Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἀναγκάζω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Emily Carter 
 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ναγκάζω»
 
Το α της παραλήγουσας είναι βραχύχρονο
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
ναγκάζω, ναγκάζεις, ναγκάζει, ναγκάζομεν, ναγκάζετε, ναγκάζουσι(ν)
Υποτακτική
ναγκάζω, ναγκάζς, ναγκάζ, ναγκάζωμεν, ναγκάζητε, ναγκάζωσι(ν)
Ευκτική
ναγκάζοιμι, ναγκάζοις, ναγκάζοι, ναγκάζοιμεν, ναγκάζοιτε, ναγκάζοιεν
Προστακτική
---, νάγκαζε, ναγκαζέτω, ---, ναγκάζετε, ναγκαζόντων (ή ναγκαζέτωσαν)
Απαρέμφατο
ναγκάζειν
Μετοχή
ναγκάζων, ναγκάζουσα, ναγκάζον
 
Παρατατικός
Οριστική
νάγκαζον, νάγκαζες, νάγκαζε, ναγκάζομεν, ναγκάζετε, νάγκαζον
 
Μέλλοντας
Οριστική
ναγκάσω, ναγκάσεις, ναγκάσει, ναγκάσομεν, ναγκάσετε, ναγκάσουσι(ν)
Ευκτική
ναγκάσοιμι, ναγκάσοις, ναγκάσοι, ναγκάσοιμεν, ναγκάσοιτε, ναγκάσοιεν
Απαρέμφατο
ναγκάσειν
Μετοχή
ναγκάσων, ναγκάσουσα, ναγκάσον
 
Αόριστος
Οριστική
νάγκασα, νάγκασας, νάγκασε(ν), ναγκάσαμεν, ναγκάσατε, νάγκασαν
Υποτακτική
ναγκάσω, ναγκάσς, ναγκάσ, ναγκάσωμεν, ναγκάσητε, ναγκάσωσι(ν)
Ευκτική
ναγκάσαιμι, ναγκάσαις ή ναγκάσειας, ναγκάσαι ή ναγκάσειε(ν), ναγκάσαιμεν, ναγκάσαιτε, ναγκάσαιεν ή ναγκάσειαν
Προστακτική
---, νάγκασον, ναγκασάτω, ---, ναγκάσατε, ναγκασάντων (ή ναγκασάτωσαν)
Απαρέμφατο
ναγκάσαι
Μετοχή
ναγκάσας, ναγκάσασα, ναγκάσαν
 
Παρακείμενος
Οριστική
νάγκακα, νάγκακας, νάγκακε, ναγκάκαμεν, ναγκάκατε, ναγκάκασι(ν)
 
Υποτακτική
ναγκακώς- ναγκακυα- ναγκακός
ναγκακώς- ναγκακυα- ναγκακός ς
ναγκακώς- ναγκακυα- ναγκακός
ναγκακότες- ναγκακυαι- ναγκακότα μεν
ναγκακότες- ναγκακυαι- ναγκακότα τε
ναγκακότες- ναγκακυαι- ναγκακότα σι
 
Ευκτική
ναγκακώς- ναγκακυα- ναγκακός εην
ναγκακώς- ναγκακυα- ναγκακός εης
ναγκακώς- ναγκακυα- ναγκακός εη
ναγκακότες- ναγκακυαι- ναγκακότα εημεν (εμεν)
ναγκακότες- ναγκακυαι- ναγκακότα εητε (ετε)
ναγκακότες- ναγκακυαι- ναγκακότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
ναγκακώς- ναγκακυα- ναγκακός σθι
ναγκακώς- ναγκακυα- ναγκακός στω
---
ναγκακότες- ναγκακυαι- ναγκακότα στε
ναγκακότες- ναγκακυαι- ναγκακότα στων
 
