Thomas Hampton
Fernando
Pessoa «Η
αγωγή του στωικού» [απόσπασμα]
Ποτέ δεν κατάφερα να πιστέψω ότι θα
μπορούσε κανείς, είτε εγώ ο ίδιος είτε οποιοσδήποτε άλλος, να έχει τη
βεβαιότητα ότι θα φέρει κάποια ανακούφιση, πραγματική ή βαθιά, στις δυστυχίες
του ανθρώπου, κι ακόμα λιγότερο να τις γιατρέψει. Ούτε κατάφερα, όμως, να πάψω
να το σκέφτομαι∙ η παραμικρή ανθρώπινη αγωνία -ή και μόνο το να τη φανταστώ-
πάντα μου δημιουργούσε άγχος, κι ακόμα με αναστάτωνε, μου απαγόρευε να
συγκεντρωθώ και ν’ αφιερωθώ στο «εγώ» μου. Η πεποίθηση ότι κάθε θεραπευτική της
ψυχής είναι εντελώς ανώφελη θα έπρεπε, αντίθετα, να με υψώσει μέχρι τις κορυφές
της αδιαφορίας, όπου οι γήινες ανησυχίες θα κρύβονταν πίσω από το νεφελώδες
πέπλο αυτής της πεποίθησης. Παρ’ όλα αυτά, όσο δυνατή και να είναι η σκέψη,
είναι εντελώς ανίσχυρη απέναντι στην επανάσταση του συναισθήματος. Είναι
αδύνατον να μην αισθανόμαστε, όπως είναι αδύνατον να μην περπατάμε. Παρακολουθώ
λοιπόν, όπως παρακολουθούσα πάντα (από τότε, όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, που
νιώθω να βιώνω τα πιο ευγενή συναισθήματα), τον πόνο, την αδικία και την
αθλιότητα που κυριαρχούν στον κόσμο, όπως ένας παραλυτικός παρακολουθεί τον
πνιγμό ενός ανθρώπου που κανείς, ακόμα και ένας εύρωστος, δεν θα μπορούσε να
σώσει. Ο πόνος των άλλων έγινε μέσα μου κάτι πολύ μεγαλύτερο από έναν απλό
πόνο: είναι ο πόνος να τον βλέπω, να βλέπω πως είναι ανεπανόρθωτος, και τελικά
να νιώθω πως η βεβαιότητα ότι είναι ανεπανόρθωτος με φτωχαίνει ακόμα
περισσότερο σε σχέση μ’ αυτή την άχρηστη ευγένεια του να θέλω να κάνω κάτι
προκειμένου να τον επανορθώσω. Η έλλειψη ορμής μέσα μου ήταν πάντα, σε τελική
ανάλυση, η πηγή και η αιτία όλων των δεινών μου -το να μην μπορώ να θελήσω πριν
σκεφτώ, το να μην μπορώ να αφοσιωθώ, το να μην μπορώ να πάρω μιαν απόφαση με
τον μόνο τρόπο που αποφασίζουν οι άνθρωποι: με την αποφασιστικότητα, κι όχι με
το μυαλό-, όπως ο γάιδαρος του Μπυριντάν που πεθαίνει πάνω στη μαθηματική
διχοτόμο που χωρίζει το νερό από τη συγκίνηση και το άχυρο από την προσπάθεια,
ενώ, αν δεν σκεφτόταν, ίσως και να πέθαινε, αλλά δεν θα πέθαινε ούτε από πείνα,
ούτε από δίψα.
Ό,τι σκέφτομαι ή αισθάνομαι
μετατρέπεται αναπόφευκτα σε αδράνεια, που παίρνει διάφορες μορφές. Η σκέψη, που
για άλλους είναι η πυξίδα της δράσης, για μένα γίνεται το μικροσκόπιό της, και
με κάνει να βλέπω ότι έχω να δρασκελίσω κόσμους ολόκληρους εκεί όπου ένα βηματάκι
θα ήταν αρκετό – ως εάν ο συλλογισμός του Ζήνωνα (που καταδεικνύει ότι το
διάστημα είναι αδιάβατο, αφού είναι απείρως διαιρετό, άρα και άπειρο) να ήταν
ένα περίεργο ναρκωτικό με το οποίο έχει δηλητηριαστεί το νοητικό μου σύστημα.
