Design Turnpike
Έκθεση
Γ΄ Λυκείου: Η σημασία διάφορων εκφραστικών επιλογών σ’ ένα κείμενο
Όσον αφορά τη γλώσσα ενός κειμένου
(λεξιλόγιο, στίξη, μορφοσυντακτικά φαινόμενα, γλωσσικές ποικιλίες, λειτουργίες
της γλώσσας, ύφος κ.ά.) επιδιώκεται ο μαθητής να είναι σε θέση:
• να εντοπίζει και να αιτιολογεί
επιλογές του πομπού οι οποίες αφορούν τη χρήση:
- ενεργητικής
ή παθητικής φωνής
-
συγκεκριμένου ρηματικού τύπου (προσώπου/χρόνου/έγκλισης)
- μακροπερίοδου
ή μη λόγου
- παρατακτικού
ή υποτακτικού λόγου
- ρηματικών
ή ονοματικών συνόλων
- αναφορικής
ή ποιητικής λειτουργίας της γλώσσας
- λόγιων ή λαϊκών λέξεων, ειδικού
λεξιλογίου, όρων κ.ά.
[Δείτε: Γλωσσικές επιλογές / Εκφραστικά μέσα (σύμφωνα με το Γλωσσάρι Όρων Γ΄ Λυκείου)]
[Δείτε: Γλωσσικές επιλογές / Εκφραστικά μέσα (σύμφωνα με το Γλωσσάρι Όρων Γ΄ Λυκείου)]
Η
σημασία των χρόνων
Χρόνοι ονομάζονται οι μορφολογικοί τύποι του
ρήματος με τους οποίους δηλώνεται πότε γίνεται αυτό που σημαίνει το ρήμα. Οι
χρόνοι είναι τριών ειδών: α) οι παροντικοί, που δηλώνουν ότι κάτι γίνεται στο
παρόν (ενεστώτας, παρακείμενος), β) οι παρελθοντικοί, που δηλώνουν ότι κάτι
έγινε στο παρελθόν (παρατατικός, αόριστος, υπερσυντέλικος) και γ) οι
μελλοντικοί, που δηλώνουν ότι κάτι θα γίνει στο μέλλον (συνοπτικός μέλλοντας,
εξακολουθητικός μέλλοντας, συντελεσμένος μέλλοντας). Πρέπει να επισημανθεί ότι
τη χρονική αυτή διάσταση την εκφράζουν κυρίως οι τύποι της οριστικής έγκλισης.
Ποιόν
ενέργειας είναι μια
μορφολογική κατηγορία που αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζει ο
ομιλητής το αν η ενέργεια που δηλώνει το ρήμα εμφανίζεται ως ολοκληρωμένη, ως
εξελισσόμενη, ως μοναδικό γεγονός κτλ. Ως προς το ποιόν ενέργειας στην οριστική
διακρίνονται τρία είδη χρόνων: α) οι μη συνοπτικοί ή εξακολουθητικοί
(ενεστώτας, παρατατικός και εξακολουθητικός μέλλοντας), β) οι συνοπτικοί ή
στιγμιαίοι (αόριστος και συνοπτικός μέλλοντας) και γ) οι συντελεσμένοι
(παρακείμενος, υπερσυντέλικος και συντελεσμένος μέλλοντας). Στην υποτακτική
διακρίνονται: η υποτακτική ενεστώτα (λέγεται και εξακολουθητική υποτακτική), η
υποτακτική αορίστου (λέγεται και συνοπτική υποτακτική) και η υποτακτική παρακειμένου
(λέγεται και συντελεσμένη υποτακτική). Στην προστακτική διακρίνονται: η
προστακτική ενεστώτα (λέγεται και εξακολουθητική προστακτική) και η προστακτική
αορίστου (λέγεται και συνοπτική προστακτική).
Ενεστώτας
Ο ενεστώτας φανερώνει αυτό που γίνεται
στο παρόν και βρίσκεται στην εξέλιξή του∙ είναι, επομένως, χρόνο
εξακολουθητικός.
Ο ενεστώτας χρησιμοποιείται ακόμη:
α) Αντί για μέλλοντα και δηλώνει κάτι
που, για κείνον που μιλά, θα γίνει οπωσδήποτε: Αύριο φεύγω για τη Σάμο.
β) Αντί για αόριστο και δίνει ζωντάνια
στην αφήγηση (ιστορικός ή δραματικός ενεστώτας): Καθώς περπατούσα χθες στον
δρόμο βλέπω ξαφνικά την Αθηνά.
γ) Αντί για παρατατικό και δίνει
παραστατικότητα στην αφήγηση: Στα σκοτεινά την έλουζε, στ’ άφεγγα τη χτενίζει (= τη χτένιζε).
δ) Αντί για παρακείμενο και δηλώνει ότι
το αποτέλεσμα συνεχίζει να υπάρχει: Στέκομαι
και κοιτάζω (= έχω σταθεί και εξακολουθώ να είμαι όρθιος).
Παρατατικός
Ο παρατατικός φανερώνει πως εκείνο που
σημαίνει το ρήμα γινόταν στο παρελθόν εξακολουθητικά∙ είναι, επομένως, χρόνο
εξακολουθητικός.
Κάθε πρωί ξυπνούσε στις εφτά.
Αόριστος
Ο αόριστος φανερώνει πως αυτό που
σημαίνει το ρήμα έγινε στο παρελθόν και παρουσιάζεται συνοπτικά (συνοπτικός
τρόπος ή στιγμιαίος), αδιάφορο αν κράτησε πολύ ή λίγο.
Όλα τα χρόνια τα έζησε στο νησί.
Ο αόριστος είναι χρόνος συνοπτικός
(στιγμιαίος). Ο αόριστος χρησιμοποιείται κάποτε:
α) Αντί για ενεστώτα και φανερώνει κάτι
που συνήθως συμβαίνει (= γνωμικός αόριστος). Τον βρίσκουμε συνήθως σε γνωμικά
και σε παροιμίες:
Σαν ποιο χωράφι σπάρθηκε και δε θα το θερίσουν (= σπέρνεται).
