Joshua Malik
Charles
Baudelaire «Το ρολόι»
Ρολόι: Απαίσια, αναίσθητη, τρομαχτική
θεότη,
που φοβερίζει και μας λέει τ’ αχνό της
δαχτυλάκι:
Μην το ξεχνάς! στην έντρομη καρδιά σου
σε λιγάκι
οι άγριοι Πόνοι θα μπηχτούν όπως σε
στόχο, κι ότι
η Ηδονή καθώς ατμός στους ουρανούς θα
σβήσει
και σαν συλφίδα θα κρυφτεί μες στη
δεντροσχισμάδα∙
κάθε στιγμούλα σιγοτρώει κάτι από τη
γλυκάδα
που δόθηκε στον άνθρωπο σ’ όλη του εδώ
τη ζήση.
Τρισχίλιες ξακόσες φορές την ώρα,
μουρμουρίζει
γοργό το Δευτερόλεπτο: Μην το ξεχνάς! –
Και πότε
σαν έντομο το Τώρα λέει: Πέρασα, είμαι
το Τότε,
η βρόμικη κεραία μου τη ζωή σου
πιπιλίζει!
Esto memor, ω άσωτε! Remember! Μην ξεχάνεις!
(Όλες τις γλώσσες τις μιλεί ο ατσάλινος
λαιμός μου.)
Θνητέ θεότρελε, οι στιγμές είναι ο
ποταμός μου∙
μην τον αφήνεις να κυλά, χωρίς χρυσό να
βγάνεις!
Μην το ξεχνάς πως ο Καιρός, παίκτης που
δε δειλιάζει,
κερδάει σε κάθε χτύπημα δίχως ποτέ να
κλέβει.
Μην το ξεχνάς! Η μέρα σβει κι η νύχτα
όλο τρανεύει!
Το βάραθρο πάντα διψά και να, η
κλεψύδρα αδειάζει!
Σε λίγο η Τύχη η θεϊκή, σημαίνοντας την
ώρα,
κι η Αρετή η σεβάσμια, παρθενική μνηστή
σου,
ακόμα κι η Μετάνοια, στερνή καταφυγή
σου,
«Ψόφα, γέρο δειλέ» θα πουν, «αργά πια
είναι τώρα!»
Το ποίημα «Το ρολόι» ανήκει στη συλλογή
του Μπωντλαίρ «Τα Άνθη του Κακού» και καταγράφει με ιδιαίτερα παραστατικό τρόπο
την αγωνιώδη σχέση του ατόμου με το φθοροποιό πέρασμα του χρόνου. Το ρολόι, ο
μεταλλικός αυτός υπηρέτης του χρόνου, εξανθρωπίζεται υπό μία έννοια και αποκτά
έτσι τη δυνατότητα να εκφράζει λεκτικά τις απειλητικές προειδοποιήσεις του προς
τον άνθρωπο∙ προειδοποιήσεις που δεν αποτελούν τίποτε περισσότερο από τις
αγχώδεις σκέψεις του ίδιου του ατόμου που συνειδητοποιεί πόσο γοργά περνά ο
χρόνος και με πόση ταχύτητα στενεύουν τα περιθώρια δράσης και ουσιαστικής
βίωσης της ζωής.
Ό,τι δημιουργεί εδώ ο Μπωντλαίρ είναι
μια εφιαλτική συνομιλία με τον αυστηρότερο κριτή του ανθρώπινου βίου, τον
χρόνο, ο οποίος καταμετρά και αξιολογεί τις πράξεις του κάθε ατόμου, προκειμένου
να διαπιστώσει κατά πόσο αξιοποιείται ορθά το πολύτιμο δώρο της ύπαρξης.
