Άγγελος
Σικελιανός «Πάσχα των Ελλήνων»
Ψυχή, που, κι αλαφρότερη από αφημένο
μήλο,
στα μπλαβά απάνω κύματα, γαλήνια τώρα,
πλες
σαν το νησί π’ αρμένιζε μονάχο, η άγια
Δήλο∙
Ψυχή, που θείες σε ζώσανε δυνάμεις
σιωπηλές,
στο μυστικόν ολάκερη μαγνήτη γυρισμένη,
πέρ’ απ’ των πάγων τα βουνά, το ξέρεις,
μαντική,
των υπερβόρειων η χαρά παρθένων σε
προσμένει,
των κύκνων των χιονοφώτων η δόξα, η
Μουσική.
Όση μας έμεινε πνοή, την κυβερνάει μια
τάξη∙
Όλος μας γίνη ο κάματος αθάνατη θροφή∙
Κι ως το σκουλήκι, ολάκερο π’ αδειάζει
απ’ το μετάξι,
την άξιαν ετοιμάζοντας στο σώμα του
ταφή,
δε μας εμόλεψε καημός η σάρκα αν θα
βαστάξει∙
αλλ’ ως την επλημμύρισε του απέραντου η
αφή
και πόνεσε και πάσχισεν ακέρια να
πετάξει,
α, ποια λαχτάρα αμίλητη την έτρωε και
κρυφή!
Κανένας πια το σύντροφο δε δύνονταν να
κρίνει∙
τι, σμίγοντας τα πρόσωπα στους δείπνους
τη βραδιά,
τα πρόσωπά μας έφεγγαν ως φέγγουν
όμοιοι οι κρίνοι,
κι ως από μιαν ανέβαινεν η ανάσα μας
καρδιά.
«Ποιος αύριον» ελογιάζαμε βουβοί «θε να
προστάξει;»
«Τίνος ο πόνος, άμετρος, στο πέλαο θα
στραφεί;»
«Το δοιάκι ποιος, στον άδηλον αγώνα, θα
βαστάξει;»
Κι όλων τα μάτια ελέγανε, κρυφά: «Εγώ,
αδερφοί!»
Χαράζει τάχα, ω σύντροφοι, μπροστά μας,
ή βραδιάζει;
Το φως που μπήκαμε έμοιασε βαθύ,
παντοτινό∙
κι όλη μας νιώθουμε η καρδιά σα μια
σπονδή ν’ αδειάζει,
από κρατήρα ατίμητο, μπροστά στον
ουρανό.
[Απόσπασμα από την ενότητα «Το τραγούδι
των Αργοναυτών»]
Το «Πάσχα των Ελλήνων» είναι μια
εκτενέστατη ποιητική σύνθεση με την οποία ο Άγγελος Σικελιανός επιχείρησε να
συνδέσει τα σύμβολα της χριστιανικής θρησκείας με αυτά της αρχαιοελληνικής. Ο
ίδιος ο ποιητής είχε αναφέρει τα εξής σχετικά με τον τίτλο του ποιήματος: «Με
τον τίτλο «Πάσχα των Ελλήνων» δεν εννοούσα τίποτα εθνικιστικό, όπως άστοχα
νομίσανε πολλοί, αλλά το Πνευματικό εκείνο Πάσχα του Ηλιακού και του παγκόσμιου
-τέλεια πλέον ωριμασμένου στην εποχή μας- Λόγου, στον οποίον η Ελλάδα
δικαιούνταν να καλέσει μια ώρα όλους τους λαούς της γης.»