β) Αντί για μέλλοντα και φανερώνει κάτι
που είναι τόσο βέβαιο, για κείνον που μιλά, ώστε να το παρουσιάζει ότι έγινε
κιόλας. Η χρήση αυτή αφορά συνήθως τον άτυπο προφορικό λόγο:
Πήγαινε κι έφτασα (= θα φτάσω).
- Ο παρατατικός και ο αόριστος
αναφέρονται και οι δύο στο παρελθόν∙ ο παρατατικός όμως παρουσιάζει μια
ενέργεια ή μια κατάσταση στη διάρκειά της (εξακολουθητικά), ενώ ο αόριστος
παρουσιάζει την ενέργεια ή την κατάσταση στο σύνολό της (συνοπτικά).
Παρακείμενος
Ο παρακείμενος φανερώνει ότι αυτό που
σημαίνει το ρήμα έχει γίνει στο παρελθόν, εξακολουθεί όμως να υπάρχει
αποτελειωμένο (συντελεσμένο) και στο παρόν. Έτσι ο παρακείμενος ανήκει και
στους παροντικούς και στους παρελθοντικούς χρόνους.
Τα νερά έχουν παγώσει (= τα νερά πάγωσαν και εξακολουθούν και τώρα, στο
παρόν, να είναι παγωμένα).
Υπερσυντέλικος
Ο υπερσυντέλικος φανερώνει πως εκείνο
που σημαίνει το ρήμα ήταν τελειωμένο πριν από μια χρονική στιγμή του
παρελθόντος είτε δηλώνεται αυτή είτε εννοείται.
Ο ήλιος είχε ανατείλει, όταν φτάσαμε στο βουνό.
Συνοπτικός
(στιγμιαίος) μέλλοντας
Ο στιγμιαίος μέλλοντας φανερώνει πως
εκείνο που σημαίνει το ρήμα θα γίνει στο μέλλον και παρουσιάζεται συνοπτικά,
αδιάφορο αν θα κρατήσει λίγο ή πολύ.
Θα
δουλέψω σκληρά όλο το
καλοκαίρι.
Εξακολουθητικός
μέλλοντας
Ο εξακολουθητικός μέλλοντας φανερώνει
πως αυτό που σημαίνει το ρήμα θα γίνεται στο μέλλον συνεχώς∙ εξακολουθητικά.
Θα
έρχομαι στις έξι το πρωί και
θα φεύγω στις οχτώ το βράδυ.
Συντελεσμένος
μέλλοντας
Ο συντελεσμένος μέλλοντας φανερώνει πως
εκείνο που σημαίνει το ρήμα θα έχει γίνει πριν από μια χρονική στιγμή του
μέλλοντος είτε δηλώνεται αυτή είτε εννοείται.
Θα
έχω τελειώσει τις
δουλειές μου, όταν έρθεις.
Η
σημασία των εγκλίσεων
Οριστική
Η οριστική φανερώνει το πραγματικό και
το βέβαιο (απλή οριστική). Ή το δυνατό και λέγεται δυνητική οριστική ή το
πιθανό και λέγεται πιθανολογική οριστική.
Απλή οριστική: Το νερό της θάλασσας δεν πίνεται.
Δυνητική οριστική: Θα έδινα τα πάντα, για να πετύχω (= θα μπορούσα να δώσω).
Πιθανολογική οριστική: Δε θέλει να
ακολουθήσει∙ θα κουράστηκε.
Η οριστική μπορεί να δηλώσει επίσης
παράκληση: Δεν έρχεσαι αύριο μαζί
μου στη δουλειά;
Επιπλέον
χρήσεις:
1. Η οριστική του ενεστώτα
χρησιμοποιείται πολλές φορές αντί για προστακτική σε εκδηλώσεις επιθυμίας που
γίνονται με λεπτότητα.
Αν τύχει και αργήσω, με περιμένεις λίγο (= περίμενέ με).
2. Το να με οριστική παρατατικού
χρησιμοποιείται συχνά αντί για προστακτική, για να δηλωθεί παράκληση.
Να
πήγαινες μια στιγμή να δεις
τι κάνει το παιδί (= πήγαινε, σε παρακαλώ).
3. Οριστική παρατατικού, με το θα
μπροστά της, χρησιμοποιείται συχνά αντί για οριστική ενεστώτα σε εκφράσεις που
γίνονται με λεπτότητα.
Θα
σε συμβούλευα να δεις
το έργο αυτό (αντί: σε συμβουλεύω).
Υποτακτική
Η υποτακτική φανερώνει κυρίως το
ενδεχόμενο και το επιθυμητό. Αυτή είναι κυρίως η σημασία της. Μέσα στο λόγο
όμως παίρνει και άλλες σημασίες συγγενικές. Έτσι φανερώνει: προτροπή,
παραχώρηση, ευχή, το δυνατό, απορία, το πιθανό, προσταγή ή απαγόρευση.
Ενδεχόμενο: Αν βρω λίγο χρόνο, θα ζωγραφίσω.
Επιθυμητό: Ας γίνω πρώτα καλά, και βλέπουμε ύστερα.
Παραχώρηση: Ας έρθει κι αυτός, αφού το θέλει.
Απορία: Να το πω; Να μην το πω;
Προσταγή: Μη μου ξαναμιλήσεις.
Η υποτακτική συνοδεύεται από τα μόρια να, ας
καθώς και από τους συνδέσμους: αν, εάν, σαν, όταν, πριν, πριν να, μόλις,
προτού, άμα, να, για να, μη, μήπως.
Προστακτική
Η προστακτική φανερώνει την επιθυμία ως
προσταγή. Ανάλογα όμως με το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται εκείνος που
μιλά, η προσταγή μπορεί να γίνει: προτροπή, απαγόρευση, παράκληση, ευχή, έντονη
ενέργεια.
Ανοίξτε τα παράθυρα.
Έντονη ενέργεια: Λέγε λέγε, πέτυχες το σκοπό σου.
Ευχή: Σύρε, παιδί μου, στο καλό.
