όμως πάλι η ψυχή μου χαμογελά, κρυφά και σημαντικά. Έχει ένα γλυκό μυστικό. Η ψυχή ζει! Ζει η ψυχή!»
4. Πώς εξηγείται τη μεγάλη χαρά με την οποία τελειώνει τη διήγησή του ο αφηγητής; Γιατί θυμάται το παιδικό τραγούδι;
Η παπαρούνα που βρίσκει ο αφηγητής μέσα στα κατεστραμμένα τσουβάλια τον γεμίζει χαρά και αισιοδοξία, καθώς αποτελεί ένα σαφές μήνυμα ελπίδας και ζωής, μέσα στο γενικότερο κλίμα θανάτου. Ο τρόπος άλλωστε με τον οποίο παρουσιάζει την ένταση της χαράς του, με την ψυχή του να χορεύει σαν πεταλούδα και τη διάθεσή του να κάνει μια μεγάλη φωταψία (στα χαρακώματα υπάρχει υποχρεωτική συσκότιση, ώστε να μη δίνεται στόχος στους εχθρούς), δείχνει πόσο ανάγκη είχε ο αφηγητής να αισθανθεί την ύπαρξη της ελπίδας στη ζωή του.
Η ένταση της χαράς του μάλιστα εκφράζεται μ’ ένα παιδικό τραγούδι που έρχεται στη σκέψη του, το οποίο λειτουργεί κυρίως ως εκδήλωση ευγνωμοσύνης για το φως του φεγγαριού που τη νύχτα αυτή τον οδήγησε να ανακαλύψει την κρυμμένη παπαρούνα. Συνάμα, το τραγούδι υποδηλώνει τον σχεδόν παιδικό ενθουσιασμό που έχει κατακλύσει την ψυχή του αφηγητή, που μέσα στο χαράκωμά του, μέσα στην καρδιά του πολέμου, αισθάνεται μια ευδαιμονία και μια αισιοδοξία με τη δύναμη που μόνο ένα μικρό παιδί θα μπορούσε να αισθανθεί.
5. Όπως είδαμε στο εισαγωγικό σημείωμα, ο Μυριβήλης στην αφήγησή του χρησιμοποιεί «πλαστοπροσωπία». Τι επιδιώκει μ’ αυτόν τον τρόπο;
Ο συγγραφέας, αν και δίνει την ιστορία του με πρωτοπρόσωπη αφήγηση που ενισχύει την αίσθηση του αυτοβιογραφικού στοιχείου, επιλέγει να παρουσιάσει το κείμενό του ως μια σειρά επιστολών ενός συμπολεμιστή του, του λοχία Αντώνη Κωστούλα, που απευθύνονται σε κάποια γυναίκα. Το συγγραφικό αυτό τέχνασμα της πλαστοπροσωπίας, που αποδίδει την ιστορία του ίδιου του συγγραφέα σε κάποιο άλλο πρόσωπο, είναι σύνηθες στη λογοτεχνία και αποτελεί έναν τρόπο αποστασιοποίησης του συγγραφέα από τις σκέψεις και τα λόγια του αφηγητή.
Η ιστορία δοσμένη ως το κείμενο ενός άλλου προσώπου, διατηρεί την αλήθεια του αυτοβιογραφικού κειμένου (πρωτοπρόσωπη αφήγηση), ενώ παράλληλα δεν προσλαμβάνεται απ’ τους αναγνώστες ως ένα εντελώς προσωπικό βίωμα του συγγραφέα. Έτσι, τα γεγονότα της ιστορίας χάνουν τον υποκειμενικό χαρακτήρα που θα τους προσέδιδε η θέασή τους ως αυτοβιογραφικών στοιχείων του συγγραφέα και αποκτούν περισσότερη αντικειμενικότητα και καθολικότητα.
Ο συγγραφέας, δηλαδή, επιθυμεί να δηλώσει στους αναγνώστες του πως δεν έχει σημασία αν οι εμπειρίες και τα γεγονότα που αφηγείται συνέβησαν στον ίδιο ή όχι, καθώς στα πλαίσια του πολέμου οι εμπειρίες αυτές είναι κοινές για πάρα πολλά άτομα. Η συναισθηματική κατάσταση του αφηγητή, ο πόνος, η μοναξιά, η απελπισία και η διαρκής παρουσία του θανάτου, αποτελούσαν κοινό βίωμα για όλους τους στρατιώτες. Η αλήθεια επομένως όσων καταγράφονται στην ιστορία αυτή δε θα πρέπει να περιορίζεται αποκλειστικά και μόνο στον ίδιο τον συγγραφέα.
[Σε ό,τι αφορά πάντως το πρόσωπο του αφηγητή θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας τα εξής: Ο αφηγητής δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια περσόνα, ένα μυθοπλαστικό υποκείμενο, μια αυτόνομη κατασκευασμένη μυθοπλαστική ταυτότητα που μιλά και ανήκει στον κόσμο του λογοτεχνικού έργου, όπως και τα πρόσωπα∙ ενδεχομένως να επιδέχεται κάποιου είδους σύγκριση ή να εμφανίζει κάποια μορφή συγγένειας με το υπαρκτό, με το ιστορικό πρόσωπο που ονομάζουμε συγγραφέα, αλλά σε καμία περίπτωση δεν ταυτίζεται με αυτόν.]