Jean-Michel Priaux
Τάσος Λειβαδίτης «Αυτοβιογραφία»
Άνθρωποι
που δε γνώρισα ποτέ μού δώσαν το αίμα μου και τ’ όνομά μου
στην
ηλικία μου χιονίζει, χιονίζει αδιάκοπα
μια
κίνηση πάντα σα νά’ θελα να προφυλαχτώ από’ να χτύπημα
δίψασα
για όλη τη ζωή, κι όμως την άφησα
για ν’ αρπαχτώ
απ’ τα πελώρια αγκάθια της αιωνιότητας,
η σάρκα
μου ένας επίδεσμος γύρω απ’ το αυριανό μου τίποτα
κανείς
δεν μπορεί να με βοηθήσει στον πόνο μου
εκτός
απ’ τον ίδιο μου τον πόνο –είμαι εδώ, ανάμεσά σας, κι ολομόναχος,
κ’ η
ποίηση σα μια μεγάλη αλήθεια που την ανακαλύπτεις ύστερ’ από χρόνια,
όταν
δεν μπορεί να σου χρησιμέψει πια σε τίποτα.
Επάγγελμά
μου: το ακατόρθωτο.
Στο ποίημα Αυτοβιογραφία ο Τάσος Λειβαδίτης (1922-1988) προχωρά σ’ έναν απολογισμό της ζωής του, διαπιστώνοντας με πόνο πως στην προσπάθειά του να πετύχει κάτι το διαχρονικά σημαντικό, έχασε την ευκαιρία να ζήσει τη ζωή στην πληρότητά της. Εντούτοις, μπροστά σ’ αυτή την επίγνωση δε δειλιάζει κι είναι έτοιμος να βιώσει τον πόνο του, χωρίς να αποζητά παραμυθία.
Αναλυτικότερα:
«Άνθρωποι
που δε γνώρισα ποτέ μού δώσαν το αίμα μου και τ’ όνομά μου»
Ο
ποιητής έχει πλήρη συναίσθηση του χρέους που οφείλει στις προηγούμενες γενιές,
οι οποίες με διάθεση αυτοθυσίας κράτησαν το έθνος αυτό ζωντανό και προσέφεραν
τη δυνατότητα ύπαρξης σε όσους ακολούθησαν. Αυτή η συναίσθηση χρέους, άλλωστε,
θα οδηγήσει τον ποιητή και στη δική του προσπάθεια να αγωνιστεί και να
προσφέρει ό,τι περισσότερο μπορεί.
«στην
ηλικία μου χιονίζει, χιονίζει αδιάκοπα»
Ο
ποιητής είναι πια σε προχωρημένη ηλικία, γι’ αυτό και αναφέρει τόσο εμφατικά
πως στην ηλικία του χιονίζει αδιάκοπα. Με την αναφορά στο χιόνι ο ποιητής μας
υποβάλλει την αίσθηση του ψύχους, της βαρυχειμωνιάς και άρα της απουσίας των
στοιχείων εκείνων που χρωματίζουν τη νεότητα, όπως είναι η άνοιξη, ο ήλιος και
η ευδαιμονία.
Το
γεγονός, επομένως, πως έχει φτάσει πια στο «χειμώνα» της ζωής του, δηλαδή στα
γεράματα, αιτιολογεί και την επιθυμία του να προχωρήσει στον επώδυνο απολογισμό
των πεπραγμένων του.
«μια
κίνηση πάντα σα νά’ θελα να προφυλαχτώ από’ να χτύπημα»
Τα
δημιουργικά χρόνια της νεότητας του ποιητή συνέπεσαν με δύσκολες ιστορικές
περιόδους για τη χώρα μας. Η γερμανική κατοχή, ο εμφύλιος πόλεμος, αλλά και τα
χρόνια διώξεων που ακολούθησαν για τους ανθρώπους αριστερών πεποιθήσεων,
βάρυναν τη ζωή του ποιητή, μ’ ένα μόνιμο φόβο. Ας μην ξεχνάμε πως ο Λειβαδίτης
πέρασε αρκετά χρόνια εξόριστος λόγω της μαχητικής του διάθεσης, ενώ στη
συνέχεια χρειάστηκε να εργαστεί σκληρά για να καλύψει τις βιοποριστικές του
ανάγκες.
Ο
ποιητής, λοιπόν, μας μεταδίδει εδώ την ανησυχία και το φόβο που σκέπαζε τη ζωή
του, όλα εκείνα τα χρόνια που βρέθηκε υπόλογος για τις ιδέες του και για την
πρόθεσή του να υποστηρίξει μια διαφορετική πολιτική επιλογή από την επικρατούσα.