Παράκληση: Λυπήσου με, Θεέ μου, στο δρόμο που πήρα.
Η
σημασία των προσώπων
α΄
ενικό πρόσωπο: Ο
γράφων επιλέγει το α΄ ενικό πρόσωπο για να προσδώσει στο κείμενό του προσωπικό
ύφος, ίσως και εξομολογητικό. Το α΄ πρόσωπο ενισχύει την αίσθηση
υποκειμενικότητας, αλλά προσδίδει στο κείμενο ζωντάνια και το καθιστά πιο
οικείο και άμεσο στον αναγνώστη.
β΄
ενικό πρόσωπο: Ο
γράφων επιλέγει το β΄ ενικό πρόσωπο για να δημιουργήσει στον αναγνώστη την
αίσθηση πως απευθύνεται προσωπικά σ’ εκείνον, προσελκύοντας έτσι το ενδιαφέρον
του και καθιστώντας το κείμενο πιο άμεσο. Το β΄ ενικό πρόσωπο χρησιμοποιείται,
επίσης, για να φανεί η παραινετική διάθεση του γράφοντος.
γ΄
ενικό πρόσωπο: Το γ΄
ενικό πρόσωπο είναι αυτό που συνδέεται κυρίως με την αντικειμενικότητα και την
αποστασιοποίηση. Πρόκειται για συνήθη επιλογή όταν ο γράφων θέλει να
παρουσιάσει τις απόψεις που καταγράφει ως γενικά αποδεκτές και αντικειμενικά
αποτιμημένες.
α΄
πληθυντικό πρόσωπο: Με
το πρόσωπο αυτό ο συγγραφέας επιχειρεί να μεταδώσει την αίσθηση πως όσα γράφει
αφορούν τόσο τον ίδιο όσο και όλους τους άλλους πολίτες. Προκύπτει, δηλαδή, μια
αίσθηση συλλογικότητας.
β΄
πληθυντικό πρόσωπο: Το
β΄ πληθυντικό πρόσωπο, όπως και το β΄ ενικό, χρησιμοποιείται για να αποδώσει
τον παραινετικό τόνο, αλλά και για να καταστήσει το κείμενο πιο ενδιαφέρον και
δεσμευτικό για τους αναγνώστες, εφόσον δημιουργεί την αίσθηση πως ο γράφων
απευθύνετε σε αυτούς.
γ΄
πληθυντικό πρόσωπο: Το
πρόσωπο αυτό συνδέεται με την έννοια της αντικειμενικότητας και της
αποστασιοποίησης, όπως και το γ΄ ενικό.
Μακροπερίοδος
ή μη λόγος
- Ο
μακροπερίοδος λόγος, που συχνά βασίζεται στη χρήση υπόταξης, είναι σύνθετος
και άρα πιο απαιτητικός τόσο από τη μεριά του γράφοντος, εφόσον απαιτεί ικανή
γνώση χειρισμού της γλώσσας, όσο και από τη μεριά του αναγνώστη, εφόσον
προϋποθέτει πιο προσεκτική ανάγνωση. Με τον μακροπερίοδο λόγο επιτυγχάνεται η
διατύπωση πιο σύνθετων νοημάτων και η ανάδειξη των ειδικότερων σχέσεων ανάμεσα στις
επιμέρους εκφραζόμενες έννοιες∙ σχέσεις χρονικής ακολουθίας ή αιτιολόγησης,
σχέσεις σκοπού, προσδιορισμού, συμπεράσματος κ.ά.
Παράδειγμα χρήσης μακροπερίοδου λόγου:
Να γιατί η αρχαία τέχνη θα μένει πάντα
πρωτοποριακά επίκαιρη και ζωντανή: είναι η τέχνη πυξίδα και σταθερός
προσανατολισμός, αυτή που δεν γνώρισε αμηχανίες και αγνοεί τα αδιέξοδα, γι’
αυτό και εμπνέει κάθε αναγέννηση, γι’ αυτό και μένει η βάση κάθε πνευματικής
παλιννόστησης προς το ουσιώδες, δηλαδή τη δημιουργία ελευθερίας. [Ελένη
Γλύκατζη-Αρβελέρ]
- Ο
βασιζόμενος σε μικρές περιόδους λόγος είναι εκ των πραγμάτων πιο απλός,
εφόσον επιτρέπει στον αναγνώστη να παρακολουθεί ευκολότερα το ξεδίπλωμα της σκέψης
του γράφοντος. Προκύπτει, έτσι, ένα κείμενο που διαβάζεται πιο γοργά, άρα ένα
κείμενο με μεγαλύτερη ζωντάνια.
Παράδειγμα χρήσης μικρών περιόδων:
Είναι πολύ ευκολότερο να γίνεις «μέγας
ανήρ» παρά να γίνεις «μεγάλος άνθρωπος». Η Ιστορία είναι γεμάτη παραδείγματα
μεγάλων ανδρών. Αλλά έχει πολύ λίγους «ανθρώπους» να παρουσιάσει. [I. Μ. Παναγιωτόπουλος]
Αναφορική
& Ποιητική λειτουργία της γλώσσας
Η αναφορική
λειτουργία της γλώσσας αναφέρεται στη χρήση των λέξεων με την κυριολεκτική,
τη δηλωτική σημασία τους. Πρόκειται για τη χρήση εκείνη που δημιουργεί ένα
αμιγώς πληροφοριακό κείμενο, το οποίο στόχο έχει να δώσει μια σειρά λογικών
προτάσεων και απευθύνεται έτσι στη λογική του δέκτη.