Απαρέμφατο
ναγκακέναι
Μετοχή
ναγκακώς- ναγκακυα- ναγκακός
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ναγκάκειν, ναγκάκεις, ναγκάκει, ναγκάκεμεν, ναγκάκετε, ναγκάκεσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
ναγκάζομαι, ναγκάζ ή ναγκάζει, ναγκάζεται, ναγκαζόμεθα, ναγκάζεσθε, ναγκάζονται
Υποτακτική
ναγκάζωμαι, ναγκάζ, ναγκάζηται, ναγκαζώμεθα, ναγκάζησθε, ναγκάζωνται
Ευκτική
ναγκαζοίμην, ναγκάζοιο, ναγκάζοιτο, ναγκαζοίμεθα, ναγκάζοισθε, ναγκάζοιντο
Προστακτική
---, ναγκάζου, ναγκαζέσθω, ---, ναγκάζεσθε, ναγκαζέσθων ή ναγκαζέσθωσαν
Απαρέμφατο
ναγκάζεσθαι
Μετοχή
ναγκαζόμενος
ναγκαζομένη
ναγκαζόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
ναγκαζόμην, ναγκάζου, ναγκάζετο, ναγκαζόμεθα, ναγκάζεσθε, ναγκάζοντο
 
Παθητικός Μέλλοντας Α΄
Οριστική
ναγκασθήσομαι, ναγκασθήσ ή ναγκασθήσει, ναγκασθήσεται, ναγκασθησόμεθα, ναγκασθήσεσθε, ναγκασθήσονται
Ευκτική
ναγκασθησοίμην, ναγκασθήσοιο, ναγκασθήσοιτο, ναγκασθησοίμεθα, ναγκασθήσοισθε, ναγκασθήσοιντο
Απαρέμφατο
ναγκασθήσεσθαι
Μετοχή
ναγκασθησόμενος
ναγκασθησομένη
ναγκασθησόμενον
 
Παθητικός Αόριστος Α΄
Οριστική
ναγκάσθην, ναγκάσθης, ναγκάσθη, ναγκάσθημεν, ναγκάσθητε, ναγκάσθησαν
Υποτακτική
ναγκασθ, ναγκασθς, ναγκασθ, ναγκασθμεν, ναγκασθτε, ναγκασθσι(ν)
Ευκτική
ναγκασθείην, ναγκασθείης, ναγκασθείη, ναγκασθείημεν ή ναγκασθεμεν, ναγκασθείητε ή ναγκασθετε, ναγκασθείησαν ή ναγκασθεεν
Προστακτική
---, ναγκάσθητι, ναγκασθήτω, ---, ναγκάσθητε, ναγκασθέντων ή ναγκασθήτωσαν
Απαρέμφατο
ναγκασθναι
Μετοχή
ναγκασθείς
ναγκασθεσα
ναγκασθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
νάγκασμαι, νάγκασαι, νάγκασται, ναγκάσμεθα, νάγκασθε, ναγκασμένοι εσί(ν)
 
Υποτακτική
ναγκασμένος- ναγκασμένη- ναγκασμένον
ναγκασμένος- ναγκασμένη- ναγκασμένον ς
ναγκασμένος- ναγκασμένη- ναγκασμένον
ναγκασμένοι- ναγκασμέναι- ναγκασμένα μεν
ναγκασμένοι- ναγκασμέναι- ναγκασμένα τε
ναγκασμένοι- ναγκασμέναι- ναγκασμένα σι
 
Ευκτική
ναγκασμένος- ναγκασμένη- ναγκασμένον εην
ναγκασμένος- ναγκασμένη- ναγκασμένον εης
ναγκασμένος- ναγκασμένη- ναγκασμένον εη
ναγκασμένοι- ναγκασμέναι- ναγκασμένα εημεν (εμεν)
ναγκασμένοι- ναγκασμέναι- ναγκασμένα εητε (ετε)
ναγκασμένοι- ναγκασμέναι- ναγκασμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, νάγκασο, ναγκάσθω, --- νάγκασθε, ναγκάσθων ή ναγκάσθωσαν
 
Απαρέμφατο
ναγκάσθαι
Μετοχή
ναγκασμένος,
ναγκασμένη,
ναγκασμένον
 
Υπερσυντέλικος
ναγκάσμην, νάγκασο, νάγκαστο, ναγκάσμεθα, νάγκασθε, ναγκασμένοι σαν