«δίψασα
για όλη τη ζωή, κι όμως την άφησα
για ν’
αρπαχτώ απ’ τα πελώρια αγκάθια της αιωνιότητας,»
Η
επιθυμία του ποιητή να συνεισφέρει κάτι το ουσιώδες στη χώρα του, τόσο με το
ποιητικό του έργο, όσο και με τους προσωπικούς του αγώνες για τη στήριξη της
αριστερής παράταξης, είχαν ένα ιδιαίτερα βαρύ κόστος. Έτσι, ενώ ο ποιητής
αγαπούσε τη ζωή και όλες τις απολαύσεις που έχει να προσφέρει, επέλεξε τελικά
να αφοσιωθεί σε ό,τι θεωρούσε τότε πως θα του έδινε την ευκαιρία να αφήσει ένα
έργο αιώνιο, ένα έργο διαχρονικό, αντάξιο της εκτίμησης και της αγάπης που είχε
για την πατρίδα του.
Είναι
σαφές από τη διατύπωση του ποιητή «πελώρια αγκάθια» πως είχε πλήρη επίγνωση πως
η επιθυμία του να προσφέρει κάτι το διαχρονικό, σήμαινε έναν αγώνα δύσκολο,
επίπονο και ψυχοφθόρο. Εντούτοις, ανάμεσα στην ομορφιά της ζωής και τους
δύσκολους αγώνες, ο ποιητής προτίμησε να αγωνιστεί και να θυσιάσει το πολύτιμο
δώρο της ζωής και της νεότητας.
«η
σάρκα μου ένας επίδεσμος γύρω απ’ το αυριανό μου τίποτα»
Αντικρίζοντας
ο ποιητής τον εαυτό του, όπως είναι τώρα σ’ αυτή την προχωρημένη ηλικία,
καταλαβαίνει πως η «σάρκα» του, το φθαρμένο σώμα του, δεν είναι παρά ένας
επίδεσμος, ένα ασήμαντο κάλυμμα, μιας υπόστασης που δεν έχει πια μέλλον.
Ο
ποιητής αντιλαμβάνεται πως δεν έχει πια τίποτε να προσμένει από τη ζωή του,
καθώς τα γεράματα δεν μπορούν να δώσουν ελπίδες για ένα καλύτερο αύριο ή για
μια ζωή γεμάτη απολαύσεις και χαρά. Εφόσον, θυσίασε τη νεότητά του, έχει
απομείνει πια με τη φθαρμένη σάρκα του να προσμένει το τέλος του.
«κανείς
δεν μπορεί να με βοηθήσει στον πόνο μου
εκτός
απ’ τον ίδιο μου τον πόνο –είμαι εδώ, ανάμεσά σας, κι ολομόναχος,»
Ο
ποιητής αισθάνεται πόνο, καθώς αναλογίζεται πως η ζωή του, η πραγματική ζωή του,
έχει πια περάσει και πως ό,τι απομένει είναι μια απλή επιβίωση, με το χρόνο να
μετρά αντίστροφα.
Ο πόνος
του ποιητή προκύπτει, όχι από τη θέαση του γηρασμένου σώματός του, αλλά από τη
συνειδητοποίηση πως άφησε τη ζωή του να περάσει, χωρίς να μπορέσει να την
απολαύσει και να γευτεί κάθε χαρά που είχε να του προσφέρει. Κι ο πόνος αυτός
είναι χωρίς παρηγοριά, γιατί τίποτε δεν μπορεί να γυρίσει το χρόνο πίσω και να
του δώσει μια δεύτερη ευκαιρία, τίποτε δεν μπορεί να αντιστρέψει τις επιλογές
του.
Το μόνο
που μπορεί να του προσφέρει βοήθεια είναι ο ίδιος του ο πόνος, υπό την έννοια
πως ο ποιητής δε φοβάται να αποδεχτεί και να νιώσει πλήρως την απόγνωσή του.
Δεν αποζητά παραμυθίες και τρόπους για να ξεχαστεί, στέκει με θάρρος απέναντι
στον πόνο του και τον βιώνει σε όλη του την ένταση, γιατί γνωρίζει καλά πως
είναι κομμάτι της ζωής του, είναι αναπόσπαστο μέρος της προσωπικότητας και της
υπόστασής του. Ο ποιητής γνωρίζει πως έχασε τα χρόνια της νεότητάς του,
κατανοεί πως δεν μπορεί να κάνει τίποτε γι’ αυτό, αλλά έχει τη δύναμη να
συνυπάρξει με τον πόνο του και να πληρώσει το κόστος των επιλογών του.
Τι
απομένει λοιπόν στον ηλικιωμένο ποιητή; Η γνώση πως στη ζωή του αγωνίστηκε, η
γνώση πως έκανε δύσκολες επιλογές και φυσικά η δύναμη να στέκεται απέναντι στον
πόνο του και να μη δειλιάζει, να μην προσπαθεί να αποφύγει την αλήθεια του.
Έτσι, παρόλο που ο ποιητής στέκεται ανάμεσα σε άλλους ανθρώπους, είναι επί της
ουσίας μόνος του, γιατί μόνο ο ίδιος γνωρίζει την πραγματική ένταση του πόνου
του, μόνο ο ίδιος γνωρίζει πόση δύναμη απαιτείται για να τον αντέξει με
αξιοπρέπεια και φυσικά μόνο αυτός γνωρίζει πόσες δυσκολίες, πόσες πληγές και
πόσα βάσανα πέρασε στη ζωή του.