Ρολόι: Απαίσια, αναίσθητη, τρομαχτική
θεότη,
που φοβερίζει και μας λέει τ’ αχνό της
δαχτυλάκι:
Μην το ξεχνάς! στην έντρομη καρδιά σου
σε λιγάκι
οι άγριοι Πόνοι θα μπηχτούν όπως σε
στόχο, κι ότι
η Ηδονή καθώς ατμός στους ουρανούς θα
σβήσει
και σαν συλφίδα θα κρυφτεί μες στη
δεντροσχισμάδα∙
Το ποίημα ξεκινά με μια εντόνως
αρνητική αναφορά στο «Ρολόι» -που συμβολίζει και υποκαθιστά εδώ την αφηρημένη
έννοια του χρόνου- το οποίο χαρακτηρίζεται ως απαίσια, αναίσθητη και τρομακτική
θεότητα, που έχει την επώδυνα ενοχλητική συνήθεια να μας φοβερίζει, με το «αχνό
της δαχτυλάκι», τον λεπτοδείκτη, που κινείται αδιάκοπα, λειτουργώντας κατ’
αυτόν τον τρόπο ως συνεχής υπόμνηση πως ο χρόνος δεν κάνει καμία παύση και δεν
σταματά ποτέ να περνά. Μια αδιάκοπη κίνηση του λεπτοδείκτη, που είναι σαν να
ψιθυρίζει στους ανθρώπους: μην το ξεχνάτε ποτέ, πως σύντομα θα μπηχτούν στην έντρομη
καρδιά σας οι πόνοι του θανάτου, όπως ακριβώς μπήγεται μια σφαίρα στο στόχο
της, και πως όσες ηδονικές στιγμές κι αν έχετε περάσει στη ζωή σας δεν θα έχουν
πια καμία σημασία, διότι η Ηδονή θα χαθεί στον ουρανό σαν ατμός και θα κρυφτεί
σαν αερικό στις σχισμάδες ενός δέντρου.
Κάθε λεπτό που περνά φέρνει τον άνθρωπο
πιο κοντά στο τέλος του, το οποίο μπορεί να επέλθει πολύ νωρίτερα απ’ ό,τι
θέλει κανείς να ελπίζει και να πιστεύει, και, δυστυχώς, τη στιγμή εκείνη δεν θα
υπάρξει καμία παραμυθία για τον άνθρωπο, διότι τίποτε δεν μπορεί να τον
προφυλάξει από τη φρικτή αγωνία του θανάτου. Ακόμη κι αν έχει ζήσει πλήθος
ευδαιμονικών στιγμών και εμπειριών, δεν θα μπορέσει να βρει καμία παρηγοριά
στην ανάμνηση αυτών, καθώς η ηδονή εξαφανίζεται τελείως απ’ τη σκέψη του
ανθρώπου μόλις βρεθεί αντιμέτωπος με την πραγματικότητα του τέλους του.
κάθε στιγμούλα σιγοτρώει κάτι από τη
γλυκάδα
που δόθηκε στον άνθρωπο σ’ όλη του εδώ
τη ζήση.
Κάθε λεπτό, κάθε απειροελάχιστη στιγμή
που περνά, παίρνει μαζί της και κάτι από τη γλυκάδα και την ομορφιά της ζωής του
ανθρώπου, μιας και του στερεί μέρος απ’ τη νεότητά του και τον φέρνει ολοένα
και πιο κοντά στην αθλιότητα του γήρατος ή στην οδύνη της ασθένειας. Πρόκειται
για μια αδιάκοπη αντίστροφη μέτρηση που δεν σταματά ούτε λεπτό, είτε το
συνειδητοποιεί ο άνθρωπος είτε όχι∙ μια πικρή αντίστροφη μέτρηση που εξαντλεί
στιγμή προς στιγμή το ούτως ή άλλως ελάχιστο απόθεμα ευδαιμονικής διαβίωσης που
αντιστοιχεί στον κάθε άνθρωπο.
Τρισχίλιες ξακόσες φορές την ώρα,
μουρμουρίζει
γοργό το Δευτερόλεπτο: Μην το ξεχνάς! –
Και πότε
σαν έντομο το Τώρα λέει: Πέρασα, είμαι
το Τότε,
η βρόμικη κεραία μου τη ζωή σου
πιπιλίζει!
