Robby Cavanaugh
Κώστας Μόντης «Νύχτες»
Καλά, θ’ απορροφήσουν κάτι από
την έγνοια σου
η μέρα, η κίνηση, η δουλειά σου,
οι φίλοι,
και θα μπορέσεις ύστερα να πας
σε κάνα θέατρο ή κέντρον ή όπου
αλλού.
Όμως όταν τελειώσουν όλα
τα θέατρα και τα κέντρα κλείσουν,
και πουν οι φίλοι καληνύχτα,
και πρέπει να γυρίσεις πια στο
σπίτι, τι θα γίνει;
Το ξέρεις πως σκληρή, αδυσώπητη
σε περιμένει στο κρεβάτι σου η
έγνοια,
Θα ‘σαι μονάχος.
Και τότες θα λογαριαστείτε.
Θες ή δε θες θα μπουν κάτω όλα,
να λογαριαστείτε.
Θα ‘σαι μονάχος
κι ανυπεράσπιστος απ’ τα θέατρα
και τα κέντρα,
κι απ’ τη δουλειά σου και τους
φίλους.
Σε περιμένει στο κρεβάτι σου η
έγνοια.
Θά ‘ρθεις, δεν γίνεται. Είν’ τόσο
σίγουρη γι’ αυτό, και περιμένει.
Είναι στο σπίτι και σε περιμένει.
Από τη συλλογή «Τα τραγούδια της
ταπεινής ζωής» (Λευκωσία 1954)
Το ποίημα του Κώστα Μόντη
αποδίδει με ιδιαίτερα παραστατικό τρόπο μια κατάσταση πολύ οικεία στους
σύγχρονους ανθρώπους, οι οποίοι συχνά, μη θέλοντας ν’ αντιμετωπίσουν κατά
πρόσωπο τα προβλήματα και τις ανησυχίες τους, καταφεύγουν σε ποικίλους
περισπασμούς. Γεμίζουν έτσι το καθημερινό τους πρόγραμμα με διάφορες ασχολίες,
αλλά τελικά το μόνο που κατορθώνουν είναι να ξεχνούν για λίγο αυτό που τους
προβληματίζει, αφού είναι βέβαιο πως, όταν μείνουν μόνοι τους τη νύχτα, η σκέψη
τους θα επιστρέψει στην έγνοια εκείνη που τόσο επίμονα απέφευγαν κατά τη
διάρκεια της ημέρας.
Η χρήση του β΄ ενικού προσώπου,
όπως και το επίρρημα καλά που ξεκινά το ποίημα, δημιουργούν την αίσθηση πως τα
λόγια του ποιητή αποτελούν μιαν απάντηση στο πλαίσιο ενός διαλόγου που κάνει με
κάποιο άλλο πρόσωπο. Επί της ουσίας, όμως, το ποίημα είναι ένας μονόλογος, όπου
ο ποιητής καταγράφει σκέψεις που θα μπορούσαν ν’ απευθύνονται σε κάθε άνθρωπο ή
ακόμη και στον ίδιο του τον εαυτό.
Συνάμα, το β΄ ενικό πρόσωπο, το «εσύ»
στ’ οποίο απευθύνεται ο ποιητής, καθιστά ευκολότερη την ταύτιση του αναγνώστη
με τον αποδέκτη του μεταδιδόμενου μηνύματος. Η τεχνική αυτή, που τη συναντάμε
επίσης σε αρκετά από τα διδακτικά ποιήματα του Κωνσταντίνου Καβάφη, ενισχύει
την αμεσότητα του ποιήματος, του προσδίδει ζωντάνια και φέρνει τον αναγνώστη
πιο κοντά στη συνειδητοποίηση πως ό,τι λέει ο ποιητής βρίσκεται σε στενή
συσχέτιση με τη δική του πραγματικότητα.
Ο ποιητής, πολύ εύστοχα,
αποφεύγει να συγκεκριμενοποιήσει την «έγνοια» που κατατρύχει τον άνθρωπο,
αφήνοντας έτσι ανοιχτή την ερμηνεία της και άρα την πρόσληψη του ποιήματος. Η
έγνοια μπορεί ν’ αφορά κάποιο προσωπικό πρόβλημα, μια υπαρξιακή ανησυχία, ένα
επαγγελματικό ζήτημα ή μια σειρά προβλημάτων που προκαλούν αναστάτωση στον
άνθρωπο και κρατούν δέσμια τη σκέψη του. Η πιθανή της ερμηνεία είναι τόσο
ευρεία όσο ευρύ είναι και το σύνολο των αποδεκτών του ποιήματος, υπό την έννοια
πως κάθε άνθρωπος έχει και διαφορετικές ανησυχίες ή προβλήματα, ανάλογα με την
ηλικία ή τις συγκεκριμένες περιστάσεις που συντρέχουν κάθε φορά στη ζωή του.