Όσο για το συναίσθημα, που σε άλλους γλιστράει μέσα στη βούληση όπως το χέρι
μέσα στο γάντι, ή η γροθιά μέσα στον προφυλακτήρα του ξίφους, υπήρξε πάντα για
μένα ένας άλλος τρόπος σκέψης, εξίσου μάταιος με μια κρίση οργής που μας κάνει
να τρέμουμε σε σημείο να μην μπορούμε πια να σαλέψουμε, ένα είδος πανικού της
έξαψης που, όπως ο πανικός του φόβου, κρατάει τον τρομοκρατημένο άνθρωπο
καρφωμένο στο έδαφος, ενώ και ο ίδιος του ο τρόμος θα έπρεπε να τον σπρώχνει
στη φυγή.
Το κείμενο αυτό το υπογράφει ο Άλβαρο
Κοέλιο ντε Ατάιντε, 20ός βαρόνος ντε Τέιβε, που είναι, βέβαια, ένα ακόμη
ετερώνυμο προσωπείο του Fernando
Pessoa. Το «χειρόγραφο που
βρέθηκε σε ένα συρτάρι» έχει συντεθεί λίγα μόλις χρόνια πριν από τον θάνατο του
Pessoa και αποτελεί το
υποτιθέμενα τελευταίο κείμενο που συνέθεσε ο βαρόνος ντε Τέιβε προτού
αυτοκτονήσει. Όπως σημειώνει ο βαρόνος: «Κατόρθωσα να φτάσω στον κορεσμό του
μηδενός, στην πληρότητα του απόλυτου τίποτα. Αυτό που θα με σπρώξει στην
αυτοκτονία θα είναι μια παρόρμηση σαν κι εκείνη που μας παρακινεί να ξυπνάμε
νωρίς.»
Με μια λεπτομερή απόδοση των ιδιαιτεροτήτων
της προσωπικότητάς του ο Pessoa,
μέσω του βαρόνου ντε Τέιβε, επιχειρεί να παρουσιάσει την ψυχική εκείνη
ευαισθησία του που τον καθήλωσε σε μια ζωή αδράνειας και τον απέτρεψε από το να
νιώσει πραγματικό μέλος αυτού του κόσμου. Υπερβολικά ευαίσθητος απέναντι στις
επιθυμίες των άλλων κι απέναντι στην επίγνωση πως κι η παραμικρή του πράξη θα
μπορούσε να έχει αντίκτυπο σε κάποιον συνάνθρωπό του, παρέμεινε να παρατηρεί
αμέτοχος τη ζωή να τον προσπερνά.
«Ποτέ δεν κατάφερα να πιστέψω ότι θα
μπορούσε κανείς, είτε εγώ ο ίδιος είτε οποιοσδήποτε άλλος, να έχει τη
βεβαιότητα ότι θα φέρει κάποια ανακούφιση, πραγματική ή βαθιά, στις δυστυχίες
του ανθρώπου, κι ακόμα λιγότερο να τις γιατρέψει. Ούτε κατάφερα, όμως, να πάψω
να το σκέφτομαι∙ η παραμικρή ανθρώπινη αγωνία -ή και μόνο το να τη φανταστώ-
πάντα μου δημιουργούσε άγχος, κι ακόμα με αναστάτωνε, μου απαγόρευε να
συγκεντρωθώ και ν’ αφιερωθώ στο «εγώ» μου.»
Ο Fernando Pessoa στέκει απέναντι στην ανθρώπινη
δυστυχία μ’ ένα αίσθημα διαρκούς αγωνίας που τον φθείρει αδιάκοπα, εφόσον, αν
και γνωρίζει πως είναι πέρα από τις δυνάμεις οποιουδήποτε ανθρώπου το να
επουλώσει ή να αντιμετωπίσει ουσιαστικά τον πόνο των άλλων, του είναι αδύνατον
να πάψει να σκέφτεται αυτή την επώδυνη πραγματικότητα. Η επίγνωση πως κάποιος
άνθρωπος γύρω του πονά ή ενδέχεται να πονέσει, προκαλεί στον ποιητή ένα ισχυρό
αίσθημα άγχους που δεν του επιτρέπει να αφιερωθεί στον εαυτό του και στα προσωπικά
του ζητήματα.
