James W Johnson
W. B. Yeats «Η Δευτέρα Παρουσία»
Γυρίζοντας ολοένα σε κύκλους που
πλαταίνουν
το γεράκι δεν μπορεί ν’ ακούσει πια το
γερακάρη∙
τα πάντα γίνουνται κομμάτια∙ το κέντρο
δεν αντέχει∙
ωμή αναρχία λύθηκε στην οικουμένη,
απ’ το αίμα βουρκωμένος λύθηκε ο ποταμός,
και παντού
η τελετή της αθωότητας πνίγεται∙
οι καλύτεροι χωρίς πεποίθηση, ενώ οι
χειρότεροι
είναι γεμάτοι από την ένταση του
πάθους.
Σίγουρα κάποια αποκάλυψη θα είναι
κοντά∙
σίγουρα η Δευτέρα Παρουσία θα είναι
κοντά.
Η Δευτέρα Παρουσία! Δεν πρόφτασα να
σώσω αυτό το λόγο
και μια μεγάλη εικόνα γέννημα του Spiritus Mundi
θολώνει τη ματιά μου: κάπου στην άμμο
της ερήμου
μορφή με σώμα λιονταριού και το σώμα
ανθρώπου,
ένα άδειο βλέμμα κι αλύπητο σαν ήλιος,
κινείται με μηρούς αργούς, καθώς
τριγύρω
στροβιλίζουνται ίσκιοι αγαναχτισμένων
πουλιών.
Το σκοτάδι ξαναπέφτει∙ τώρα όμως ξέρω
πως είκοσι βασανισμένοι αιώνες
πετρωμένου ύπνου
κεντρίστηκαν από ένα λίκνο λικνισμένο
κατά το βραχνά,
και ποιο ανήμερο θεριό, μια που ήρθε
τέλος η ώρα του,
μουντά βαδίζει για να γεννηθεί προς τη
Βηθλεέμ.
Μετάφραση: Γιώργος Σεφέρης
Υπό την επίδραση των γεγονότων του Α΄
Παγκοσμίου Πολέμου ο W. B. Yeats προχωρά
το 1919 στη σύνθεση του εμβληματικού ποιήματος «Η Δευτέρα Παρουσία» στο οποίο
προλέγει τη γέννηση του Θηρίου και την εκκίνηση μιας νέας περιόδου της
ανθρώπινης ιστορίας. Σύμφωνα με την προσωπική θεωρία του Yeats η ιστορία κινείται κυκλικά, σ’ ένα
είδος κωνικών στροβίλων, ξεκινώντας αντίστροφα από το πιο στενό σημείο και
σταδιακά προχωρά στο πλατύτερο, μέχρι του σημείου που ξεπερνά τα όρια του
κώνου, οπότε και αρχίζει μια νέα πορεία. Θεωρούσε, μάλιστα, πως η ολοκλήρωση
κάθε τέτοιας πορείας απαιτούσε περίπου δύο χιλιάδες χρόνια.
Με τη σκέψη πως πλησίαζε η συμπλήρωση
δύο χιλιετιών από την εμφάνιση του Χριστού, ο ποιητής πίστευε πως η ανθρωπότητα
ήταν κοντά στην εκκίνηση μιας νέας, διαφορετικής πορείας, η οποία, ωστόσο,
προμηνύεται δυσοίωνη για το ανθρώπινο γένος.
