Ken Walker
Τάκης Σινόπουλος «Φίλιππος»
σε τούτη την ακίνητη κοιλάδα.
Πολλά του τάξαμε από λάφυρα κι από σειρήνες.
Μα κείνος ήτανε στραμμένος σ’ άλλα οράματα.
Μια απέραντη πατρίδα ονειρευότανε. Πού είναι το
πρόσωπό σας
το αληθινό σας πρόσωπο; μου φώναξε.
Έφυγε κλαίγοντας ανέβηκε τα λαμπερά βουνά.
Ύστερα τα καράβια εφράξανε τη θάλασσα.
Μαύρισε η γη την πήρε ένας κακός χειμώνας.
Μαύρισε το μυαλό ένα μακρύ ποτάμι το αίμα.
Δε θα ξανάρθει ο Φίλιππος. Φυσάει απόψε δυνατά.
Μεσάνυχτα στη Λάρισα το έρημο καφενείο.
Η φάτσα του συναχωμένου γκαρσονιού κι η νύχτα
σαρωμένη
Φωτιές παντού και πυροβολισμοί
μια πολιτεία φανταστική κι ασάλευτη
δέντρα πεσμένα στις οικοδομές.
Ποιο είναι το δίκιο του πολεμιστή
ο αγώνας που σε πάει σ’ άλλον αγώνα;
Δε θα ξανάρθει ο Φίλιππος. Αμετανόητος πάντα
πείσμωνε.
Οι σκοτεινές μέρες του ‘φταιγαν τα ερειπωμένα
πρόσωπα.
Το αίμα του ακούγοντας ανέβηκε τα λαμπερά βουνά.
Κι απόμεινα
Μονάχος περπατώντας και σφυρίζοντας
μέσα στην κούφια Λάρισα. Και τότε
ως τη Μακεδονία βαθιά σαλεύοντας ημίκλειστη
μες στο πλατύ φεγγάρι του χειμώνα
μιλώντας μόνο περί σώματος η χηρευάμενη
κυρία Πανδώρα. Πέθανε
χτικιάρης ο άντρας της τις μέρες του σαράντα
τέσσερα.
Ο Τάκης Σινόπουλος πήρε μέρος στον ελληνοϊταλικό
πόλεμο του 1940-41 κι έζησε τις εμπειρίες της κατοχής και του εμφυλίου
(1946-49) ως στρατεύσιμος. Οι μνήμες από τις εμπειρίες αυτές έχουν περάσει σε
πολλά ποιήματά του. Ο Φίλιππος είναι πρόσωπο υπαρκτό, ήταν φίλος του ποιητή κι
εκτελέστηκε από τους Γερμανούς το 1942. Εκτός όμως από το Φίλιππο σε πολλά
ποιήματά του εμφανίζονται άλλα πρόσωπα, που δεν είναι συμβολικά, αλλά έχουν
ονόματα κοινά και καθημερινά. Αυτό δίνει στην ποίησή του ζεστασιά και
αμεσότητα.
Το ποίημα ανήκει στη συλλογή Μεταίχμιο Β΄ (1957∙
περιλαμβάνει ποιήματα γραμμένα απ’ το 1949 ως το 1955).
Η σαρωτική επίδραση του πολέμου στην ψυχή του
ποιητή κι ο έντονος πόνος για την απώλεια του αγαπημένου φίλου, του δημιουργούν
αισθήματα ματαιότητας, ανατρέπουν
μέσα του κάθε βεβαιότητα και θέτουν σε αμφισβήτηση την πεποίθηση πως κάποια
λογική συνέχει όσα συμβαίνουν γύρω μας. Η ψυχολογική αυτή κατάσταση του
ποιητικού υποκειμένου δεν εκφράζεται λεκτικά, γίνεται ωστόσο αντιληπτή από την
αποσπασματική καταγραφή σκέψεων και γεγονότων, που δεν ακολουθούν μια λογική
χρονική σειρά. Η ποιητική αφήγηση διατρέχει γεγονότα από την έναρξη του πολέμου
έως και μετά από αυτόν μ’ ένα τρόπο που αποδίδει ακριβώς την αίσθηση της
άναρχης εξέλιξης των δεδομένων της πραγματικότητας. Τίποτε, άλλωστε, δεν μπορεί
να έχει την ίδια αξία σ’ έναν κόσμο όπου ο Φίλιππος δεν υπάρχει πια.