«Ψυχή, που, κι αλαφρότερη από αφημένο
μήλο,
στα μπλαβά απάνω κύματα, γαλήνια τώρα,
πλες
σαν το νησί π’ αρμένιζε μονάχο, η άγια
Δήλο∙»
Ο ποιητής προσφωνεί την ψυχή -τη
συλλογική ψυχή των Αργοναυτών- που έχοντας βιώσει τις δοκιμασίες του ταξιδιού κι
έχοντας αντλήσει από αυτές πρωτόγνωρη δύναμη είναι έτοιμη πια να ξεπεράσει την
ατομικότητά της και να αφεθεί στη λυτρωτική συνένωση με την ψυχή του άλλου∙ του
συντρόφου. Εξαγνισμένη και αποδεσμευμένη από τη δύναμη του φόβου, η Ψυχή πλέει
τώρα απολύτως γαλήνια πάνω στα σκούρα κύματα, όπως θα έπλεε ένα μήλο που
παρασύρεται από τη δύναμη του νερού, χωρίς το ίδιο να έχει καμία ανησυχία για
το που οδηγείται, αφού τίποτε δεν κλονίζει την εμπιστοσύνη του στη γνώση και
την πρόνοια της φύσης.
Η Ψυχή πλέει γαλήνια, όπως αρμένιζε
άλλοτε μονάχο του το άγιο νησί της Δήλου∙ το νησί που δέχτηκε πάνω του τη
γέννηση του Απόλλωνα, του θεού του φωτός, της μουσικής και της μαντικής τέχνης.
Μια παρομοίωση ιδιαίτερης νοηματικής σημασίας για το ποίημα, εφόσον το ταξίδι
των Αργοναυτών αποκτά εδώ ως απώτερο προορισμό του τη μυθική χώρα των Υπερβόρειων,
απ’ όπου αντλούσε την καταγωγή του ο Απόλλωνας και όπου, σύμφωνα με την
παράδοση, κατέφευγε συχνά. Είναι, άλλωστε, σημαντικό να ληφθεί υπόψη πως ο
Σικελιανός επιχειρεί να συνδέσει την παλιά με τη νέα θρησκεία, αναζητώντας τα
στοιχεία εκείνα που διατρέχουν διαχρονικά το θρησκευτικό αίσθημα των ανθρώπων.
Ο ίδιος ο Σικελιανός είχε σημειώσει
σχετικά: «Το «Πάσχα των Ελλήνων» είναι η πρώτη αυθόρμητή μου απόπειρα, λοιπόν,
καθολικής μου, μ’ ένα τρόπο, επαφής με το θρησκευτικό αυτό «υποσυνείδητο» -και
που μονάχα ως τέτοιο εγκλείει ακόμα για τον άνθρωπο μια αιώνια σημασία- κι όπως
το εκφράζονταν για μένα τότε, όχι το δόγμα ή η οργάνωση, αλλά ο γνήσιος Μύθος
του Χριστιανισμού. Μύθος που οι ρίζες του βυθίζονται στην ιστορία ολόκληρης της
Ανθρωπότητας: μες σε όλες ανεξαίρετα τις τραγικές της περιπέτειες, μες σ’ όλο
της τον προαιώνιο πόνο, και μες σ’ όλη τη βαθύτερην ελπίδα της κι απαντοχή.»
«Ψυχή, που θείες σε ζώσανε δυνάμεις
σιωπηλές,
στο μυστικόν ολάκερη μαγνήτη γυρισμένη,
πέρ’ απ’ των πάγων τα βουνά, το ξέρεις,
μαντική,
των υπερβόρειων η χαρά παρθένων σε
προσμένει,
των κύκνων των χιονοφώτων η δόξα, η
Μουσική.»
Η Ψυχή περνά τη δοκιμασία του ταξιδιού
-τη δοκιμασία της ζωής- διατηρώντας την εσωτερική της γαλήνη, διότι
συναισθάνεται και προμαντεύει την ύπαρξη μιας επάξιας ανταμοιβής για τους
κόπους και τις οδύνες της. Έχει, έτσι, στραφεί προς το μυστικό εκείνο μαγνήτη,
που της υποδεικνύει τον τελικό της προορισμό, όπου θα γευτεί όλα τα δώρα του
Απόλλωνα. Πέρα από τα βουνά των πάγων, εκεί που βρίσκεται η χώρα των
Υπερβόρειων, η ψυχή θα βιώσει εκ νέου τη χαρά της αγνότητας και θα ευφρανθεί με
τα θεσπέσια άσματα των κύκνων -των ιερών πτηνών του Απόλλωνα- πλήρως δοσμένη
στη λυτρωτική δύναμη της Μουσικής.