Μια ευαισθησία απέναντι στη δυστυχία
των άλλων που ξεπερνά τα όρια και που προφανώς φανερώνει την έκταση και την
ένταση της οδύνης που έχει βιώσει ο ίδιος ο ποιητής στη ζωή του. Το γεγονός ότι
το ενδεχόμενο και μόνο να πονέσει κάποιος από τους ανθρώπους του περιβάλλοντός
του, αρκεί για να τον παραλύσει συναισθηματικά, υποδηλώνει πόσο κλονισμένος
είναι. Κι αν ο ίδιος έχει κατορθώσει να προφυλάξει κατά κάποιο τρόπο τον εαυτό
του από τη δυστυχία και τις απογοητεύσεις, εγκαταλείποντας ίσως κάθε φιλοδοξία
και κάθε επιθυμία -(«Τίποτε να μη θέλεις: θα είσαι ελεύθερος.», όπως γράφει ο
ίδιος σε άλλο του ποίημα)-, δεν σημαίνει πως δεν θυμάται τη βαθιά οδύνη της
δυστυχίας. Κάθε αίσθηση πόνου, έτσι, ακόμη κι όταν εντοπίζεται στους άλλους,
είναι ικανή να τον οδηγήσει σε μια κατάσταση πλήρους αποδιοργάνωσης.
«Η πεποίθηση ότι κάθε θεραπευτική της
ψυχής είναι εντελώς ανώφελη θα έπρεπε, αντίθετα, να με υψώσει μέχρι τις κορυφές
της αδιαφορίας, όπου οι γήινες ανησυχίες θα κρύβονταν πίσω από το νεφελώδες πέπλο
αυτής της πεποίθησης. Παρ’ όλα αυτά, όσο δυνατή και να είναι η σκέψη, είναι
εντελώς ανίσχυρη απέναντι στην επανάσταση του συναισθήματος. Είναι αδύνατον να
μην αισθανόμαστε, όπως είναι αδύνατον να μην περπατάμε.»
Ο ποιητής αντιλαμβάνεται πως και μόνο η
βεβαιότητα ότι είναι παντελώς αδύνατο τόσο το να προφυλαχθούν οι άνθρωποι από
τον πόνο όσο και το να μπορέσει κάποιος άλλος να τους προσφέρει ουσιαστική
παρηγοριά, θα έπρεπε να επαρκεί ώστε να τον οδηγήσει σε μια πλήρη
απευαισθητοποίηση∙ θα έπρεπε να επαρκεί ώστε να τον καταστήσει εντελώς αδιάφορο
απέναντι στον πόνο των άλλων ανθρώπων. Εντούτοις, η ευαισθησία του είναι τόσο
ισχυρή, ώστε κάθε ανάλογη προσπάθεια εκλογίκευσης αποτυγχάνει μπροστά στη
συναισθηματική έκρηξη που βιώνει κάθε φορά που έρχεται αντιμέτωπος με τον πόνο
και τη δυστυχία. Παρά την όποια δύναμη μπορεί ν’ αποδοθεί στη λογική σκέψη, ο
ίδιος -όπως και η πλειονότητα των ανθρώπων βέβαια- αισθάνεται έρμαιο των
συναισθημάτων του, μιας και όπως δηλώνει είναι αδύνατον στους ανθρώπους το να
μην αισθάνονται, όπως τους είναι αδύνατον το να μην περπατούν.
Τα συναισθήματα -και κατ’ επέκταση η
καθοριστική επίδρασή τους στον άνθρωπο- είναι απολύτως έμφυτα, και, άρα, δεν
μπορούν να περιοριστούν ή να τεθούν υπό πλήρη έλεγχο, όπως ακριβώς έμφυτη είναι
και η δυνατότητα της κίνησης.
«Παρακολουθώ λοιπόν, όπως
παρακολουθούσα πάντα (από τότε, όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, που νιώθω να βιώνω
τα πιο ευγενή συναισθήματα), τον πόνο, την αδικία και την αθλιότητα που
κυριαρχούν στον κόσμο, όπως ένας παραλυτικός παρακολουθεί τον πνιγμό ενός
ανθρώπου που κανείς, ακόμα και ένας εύρωστος, δεν θα μπορούσε να σώσει.»