Ο Φίλιππος, αν και αποτελεί ένα πραγματικό πρόσωπο,
αποκτά στο πλαίσιο του ποιήματος τις διαστάσεις συμβόλου. Είναι ο άνθρωπος εκείνος που θέλησε να αγωνιστεί,
όχι μόνο κατά του Γερμανού κατακτητή, αλλά πολύ περισσότερο κατά της παγιωμένης
πολιτικής και οικονομικής κατάστασης που καθιστά τον πολίτη είλωτα και
υποχείριο των οικονομικά ισχυρών. Είναι ο άνθρωπος που δε δίστασε να θυσιάσει
τη ζωή του προκειμένου να τεθούν οι βάσεις για μια πολιτεία ελεύθερη και πιο
δίκαιη.
«Εδώ στοχάζομαι, δε θα ξανάρθει ο Φίλιππος
σε τούτη την ακίνητη κοιλάδα.»
Το ποίημα ξεκινά με τη σκέψη του ποιητή στραμμένη
στην απώλεια του Φίλιππου, του
προσώπου που κυριαρχεί σ’ όλη την ποιητική σύνθεση και αιτιολογεί σε μεγάλο
βαθμό τη συναισθηματική φόρτιση του ποιητικού υποκειμένου.
Η φράση «δε θα ξανάρθει ο Φίλιππος» επαναλαμβάνεται
τρεις φορές στο ποίημα και με τη μορφή μοτίβου υπενθυμίζει το τραγικό γεγονός
του θανάτου του. Η θλίψη του
ποιητή, αν και λεκτικά μη εκφραζόμενη, είναι εντούτοις προφανής μέσα από την επίμονη επιστροφή της
σκέψης του σε όσα τον αφορούν. Ωστόσο, η επιλογή της ιστορίας του Φίλιππου δεν
εξαντλείται και δε δίνεται μόνο ως ένα γεγονός που θλίβει τον ποιητή. Εκείνο
που κυρίως πρόκειται να τονιστεί είναι οι λόγοι για τους οποίους θυσιάστηκε ο
νεαρός Φίλιππος.
Η ακίνητη κοιλάδα σχετίζεται με την περιοχή της
Λάρισας, όπως προκύπτει κι από την αναφορά του ποιητή στην εν λόγω πόλη στον 12ο και εκ νέου στον 24ο στίχο. Το επίθετο «ακίνητη» μεταδίδει
την αίσθηση της απραξίας, αν όχι της πλήρους εγκατάλειψης, που προέκυψε απ’ την
καταστροφική δράση των γερμανικών δυνάμεων.
Μα κείνος ήτανε στραμμένος σ’ άλλα οράματα.
Μια απέραντη πατρίδα ονειρευότανε. Πού είναι το
πρόσωπό σας
το αληθινό σας πρόσωπο; μου φώναξε.
Έφυγε κλαίγοντας ανέβηκε τα λαμπερά βουνά.»
Το ξεκίνημα της γερμανικής κατοχής σηματοδότησε την
έναρξη ενός διπλού πολέμου για τους Έλληνες εκείνης της εποχής. Υπήρχε από τη μία ο εξωτερικός εχθρός, που είχε
κατακτήσει τη χώρα, κι υπήρχε από την άλλη η διεκδίκηση της ελληνικής εξουσίας
μετά την προσδοκώμενη απελευθέρωση∙ υπήρχε το καίριο ερώτημα ποιος και πώς θα
έλεγχε τα πολιτικά πράγματα της χώρας την επόμενη μέρα. Η γερμανική εισβολή
κατέλυσε την παραδοσιακή άρχουσα τάξη και άφηνε το περιθώριο ανοιχτό για μια
αμφισβήτηση των μέχρι τότε δομών της ελληνικής κοινωνίας. Η παλαιά τάξη, η
οποία είχε με ποικίλους τρόπους εδραιώσει ένα σύστημα εκμετάλλευσης των
πολιτών, ερχόταν σε σύγκρουση με τους αριστερούς, οι οποίοι επιθυμούσαν να
θέσουν τέρμα στην εκμετάλλευση αυτή και να φέρουν μια νέα εποχή, όπου θα υπήρχε
μια δικαιότερη κατανομή του πλούτου.