Η Ψυχή θα λάβει στο τέλος του ταξιδιού
την ανταμοιβή της, βιώνοντας μια εξιδανικευμένη κατάσταση ευδαιμονίας, η οποία
μας παραπέμπει τόσο στις Νήσους των Μακάρων, της αρχαιοελληνικής μυθολογίας,
όπου μετέβαιναν οι ψυχές των ηρώων, όσο και στον Παράδεισο της χριστιανικής
-αλλά και της ισλαμικής- θρησκείας, όπου θα εγκατασταθούν οι ψυχές των πιστών
μετά θάνατον. Πρόκειται για μια ισχυρή προσδοκία δικαίωσης που διατρέχει διαχρονικά
την ανθρώπινη σκέψη και προσφέρει δύναμη κι απαντοχή στους ανθρώπους απέναντι
στις ποικίλες δυσκολίες της ζωής.
«Όση μας έμεινε πνοή, την κυβερνάει μια
τάξη∙
Όλος μας γίνη ο κάματος αθάνατη θροφή∙
Κι ως το σκουλήκι, ολάκερο π’ αδειάζει
απ’ το μετάξι,
την άξιαν ετοιμάζοντας στο σώμα του
ταφή,
δε μας εμόλεψε καημός η σάρκα αν θα
βαστάξει∙»
Οι Αργοναύτες χάρη στην εμπειρία των
αρχικών δοκιμασιών του ταξιδιού τους, έχουν αποκτήσει μια ακλόνητη αίσθηση
σκοπού, που προσδίδει πλέον νόημα σε κάθε τους πράξη. Ο σωματικός και
πνευματικός κάματος του καθημερινού μόχθου τρέπεται αίφνης μέσα τους σε αθάνατη
τροφή που ισχυροποιεί την ψυχή τους και την προετοιμάζει για την επερχόμενη
διαδικασία της μετάβασης. Η αίσθηση πως το ταξίδι αυτό είναι κάτι πολύ
περισσότερο από μια απλή περιπέτεια∙ η αίσθηση πως ό,τι γίνεται αποτελεί την
προετοιμασία της ψυχής για να περάσει πια στον πνευματικό χώρο της δικαίωσής
της, ισχυροποιεί τη θέλησή τους και δεν αφήνει καμία σκέψη για το αν μπορεί το
σώμα τους ν’ αντέξει τόσους κόπους να μιάνει την πρόθεσή τους να αφοσιωθούν
πλήρως σ’ αυτή τους την προσπάθεια. Μάχονται και ξοδεύουν κάθε σωματική τους
δύναμη, όπως ο μεταξοσκώληκας παράγει -εξαντλώντας τον ίδιο του τον εαυτό- το
μετάξι που θα αποτελέσει τον επάξιο χώρο ταφής του σώματός του.
«αλλ’ ως την επλημμύρισε του απέραντου
η αφή
και πόνεσε και πάσχισεν ακέρια να
πετάξει,
α, ποια λαχτάρα αμίλητη την έτρωε και
κρυφή!»
Η Ψυχή αποκτά μια προνομιακή πρόγευση
της ευδαιμονίας που την προσμένει, βιώνοντας τη βαθιά αίσθηση πληρότητας που
της προσφέρει η επίγνωση πως σύντομα θα συνενωθεί με τη συνολική ουσία που
διατρέχει ολόκληρο το σύμπαν, κι αυτό την εξωθεί να επιδιώξει την πρόωρη
απόσπασή της από το σώμα. Η Ψυχή βιώνει μια συγκλονιστική λαχτάρα να
αποδεσμευτεί από τη σωματική της υπόσταση και να πετάξει ελεύθερη, καθώς
αδημονεί να γνωρίσει την απόλυτη εκείνη ελευθερία που θα της επιτρέψει να γίνει
ένα με καθετί γύρω της∙ την απόλυτη εκείνη ελευθερία που θα της επιτρέψει ν’
αγγίξει και να γνωρίσει διαμιάς τον κόσμο στην ολότητά του.