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «δύω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Larry Marshall

 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «δύω»
 
(δύω = βυθίζω, εισέρχομαι)
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
δύω, δύεις, δύει, δύομεν, δύετε, δύουσι(ν)
Υποτακτική
δύω, δύς, δύ, δύωμεν, δύητε, δύωσι(ν)
Ευκτική
δύοιμι, δύοις, δύοι, δύοιμεν, δύοιτε, δύοιεν
Προστακτική
---, δε, δυέτω, ---, δύετε, δυόντων (ή δυέτωσαν)
Απαρέμφατο
δύειν
Μετοχή
δύων, δύουσα, δον
 
Παρατατικός
Οριστική
δυον, δυες, δυε, δύομεν, δύετε, δυον
 
Μέλλοντας
Οριστική
δύσω, δύσεις, δύσει, δύσομεν, δύσετε, δύσουσι(ν)
(καταδύσω, καταδύσεις, καταδύσει, καταδύσομεν, καταδύσετε, καταδύσουσι(ν))
Ευκτική
δύσοιμι, δύσοις, δύσοι, δύσοιμεν, δύσοιτε, δύσοιεν
Απαρέμφατο
δύσειν
Μετοχή
δύσων, δύσουσα, δσον
 
Αόριστος
Οριστική
δυσα, δυσας, δυσε(ν), δύσαμεν, δύσατε, δυσαν
Υποτακτική
δύσω, δύσς, δύσ, δύσωμεν, δύσητε, δύσωσι(ν)
Ευκτική
δύσαιμι, δύσαις ή δύσειας, δύσαι ή δύσειε(ν), δύσαιμεν, δύσαιτε, δύσαιεν ή δύσειαν
Προστακτική
---, δσον, δυσάτω, ---, δύσατε, δυσάντων (ή δυσάτωσαν)
Απαρέμφατο
δσαι
Μετοχή
δύσας, δύσασα, δσαν
 
Αόριστος Β΄
Οριστική
δυν, δυς, δυ, δυμεν, δυτε, δυσαν
Υποτακτική
δύω, δύς, δύ, δύωμεν, δύητε, δύωσι(ν)
Ευκτική
---
Προστακτική
--, δ-θι, δύτω, -- δ-τε, δύ-ντων ή δύ-τωσαν
Απαρέμφατο
δ-ναι
Μετοχή
δύς
δσα
δύν
 
Παρακείμενος
Οριστική
δέδυκα, δέδυκας, δέδυκε, δεδύκαμεν, δεδύκατε, δεδύκασι(ν)
 
Υποτακτική
δεδυκώς- δεδυκυα- δεδυκός
δεδυκώς- δεδυκυα- δεδυκός ς
δεδυκώς- δεδυκυα- δεδυκός
δεδυκότες- δεδυκυαι- δεδυκότα μεν
δεδυκότες- δεδυκυαι- δεδυκότα τε
δεδυκότες- δεδυκυαι- δεδυκότα σι
 
Ευκτική
δεδυκώς- δεδυκυα- δεδυκός εην
δεδυκώς- δεδυκυα- δεδυκός εης
δεδυκώς- δεδυκυα- δεδυκός εη
δεδυκότες- δεδυκυαι- δεδυκότα εημεν (εμεν)
δεδυκότες- δεδυκυαι- δεδυκότα εητε (ετε)
δεδυκότες- δεδυκυαι- δεδυκότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
δεδυκώς- δεδυκυα- δεδυκός σθι
δεδυκώς- δεδυκυα- δεδυκός στω
---
δεδυκότες- δεδυκυαι- δεδυκότα στε
δεδυκότες- δεδυκυαι- δεδυκότα στων
 