Εκείνο, άλλωστε, που επιθυμεί να
τονίσει ο ποιητής είναι η γενικευμένη τάση που υπάρχει στους ανθρώπους ν’
αποφεύγουν, όσο περισσότερο μπορούν, την αντιμετώπιση των προβλημάτων τους. Έτσι,
ενώ θα περίμενε κανείς πως οι άνθρωποι, ιδίως οι ενήλικες, θα είχαν τη δύναμη
και το κουράγιο να σταθούν με αποφασιστικότητα απέναντι στα προβλήματά τους και
να πάρουν τις κατάλληλες αποφάσεις, ώστε να τ’ αντιμετωπίσουν ριζικά, εκείνοι
εμφανίζονται αναβλητικοί και απρόθυμοι να δουν την πραγματικότητα κατάματα. Προτιμούν
να κάνουν οτιδήποτε για να ξεχαστούν, για να κρατήσουν τη σκέψη τους μακριά απ’
την πηγή της ανησυχίας τους, παρά ν’ αντικρίσουν το πρόβλημά τους∙ κάτι που θ’ απαιτούσε ίσως μια
αυστηρή αυτοκριτική και μια γενναία παραδοχή των σφαλμάτων και των ελλείψεών
τους.
Ο ποιητής, βέβαια, επισημαίνει
πόσο ανώφελο είναι ν’ αποφεύγει κανείς τη βασική αιτία του άγχους και της
ανησυχίας του, αφού, όπως και να γίνει, μόλις βρεθεί μόνος του, μακριά από τους
περισπασμούς της σκέψης, θα είναι και πάλι στο έλεος της έγνοιας του. Όσο κι αν
ξεχνιέται κάποιος κατά τη διάρκεια της μέρας, σ’ όσες διασκεδάσεις κι αν
καταφύγει, από τη στιγμή που δεν έχει επιλύσει το πρόβλημά του, από τη στιγμή
που δεν έχει δώσει απάντηση σ’ ό,τι τον απασχολεί, αργά ή γρήγορα θα βρεθεί και
πάλι δέσμιος του άγχους του.
Με την προσωποποίηση μάλιστα της
έγνοιας, η οποία περιμένει υπομονετικά στο κρεβάτι μέχρι να γυρίσει εκείνος που
την αποφεύγει, δημιουργεί ο ποιητής μια εικόνα που δεσμεύει τη φαντασία του αναγνώστη
και καθιστά εναργέστερα σαφές πόσο μάταιο είναι να επιχειρεί κάποιος ν’
αποφύγει την αναμέτρηση με τα προβλήματά του, με την έγνοια του.
Καλά, θ’ απορροφήσουν κάτι από
την έγνοια σου
η μέρα, η κίνηση, η δουλειά σου,
οι φίλοι,
και θα μπορέσεις ύστερα να πας
σε κάνα θέατρο ή κέντρον ή όπου
αλλού.
Όμως όταν τελειώσουν όλα
τα θέατρα και τα κέντρα κλείσουν,
και πουν οι φίλοι καληνύχτα,
και πρέπει να γυρίσεις πια στο
σπίτι, τι θα γίνει;
Ο ποιητής παρουσιάζει με
συνοπτικό τρόπο τις καθημερινές εκείνες δραστηριότητες, υποχρεώσεις και
διασκεδάσεις που μπορούν να λειτουργήσουν ως επαρκείς περισπάσεις για τη σκέψη,
φέρνοντας πολύ σύντομα τον συνομιλητή/αναγνώστη του αντιμέτωπο με την
πραγματικότητα της επιστροφής στο σπίτι, στο χώρο όπου δε θα έχει τρόπο να
διαφύγει από την έγνοια, από τις σκέψεις του.
Έχει ενδιαφέρον να προσέξουμε πως
στο ποίημα γίνεται συνεχής επανάληψη των μέσων εκείνων που βοηθούν τον άνθρωπο
να ξεχαστεί (τα θέατρα, τα κέντρα, η δουλειά, οι φίλοι), στοιχείο που
καθρεφτίζει την καθημερινή παρουσία τους στη ζωή του ανθρώπου. Οι περισπασμοί
της σκέψης υπάρχουν κάθε μέρα, επαναλαμβάνονται κάθε μέρα, ως ρουτίνα, ως
τρόπος ζωής και διασφαλίζουν στον άνθρωπο μια καθημερινή, αλλά προσωρινή
διαφυγή από τις ανησυχίες του.