Άπραγος, λοιπόν, και αδρανής στέκει ο
ποιητής απέναντι στον πόνο και στη δυστυχία που αντικρίζει γύρω του, όπως
ακριβώς αντιδρούσε από πολύ νωρίς στη ζωή του, παρά το γεγονός ότι είχε πάντοτε
τα πιο ευγενή και ειλικρινή συναισθήματα, μιας και γνωρίζει -ή θέλει να
πιστεύει- πως δεν έχει καμία απολύτως δυνατότητα να βοηθήσει τους συνανθρώπους
του σ’ αυτή την ατομική οδύσσεια που βιώνει κάθε άνθρωπος χωριστά. Όπως,
μάλιστα, το παρουσιάζει ο ίδιος, παρακολουθεί τον πόνο και την αδικία που
υπάρχει στον κόσμο, όπως ένας παράλυτος παρακολουθεί τον πνιγμό ενός
συνανθρώπου του, που κανείς δεν θα μπορούσε να σώσει.
Η αίσθηση παραίτησης απέναντι στα δεινά
του κόσμου∙ απέναντι στην αδικία, τον πόνο και την αθλιότητα, είναι πλήρης,
φανερώνοντας τη διάθεση του μελλοντικού αυτόχειρα βαρόνου ντε Τέιβε να
αναγνωρίσει την απόλυτη ήττα του. Αν, άλλωστε, ο ίδιος οδηγείται στην
αυτοχειρία, είναι, μεταξύ άλλων, διότι έχει αποδεχτεί πως δεν υπάρχει καμία
απολύτως δυνατότητα να αντιμετωπιστεί αυτό το πλαίσιο αδικίας και αθλιότητας
που κυριαρχεί στον κόσμο. Οποιαδήποτε σχετική προσπάθεια θα ήταν εκ προοιμίου
καταδικασμένη, γι’ αυτό και δεν υπάρχει λόγος να ξεκινήσει καν.
«Ο πόνος των άλλων έγινε μέσα μου κάτι
πολύ μεγαλύτερο από έναν απλό πόνο: είναι ο πόνος να τον βλέπω, να βλέπω πως
είναι ανεπανόρθωτος, και τελικά να νιώθω πως η βεβαιότητα ότι είναι
ανεπανόρθωτος με φτωχαίνει ακόμα περισσότερο σε σχέση μ’ αυτή την άχρηστη
ευγένεια του να θέλω να κάνω κάτι προκειμένου να τον επανορθώσω.»
Τα όποια ευγενή συναισθήματα έχει ο
ποιητής κι η όποια επιθυμία του να δράσει κατά τρόπο τέτοιο που θα μπορούσε να
προσφέρει ανακούφιση και παρηγοριά στους συνανθρώπους του που υποφέρουν,
αίρονται από την επώδυνη επίγνωση πως ο πόνος των άλλων είναι απολύτως
ανεπανόρθωτος. Επίγνωση που πολλαπλασιάζει την οδύνη του, μιας και ο ίδιος
υποφέρει όχι μόνο βλέποντας τους ανθρώπους γύρω του να πονούν, αλλά και πολύ
περισσότερο υποφέρει διότι γνωρίζει πως δεν υπάρχει καμία δυνατότητα να
απαλυνθεί ή να θεραπευτεί αυτός ο πόνος. Έτσι, αν και θα ήθελε να κάνει κάτι
για τους άλλους, τελικά το μόνο που του απομένει είναι η γνώση πως κάθε τέτοια
επιθυμία είναι εντελώς ανώφελη∙ διαπίστωση που καθιστά ακόμη πιο έντονη την
αίσθηση αδυναμίας απέναντι στον πόνο και στις αδικίες που βιώνουν οι
συνάνθρωποί του.
«Η έλλειψη ορμής μέσα μου ήταν πάντα,
σε τελική ανάλυση, η πηγή και η αιτία όλων των δεινών μου -το να μην μπορώ να
θελήσω πριν σκεφτώ, το να μην μπορώ να αφοσιωθώ, το να μην μπορώ να πάρω μιαν
απόφαση με τον μόνο τρόπο που αποφασίζουν οι άνθρωποι: με την αποφασιστικότητα,
κι όχι με το μυαλό-, όπως ο γάιδαρος του Μπυριντάν που πεθαίνει πάνω στη
μαθηματική διχοτόμο που χωρίζει το νερό από τη συγκίνηση και το άχυρο από την
προσπάθεια, ενώ, αν δεν σκεφτόταν, ίσως και να πέθαινε, αλλά δεν θα πέθαινε
ούτε από πείνα, ούτε από δίψα.»