«Γυρίζοντας ολοένα σε κύκλους που
πλαταίνουν
το γεράκι δεν μπορεί ν’ ακούσει πια το
γερακάρη∙
τα πάντα γίνουνται κομμάτια∙ το κέντρο
δεν αντέχει∙»
Το γεράκι, που μπορεί να εκληφθεί ως
σύμβολο των ανθρώπινων δημιουργημάτων -υλικών και πνευματικών- με τη συνεχή διεύρυνση
του χώρου στον οποίο κινείται, φεύγει σταδιακά από τον έλεγχο του γερακάρη. Με
την εικόνα αυτή, που σε κυριολεκτικό επίπεδο γίνεται εύκολα κατανοητή, ο
ποιητής επιχειρεί να συμβολίσει αφενός την αδυναμία του ανθρώπου να ελέγξει
πλέον τον αντίκτυπο και τις συνέπειες των ποικίλων πολιτικών ή άλλων αντιλήψεών
του, όπως αντιστοίχως και τη χρήση των επιστημονικών του επιτευγμάτων, κι
αφετέρου να παρουσιάσει κατά τρόπο σαφή την κυκλική πορεία της ιστορίας, η
οποία καθώς φτάνει στο πλατύτερο σημείο του κώνου που καθορίζει τα όρια της
είναι έτοιμη να παρεκτραπεί πλήρως από αυτόν.
Η κεντρομόλος δύναμη που διασφαλίζει τη
συνέχιση της ομαλής κυκλικής πορείας της ιστορίας εκφυλίζεται με γοργούς
ρυθμούς, καθώς το κέντρο δεν αντέχει πια να ασκεί την αναγκαία δύναμη έλξης.
Όλα θραύονται∙ γίνονται κομμάτια, και η ανθρώπινη ιστορία είναι έτοιμη να τεθεί
εκτός ελέγχου.
«ωμή αναρχία λύθηκε στην οικουμένη,
απ’ το αίμα βουρκωμένος λύθηκε ο
ποταμός, και παντού
η τελετή της αθωότητας πνίγεται∙»
Ό,τι μπορεί να διαπιστώσει κανείς σε
ολόκληρο τον κόσμο είναι μια ανεξέλεγκτη και ωμή διάθεση αναρχίας, η οποία
καθιστά ατελέσφορη κάθε πιθανή προσπάθεια να επανέλθει η συνύπαρξη των κρατών
σε μια ειρηνική και γόνιμη κανονικότητα. Ένας φονικός ποταμός, μολυσμένος από
το αίμα χιλιάδων ανθρώπων -θύματα του πολέμου που προηγήθηκε-, έχει ξεχυθεί και
πνίγει παντού την αγαθή αθωότητα. Η όποια θέληση να διασφαλιστεί η αθωότητα των
νεότερων αίρεται από το γενικευμένο κλίμα μίσους που παρασύρει το σύνολο της
ανθρωπότητας και το οδηγεί σε μια δίχως διαφαινόμενο τέλος αιματηρή
αντιπαράθεση.
«οι καλύτεροι χωρίς πεποίθηση, ενώ οι
χειρότεροι
είναι γεμάτοι από την ένταση του
πάθους.»
Σε αυτό το κλίμα της διαρκώς
εντεινόμενης εχθρικότητας, οι καλύτεροι από τους πολίτες, αυτοί ακριβώς που
διαθέτουν την απαραίτητη πνευματική νηφαλιότητα, ώστε να αντιληφθούν εγκαίρως
τον ολέθριο χαρακτήρα της ανθρώπινης δράσης, δεν έχουν την απαιτούμενη
πεποίθηση για να σταθούν απέναντι σ’ εκείνους που διασπείρουν το μίσος και να
τους σταματήσουν. Μένουν εγκλωβισμένοι στη διστακτικότητα που γεννά η επίγνωση
της πολλαπλότητας που χαρακτηρίζει την αλήθεια και δε βρίσκουν τη δύναμη να
υπερασπιστούν με πυγή μια μόνο έκφανση της αλήθειας∙ αυτή του αμοιβαίου
συμβιβασμού και της υποχωρητικότητας.