Ο Φίλιππος, επομένως, επιλέγοντας να ανέβει στα
λαμπερά βουνά επιλέγει όχι μόνο να πολεμήσει κατά των Γερμανών, αλλά να τεθεί
συνάμα στη διάθεση των αριστερών δυνάμεων, προκειμένου η Ελλάδα μετά την
απελευθέρωσή της να αποδεσμευτεί παράλληλα κι από τα επαχθή δεσμά των
οικονομικά ισχυρών. Εύλογο, ωστόσο, πως ενώ ο εθνικός αγώνας κατά του
εξωτερικού εχθρού μπορούσε να έχει αίσια εκπλήρωση, στο βαθμό που τα συμφέροντα
άλλων χωρών συνέπιπταν με αυτά των Ελλήνων, ο
αγώνας κατά της παραδοσιακής άρχουσας τάξης δεν επρόκειτο να ευοδωθεί,
καθώς η άρχουσα αυτή τάξη είχε την υποστήριξη τόσο της Αγγλίας όσο και των ΗΠΑ.
Το όραμα των κομμουνιστών για την αναδημιουργία της κοινωνίας με βάση τα
συμφέροντα των πολιτών, ερχόταν σε αντίθεση με τον τρόπο σκέψης και λειτουργίας
των ισχυρών αυτών χωρών, οι οποίες δε θα επέτρεπαν την επικράτηση των
κομμουνιστών στην Ελλάδα.
Ο ποιητής κι οι φίλοι του εμφανίζονται να
προσπαθούν να αποτρέψουν το Φίλιππο απ’ την απόφασή του να ακολουθήσει τους
άλλους Έλληνες αγωνιστές στην προσπάθεια αντίστασης. Του τάζουν λάφυρα και
σειρήνες∙ του μιλούν δηλαδή
για όσα πρόκειται ν’ απαρνηθεί, για όσα συνιστούν τις απολαύσεις και την
ευδαιμονία της φιλήσυχης ζωής. Αν έμενε κοντά τους θα μπορούσε -υποταγμένος
βέβαια όπως κι εκείνοι- να ελπίζει σε μια καλύτερη ζωή -όπως αυτή εννοείται σ’
ένα αστικό πλαίσιο- μετά το τέλος του πολέμου.
Η προσπάθεια των φίλων του να τον αποτρέψουν
εκφράζει αφενός την αγάπη που είχαν γι’ αυτόν, λειτουργεί αφετέρου ως
υπενθύμιση των όσων προτίμησαν να στερηθούν οι άνθρωποι εκείνοι που επέλεξαν να
αγωνιστούν. Ο Φίλιππος,
άλλωστε, δε θεωρεί την προοπτική υλικών ή σωματικών απολαύσεων ως ικανό δέλεαρ
για ν’ απαρνηθεί την προσδοκία του και το όνειρό του για μια διπλή απελευθέρωση
της Ελλάδας. Ο νεαρός αγωνιστής επιθυμεί την εκδίωξη των Γερμανών, αλλά και
τον τερματισμό της πλουτοκρατίας, κι αγανακτεί με τους φίλους του που είναι
συμβιβασμένοι με την υλική πλευρά της αστικής διαβίωσης.
Ο Φίλιππος οραματίζεται μια απέραντη πατρίδα,
αναφορά που δεν παραπέμπει αναγκαία στην τοπική της έκταση. Το όραμα του νεαρού έχει να κάνει
περισσότερο με την κατάργηση μιας διαφορετικής σειράς συνόρων∙ έχει να
κάνει με τη δίκαιη -αλλά όχι αυτονόητη- συμμετοχή και πρόσβαση όλων στις
πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας. Έχει να κάνει με την εξίσωση όλων των
πολιτών και όχι τη διάκρισή τους σε ευνοημένους και μη, σε κρατούντες και
εξουσιαζόμενους, σε οικονομικά ισχυρούς και οικονομικά εξαθλιωμένους. Το όραμά
του στρέφεται κατά του παραλογισμού της συγκέντρωσης του πλούτου σε μια μικρή αριθμητικά
ομάδα ανθρώπων, τη στιγμή που η πλειονότητα των πολιτών αναγκάζεται να
επιβιώνει με ελάχιστους πόρους.
Η προφανής αδικία που διχάζει το λαό δονεί την ψυχή
του νεαρού, ο οποίος είναι
πρόθυμος να δώσει ακόμη και τη ζωή του προκειμένου να αλλάξει αυτή η κατάσταση.