Ο ποιητής αναγνωρίζει ως σημαντικότερο
πρόβλημα της προσωπικότητάς του κι ως αιτία όλων των δεινών που αντιμετώπισε
στη ζωή του, την απουσία της εσωτερικής εκείνης ορμής που θα τον οδηγούσε
απευθείας στη δράση, χωρίς να χρειάζεται οι πράξεις του να προκύπτουν ύστερα
από σκέψη. Δεν είχε ποτέ εκείνη τη μορφή βούλησης που θα τον κινητοποιούσε
αμέσως και χωρίς δισταγμούς, μιας και για εκείνον η μόνη δυνατότητα να θελήσει
να κάνει κάτι ή να πάρει μια απόφαση, ήταν να το σκεφτεί πρώτα. Δεν είχε,
λοιπόν, τη δυναμική εκείνη αποφασιστικότητα που σαρώνει τις όποιες επιφυλάξεις
και εξωθεί το άτομο στην αποτελεσματικότητα της ενέργειας. Νιώθει, όπως το
καταγράφει ο ίδιος, σαν τον γάιδαρο εκείνο από το νοητικό πείραμα που σατιρίζει
τον ηθικό ντετερμινισμό του Jean
Buridan -γι’ αυτό και
αποδίδεται σ’ αυτόν-, που ενώ διψά και πεινά εξίσου, όταν τον τοποθετούν
ανάμεσα στο νερό και στο άχυρο, αδυνατεί ν’ αποφασίσει -θύμα της ελευθερίας
επιλογών- μεταξύ των δύο, και πεθαίνει από πείνα κι από δίψα. Κι όμως, τονίζει
ο ποιητής, αν αυτός ο γάιδαρος δεν σκεφτόταν και είχε την αναγκαία
αποφασιστικότητα, δεν θα πέθαινε από στέρηση τροφής ή νερού.
Κατά τον ίδιο τρόπο, λοιπόν, ο ποιητής
βασανίζεται από την έλλειψη αποφασιστικότητας, που τον έχει επί της ουσίας
καθηλώσει στην αναποτελεσματικότητα της αδράνειας.
«Ό,τι σκέφτομαι ή αισθάνομαι
μετατρέπεται αναπόφευκτα σε αδράνεια, που παίρνει διάφορες μορφές. Η σκέψη, που
για άλλους είναι η πυξίδα της δράσης, για μένα γίνεται το μικροσκόπιό της, και
με κάνει να βλέπω ότι έχω να δρασκελίσω κόσμους ολόκληρους εκεί όπου ένα
βηματάκι θα ήταν αρκετό – ως εάν ο συλλογισμός του Ζήνωνα (που καταδεικνύει ότι
το διάστημα είναι αδιάβατο, αφού είναι απείρως διαιρετό, άρα και άπειρο) να
ήταν ένα περίεργο ναρκωτικό με το οποίο έχει δηλητηριαστεί το νοητικό μου
σύστημα.»
Η έλλειψη αποφασιστικότητας του ποιητή
τρέπεται σε πλήρη αδρανοποίηση υπό την πίεση τόσο όσων σκέφτεται όσο και όσων
αισθάνεται. Έτσι, σε αντίθεση με τους άλλους ανθρώπους που αξιοποιούν τις
σκέψεις τους για να οργανώνουν πιο αποτελεσματικά τη δράση τους, για εκείνον η
σκέψη λειτουργεί σαν ένα μικροσκόπιο που μεγεθύνει δραματικά τα όσα έχει να
κάνει προκειμένου να ολοκληρώσει μια πράξη, κάνοντάς τον να αισθάνεται πως έχει
να δρασκελίσει ολόκληρους κόσμους, ενώ στην πραγματικότητα ένα απλό βήμα θα
επαρκούσε για να υλοποιήσει αυτό που είχε κατά νου. Είναι σαν να έχει μολυνθεί
η σκέψη του και να έχει εξωθηθεί σε μια κατάσταση νάρκωσης από το παράδοξο του
Ζήνωνα του Ελεάτη, που ήθελε κάθε πιθανή απόσταση να είναι ανέφικτο να
καλυφθεί, εφόσον κάθε μέρος αυτής της απόστασης μπορεί να διαιρεθεί στο μισό
της και το μισό αυτό σ’ ένα άλλο μισό κι αυτό το μισό με τη σειρά του σ’ ένα
άλλο μισό και ούτω καθεξής, με τις διαιρέσεις αυτές να είναι άπειρες,
καθιστώντας αντιστοίχως άπειρες και τις επιμέρους αποστάσεις που θα έπρεπε
κάποιος να καλύψει, και κατ’ επέκταση αδύνατη την έννοια της κίνησης.