Αντιθέτως, οι χειρότεροι από τους
πολίτες, εκείνοι που βλέπουν τα πράγματα μονόπλευρα, φανατίζονται και δε
διστάζουν να υπερασπιστούν με δογματισμό και ανυποχώρητο πείσμα τις απόψεις
τους. Είναι αυτοί ακριβώς που οδηγούν τις καταστάσεις στα άκρα, αφού δεν χάνουν
ούτε ένα λεπτό με τη σκέψη πως μπορεί να έχει δίκιο και η άλλη πλευρά. Γεμάτοι
από την ένταση του πάθους, πιέζουν ακατάπαυστα, μέχρι να δουν τη δική τους
άποψη να κυριαρχεί, έστω κι αν αυτό σημαίνει το ξεκίνημα φονικών και εν γένει
καταστροφικών εντάσεων.
«Σίγουρα κάποια αποκάλυψη θα είναι
κοντά∙
σίγουρα η Δευτέρα Παρουσία θα είναι
κοντά.»
Ο ποιητής βλέποντας την ανθρωπότητα να
οδηγείται σε ολοένα μεγαλύτερης έντασης πολεμικές αναμετρήσεις, παρασυρμένη από
ένα κύμα μίσους και ανταγωνισμού, αισθάνεται βέβαιος πως βρισκόμαστε κοντά σε
κάποια αποκάλυψη∙ αισθάνεται βέβαιος πως επέρχεται η Δευτέρα Παρουσία. Μια
αναφορά που παραπέμπει εμφανώς στην Αποκάλυψη του Ιωάννη και στην εκεί
διακηρυγμένη πρόθεση του Ιησού να επανέλθει στον κόσμο των ανθρώπων, για να
εκμηδενίσει τη δύναμη του κακού και να κρίνει τους ανθρώπους∙ ζωντανούς και
νεκρούς. Ωστόσο, ο ποιητής, αν και συνδιαλέγεται με το κείμενο του Ιωάννη, δεν
ακολουθεί τη χριστιανική εκδοχή των πραγμάτων. Η δική του αίσθηση είναι πως
ό,τι έρχεται είναι μια νέα εποχή δραστικής επιδείνωσης του ανθρώπινου βίου, για
την οποία ευθύνονται αποκλειστικά οι ίδιοι οι άνθρωποι.
«Η Δευτέρα Παρουσία! Δεν πρόφτασα να
σώσω αυτό το λόγο
και μια μεγάλη εικόνα γέννημα του
Spiritus Mundi
θολώνει τη ματιά μου: κάπου
στην άμμο της ερήμου
μορφή με σώμα λιονταριού και το σώμα
ανθρώπου,
ένα άδειο βλέμμα κι αλύπητο σαν ήλιος,
κινείται με μηρούς αργούς, καθώς
τριγύρω
στροβιλίζουνται ίσκιοι αγαναχτισμένων
πουλιών.»
Αντί, λοιπόν, για τη σωτήρια
επανεμφάνιση του Ιησού, ο ποιητής, στο δικό του προφητικό όραμα, αντικρίζει τη
φρικτή μορφή ενός ολέθριου θηρίου που έχει γεννηθεί από το Πνεύμα του Κόσμου∙ αντικρίζει
ένα θηρίο, που έχει γεννηθεί από τη μιασμένη πια από το μίσος συλλογική
συνείδηση των ανθρώπων. Με την έμμονη προσήλωσή τους στον ανταγωνισμό, στις
φονικές πολεμικές αναμετρήσεις, στον εθνικισμό και στην προάσπιση του ατομικού
τους συμφέροντος, οι ίδιοι οι άνθρωποι γεννούν τη διάδοχη κατάσταση της
ιστορίας τους. Έτσι, η νέα ιστορική περίοδος που ξεκινά θα βρίσκεται υπό τον
έλεγχο ενός ανθρωπόμορφου θηρίου, που δεν θα έχει ίχνος ελέους για τους
ανθρώπους.
