Michael Creese
Elizabeth B.
Browning «Σονέτο XLIII»
Πώς σ’ αγαπώ; Τους τρόπους ας μετρήσω.
Σ’ αγαπώ στο βάθος, πλάτος και ύψος
που η ψυχή μου δύναται να φτάσει, σαν
ψάχνει αόρατη
να βρει το τέλος του Είναι και της
Χάρης της ιδανικής.
Σ’ αγαπώ στο επίπεδο της ταπεινότερης
καθημερινής ανάγκης, κάτω απ’ τον ήλιο
ή του κεριού
το φως.
Σ’ αγαπώ ελεύθερα, όπως παλεύουν οι
άντρες
για το Δίκιο.
Σ’ αγαπώ αγνά, όπως απεχθάνονται τον
Έπαινο.
Σ’ αγαπώ με το πάθος που έντυνα
παλιά τις λύπες μου και με την πίστη
των παιδικών μου χρόνων.
Σ’ αγαπώ με μιαν αγάπη που νόμιζα πως
έχασα
μαζί με τους χαμένους μου αγίους – σ’
αγαπώ
με την ανάσα,
τα χαμόγελα, τα δάκρυα όλης της ζωής
μου! – και αν
ο Θεός ορίσει,
θα σ’ αγαπώ περισσότερο μετά το θάνατο.
Η Elizabeth Barrett Browning καταθέτει
στο Σονέτο 43 την αγάπη της για τον μελλοντικό της σύζυγο Robert Browning. Η
ποιήτρια έχοντας ερωτευτεί κι έχοντας μπροστά της την προοπτική μιας δυνατής
και ουσιαστικής σχέσης, επιχειρεί να κλείσει μέσα στις λέξεις της την ένταση
και την ομορφιά ενός συναισθήματος που δύσκολα μπορεί να αποδοθεί με λόγια. Η
δύναμη του έρωτα που έχει κατακλύσει την ψυχή της, την ωθεί να δοκιμάσει νέες
αναλογίες και νέους τρόπους για να εκφράσει το πρωτόγνωρα έντονο αυτό
συναίσθημα.
Πώς σ’ αγαπώ; Τους τρόπους ας μετρήσω.
Σ’ αγαπώ στο βάθος, πλάτος και ύψος
που η ψυχή μου δύναται να φτάσει, σαν
ψάχνει αόρατη
να βρει το τέλος του Είναι και της
Χάρης της ιδανικής.
Το αρχικό ερώτημα του ποιήματος «Πώς σ’
αγαπώ;» δίνει το έναυσμα για την προσπάθεια της ποιήτριας να διερευνήσει τους
τρόπους με τους οποίους το εκπληκτικής έντασης αυτό συναίσθημα έχει
κατακυριεύσει την ύπαρξή της. Αν και δύσκολα θα μπορούσε κανείς να αριθμήσει
τις πτυχές της ανθρώπινης υπόστασης που επηρεάζονται από το ερωτικό συναίσθημα,
η ποιήτρια το επιχειρεί, θέλοντας επί της ουσίας να φανερώσει τις ασύλληπτες
διαστάσεις που λαμβάνει στην ψυχή του ατόμου ο έρωτας.
Σ’ αγαπώ, δηλώνει λοιπόν η ποιήτρια, σε
όλες τις πιθανές διαστάσεις της ψυχής μου, όταν αυτή αναζητά το τέλος της ίδιας
της ύπαρξης, αλλά και το τέλος του ιδεατού κάλλους που χαρακτηρίζει την
ανθρώπινη ζωή. Σε όσο ύψος, βάθος ή πλάτος μπορεί να προεκταθεί η ψυχή, καθώς
αναζητά εναγώνια τα όρια της ύπαρξης, τις ίδιες ακριβώς προεκτάσεις μπορεί να
λάβει κι ο έρωτας∙ ένδειξη ξεκάθαρη πως συνιστά ένα συναίσθημα ικανό να θέσει
υπό την κυριαρχία του το σύνολο της ανθρώπινης ψυχής.