Απαρέμφατο
δεδυκέναι
Μετοχή
δεδυκώς- δεδυκυα- δεδυκός
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
δεδύκειν, δεδύκεις, δεδύκει, δεδύκεμεν, δεδύκετε, δεδύκεσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
δύομαι, δύ ή δύει, δύεται, δυόμεθα, δύεσθε, δύονται
Υποτακτική
δύωμαι, δύ, δύηται, δυώμεθα, δύησθε, δύωνται
Ευκτική
δυοίμην, δύοιο, δύοιτο, δυοίμεθα, δύοισθε, δύοιντο
Προστακτική
---, δύου, δυέσθω, ---, δύεσθε, δυέσθων ή δυέσθωσαν
Απαρέμφατο
δύεσθαι
Μετοχή
δυόμενος
δυομένη
δυόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
δυόμην, δύου, δύετο, δυόμεθα, δύεσθε, δύοντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
δύσομαι, δύσ ή δύσει, δύσεται, δυσόμεθα, δύσεσθε, δύσονται
Ευκτική
δυσοίμην, δύσοιο, δύσοιτο, δυσοίμεθα, δύσοισθε, δύσοιντο
Απαρέμφατο
δύσεσθαι
Μετοχή
δυσόμενος
δυσομένη
δυσόμενον
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
δυθήσομαι, δυθήσ ή δυθήσει, δυθήσεται, δυθησόμεθα, δυθήσεσθε, δυθήσονται
Ευκτική
δυθησοίμην, δυθήσοιο, δυθήσοιτο, δυθησοίμεθα, δυθήσοισθε, δυθήσοιντο
Απαρέμφατο
δυθήσεσθαι
Μετοχή
δυθησόμενος
δυθησομένη
δυθησόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
δυσάμην, δύσω, δύσατο, δυσάμεθα, δύσασθε, δύσαντο
Υποτακτική
δύσωμαι, δύσ, δύσηται, δυσώμεθα, δύσησθε, δύσωνται
Ευκτική
δυσαίμην, δύσαιο, δύσαιτο, δυσαίμεθα, δύσαισθε, δύσαιντο
Προστακτική
---, δσαι, δυσάσθω, ---, δύσασθε, δυσάσθων ή δυσάσθωσαν
Απαρέμφατο
δύσασθαι
Μετοχή
δυσάμενος
δυσαμένη
δυσάμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
δύθην, δύθης, δύθη, δύθημεν, δύθητε, δύθησαν
Υποτακτική
δυθ, δυθς, δυθ, δυθμεν, δυθτε, δυθσι(ν)
Ευκτική
δυθείην, δυθείης, δυθείη, δυθείημεν ή δυθεμεν, δυθείητε ή δυθετε, δυθείησαν ή δυθεεν
Προστακτική
---, δύθητι, δυθήτω, ---, δύθητε, δυθέντων ή δυθήτωσαν
Απαρέμφατο
δυθναι
Μετοχή
δυθείς
δυθεσα
δυθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
δέδυμαι, δέδυσαι, δέδυται, δεδύμεθα, δέδυσθε, δέδυνται
 
Υποτακτική
δεδυμένος- δεδυμένη- δεδυμένον
δεδυμένος- δεδυμένη- δεδυμένον ς
δεδυμένος- δεδυμένη- δεδυμένον
δεδυμένοι- δεδυμέναι- δεδυμένα μεν
δεδυμένοι- δεδυμέναι- δεδυμένα τε
δεδυμένοι- δεδυμέναι- δεδυμένα σι
 
Ευκτική
δεδυμένος- δεδυμένη- δεδυμένον εην
δεδυμένος- δεδυμένη- δεδυμένον εης
δεδυμένος- δεδυμένη- δεδυμένον εη
δεδυμένοι- δεδυμέναι- δεδυμένα εημεν (εμεν)
δεδυμένοι- δεδυμέναι- δεδυμένα εητε (ετε)
δεδυμένοι- δεδυμέναι- δεδυμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, δέδυσο, δεδύσθω, --- δέδυσθε, δεδύσθων ή δεδύσθωσαν
 
Απαρέμφατο
δεδύσθαι
Μετοχή
δεδυμένος,
δεδυμένη,
δεδυμένον
 
Υπερσυντέλικος
δεδύμην, δέδυσο, δέδυτο, δεδύμεθα, δέδυσθε, δέδυντο
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...