Τρεις χιλιάδες εξακόσιες φορές την ώρα
το ασταμάτητο δευτερόλεπτο μουρμουρίζει σε κάθε άνθρωπο: μην το ξεχνάς, ο
χρόνος σου περνά, η ζωή σου εξαντλείται. Κι άλλοτε, το μουρμουρητό του γίνεται
ακόμη πιο τρομαχτικό, αφού το άπιαστο «Τώρα», σαν σαρκοβόρο έντομο, λέει στον
άνθρωπο, πέρασα ήδη, έγινα το «Τότε», ανήκω κιόλας στο παρελθόν κι αντί να σου
προσφέρω ευχαρίστηση, έχω μετατραπεί σ’ ένα από εκείνα τα έντομα που σύντομα θα
διεκδικήσουν το άψυχο σώμα σου∙ η βρόμικη κεραία μου ήδη πιπιλίζει τη ζωή σου!
Το πέρασμα του χρόνου είναι τόσο γοργό
και τόσο αμετάκλητο, ώστε κάθε στιγμή που συνιστά το παρόν μας, περνά τάχιστα
στη δικαιοδοσία του παρελθόντος, δοσμένη στο έλεος της αδυσώπητης εκείνης
κλεψύδρας που κατατρώει αδιάκοπα τα περιορισμένα περιθώρια του χρόνου που μας
αναλογούν.
Esto memor, ω άσωτε! Remember! Μην ξεχάνεις!
(Όλες τις γλώσσες τις μιλεί ο ατσάλινος
λαιμός μου.)
Θνητέ θεότρελε, οι στιγμές είναι ο ποταμός
μου∙
μην τον αφήνεις να κυλά, χωρίς χρυσό να
βγάνεις!
Το ρολόι, όπως και ο σκληρός αφέντης
του, μιλά εύλογα όλες τις γλώσσες του κόσμου, μιας και δεν υπάρχει κανένας
άνθρωπος που να μην υπόκειται στην ίδια αδιάκοπη φθορά που επιφέρει το πέρασμα
του χρόνου. Έτσι, το μήνυμα που στέλνει ο μεταλλικός λαιμός του ρολογιού αφορά
όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους∙ θεότρελε θνητέ, υπενθυμίζει διαρκώς ο
μεταλλικός υπηρέτης του χρόνου, μην ξεχνάς ποτέ πως οι στιγμές κυλούν σαν
ποταμός και πως δεν έχεις απολύτως κανένα περιθώριο να σπαταλάς άσκοπα το θείο
δώρο που σου έχει δοθεί∙ οι στιγμές κυλούν σαν ποταμός κι είσαι εντελώς
ανόητος, αν δεν προσπαθείς με κάθε τρόπο να τις αξιοποιείς στο έπακρο, ώστε να
αντλείς απ’ αυτές χρυσό∙ ώστε να κερδίζεις κάτι το ουσιώδες από αυτές.
Η μεγαλύτερη ψευδαίσθηση του ανθρώπου
είναι πως υπάρχει αφθονία χρόνου και πως έχει το περιθώριο να χρονοτριβεί,
μεταθέτοντας για αργότερα τα όσα έχει ή θέλει να κάνει. Στην πραγματικότητα δεν
έχει ποτέ καμία δυνατότητα να γνωρίζει πόσος χρόνος του απομένει, γι’ αυτό και
δεν θα πρέπει ποτέ να τον σπαταλά ή να τον αφήνει να περνά ανεκμετάλλευτος. Ο
μόνος τρόπος για να μπορέσει κανείς να αξιοποιήσει πλήρως το χρόνο του είναι να
τον αντιμετωπίζει ακριβώς σαν αυτό που είναι∙ σαν κάτι το εξαιρετικά πολύτιμο
και λιγοστό, που δεν μπορεί ποτέ να το επανακτήσει έτσι και το αφήσει να περάσει
χωρίς να το έχει χρησιμοποιήσει σωστά.
Μην το ξεχνάς πως ο Καιρός, παίκτης που
δε δειλιάζει,
κερδάει σε κάθε χτύπημα δίχως ποτέ να
κλέβει.