Παράδειγμα αναφορικής λειτουργίας της γλώσσας:
Ποιοι είναι αυτοί οι απλοί κανόνες; Η
διασταύρωση των ειδήσεων. Η συνείδηση της ευθύνης απέναντι στο κοινό και την
κοινωνία. Η περίσκεψη. Η μη δημοσίευση ακόμη και διασταυρωμένων πληροφοριών για
πρόσωπα χωρίς και τη δική τους άποψη. Η αποφυγή κάθε υπερβολής. [Ρ. Σωμερίτης]
Η ποιητική
λειτουργία της γλώσσας αναφέρεται στη χρήση των λέξεων με τη μεταφορική, τη
συνυποδηλωτική τους σημασία. Πρόκειται για τη χρήση εκείνη που αξιοποιεί τη
δυνατότητα της γλώσσας να απομακρυνθεί από την κυριολεξία, μεταδίδοντας ωστόσο
το επιθυμητό μήνυμα μέσω εύλογων συσχετισμών και συνειρμών. Ο λόγος εδώ
απευθύνεται στο συναίσθημα του δέκτη, εφόσον η ποιητική χρήση της γλώσσας
διεγείρει τα συναισθήματά του και προσδίδει επιπλέον επίπεδα συγκινησιακού
φορτίου στο μεταδιδόμενο μήνυμα.
Παράδειγμα ποιητικής λειτουργίας της γλώσσας:
Ιδού η απαρχή της προσπάθειας για γνώση
και για αυτογνωσία, ιδού το πρώτο ερωτηματικό, το για πάντα αναπάντητο, ιδού
η αυγή του μυστηρίου που οδήγησε τον άνθρωπο να γίνει πλάστης αθάνατου
έργου, δημιουργός δηλαδή θεών. Δάμασε η ελληνική τέχνη το ζώο πριν
ανακαλύψει τον τέλειο άνθρωπο. [Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ]
Παρατακτικός
& Υποτακτικός λόγος
Παρατακτική
σύνδεση των προτάσεων ή παράταξη,
έχουμε όταν παρατάσσουμε, όταν δηλαδή τοποθετούμε ισοδύναμες προτάσεις τη μία
δίπλα στην άλλη. Συνδέουμε, επομένως, κύριες προτάσεις μεταξύ τους, ή όμοιες
δευτερεύουσες μεταξύ τους.
Η
παρατακτική σύνδεση γίνεται:
α)
Με τους συμπλεκτικούς συνδέσμους
και (κι), ούτε, μήτε (και ουδέ, μηδέ σε παλιότερα κείμενα). Με τους
συμπλεκτικούς συνδέσμους οι προτάσεις συνδέονται είτε καταφατικά.
β)
Με τους αντιθετικούς συνδέσμους
αλλά, μα, παρά, όμως, ωστόσο, ενώ, μολονότι, αν και, μόνο (που).Με τους
αντιθετικούς συνδέσμους η σύνδεση μπορεί να είναι είτε απλή, π.χ. Δε
θέλει τίποτε άλλο παρά την ησυχία του, είτε επιδοτική, π.χ. Τον
υποχρέωσε όχι μόνο να διαβάζει τα κείμενα που έπαιρνε αλλά και να απαντά σε
όλες τις επιστολές.
γ)
Με τους διαχωριστικούς συνδέσμους
ή, είτε. Με τους διαχωριστικούς συνδέσμους συνδέονται δύο ή περισσότερες
προτάσεις, π.χ. Οι μαθητές και οι μαθήτριες του Γυμνασίου είτε θα είναι στο
σχολείο είτε θα διαβάζουν.
Οι συμπλεκτικοί σύνδεσμοι ούτε και μήτε
μπορούν να χρησιμοποιούνται επίσης ως διαχωριστικοί, όταν εκφράζεται άρνηση,
π.χ. Ούτε ήρθε ούτε έστειλε μήνυμα.
δ)
Με τους συμπερασματικούς
συνδέσμους λοιπόν, ώστε, άρα, επομένως, π.χ. Όλα τα έκανε όπως μας
υποσχέθηκε. Άρα είναι αξιόπιστος άνθρωπος.
Ορισμένοι από τους παρατακτικούς
συνδέσμους που αναφέρθηκαν χρησιμοποιούνται και ως υποτακτικοί, π.χ. ενώ, ώστε,
μολονότι. Στην παρατακτική χρήση των συνδέσμων αυτών προηγείται τελεία ή άνω
τελεία, π.χ. Με ρωτούσε συνεχώς διάφορα πράγματα· ενώ δεν ήξερα τι να του
απαντήσω.
Υποτακτική
σύνδεση των προτάσεων έχουμε
όταν υποτάσσουμε μια δευτερεύουσα πρόταση, όταν δηλαδή την εξαρτούμε από μια
άλλη.
Στην υποτακτική σύνδεση οι προτάσεις
είναι ανόμοιες, δηλαδή η μία κύρια και η άλλη δευτερεύουσα. Κάποτε όμως μια
δευτερεύουσα πρόταση εξαρτάται από άλλη δευτερεύουσα, που συνδέεται υποτακτική
με την κύρια.
Μη την υποτακτική σύνδεση ο λόγος
γίνεται πιο σύνθετος, πιο πυκνός και επιτρέπει την ανάδειξη των ειδικότερων
σχέσεων μεταξύ των εκφραζόμενων εννοιών.
Η
υποτακτική σύνδεση των προτάσεων γίνεται με τους υποτακτικούς συνδέσμους (ειδικοί, χρονικοί,
αιτιολογικοί, υποθετικοί, τελικοί, αποτελεσματικοί, ενδοιαστικοί ή διστακτικοί,
εναντιωματικοί/παραχωρητικοί, συγκριτικός, βουλητικός), με αναφορικές και
ερωτηματικές αντωνυμίες, καθώς και αναφορικά και ερωτηματικά επιρρήματα. Οι
δευτερεύουσες (ή εξαρτημένες) προτάσεις που εισάγονται με τα παραπάνω
χωρίζονται σε δύο κατηγορίες:
α) Στις
ονοματικές προτάσεις, οι οποίες λειτουργούν στον λόγο ως ουσιαστικά
(υποκείμενα, αντικείμενα, ονοματικοί προσδιορισμοί κτλ.) και
β) Στις
επιρρηματικές, οι οποίες λειτουργούν στον λόγο ως προσδιορισμοί του
ρήματος, όπως δηλαδή τα επιρρήματα. Στις επιρρηματικές προτάσεις
περιλαμβάνονται και όσες δηλώνουν παρομοίωση, στέρηση και σύγκριση και
εισάγονται με τα σαν να, χωρίς / δίχως να και παρά να αντίστοιχα.