Ωστόσο, απέναντί του βλέπει την απροθυμία των ίδιων του των φίλων κι αυτό του
προκαλεί αγανάκτηση. Η ερώτηση που τους απευθύνει «που είναι το πρόσωπό σας, το
αληθινό σας πρόσωπο» έχει να κάνει με την παράδοξη στάση πολλών ανθρώπων, οι
οποίοι αν και βλέπουν την αδικία που υπάρχει στην κοινωνία τους επιλέγουν να
μένουν αδρανείς. Για τον Φίλιππο είναι αδιανόητο το γεγονός ότι οι φίλοι του
δεν είναι πρόθυμοι ούτε κατά των Γερμανών να αντισταθούν, ούτε για την
αναδημιουργία της ελληνικής κοινωνίας να αγωνιστούν.
Ο Φίλιππος αποχωρεί κλαίγοντας -από θυμό και
αγανάκτηση- για τα λαμπερά βουνά, για τον τόπο όπου κυρίως οργανώθηκε και
διενεργήθηκε η αντίσταση κατά των Γερμανών. Τα
βουνά χαρακτηρίζονται λαμπερά, καθώς είναι ο μόνος τόπος που παρέχει κάποια
ελπίδα, κάποια προοπτική, για εκείνους που πραγματικά ήταν έτοιμοι και
ήθελαν να παλέψουν για την πατρίδα τους.
«Ύστερα τα καράβια εφράξανε τη θάλασσα.
Μαύρισε η γη την πήρε ένας κακός χειμώνας.
Μαύρισε το μυαλό ένα μακρύ ποτάμι το αίμα.
Δε θα ξανάρθει ο Φίλιππος. Φυσάει απόψε δυνατά.»
Το κλίμα αλλάζει αιφνιδίως με την αποχώρηση του
Φιλίππου κι η ένταση του πολέμου γίνεται πλέον έκδηλη. Με μια σειρά εικόνων ο ποιητής παρουσιάζει τη
δεινή κατάσταση που επικράτησε στην Ελλάδα κατά την περίοδο της γερμανικής
κατοχής. Τα καράβια που φράζουν τη θάλασσα, εικόνα που μας παραπέμπει ακόμη και
σε προγενέστερες εποχές, ίσως και της αρχαιότητας, αποδίδει το πλήθος των
εχθρικών δυνάμεων. Το μαύρισμα της γης με τον κακό χειμώνα -ακόμη κι ο καιρός
στάθηκε μεγάλος αντίπαλος των ανθρώπων εκείνης της εποχής, με τα θύματα του
πρώτου χειμώνα να ανέρχονται σε πολλές χιλιάδες εξαιτίας των χαμηλών
θερμοκρασιών και φυσικά της έλλειψης βασικών ειδών διατροφής- υπονοεί τις
εικόνες φρίκης που αντίκριζαν καθημερινά οι άνθρωποι στα μεγάλα αστικά κέντρα
όπου οι συμπολίτες τους έπεφταν νεκροί στους δρόμους από την εξάντληση και την
ασιτία. Το μαύρισμα του
μυαλού, το σκοτείνιασμα της σκέψης, έρχεται ως λογική συνέπεια του αίματος
χιλιάδων πολιτών που εκτελέστηκαν ή πέθαναν την τραγική εκείνη περίοδο. Το
αίμα γίνεται ένα μακρύ ποτάμι, το αίμα των Ελλήνων ποτίζει για άλλη μια φορά τη
δοκιμαζόμενη χώρα, καθώς ο αριθμός των νεκρών ολοένα και αυξάνεται.
Σημαντική απώλεια αυτής της λαίλαπας κι ο νεαρός
Φίλιππος που πέφτει θύμα της εκδικητικής μανίας των Γερμανών. Το όνειρο του
Φίλιππου να αγωνιστεί για μια ελεύθερη και δικαιότερη πατρίδα λαμβάνει την
τραγική του εκπλήρωση, όταν αυτός εκτελείται από τους Γερμανούς.
Η απώλεια του αγαπημένου φίλου διατυπώνεται εκ νέου
από τον ποιητή, ο οποίος είναι πλέον αναγκασμένος να αντικρίζει τον κόσμο χωρίς
την παρουσία του. Ο Φίλιππος δε θα
ξανάρθει κι η αρνητική έκφανση των πραγμάτων, όπως τα βιώνει πλέον το ποιητικό
υποκείμενο, δίνεται με την εικόνα του δυνατού ανέμου. Αν και ο ποιητής δεν εκφράζει
λεκτικά τα συναισθήματά του, οι αρνητικές εικόνες που παραθέτει μετά την
αναφορά στο χαμό του Φίλιππου μας επιτρέπουν να κατανοήσουμε πόσο κενή και
ανούσια μοιάζει πια η ζωή του.