Το θηρίο αυτό ξεπροβάλλει κάπου στην
άμμο της ερήμου και με αργές κινήσεις κατευθύνεται προς το χώρο όπου θα
πραγματοποιηθεί η επίσημη «γέννησή» του, ώστε να εγκαινιαστεί η περίοδος της
κυριαρχίας του. Συνοδεύεται, μάλιστα, από αγανακτισμένα όρνεα, που αδημονούν να
ξεσκίσουν τις σάρκες των ανθρώπων∙ εκείνων που θα αποτελέσουν τα θύματα των
νέων, κατά πολύ φονικότερων πολέμων που θα ξεσπάσουν στον κόσμο.
Ο Yeats αντλεί
την ιδέα του θηρίου από την Αποκάλυψη του Ιωάννη, φροντίζει, όμως, να του δώσει
ανθρώπινο σώμα, προκειμένου να είναι προφανής η ευθύνη που βαρύνει τους
ανθρώπους για τη γέννησή του. Το θηρίο-αντίχριστος του Ιωάννη, που λειτουργεί
ως μια ύστατη δοκιμασία της πίστης των ανθρώπων, τρέπεται στο όραμα του ποιητή
σε μια οδυνηρή κλιμάκωση της ανθρώπινης ευθύνης για την πορεία που ακολουθεί η
ιστορία τους. Οι άνθρωποι έσπειραν παντού και με ποικίλους τρόπους το μίσος και
τη διχόνοια, κι οφείλουν πλέον να βιώσουν τις συνέπειες του «έργου» τους.
«Και ἐστάθην ἐπί
την ἄμμον
τῆς
θαλάσσης·
και εἶδον
ἐκ
τῆς
θαλάσσης
θηρίον
ἀναβαῖνον,
ἔχον
κέρατα
δέκα
και κεφαλάς ἑπτά, και ἐπί
τῶν
κεράτων
αὐτοῦ
δέκα
διαδήματα,
και ἐπί
τας κεφαλάς αὐτοῦ ὀνόματα
βλασφημίας.
και το θηρίον ὅ εἶδον
ἦν
ὅμοιον
παρδάλει,
και οἱ
πόδες
αὐτοῦ
ὡς
ἄρκου,
και το στόμα αὐτοῦ
ὡς
στόμα
λέοντος.
και ἔδωκεν
αὐτῷ
ὁ
δράκων
την δύναμιν
αὐτοῦ
και τον θρόνον αὐτοῦ
και ἐξουσίαν
μεγάλην·»
[Αποκάλυψις Ιωάννου κεφ. ιγ΄ 1-2]
«Το σκοτάδι ξαναπέφτει∙ τώρα όμως ξέρω
πως είκοσι βασανισμένοι αιώνες
πετρωμένου ύπνου
κεντρίστηκαν από ένα λίκνο λικνισμένο
κατά το βραχνά,
και ποιο ανήμερο θεριό, μια που ήρθε
τέλος η ώρα του,
μουντά βαδίζει για να γεννηθεί προς τη
Βηθλεέμ.»
Το φρικτό όραμα χάνεται με τον ερχομό
της νύχτας, ο ποιητής είναι όμως βέβαιος πια πως έχει τεθεί σε κίνηση η έλευση
του «ανήμερου» αυτού θηρίου, το οποίο ήδη βαδίζει με αργό ρυθμό προς τη Βηθλεέμ
για να γεννηθεί. Εκεί που κάποτε γεννήθηκε ο Ιησούς για να φέρει στους
ανθρώπους ένα μήνυμα αγάπης και ειρήνευσης, θα ξεκινήσει τη δική του πορεία ένα
αδίστακτο θηρίο για να σπείρει τον όλεθρο. Η ιστορική περίοδος που προηγήθηκε
φτάνει στο τέλος της, έχοντας πρώτα καταφέρει να κυοφορήσει ένα ανελέητο κτήνος,
που το έθρεψε με αιώνες δυστυχίας, μίσους, φθόνου και ασίγαστης εχθρότητας.