«Όσο για το συναίσθημα, που σε άλλους
γλιστράει μέσα στη βούληση όπως το χέρι μέσα στο γάντι, ή η γροθιά μέσα στον
προφυλακτήρα του ξίφους, υπήρξε πάντα για μένα ένας άλλος τρόπος σκέψης, εξίσου
μάταιος με μια κρίση οργής που μας κάνει να τρέμουμε σε σημείο να μην μπορούμε
πια να σαλέψουμε, ένα είδος πανικού της έξαψης που, όπως ο πανικός του φόβου,
κρατάει τον τρομοκρατημένο άνθρωπο καρφωμένο στο έδαφος, ενώ και ο ίδιος του ο
τρόμος θα έπρεπε να τον σπρώχνει στη φυγή.»
Κι αν η σκέψη αδρανοποιεί τον ποιητή
εφόσον τον οδηγεί στην πεποίθηση πως είναι ανυπέρβλητα τα όσα έχει να
αντιμετωπίσει, εξίσου ανασταλτικά για την όποια απόπειρα δράσης λειτουργούν σ’
εκείνον και τα συναισθήματά του. Ενώ στους άλλους ανθρώπους το συναίσθημα
προσαρμόζεται πλήρως με την επιθυμία τους να δράσουν, για εκείνον, αντιθέτως,
το συναίσθημα είναι σαν ένας άλλος τρόπος σκέψης, που δρα, όπως κι η πραγματική
σκέψη, αποτρεπτικά σε κάθε ενδεχόμενο δράσης. Είναι σαν να οδηγούνται τα
συναισθήματά του πολύ γρήγορα σε τέτοια ένταση, ώστε να τον καθηλώνουν, όπως
ακριβώς ένας πανικός φόβου καθηλώνει τον τρομοκρατημένο άνθρωπο, έστω κι αν
αυτός ο ίδιος ο φόβος θα έπρεπε να λειτουργεί ενισχυτικά στη θέλησή του να
φύγει τρέχοντας.
Ο βαρόνος ντε Τέιβε είναι ένας
άνθρωπος, λοιπόν, που αδυνατεί να δράσει, όπως δρουν οι άλλοι άνθρωποι, καθώς
του λείπει η αποφασιστικότητα κι έχει, συνάμα, να παλέψει και με τα
συναισθήματά του που με την έντασή τους τον παραλύουν∙ είναι, παράλληλα, ένας
άνθρωπος που αναγνωρίζει τη ματαιότητα που διακρίνει την όποια προσπάθεια να
καταπολεμηθεί η αδικία και ο πόνος που μαστίζουν τον κόσμο, έστω κι αν δεν
υπάρχει κάτι που θα το ήθελε περισσότερο. Είναι ένας άνθρωπος που αποδέχεται
πως έχει ηττηθεί σε όλα, έστω κι αν δεν έχει προσπαθήσει για τίποτε, αφού το
μόνο που βλέπει γύρω του είναι ανυπέρβλητα προβλήματα. Είναι ένας άνθρωπος που
δεν μπορεί να δώσει τον αγώνα της ζωής, μιας και δεν έχει τη βούληση εκείνη που
ωθεί τους άλλους σε συνεχή δράση.
«Μάθαμε χτες πως ο κ. Άλβαρο Κοέλιο ντε
Ατάιντε, 20ός Βαρόνος ντε Τέιβε, που ανήκε σε μια από τις πιο επιφανείς
οικογένειες της περιοχής αυτοκτόνησε στο σπίτι του στη Μασιέιρα. Το θλιβερό
τέλος του βαρόνου ντε Τέιβε προκάλεσε φοβερή εντύπωση, καθώς ο μεταστάς
απολάμβανε τη γενική εκτίμηση λόγω της ευγένειας του χαρακτήρα του.»
[Fernando Pessoa, Η αγωγή του στωικού, ΡΟΕΣ microMEGA]