Μην το ξεχνάς! Η μέρα σβει κι η νύχτα
όλο τρανεύει!
Το βάραθρο πάντα διψά και να, η
κλεψύδρα αδειάζει!
Οι άνθρωποι δεν θα πρέπει να ξεχνούν
ποτέ πως ο χρόνος είναι ένας «παίκτης», ένας αντίπαλος, που δεν γνωρίζει τι θα πει
δειλία. Με κάθε λεπτό του που περνά καταφέρνει στους αντιπάλους του κι ένα
καίριο χτύπημα, χωρίς ποτέ να χρειάζεται να καταφύγει στην κλοπή και στην
απάτη. Οι όροι του παιχνιδιού είναι τελείως ξεκάθαροι∙ κάθε λεπτό που περνά
οδηγεί τους ανθρώπους ολοένα και πιο κοντά στο τέλος τους. Γι’ αυτό δεν θα
πρέπει ποτέ οι άνθρωποι να ξεχνιούνται και να μη συνειδητοποιούν πως το σκοτάδι
της νύχτας πλησιάζει πάντοτε απειλητικό, πως η κλεψύδρα τους αδειάζει με κάθε
στιγμή που περνά, και πως η δίψα του γκρεμού της ανυπαρξίας είναι ακόρεστη.
Δεν υπάρχει πιο φρικτός αντίπαλος από
τον χρόνο, αφού είναι εκείνος που ελέγχει τη διάρκεια του «αγώνα» κι είναι εκείνος
που υπονομεύει λεπτό προς λεπτό τις δυνάμεις καθενός που αναμετριέται μαζί του.
Ένας ανίκητος αντίπαλος που προσφέρει ελάχιστα περιθώρια σε κάθε άνθρωπο να
επιτύχει κάτι το ουσιαστικό στο σύντομο διάστημα που διαρκεί η αναμέτρηση μαζί
του.
Σε λίγο η Τύχη η θεϊκή, σημαίνοντας την
ώρα,
κι η Αρετή η σεβάσμια, παρθενική μνηστή
σου,
ακόμα κι η Μετάνοια, στερνή καταφυγή
σου,
«Ψόφα, γέρο δειλέ» θα πουν, «αργά πια
είναι τώρα!»
Προτού καν να το καταλάβει ο άνθρωπος
έχει σημάνει από τη θεϊκή Τύχη η ώρα του τέλους του∙ έχει έρθει η επίφοβη
εκείνη στιγμή που τερματίζει την ύπαρξή του. Και τότε, τόσο η Αρετή, η πρώτη
μνηστή κάθε ανθρώπου, που συμβολίζει την αγνότητα των παιδικών χρόνων, όσο και
η Μετάνοια, η στερνή καταφυγή κάθε ανθρώπου, μιας κι είναι πολλές οι πράξεις,
οι παραλείψεις κι οι χαμένες ευκαιρίες που στοιχειώνουν τη σκέψη του, θα του
πουν πως τώρα πια είναι αργά να κάνει ή να διορθώσει το οτιδήποτε∙ τώρα είναι η
ώρα να «ψοφήσει», έστω κι αν μέσα του δειλιάζει και τρέμει το πέρασμα στη δίχως
τέλος κατάσταση της ανυπαρξίας.
Ό,τι κάναμε λάθος, ό,τι αφήσαμε να
περάσει χωρίς να το ζήσουμε, όσες στιγμές κι όσες ευκαιρίες αφήσαμε να χαθούν
χωρίς να τις εκμεταλλευτούμε κι όσα θέλαμε να πούμε και τ’ αφήσαμε ανείπωτα,
είναι όσα θα μας ταλανίζουν τις στιγμές του τέλους, αφού θα είναι αυτά που
ματαίωσαν τον ιδεατό εκείνο βίο που θελήσαμε, μα δεν καταφέραμε ποτέ να
ζήσουμε.
[Μπωντλαίρ «Τα Άνθη του Κακού»,
Μετάφραση: Γιώργης Σημηριώτης, Εκδόσεις γράμματα.]