«Μεσάνυχτα στη Λάρισα το έρημο καφενείο.
Η φάτσα του συναχωμένου γκαρσονιού κι η νύχτα
σαρωμένη
Φωτιές παντού και πυροβολισμοί
μια πολιτεία φανταστική κι ασάλευτη
δέντρα πεσμένα στις οικοδομές.»
Το έρημο καφενείο στη Λάρισα και το συναχωμένο
γκαρσόνι -εικόνες που αποδίδουν τη μιζέρια και τη φθορά του τόπου, γέννημα
τόσο του πολέμου όσο και της πένθιμης διάθεσης του ποιητή-, ακολουθούνται
από εικόνες καταστροφής και πολέμου, οι οποίες αν και δεν αποτελούν το παρόν
του ποιητικού υποκειμένου, διαπλέκονται ωστόσο ως αιτίες της ερημίας που
χαρακτηρίζει την πόλη. Η ακινησία που αποδίδεται στη Λάρισα, κι η αίσθηση πως
αποτελεί μια πολιτεία περισσότερο φανταστική παρά πραγματική, έρχονται ως
συνέπεια της απουσίας κάθε πιθανής ανθρώπινης δραστηριότητας. Η χώρα έχει
σαρωθεί από τον πόλεμο κι αυτό είναι εμφανές παντού. Τα πεσμένα δέντρα στις
οικοδομές που προφανώς έχουν εγκαταλειφθεί, υποδηλώνουν το πάγωμα κάθε εργασίας
και κάθε μέριμνας για τον ευπρεπισμό της πόλης. Οι Έλληνες δεν έχουν πια τη
δύναμη να φροντίσουν την κατεστραμμένη χώρα τους.
«Ποιο είναι το δίκιο του πολεμιστή
ο αγώνας που σε πάει σ’ άλλον αγώνα;
Δε θα ξανάρθει ο Φίλιππος. Αμετανόητος πάντα
πείσμωνε.
Οι σκοτεινές μέρες του ‘φταιγαν τα ερειπωμένα
πρόσωπα.
Το αίμα του ακούγοντας ανέβηκε τα λαμπερά βουνά.»
Το ερώτημα σχετικά με το δίκιο του πολεμιστή
συνιστά μια καίρια απορία σχετικά με την απόφαση του Φίλιππου, αλλά και πολλών άλλων Ελλήνων, να ξεκινήσουν το
διπλό αγώνα τους κατά των Γερμανών, αλλά και κατά της παγιωμένης εξουσίας των
πλουσίων. Το τέλος του πρώτου, του εθνικού αγώνα, θα οδηγούσε αναπόφευκτα στο
ξεκίνημα ενός νέου πολέμου για την απόκτηση του ελέγχου της απελευθερωμένης
χώρας. Η επιδίωξή τους έμοιαζε και ήταν δυσεπίτευκτη, και το δίχως άλλο δεν
μπορούσε να φτάσει στην εκπλήρωσή της χωρίς να παραμείνουν για πολύ καιρό σε
μια αδιάκοπη εμπόλεμη κατάσταση. Έτσι, ο πολεμιστής εκείνης της εποχής δεν
μπορούσε παρά να δικαιώσει τον προορισμό του με το πέρασμα από τον ένα πόλεμο
στον άλλον, καθώς αν επιτύγχαναν μόνο το πρώτο μέρος της προσπάθειάς τους δε θα
είχαν επί της ουσίας επιτύχει το πιο σημαντικό. Ωστόσο, αυτή η διπλή επιδίωξη
προβλημάτιζε τον ποιητή, ο οποίος προφανώς διέκρινε πόσο ανέφικτο ήταν αυτό που
ήθελαν.