α. Ονοματικές
προτάσεις
Στις ονοματικές προτάσεις ανήκουν οι
ειδικές, οι βουλητικές, οι ενδοιαστικές, οι πλάγιες ερωτηματικές και οι
αναφορικές ονοματικές προτάσεις.
Ειδικές ονομάζονται οι δευτερεύουσες προτάσεις
που εισάγονται με τους ειδικούς συνδέσμους (πως, που, ότι) και με τις οποίες
εξειδικεύεται κατά κάποιο τρόπο το νόημα του ρήματος ή του ονόματος ή μιας
περίφρασης.
Βουλητικές ονομάζονται οι δευτερεύουσες προτάσεις
που εισάγονται με το να και συμπληρώνουν την έννοια ρημάτων και εκφράσεων που
δηλώνουν συνήθως βούληση, όπως θέλω, ζητώ, προτρέπω, επιθυμώ, εμποδίζω κτλ.
Ενδοιαστικές ονομάζονται οι δευτερεύουσες προτάσεις
που εισάγονται με τους ενδοιαστικούς (ή διστακτικούς) συνδέσμους (μη[ν], μήπως)
και εκφράζουν κάποιο ενδοιασμό για το μήπως γίνει ή δε γίνει κάτι.
Πλάγιες
ερωτηματικές (πλάγιες
ερωτήσεις) ονομάζονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που εισάγονται με
ερωτηματικές αντωνυμίες (ποιος, πόσος, τι κτλ.), με ερωτηματικά επιρρήματα
(πού, πώς, πότε κτλ.) και με ορισμένους συνδέσμους, όπως τους αν, γιατί, μήπως,
και εκφράζουν ερώτηση ή απορία.
β.
Επιρρηματικές προτάσεις
Στις επιρρηματικές προτάσεις ανήκουν οι
αιτιολογικές, οι τελικές, οι αποτελεσματικές, οι υποθετικές, οι
εναντιωματικές-παραχωρητικές, οι χρονικές και οι αναφορικές επιρρηματικές
προτάσεις.
Αιτιολογικές ονομάζονται οι προτάσεις που
εισάγονται με αιτιολογικούς συνδέσμους (γιατί, επειδή, αφού, τι [ποιητικό]) και
με εκφράσεις που χρησιμοποιούνται ως αιτιολογικοί σύνδεσμοι (καθώς, που, μια
και κτλ.) και δηλώνουν την αιτία.
Τελικές
προτάσεις (ή του σκοπού)
ονομάζονται οι προτάσεις που εισάγονται με τους τελικούς συνδέσμους (για να,
να) και δηλώνουν σκοπό.
Αποτελεσματικές
(ή συμπερασματικές)
ονομάζονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που εισάγονται με τους αποτελεσματικούς
συνδέσμους (ώστε, που) και με εκφράσεις αντίστοιχες με τους αποτελεσματικούς
συνδέσμους (ώστε να, που να, για να κτλ.) και δηλώνουν το αποτέλεσμα που
προκύπτει από το νόημα της κύριας πρότασης.
Υποθετικές
ονομάζονται οι δευτερεύουσες προτάσεις
που εισάγονται με τους υποθετικούς συνδέσμους (αν, εάν, άμα) και ανάλογες
εκφράσεις (εφόσον, έτσι και, στην περίπτωση που) και εκφράζουν την προϋπόθεση
που ισχύει, για να γίνει αυτό που δηλώνει η κύρια πρόταση. Μια υποθετική
πρόταση μαζί με την κύρια που την προσδιορίζει αποτελεί έναν υποθετικό λόγο. Η
υποθετική πρόταση λέγεται υπόθεση, ενώ η κύρια απόδοση.
Εναντιωματικές ονομάζονται οι δευτερεύουσες προτάσεις
που εισάγονται με τους εναντιωματικούς /παραχωρητικούς συνδέσμους (αν και, ενώ,
μολονότι) και με λέξεις ή εκφράσεις αντίστοιχες με τους παραπάνω συνδέσμους
(αντί να, παρ' όλο που, ακόμη κι αν, και ας, έστω κι αν κτλ.) και δηλώνουν
αντίθεση προς αυτό που δηλώνει η κύρια πρόταση.
Παραχωρητικές ονομάζονται οι δευτερεύουσες προτάσεις
που εισάγονται με τις εκφράσεις και αν, που να, ας κτλ. και δηλώνουν παραχώρηση
ή και αντίθεση προς αυτό που δηλώνει η κύρια πρόταση, το οποίο θεωρείται
ενδεχόμενο ή μη πραγματικό.
Χρονικές
προτάσεις ονομάζονται οι
δευτερεύουσες προτάσεις που εισάγονται με τους χρονικούς συνδέσμους (όταν, σαν,
ενώ, καθώς, αφού, αφότου, πριν (πριν να), μόλις, προτού, όποτε, ώσπου, ωσότου)
και με λέξεις ή εκφράσεις αντίστοιχες με χρονικούς συνδέσμους (όσο, ό,τι, εκεί
που, έως ότου, κάθε που κτλ.) και δηλώνουν πότε γίνεται αυτό που εκφράζει η
κύρια πρόταση.
Πιο ειδικά, οι χρονικές προτάσεις
εκφράζουν κάτι που έγινε πριν από (προτερόχρονο), μετά από (υστερόχρονο) ή
συγχρόνως με (σύγχρονο) αυτό που εκφράζει η κύρια πρόταση.
γ.
Αναφορικές προτάσεις
Αναφορικές
προτάσεις ονομάζονται οι
δευτερεύουσες προτάσεις που εισάγονται με αναφορικές αντωνυμίες (που, ο οποίος,
όσο, ό,τι κτλ.) και αναφορικά επιρρήματα (όπως, όπου κτλ.) και είτε αναφέρονται
σε κάποιον όρο της κύριας πρότασης (π.χ. Μου έδωσε τις φωτογραφίες που ήθελε)
είτε είναι οι ίδιες όρος της κύριας πρότασης (π.χ. Πηγαίνει όπου θέλει).