Η ποιήτρια νιώθει πως ο έρωτάς της για
τον αγαπημένο της βαθαίνει κάθε λεπτό που περνά, γι’ αυτό και στην προσπάθειά
της να τον οριοθετήσει, χρησιμοποιεί έννοιες με ασύλληπτη ευρύτητα, όπως είναι
η Ψυχή, το Είναι και η Χάρη. Όπως δύσκολο ή και ανέφικτο είναι να τεθούν σαφή
όρια σ’ αυτές τις έννοιες, έτσι και η ποιήτρια αισθάνεται πως ο έρωτάς της
μεγεθύνεται διαρκώς, χωρίς να γνωρίζει όρια η δυναμική του. Ένας έρωτας
ανεξάντλητος και πανίσχυρος.
Σ’ αγαπώ στο επίπεδο της ταπεινότερης
καθημερινής ανάγκης, κάτω απ’ τον ήλιο
ή του κεριού
το φως.
Ο έρωτας που αισθάνεται η ποιήτρια δεν
αφορά μόνο ιδεατές καταστάσεις και αφηρημένες έννοιες, είναι ένα αίσθημα
πρωτόγονο που αγγίζει τις πλέον βασικές ανάγκες της ψυχής και του σώματος. Η
ποιήτρια ποθεί τον αγαπημένο της, είτε κάτω από το φως του ήλιου -για τις
πτυχές του έρωτα που μπορούν να βιωθούν δημόσια-, είτε κάτω από το φως του
κεριού -για τις πτυχές του έρωτα που μπορούν βιωθούν μόνο ιδιωτικά, εντός
κλειστού και προσωπικού χώρου.
Παράλληλα, βέβαια, στη δήλωση αυτή
μπορούμε να αναγνωρίσουμε την πρόθεση της ποιήτριας να βιώσει τον έρωτά της όχι
μόνο στη ρομαντική του έκφανση, αλλά και στο επίπεδο της κουραστικής
καθημερινότητας. Ο έρωτας αυτός είναι αρκετά ώριμος και ισχυρός για να περάσει
στη ρουτίνα της καθημερινής συμβίωσης και του γάμου, χωρίς να υπάρχει ο φόβος
μήπως αποδυναμωθεί ή χαθεί υπό την πίεση της συνεχούς συνύπαρξης.
Σ’ αγαπώ ελεύθερα, όπως παλεύουν οι
άντρες
για το Δίκιο.
Σ’ αγαπώ αγνά, όπως απεχθάνονται τον
Έπαινο.
Η ποιήτρια αισθάνεται πως είναι
ελεύθερη να αγαπήσει, έχει, δηλαδή, κάθε δικαίωμα να βιώσει τον έρωτά της, όπως
ελεύθεροι είναι οι άνθρωποι να παλεύουν για τη δικαιοσύνη. Συνάμα, όπως η πάλη
των αντρών για το Δίκιο αποτελεί δικαίωμα μαζί κι ελεύθερη επιλογή, έτσι κι η
ποιήτρια επισημαίνει πως η αγάπη της για εκείνον συνιστά απότοκο της δικής της
ελεύθερης βούλησης. Ο έρωτας αυτός δεν προκύπτει ως απάντηση σε κάποια πρακτική
ανάγκη -σύνηθες χαρακτηριστικό των γάμων εκείνης της εποχής-, αλλά είναι ένα
ειλικρινές συναίσθημα, γεννημένο ελεύθερο στην ψυχή της ποιήτριας.
Η αγάπη της, επιπλέον, είναι αγνή∙
προκύπτει χωρίς προσπάθεια και αναδύεται απ’ την ψυχή της ενστικτωδώς, όπως
ενστικτωδώς οι ηθικοί άνθρωποι απεχθάνονται τους επαίνους και τις κολακείες.
Σ’ αγαπώ με το πάθος που έντυνα
παλιά τις λύπες μου και με την πίστη
των παιδικών μου χρόνων.