Κι είναι αυτός ο διπλός αγώνας για χάρη του οποίου
ο Φίλιππος έχασε τη ζωή του. Ο ποιητής αναφέρεται στο πείσμωμα του νεαρού φίλου
του, αφήνοντας να εννοηθούν δικές του προσπάθειες να τον μεταπείσει, να τον
αποτρέψει από μια τόσο ριψοκίνδυνη απόφαση. Εντούτοις
ο Φίλιππος δεν ήταν διατεθειμένος να συμβιβαστεί με μια κατάσταση κατώτερη των προσδοκιών
του. Τα ερειπωμένα πρόσωπα, οι άνθρωποι χωρίς αποφασιστικότητα, χωρίς πίστη
στη δυνατότητα να επέλθει μια ουσιαστική αλλαγή στη χώρα αυτή, τον ενοχλούσαν,
τον εξωθούσαν ακόμη περισσότερο σε δράση. Έτσι, ακούγοντας το αίμα του, την
εσωτερική του διάθεση και ανάγκη να παλέψει για κάτι καλύτερο, κι όχι τη φωνή
της λογικής, τη φωνή των φίλων του που του έλεγαν πως επιδιώκει πράγματα σχεδόν
ακατόρθωτα, ανέβηκε στα λαμπερά βουνά.
Η επανάληψη των φράσεων «ο Φίλιππος δε θα ξανάρθει»
και «ανέβηκε τα λαμπερά βουνά», τονίζουν το αμετάκλητο της απώλειας του
αγαπημένου φίλου, τον πόνο του
ποιητή, αλλά και την αντίθεση ανάμεσα στις προσδοκίες που γεννούσε ο αγώνας (τα
λαμπερά βουνά) και στο τραγικό τέλος του νεαρού. Τα λαμπερά βουνά, το όραμα
ενός ιδανικότερου κόσμου, είναι ό,τι εξωθεί το Φίλιππο σε δράση, αλλά συνάμα κι
ό,τι τον φέρνει πιο κοντά στον πρόωρο θάνατό του.
«Κι απόμεινα
Μονάχος περπατώντας και σφυρίζοντας
μέσα στην κούφια Λάρισα.»
Ο ποιητής τονίζοντας τη λέξη μονάχος, δηλώνει τη
δική του θέση χωρίς την παρουσία του Φίλιππου. Ο φίλος του σκοτώθηκε πολεμώντας για την πατρίδα, ενώ εκείνος έμεινε
πια μόνος του να περπατά σε μια κούφια πόλη. Το επίθετο εδώ με διττή σημασία
υπό την έννοια πως η κενότητα της Λάρισας φανερώνει όχι μόνο την απουσία
ανθρώπινης δράσης, το νέκρωμα που επέφερε ο πόλεμος, αλλά και το ανούσιο των
πραγμάτων. Ο ποιητής διακρίνει παντού μια ματαιότητα τώρα που καλείται να ζήσει
σ’ έναν κόσμου που δεν υπάρχει ο Φίλιππος.
Σ’ έναν κόσμο όπου δεν υπάρχουν άνθρωποι με όραμα
και αυξημένο το αίσθημα του δικαίου, όπως ο Φίλιππος, ο ποιητής καλείται να
βαδίσει ανάμεσα σε ανθρώπους που επέλεξαν την απραξία, επέλεξαν την εκ του
ασφαλούς θέαση του πολέμου. Σ’
έναν τέτοιο κούφιο κόσμο οφείλει τώρα να ζει μόνος του ο ποιητής, που δεν
κατόρθωσε να αποτρέψει το φίλο του απ’ το να θυσιαστεί για το κοινό καλό.
«Και τότε
ως τη Μακεδονία βαθιά σαλεύοντας ημίκλειστη
μες στο πλατύ φεγγάρι του χειμώνα
μιλώντας μόνο περί σώματος η χηρευάμενη
κυρία Πανδώρα. Πέθανε
χτικιάρης ο άντρας της τις μέρες του σαράντα
τέσσερα.»
Σ’ έναν τέτοιο κούφιο κόσμο κινούνται άνθρωποι,
όπως η κυρία Πανδώρα, η οποία βρισκόμενη στον αντίποδα των προσδοκιών και των
οραμάτων του Φίλιππου για μια δικαιότερη κοινωνία, ενδιαφέρεται μόνο για τις
απολαύσεις του σώματος. Η κυρία Πανδώρα που έχασε τον άντρα της το ’44 από
φυματίωση ή από γενικότερη εξάντληση, έχει μείνει τώρα να συζητά μόνο περί
σώματος, μόνο περί της ματαιωμένης ηδονής εξαιτίας του θανάτου του άντρα της. Η
αντίθεση αυτή ανάμεσα στην αυτοθυσία του νεαρού Φίλιππου και την εγωκεντρική
στάση της κυρίας Πανδώρας, τονίζει
με ιδιαίτερα παραστατικό τρόπο το διαρκή διχασμό της κοινωνίας ανάμεσα σε ανθρώπους που είναι
πάντοτε έτοιμοι να θυσιαστούν για τους συνανθρώπους τους και σε ανθρώπους που
σκέφτονται μόνο τον εαυτό τους και τις προσωπικές τους ανάγκες.