Οι προτάσεις που αναφέρονται σε κάποιον
όρο (συνήθως ουσιαστικό) της κύριας πρότασης ονομάζονται επιθετικές (ή εξαρτημένες) αναφορικές προτάσεις.
Εισάγονται με τις αναφορικές αντωνυμίες ο οποίος, η οποία, το οποίο και που και
λειτουργούν ως επιθετικοί προσδιορισμοί. Διακρίνονται
ως προς τη σχέση τους με τον προσδιοριζόμενο όρο σε προσδιοριστικές και σε προσθετικές
ή παραθετικές.
Οι προσδιοριστικές
εξειδικεύουν περισσότερο τον όρο αναφοράς, αφού περιέχουν μια πληροφορία
απαραίτητη για τον ακριβή προσδιορισμό αυτού στο οποίο αναφέρονται, ενώ οι προσθετικές δίνουν μια πρόσθετη
πληροφορία στον όρο αναφοράς, η οποία δεν είναι απαραίτητη για τον ακριβή
προσδιορισμό του, π.χ. Το σχολικό βιβλίο της Γεωγραφίας που διαβάζω δεν το
καταλαβαίνω (προσδιοριστική). Το σχολικό βιβλίο της Γεωγραφίας, που έγραψε η
Αρβανίτη, δεν το καταλαβαίνω (προσθετική).
Οι προσθετικές αναφορικές προτάσεις
μπαίνουν στον γραπτό λόγο ανάμεσα σε κόμματα, ενώ οι προσδιοριστικές δεν
μπαίνουν.
Οι
αναφορικές προτάσεις γενικά διακρίνονται στις ονοματικές και στις
επιρρηματικές.
Ονοματικές
αναφορικές προτάσεις είναι
όσες εισάγονται με αναφορικές αντωνυμίες και λειτουργούν ως ονόματα και
ονοματικές φράσεις. Στον λόγο έχουν θέση υποκειμένου ή αντικειμένου ή
κατηγορουμένου ή προσδιορισμού, π.χ. Όποιος βιάζεται σκοντάφτει (υποκ.).
Ειδικά οι ονοματικές ελεύθερες
αναφορικές προτάσεις εισάγονται με τις αναφορικές αντωνυμίες όποιος, -α, -ο,
όσος, -η, -ο, ό,τι, οποιοσδήποτε κτλ. και δεν έχουν θέση προσδιορισμού, π.χ.
Όποιος δε θέλει να ζυμώσει δέκα μέρες κοσκινίζει (υποκ.). Να του ζητήσεις όσα
θέλεις (αντικ.).
Επιρρηματικές
αναφορικές προτάσεις είναι
όσες εισάγονται με αναφορικά επιρρήματα ή με άλλους αναφορικούς επιρρηματικούς
προσδιορισμούς και λειτουργούν ως επιρρήματα, τα οποία προσδιορίζουν έναν άλλο
όρο μιας πρότασης, συνήθως επιρρηματικό, π.χ. Πήγαινε εκεί όπου θέλεις. Τους
άρεσε το σπίτι όπου πήγαιναν.
Οι σχέσεις που δηλώνουν οι
επιρρηματικές αναφορικές προτάσεις είναι του τόπου (π.χ. Θα φτάσει εκεί όπου θα φτάσεις κι εσύ), του χρόνου (π.χ. Έρχεται όποια στιγμή
θέλει), του τρόπου (π.χ. Του συμπεριφέρεται
όπως νομίζει καλύτερα), του ποσού
(π.χ. Όσο ανεβαίνεις στην κλίμακα της διοίκησης, τόσο πιο δύσκολα γίνονται τα
πράγματα), της συμφωνίας (π.χ. Θα
γίνουν όλα, όπως τα συμφωνήσαμε), της εναντίωσης
(π.χ. Όσο κι αν προσπαθήσει, δε θα τα καταφέρει) και της παρομοίωσης (π.χ.
Πορευόμαστε στην οικονομία όπως πορεύεται η χελώνα στο δάσος).
Ρηματικά
& ονοματικά σύνολα
Όταν ένα σύνολο αντιστοιχεί συντακτικά
με όνομα, το ονομάζουμε ονοματικό σύνολο,
όταν αντιστοιχεί συντακτικά με ρήμα, το ονομάζουμε ρηματικό σύνολο και, όταν αντιστοιχεί συντακτικά με επιρρηματικό
προσδιορισμό, το ονομάζουμε επιρρηματικό
σύνολο.
Το ονοματικό
σύνολο αποτελείται από ένα όνομα μπροστά στο οποίο βρίσκεται άρθρο ή
επίθετο ή αντωνυμία. Κάποτε είναι δυνατόν δύο ονοματικά σύνολα να αποτελούν ένα
ευρύτερο ονοματικό σύνολο. Τα ονοματικά σύνολα προσδίδουν στο λόγο μεγαλύτερη
πυκνότητα και αξιοποιούνται συχνά για την έκφραση αφηρημένων και γενικότερων
εννοιών.
Αποτελούνται από:
άρθρο + ουσιαστικό = Η μαθήτρια
μελετά.
επίθετο + ουσιαστικό = Ήταν εξαιρετικός
γιατρός.
μετοχή + ουσιαστικό = Πιο εκεί υπήρχε
βάλτος με στεκούμενα νερά.
αντωνυμία + σύναρθρο ουσιαστικό = Θέλω εκείνο
το βιβλίο.
σύναρθρο ουσιαστικό + σύναρθρο
ουσιαστικό = Της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά.
α.
Ουσιαστικό με άρθρο
Ο συνδυασμός του άρθρου με ένα
ουσιαστικό αποτελεί στη νέα ελληνική το πιο συχνό σχήμα ονοματικής φράσης. Το
άρθρο, οριστικό και αόριστο, βρίσκεται στην ίδια πτώση, αριθμό και γένος με το
ουσιαστικό, π.χ. η αίθουσα, τα δάπεδα. Βρίσκεται πάντοτε πριν από το
ουσιαστικό.