Η αγάπη της ποιήτριας έχει τη βαθιά
εκείνη ένταση που έχουν όλα τα συναισθήματα κατά την παιδική και εφηβική
ηλικία. Με την ίδια απελπισία και απόγνωση που ένα παιδί βιώνει τη θλίψη του,
αλλά και αντιστρόφως με την ίδια δύναμη που πιστεύει σε κάθε τι που θεωρεί
σωστό, έτσι αγαπά τώρα η ποιήτρια τον αγαπημένο της. Η δύναμη του τωρινού της
συναισθήματος προσομοιάζει την ένταση των παιδικών συναισθημάτων, μια ένταση
που οι ενήλικες συχνά θεωρούν ότι έχει πια παρέλθει και πως δεν μπορούν να την
αισθανθούν ξανά.
Σ’ αγαπώ με μιαν αγάπη που νόμιζα πως
έχασα
μαζί με τους χαμένους μου αγίους – σ’
αγαπώ
με την ανάσα,
τα χαμόγελα, τα δάκρυα όλης της ζωής
μου! – και αν
ο Θεός ορίσει,
θα σ’ αγαπώ περισσότερο μετά το θάνατο.
Με το πέρασμα των χρόνων η ποιήτρια
είχε αρχίσει να πιστεύει πως δεν έχει πια μέσα της τη δυνατότητα να αγαπήσει
ξανά με αγνότητα και πάθος, όπως ακριβώς είχε νιώσει σταδιακά να χάνει την
πίστη της σε όσα κάποτε ήταν για εκείνη άγια και απολύτως σεβαστά. Ας
σημειωθεί, άλλωστε, πως η συλλογή των σονέτων «Απ’ τα πορτογαλικά» στην οποία
και ανήκει το συγκεκριμένο ποίημα, γράφτηκε κατά την περίοδο 1845-1846, ύστερα
απ’ τη γνωριμία της ποιήτριας με τον Robert Browning, το 1845, όταν εκείνη ήταν
ήδη 39 χρονών. Επρόκειτο για έναν έρωτα που ήρθε αργά στη ζωή της, κατόρθωσε
όμως να την ανανεώσει τόσο ψυχικά, όσο και σωματικά. Η Elizabeth Barrett βρήκε
στο πρόσωπο του μελλοντικού της συζύγου την αναγκαία εκείνη ώθηση, ώστε να
δώσει έργα υψηλότερης ποιότητας, αλλά και να διεκδικήσει το δικαίωμά της στη
μητρότητα και την ευτυχία.
Εύλογα, λοιπόν, η ποιήτρια δηλώνει πως τον αγαπά με την ανάσα, τα
χαμόγελα και τα δάκρυα όλης της ζωής της, εφόσον σ’ εκείνον βρήκε την εκπλήρωση
όλων των προσδοκιών και των ονείρων της. Η ποιήτρια οδηγεί, εδώ, σε μια ανοδική
κλιμάκωση την έκφραση της αγάπης της και δηλώνει πως ο έρωτάς της έχει τη
δύναμη όλης της τής ζωής -με την ανάσα- και παράλληλα συγκεντρώνει την ένταση
όλων των συναισθημάτων που έχει ποτέ βιώσει -τα χαμόγελα και τα δάκρυα. Ενώ δεν
διστάζει να δώσει στον έρωτα αυτό μια εντελώς απρόσμενη προέκταση, εφόσον
δηλώνει πως, αν της το επιτρέψει ο Θεός, θα τον αγαπά με ακόμη μεγαλύτερη
ένταση ύστερα από τον θάνατό της. Ένδειξη της ισχυρότατης αγάπης της για
εκείνον, αλλά και της πρόθεσής της να του αφοσιωθεί απόλυτα και ολοκληρωτικά,
επιδιώκοντας τη συνέχιση αυτής της αφοσίωσης ακόμη και πέρα από τα συμβατικά
όρια της ανθρώπινης ζωής.