Εντούτοις, όσο κι αν τον βοηθούν
να ξεχνιέται, δεν του παρέχουν λύση σε ό,τι πραγματικά τον απασχολεί.
Χαρακτηριστικός είναι, άλλωστε, ο τρόπος με τον οποίο ο ποιητής παραθέτει τις
επιλογές διασκέδασης: «σε κάνα θέατρο ή κέντρον ή όπου άλλου», με μια σκόπιμη
αδιαφορία ως προς το τι τελικά μπορεί να επιλέξει για να περάσει την ώρα του,
αφού ούτως ή άλλως όποια κι αν είναι η επιλογή, δεν πρόκειται παρά για μια
ακόμη απέλπιδα προσπάθεια ν’ αποσπάσει τη σκέψη του, να ξεγελάσει το άγχος του.
Ανούσιες διασκεδάσεις, ανώφελη δαπάνη πολύτιμου χρόνου, με μόνο στόχο μια ακόμη
αναβολή εκείνου που έχει πραγματική αξία, της αναμέτρησης δηλαδή του ανθρώπου
με ό,τι τον απασχολεί, με ό,τι τον ανησυχεί.
Το ξέρεις πως σκληρή, αδυσώπητη
σε περιμένει στο κρεβάτι σου η
έγνοια,
Θα ‘σαι μονάχος.
Και τότες θα λογαριαστείτε.
Θες ή δε θες θα μπουν κάτω όλα,
να λογαριαστείτε.
Θα ‘σαι μονάχος
κι ανυπεράσπιστος απ’ τα θέατρα
και τα κέντρα,
κι απ’ τη δουλειά σου και τους
φίλους.
Όταν, λοιπόν, οι ποικίλες
δραστηριότητες της ημέρας τελειώσουν, όταν ο άνθρωπος επιστρέψει στο σπίτι του
κι έρθει η στιγμή που θα ξαπλώσει στο κρεβάτι του, τότε πια θα είναι
ανυπεράσπιστος απέναντι στην έγνοια. Την ώρα που θα θελήσει να κοιμηθεί, την
ώρα που τίποτε δε θα μπορεί ν’ αποσπάσει τη σκέψη του, τότε θα επανέλθει
δεσπόζουσα η έγνοια, τότε θα τον κυριεύσει ολοκληρωτικά το άγχος κι η ανησυχία
του, και θέλοντας ή μη θα πρέπει πια ν’ αντιμετωπίσει ό,τι απέφευγε όλη τη
μέρα.
Η ώρα του ύπνου, η ώρα που ο κάθε
άνθρωπος απομένει μόνος με τις σκέψεις του, είναι ακριβώς η στιγμή που είναι
απόλυτα ευάλωτος σε ό,τι τον προβληματίζει. Όσο εύκολο είναι κατά τη διάρκεια
της μέρας ν’ αποσπάσει τη σκέψη του, τόσο δύσκολο είναι να ξεφύγει από τους
προβληματισμούς του τη στιγμή που απομένει μόνος με τον εαυτό του. Τότε πια
είναι έρμαιο της «σκληρής» και «αδυσώπητης» έγνοιας, που χωρίς κανένα δισταγμό,
χωρίς τίποτε να την εμποδίζει πια καταλαμβάνει πλήρως τη σκέψη και το είναι του
ανθρώπου.
Σε περιμένει στο κρεβάτι σου η
έγνοια.
Θά ‘ρθεις, δεν γίνεται. Είν’ τόσο
σίγουρη γι’ αυτό, και περιμένει.
Είναι στο σπίτι και σε περιμένει.
Η εικόνα που δημιουργεί ο
ποιητής, η βεβαιότητα που αποδίδει στην προσωποποιημένη έγνοια, κι η αίσθηση
του αναπόφευκτου, λειτουργούν καίρια για την αφύπνιση του αναγνώστη. Ο ποιητής
δεν αφήνει κανένα περιθώριο διαφυγής απ’ το άγχος και την έγνοια, θέλοντας να
τονίσει στον αποδέκτη των λόγων του πως δεν υπάρχει κανένας τρόπος να γλιτώσει
από τις ανησυχίες του, πέρα από την αποφασιστική και αποτελεσματική
αντιμετώπιση του προβλήματος που γεννά την έγνοια του.