Στέκει,
άρα, ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους ο ποιητής, με μεγάλο ψυχικό σθένος, με
αξιοπρέπεια και με πλήρη επίγνωση πως ό,τι κι αν αισθάνεται αυτή τη στιγμή
υπήρξε αποτέλεσμα δικών του συνειδητών επιλογών.
«κ’ η
ποίηση σα μια μεγάλη αλήθεια που την ανακαλύπτεις ύστερ’ από χρόνια,
όταν
δεν μπορεί να σου χρησιμέψει πια σε τίποτα.»
Είναι
σημαντικό να προσεχτεί πως ο Λειβαδίτης -ένας ποιητής που τίμησε με κάθε τρόπο
την τέχνη του- δε θεωρεί πως μπορεί η ποίηση να του προσφέρει κάποια βοήθεια
στο να αντιμετωπίσει τον πόνο και την απόγνωση που αισθάνεται.
Χαρακτηριστική
ως προς αυτό η παρομοίωση που χρησιμοποιεί: η ποίηση είναι σα μια μεγάλη
αλήθεια που την ανακαλύπτεις αργά, όταν πια δεν μπορεί να σου χρησιμέψει σε
τίποτα.
Η
ποίηση σαφώς κι έχει μεγάλη αξία για τον ποιητή, εντούτοις σε σχέση με τον πόνο
που βιώνει τώρα, σε σχέση δηλαδή με τη συνειδητοποίηση πως άφησε τη ζωή του να
περάσει, χωρίς να την απολαύσει, η ποίηση δεν μπορεί να του προσφέρει κάτι. Ο
ποιητής δεν έχει αυταπάτες, γνωρίζει πως ο χρόνος δε γυρνάει πίσω, οπότε το
μόνο που θα μπορούσε να του προσφέρει κάποιος ή η τέχνη του είναι μια
παρηγοριά, μια αφορμή να ξεχαστεί για λίγο. Ο Λειβαδίτης, όμως, δεν καταδέχεται
τέτοιου είδους προσωρινές παραμυθίες, προτιμά να βιώσει τον πόνο του, χωρίς
υπεκφυγές. Άλλωστε, ο ποιητής έχει τη δύναμη να αποδεχτεί πως έκανε κάποιες
επιλογές και τώρα οφείλει να πληρώσει το τίμημα.
Η
ψυχική δύναμη του ποιητή είναι αξιοθαύμαστη και αποκαλύπτει έναν άνθρωπο με ασυνήθιστο
θάρρος, ιδίως στις μέρες μας, που οι άνθρωποι σπανίως αποδέχονται το τίμημα που
συνοδεύει τις πράξεις και τις επιλογές τους.
Ο
Λειβαδίτης δε διστάζει να αναγνωρίσει πως έκανε μια μεγάλη θυσία και να
δηλώσει πως είναι έτοιμος να αισθανθεί τον πόνο του, χωρίς να αποζητά
πρόσκαιρες παρηγοριές. Είναι πια πολύ μακριά από τη νεότητα, είναι πια
αντιμέτωπος με το θάνατο και προχωρά προς αυτόν με την ψυχή του να υποφέρει που
δεν φρόντισε να ζήσει, όσο είχε την ευκαιρία. Κι αυτό το αντιμετωπίζει με τη
δύναμη και την αποφασιστικότητα που τον χαρακτήριζαν σε όλη του τη ζωή, χωρίς
να λυγίζει και να ψάχνει τρόπους για να ξεχαστεί.
«Επάγγελμά
μου: το ακατόρθωτο.»
Ο
στίχος που κλείνει το ποίημα αποτελεί το επιμύθιο της ζωής του ποιητή, που
αναλογίζεται πως αγωνίστηκε και προσπάθησε στη ζωή του, για να πετύχει το
ακατόρθωτο. Θέλησε με την ποίηση και με την προσωπική του δράση να «αρπαχτεί
από τα πελώρια αγκάθια της αιωνιότητας», αλλά κατανοεί τώρα πια πως αυτό ήταν
κάτι το ανέφικτο.
Ίσως ο
χρόνος να δικαιώσει τον ποιητή, ίσως να τον προφυλάξει από τη λήθη, αλλά τη
στιγμή που ο ίδιος κάνει τον απολογισμό της ζωής του, αισθάνεται πως έχασε τη
μοναδική του ευκαιρία να ζήσει επιδιώκοντας πράγματα που μάλλον δεν τα
κατόρθωσε. Όλοι του οι αγώνες, που με την ήττα της αριστεράς διαψεύστηκαν, κι
όλο του το ποιητικό έργο, μοιάζουν λίγα μπροστά στην επίγνωση πως ο ίδιος άφησε
τη ζωή του να χαθεί, χωρίς να γευτεί την ευδαιμονία της.