«Κανένας πια το σύντροφο δε δύνονταν να
κρίνει∙
τι, σμίγοντας τα πρόσωπα στους δείπνους
τη βραδιά,
τα πρόσωπά μας έφεγγαν ως φέγγουν
όμοιοι οι κρίνοι,
κι ως από μιαν ανέβαινεν η ανάσα μας
καρδιά.»
Η κοινή εμπειρία του ταξιδιού κι η από
κοινού αντιμετώπιση όλων των δυσκολιών εδραιώνει μεταξύ των Αργοναυτών μια
άρρηκτη σχέση εμπιστοσύνης και αδελφότητας, η οποία προχωρά, μάλιστα, ως το
σημείο της πλήρους ταύτισης. Κανένας δεν μπορεί πια να κρίνει το σύντροφό του,
αφού όλοι γνωρίζουν και το νιώθουν πως δεν αποτελούν πια μεμονωμένα άτομα, αλλά
μία αδιάσπαστη ενότητα. Το βλέπουν, άλλωστε, όταν μαζεύονται τα βράδια για το
δείπνο τους, ότι τα πρόσωπά τους φέγγουν όπως φέγγουν όμοιοι μεταξύ τους οι
κρίνοι, και το νιώθουν πια πως η ανάσα τους είναι σαν να βγαίνει από μία
καρδιά.
Χάρη σ’ αυτό το ταξίδι μύησης που τους
οδηγεί από τη βίωση της επίμοχθης καθημερινής προσπάθειας σε μια πρόγευση του
θανάτου και στην επίγνωση πως πέρα από τις κοπιώδεις επιδιώξεις της ζωής
βρίσκεται ένα κοινό για όλους πέρασμα σε μια άλλη ευδαιμονική πραγματικότητα,
οι Αργοναύτες αποκτούν μια συνολικότερη θέαση του ανθρώπινου βίου. Μαθαίνουν να
εκτιμούν βαθύτερα την αξία του συντρόφου τους και συνειδητοποιούν πως η πορεία
τους στη ζωή δεν χρειάζεται να είναι μοναχική, αφού μέσα από τη συναδέλφωση και
την αρμονική συνύπαρξη με τους άλλους, μπορούν να λάβουν κάθε αναγκαίο στήριγμα
στην πάλη τους με τις συνεχείς δοκιμασίες που καλούνται να αντιμετωπίσουν.
Η άρση της ατομικότητας δίνεται εδώ
ιδιαιτέρως εμφατικά από τον Σικελιανό, κάτι που μας φέρνει στη σκέψη το γεγονός
πως όταν το 1918 ο ποιητής ξεκινούσε να συνθέτει το «Πάσχα των Ελλήνων» η
Ελλάδα είχε μόλις βγει από την περιπέτεια του Εθνικού Διχασμού -της διένεξης
ανάμεσα στον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον Κωνσταντίνο Α΄-, που είχε οδηγήσει τη
χώρα στη δίνη μιας καταστροφικής διχόνοιας και τις συνέπειες του οποίου θα
βίωναν οι πολίτες για αρκετά χρόνια ακόμη. Έτσι, το «Πάσχα (= πέρασμα) των
Ελλήνων» λαμβάνει, υπό μία έννοια, μια ακόμη νοηματική διάσταση, αφού τρέπεται
στο «Πέρασμα» των Ελλήνων από την οδυνηρή κατάσταση της διχόνοιας και του
διχασμού, στη συνειδητοποίηση της αξίας που έχει η συναδέλφωση των ανθρώπων και
η αδιαπραγμάτευτη διάθεση για αρμονική συνεργασία και συνύπαρξη.
«Ποιος αύριον» ελογιάζαμε βουβοί «θε να
προστάξει;»
«Τίνος ο πόνος, άμετρος, στο πέλαο θα
στραφεί;»
«Το δοιάκι ποιος, στον άδηλον αγώνα, θα
βαστάξει;»
Κι όλων τα μάτια ελέγανε, κρυφά: «Εγώ,
αδερφοί!»