Ανάμεσα στο άρθρο και το ουσιαστικό
παρεμβάλλονται λέξεις στις εξής περιπτώσεις: α) όταν έχουμε μία ή περισσότερες
λέξεις που χαρακτηρίζουν ή δίνουν μια ιδιότητα στο ουσιαστικό, π.χ. Το μεγάλο
δέντρο. Χρειάζεται μια δική του προσπάθεια,
β) όταν θέλουμε να πετύχουμε κάποιο
ιδιαίτερο ύφος, π.χ. Οι εκτός των πολυτεχνικών σχολών φοιτήτριες.
Η χρήση αυτή ονομάζεται υπερβατό σχήμα.
Μερικές φορές το άρθρο μπορεί να
βρίσκεται πριν από ένα άλλο μέρος του λόγου, εκτός από ουσιαστικό, ή και πριν
από ολόκληρη πρόταση. Στις περιπτώσεις αυτές προσδίδει τη λειτουργία του
ουσιαστικού στο λεκτικό μέρος που ακολουθεί (το ουσιαστικοποιεί), π.χ. Πέρασε
τόσα και τόσα, αλλά δεν άλλαξε τα πιστεύω του. Είναι άχρηστο το να
επαναλαμβάνει συνέχεια τα ίδια πράγματα.
β.
Ουσιαστικό με ουσιαστικό
Πολύ συχνός είναι και ο σχηματισμός
μιας ονοματικής φράσης με τον συνδυασμό δύο ουσιαστικών με ή χωρίς άρθρο. Το
ένα από τα δύο ουσιαστικά προσδιορίζει και συμπληρώνει την έννοια του άλλου. Ο
προσδιορισμός αυτός ονομάζεται ονοματικός προσδιορισμός και είναι δύο ειδών:
α) Ομοιόπτωτος
ονοματικός προσδιορισμός, όταν και τα δύο ουσιαστικά βρίσκονται στην ίδια
πτώση, π.χ. Ο Περικλής, ο γείτονάς σου.
β) Ετερόπτωτος
ονοματικός προσδιορισμός, όταν το ένα από τα δύο ουσιαστικά βρίσκεται σε
διαφορετική πτώση από το άλλο, π.χ. Η ζωή ενός φιλόσοφου.
γ.
Επίθετο με ουσιαστικό
Ο συνδυασμός επιθέτου με ουσιαστικό
είναι πολύ συχνός στις ονοματικές φράσεις. Το επίθετο με το ουσιαστικό
συνδυάζονται σε μια ονοματική φράση με δύο τρόπους, τους εξής: α) να είναι στην
ίδια πτώση, οπότε το επίθετο λειτουργεί ως ομοιόπτωτος προσδιορισμός στο
ουσιαστικό και β) να είναι σε διαφορετική πτώση, οπότε το ουσιαστικό λειτουργεί
ως ετερόπτωτος προσδιορισμός στο επίθετο.
Ρηματικό
σύνολο
Το ρηματικό
σύνολο είναι το λεκτικό σύνολο στο οποίο συνδυάζεται το ρήμα με τα στοιχεία
που το συμπληρώνουν (αντικείμενο, κατηγορούμενο, επιρρηματικά στοιχεία), π.χ. Ο
Παύλος ακούει ραδιόφωνο. Μπορεί να αποτελείται και μόνο από το ρήμα,
π.χ. Η Ζωή παίζει. Πολλές φορές οι λέξεις που αποτελούν τη
ρηματική φράση δένονται νοηματικά τόσο στενά μεταξύ τους που μπορούν να
αποδοθούν και με ένα ρήμα, π.χ. Ο Σωτήρης νιώθει πλήξη → Ο Σωτήρης
πλήττει. Η
ρηματική φράση λειτουργεί ως το στοιχείο που διευκρινίζει, επεξηγεί και
ολοκληρώνει το νόημα που δίνεται σε μια πρόταση.
Αποτελούνται από:
ρήμα + ουσιαστικό = Ο ήλιος φώτισε
τη γη.
ρήμα + επίθετο = Ο ουρανός έγινε
σκοτεινός.
αντωνυμία + ρήμα = Τον αγαπούσαν
όλοι.
ρήμα + απαρέμφατο = Ο κόσμος έχει
αλλάξει.
ρήμα + επίρρημα = Ο γέρος κοίταζε
ήρεμα.
ρήμα + προθετικό σύνολο = Έφυγε για
το χωριό.
σύνδεσμο + ρήμα = Όταν έρθεις,
θα μιλήσουμε.
μόριο + ρήμα = Όταν έρθεις, θα
μιλήσουμε.
Ενεργητική – Παθητική σύνταξη
Πολλές φορές μπορούμε να εκφράσουμε το
ίδιο νόημα και με ενεργητική και με παθητική σύνταξη. Ενεργητική σύνταξη
έχουμε, όταν διατυπώνουμε ένα νόημα με ρήμα ενεργητικής διάθεσης: «Ο ήλιος
θερμαίνει τη γη». Παθητική σύνταξη έχουμε, όταν διατυπώνουμε ένα νόημα με ρήμα
παθητικής διάθεσης: «Η γη θερμαίνεται από τον ήλιο».
Ο εμπρόθετος προσδιορισμός, ο οποίος
αποτελείται από την πρόθεση «από» και αιτιατική ονόματος που φανερώνει το
πρόσωπο ή το πράγμα από το οποίο προέρχεται το πάθημα του υποκειμένου, λέγεται
ποιητικό αίτιο («από τον ήλιο»).
Όμως κάθε προσδιορισμός ρήματος
παθητικής φωνής που αποτελείται από την πρόθεση «από» και αιτιατική δεν είναι
και ποιητικό αίτιο: «Τινάχτηκα από το κρεβάτι πρωί πρωί».
Στην
ενεργητική σύνταξη, που είναι και η πιο συχνή, εξαίρεται το υποκείμενο του
μεταβατικού ρήματος, δηλαδή το πρόσωπο ή το πράγμα που δρα, ενώ στην παθητική
εξαίρεται η δράση που προέρχεται από το ποιητικό αίτιο.