Τα ιδανικά του Φίλιππου έρχονται σε πλήρη αντίθεση
με τις ερωτικές επιθυμίες της κυρίας Πανδώρας. Κι αν η διάψευση των προσδοκιών
του Φίλιππου σημαίνει το βύθισμα της ελληνικής κοινωνίας σε μια κατάσταση που
συνεχίζει να κυριαρχεί η οικονομική εκμετάλλευση των πολιτών, η μη εκπλήρωση
του ερωτισμού της κυρίας Πανδώρας καθίσταται τόσο πιο ασήμαντη και αδιάφορη.
[Στ. 24-29· Συνειρμική μεταπήδηση από
τη συγκεκριμένη εικόνα σε κάποια άλλη φαινομενικά άσχετη. Για ένα σύγχρονο
ποιητή αυτές oι συνειρμικές συνδέσεις είναι συνηθισμένες. Ο ποιητής απλώνει τη
ματιά του ως επάνω (βαθιά) στη Μακεδονία, όπου κάτω από το χειμωνιάτικο
φεγγάρι, σαλεύει ημίκλειστη (εικόνα που δίνει έμφαση στην κίνηση του σώματος)
μιλώντας μόνο περί σώματος η χηρευάμενη κυρία Πανδώρα. Η πρώτη εικόνα
(σαλεύοντας ημίκλειστη) και οι φράσεις «περί σώματος» (λόγια έκφραση), «η
χηρευάμενη», υποδηλώνουν πως η κυρία Πανδώρα ενδιαφέρεται (μιλάει) μόνο για το σώμα
της και υποκρύπτουν κάποια ειρωνική διάθεση. Η κυρία Πανδώρα αποτελεί την άλλη
όψη της ζωής, είναι πρόσωπο που βρίσκεται σε αντίθεση με τους οραματισμούς και
τα ιδανικά του Φίλιππου.]
Ο Φίλιππος αναφέρεται και σ’ άλλα ποιήματα του Τάκη Σινόπουλου, όπως τα ακόλουθα:
Άσμα XI
Μιλούσαμε για σένα Φίλιππε. Μοιράσαμε
την έγνοια ανάμεσα σε πρόσωπα που
γύριζαν ελπίζοντας
μιαν έξοδο – κινήματα ασταμάτητα σε
απατηλές εικόνες.
Και την ψυχή τη χάσαμε γυρεύοντας
μονάχα την αλήθεια
στον κόσμο αυτό της ταραχής.
Η Ελένη εστράφηκε
κατά τη θάλασσα περνώντας απ’ τη μνήμη
μια παραίσθηση
μια οδύνη σ’ ένα σκυθρωπό χώρο σχημάτων.
Πίσω απ’ το φαγωμένο φράχτη ανάσαινε
ανηφορικό
το κύμα σιγανό σύμβολο του παντοτινού.
Να η θάλασσα γυμνή θρησκεία επάνω η
στέγη
το καλοκαίρι ακόμα φρέσκο το κρατούμε
στον ήλιο ενάργεια εναλλαγή και λάμψη.
Η Ελένη
σώμα σιωπής κλεισμένο νόμισμα σπηλιάς
όπου κατεβαίνεις
ολοένα στα τυφλά – τόσοι πολεμιστές
βουλήθηκαν να το κουρσέψουνε σε
πολιτείες κινδύνων.
Θέλω να ειπώ την ώρα του χορού. Μαλλιά
κάτω απ’ το φως
πυρακτωμένα μαύρα εχόρευε με στοχασμό
γυρίζοντας αργά
στο νόημα του ρυθμού.
Πόσο ήταν κόκκινη απ’ τη γυμνότητα
πόσο βαθιά παντοτινή το μέγιστο
γυρεύοντας. Ω Ελένη
Ελένη φύγε από το φως φώναξε ο Φίλιππος
στο σύνορο
που σπάζουν την ψυχή τα λόγια ω
διψασμένη της φωτιάς.
Η οργή αντιλάμπισε τον παραλογισμό στην
κόρα του ματιού.
Τάχα σε ποιες μέρες βρίσκεται η
καταγωγή τούτου του πόνου
εκεί που ακινητούνε τα όνειρα και
μοιάζουν γεγονότα.