Το ταξίδι των Αργοναυτών -το ταξίδι της
ζωής- λειτουργεί τελικά σαν ένα μάθημα ταπεινοφροσύνης και συντροφικότητας. Ο
εγωκεντρισμός παραμερίζεται και ο πόνος του άλλου γίνεται αίφνης πόνος κοινός
που αντιμετωπίζεται έτσι πιο αποτελεσματικά, αφού τον μοιράζονται όλοι. Καθένας
από τους συντρόφους είναι πρόθυμος να αναλάβει δύσκολες ευθύνες για χάρη των
άλλων και καθένας είναι πρόθυμος να θυσιάσει την ατομικότητά του προκειμένου να
απαλυνθεί η κοινή αγωνία.
Στο ερώτημα ποιος θα επωμιστεί την
ευθύνη για την πορεία που ακολουθεί το κοινό τους ταξίδι∙ ποιος θα αντέξει να
κρατά το τιμόνι σ’ αυτόν τον ακαθόριστο και σκοτεινό αγώνα που έχουν κληθεί να δώσουν,
εμφανίζονται όλοι τους πρόθυμοι να παλέψουν από κοινού, με μια ομοψυχία που
γεννήθηκε από τη βαθιά εκτίμηση και αγάπη που απέκτησαν ο ένας για τον άλλον.
«Χαράζει τάχα, ω σύντροφοι, μπροστά
μας, ή βραδιάζει;
Το φως που μπήκαμε έμοιασε βαθύ,
παντοτινό∙
κι όλη μας νιώθουμε η καρδιά σα μια
σπονδή ν’ αδειάζει,
από κρατήρα ατίμητο, μπροστά στον
ουρανό.»
Καθώς οι Αργοναύτες προσεγγίζουν το
χώρο της κυριαρχίας του Απόλλωνα και περνούν συμβολικά στην περιοχή του
θανάτου, ο ποιητής αποδίδει με έξοχο τρόπο την απορία που γεννιέται στην ψυχή
τους για το αν τελικά ολοκληρώθηκε το ταξίδι τους ή αν μόλις τώρα ξεκινά γι’
αυτούς μια νέα περιπέτεια. Το φως που τους κυκλώνει μοιάζει αινιγματικά
αμφίσημο, όπως το λυκόφως μπορεί να θυμίσει τα χρώματα τ’ ουρανού ακριβώς την
ώρα που ξημερώνει. Έτσι, οι Αργοναύτες δεν είναι βέβαιοι για το αν ό,τι
αντικρίζουν μπροστά τους είναι το χάραμα μιας νέας ημέρας ή το τέλος μιας
άλλης. Το λυκαυγές συγχέεται με το λυκόφως, όπως τα όρια της ζωής συγχέονται
εύλογα με τα όρια του θανάτου, αφού το τέλος της ζωής δεν είναι παρά το πέρασμα
σε μια άλλη μορφή ύπαρξης∙ παντοτινής και αναλλοίωτης πλέον.
Οι Αργοναύτες αφήνονται σε μια ολόψυχη
βίωση του αιώνιου φωτός που κυριαρχεί γύρω τους, νιώθοντας την καρδιά τους ν’
αδειάζει, όπως ακριβώς θα συνέβαινε αν προσέφεραν μια σπονδή στον θεϊκό ουρανό
από έναν κρατήρα ανεκτίμητης αξίας. Η αγωνία κι όλος τους ο πόνος, μα κι ο
θαυμασμός τους κι η ευγνωμοσύνη τους, όλα τα συναισθήματα που συγκρατούσε για
καιρό η καρδιά τους, προσφέρονται τώρα στο γιόρτασμα αυτό του ουράνιου φωτός,
που σηματοδοτεί το «πέρασμά» τους σε μια νέα κατάσταση πνευματικής ύπαρξης∙ το
πέρασμά τους στο χώρο του Παραδείσου.