Σημειώσεις:
α) Το ποιητικό αίτιο με τα ρηματικά επίθετα σε –τός εκφέρεται
και με την πρόθεση «σε» και αιτιατική:
Όλοι τον σέβονται = Σεβαστός σε όλους
Όλοι τον γνωρίζουν = Γνωστός σε όλους
Όλοι τον αγαπούν = Αγαπητός σε όλους.
β) Στις παθητικές μετοχές που λήγουν σε –μένος το ποιητικό
αίτιο μπορεί να εκφέρεται και με την πρόθεση «με» και αιτιατική:
Χώμα δροσισμένο με νυχτιάς αγέρι
Χώμα βαφτισμένο με βροχή του
Μάη.
γ) Μερικές φορές το ποιητικό αίτιο, όταν το παθητικό ρήμα
βρίσκεται σε μετοχή Παρακειμένου, είναι ενωμένο με αυτήν ως πρώτο συνθετικό
της:
Τουρκοπατημένος (= πατημένος από τους
Τούρκους)
Ηλιοκαμένος (= καμένος από τον ήλιο.
δ) Το ποιητικό αίτιο παραλείπεται, όταν εννοείται εύκολα από
τα συμφραζόμενα:
Ενώ επέστρεφαν από το χωράφι, έπιασε
βροχή και βράχηκαν.
Μετατροπή της ενεργητικής σύνταξης σε
παθητική
Η Μαρία βρήκε το θησαυρό.
= Ο θησαυρός βρέθηκε από τη Μαρία.
Όταν η ενεργητική σύνταξη μετατρέπεται
σε παθητική (δηλαδή όταν το ρήμα ενεργητικής διαθέσεως γίνεται ρήμα παθητικής
διάθεσης), το αντικείμενο του μονόπτωτου μεταβατικού ρήματος («το θησαυρό»)
γίνεται υποκείμενο του παθητικού («ο θησαυρός») και το υποκείμενό του («η
Μαρία») γίνεται ποιητικό αίτιο στο παθητικό («από τη Μαρία»).
~ Κατά τη μετατροπή της ενεργητικής
σύνταξης σε παθητική, αν το ρήμα είναι δίπτωτο, τότε το έμμεσο αντικείμενο
συνήθως διατηρείται, μπορεί όμως και να γίνει εμπρόθετο.
Ο καθηγητής εξετάζει τους μαθητές
μαθηματικά.
= Οι μαθητές εξετάζονται μαθηματικά από
τον καθηγητή.
= Οι μαθητές εξετάζονται στα μαθηματικά
από τον καθηγητή.
~ Στην περίπτωση των δύο αιτιατικών από
τις οποίες η μία είναι κατηγορούμενο στην άλλη (στο αντικείμενο), τότε κατά τη μετατροπή
της ενεργητικής σύνταξης σε παθητική το αντικείμενο γίνεται υποκείμενο του
παθητικού ρήματος, φυσικά σε πτώση ονομαστική και η δεύτερη αιτιατική που ήταν
κατηγορούμενο του αντικειμένου γίνεται και αυτή ονομαστική και είναι πια
κατηγορούμενο του υποκειμένου του παθητικού ρήματος.
Οι πολίτες εξέλεξαν τον Παύλο νομάρχη.
= Ο Παύλος εκλέχτηκε από τους πολίτες
νομάρχης.
Η συντροφιά χαρακτήρισε τη Φωτεινή
φλύαρη.
= Η Φωτεινή χαρακτηρίστηκε φλύαρη από
τη συντροφιά.
~ Τα ενεργητικά μεταβατικά ρήματα που
λήγουν σε –μαι δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν τα ίδια ως ρήματα παθητικής
διάθεσης. Από τα ρήματα αυτά όσα σχηματίζουν παθητική διάθεση, τη σχηματίζουν
με περίφραση που το ένα μέρος της προέρχεται από το θέμα τους.
Ο υπουργός δέχτηκε το δήμαρχο.
= Ο δήμαρχος έγινε δεκτός από
τον υπουργό.
Οι ισχυροί συνήθως εκμεταλλεύονται τους
αδύναμους.
= Οι αδύναμοι συνήθως γίνονται
αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους ισχυρούς.
Οι εχθροί αντιλήφθηκαν το τέχνασμά μας.
= Το τέχνασμά μας έγινε αντιληπτό
από τους εχθρούς.
Σημειώσεις:
1. Με την ενεργητική σύνταξη εξαίρεται το πρόσωπο (ή το
πράγμα) που δρα, και το γραμματικό υποκείμενο της πρότασης στη σύνταξη αυτή
συμπίπτει με το λογικό υποκείμενο (ο ήλιος θερμαίνει τη γη), ενώ με την
παθητική σύνταξη εξαίρεται μάλλον το αποτέλεσμα της ενέργειας του υποκειμένου
(η γη θερμαίνεται), και το λογικό υποκείμενο σ’ αυτό δηλώνεται έμμεσα, δηλαδή
με τον προσδιορισμό του ποιητικού αιτίου (από τον ήλιο).
2. Με την παθητική σύνταξη: αποκτά ποικιλία η πλοκή του λόγου·
μεταβάλλεται σε υποκείμενο η έννοια που συνήθως παριστάνεται ως αντικείμενο,
εφόσον αυτή κρίνεται το κύριο στοιχείο της πρότασης· δεν ονομάζεται ρητά το
υποκείμενο, όσες φορές κανείς δεν θέλει ή δεν μπορεί να το ονομάσει, όπως συμβαίνει
αυτό πολλές φορές με τα απρόσωπα ρήματα (χιονίζει, αστράφτει, βρέχει κτλ.) που
δηλώνουν απλώς το συμβάν χωρίς να το συσχετίζουν με το υποκείμενο.
3. Το ποιητικό αίτιο παραλείπεται όταν:
~ εννοείται εύκολα από τα συμφραζόμενα
~ είναι άγνωστο
~ δεν θέλουμε να το δηλώσουμε