Θυμήσου Ελένη ο λόφος με τα μήλα
ανέβαινε από εδώ
και τότες ήταν ήλιος αφανίστηκε
ήτανε τότες ήλιος ο καλύτερος ξανάπε
σιγανά
πιο απέραντος ο τόπος τα θηράματα
σαν φώτα σιωπηλά στον ύπνο. Μα πώς να
κερδίσουμε
το παρελθόν που υπήρξε αφού το σήμερα
αγωνίζεται
κι αυτό να υπάρξει με σπασμένους
αγκώνες δεν ξέρουμε αν
υπάρχει φέρνοντας μιαν υπερήφανη άνθιση
ασυλλόγιστης
οργής στο καλοκαίρι τούτο που είναι
αφάνταστα
πικρό. Δυο φουντωτές
συκιές στο βάθος τα κλαδιά κι η σκόνη
ράγιζαν το φως.
Η Ελένη εμπρός στη θάλασσα θέλω να ζήσω
συλλογίστηκε
με δύναμη. Μα εσείς ανάμεσα στην
πυρκαγιά και την κραυγή
κρατήστε με να μη βουλιάξω με την
αίσθηση
τούτης της μοναξιάς.
Ποιος φώναξε
θα φύγουμε όλοι αργά για το λουτρό
καθένας με σχήμα του
κλείνοντας έναν κόσμο ολάκερο παραφοράς
κι οδύνης
σαν έρθει από το λόφο νέο φεγγάρι. Κι
όταν φύγουμε
του μάρτυρα το λόγο ποιος θα ακούσει;
Εκύλησε η φωνή
σβήνοντας χαμηλά. Κύκλοι σιωπής. Το
καλοκαίρι ζωντανό
τα χόρτα ακόμη ζωντανά στ’ αντίφεγγο
του φεγγαριού.
Ήρθε το νέο φεγγάρι βλέφαρο
χρυσό και μαύρο. Υπάρχουν
πέρα από μας ίσως μες στην ακινησία του
χρόνου
μέρες πιο φωτεινές. Τότε θα σηκωθούν
για να γυρέψουν δίκιο και συχώρεση όλα
που γεννήθηκαν
στον πόνο και τον παραλογισμό. Και συ
θα ‘σαι το ανάκρουσμα
της μέλλουσας επιστροφής.
Το ξέρω ναι ψιθύρισε
η Ελένη μπαίνοντας πικρή στη θάλασσα. Η
φωτιά
και το χαμόγελο θα με γεννήσουν πάλι.
Πέρα από τη φωνή
δεν άκουγε ούτε την οδύνη της. Και τότε
θα ‘ναι όμορφα τα βράδια με το ροζ
τραπεζομάντιλο
κι ο Φίλιππος – μιλούσαμε για σένα
Φίλιππε –
πυροβολώντας άσκοπα πίσω από τις συκιές
θα ‘ρχόταν ύστερα κουμπώνοντας το
λερωμένο αμπέχωνο.
Εκείνος ο Φίλιππος
Οὐ γάρ ἔτι σάρκας τε καί ὀστέα ἔχει.
Όμηρος
Πεθαμένος στα δύσκολα χρόνια
μια μέρα ξαφνικά που αντίκρισε
τις κόκκινες οξυές πιο χαμηλά
το σπίτι του πνιγμένο στον ποταμό.
Τώρα στυπόχαρτα μελάνι διαβήτες.
Απορώ πως ήρθε αξύριστος την ώρα
που κούρδιζα το μεγάλο εκκρεμές
και του εφώναξα σαν να τον έβλεπα
να ξύνει όπως παλιά τα νύχια του
με το σουγιά. Ε Φίλιππε
γιόμισε παρακαλώ την πίπα μου. Ο καπνός
είναι δεξιά πιο πέρα στο ντουλάπι.
Τότε τριγύρω σφίχτηκε αμνημόνευτη σιγή.
Κι έστριψα. Παράξενο
ήμουνα σίγουρος πως ήταν ο Φίλιππος
κοντά στη γωνιά του τραπεζιού μ’ εκείνη
την τρύπα στο λαιμό που τον έκανε
να μοιάζει με λείψανο.
Δε θα ‘χει τώρα μήτε σάρκα μήτε οστά.
Τα γένια του όμως θα ‘χουνε θεριέψει.
(«Μεταίχμιο», 1951)