Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἀμελέω-ἀμελῶ»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

iTCHY

 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «μελέω-μελ»
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
μελ, μελες, μελε, μελομεν, μελετε, μελοσι(ν)
Υποτακτική
μελ, μελς, μελ, μελμεν, μελτε, μελσι(ν)
Ευκτική
μελομι, μελος, μελομελοίην, μελοίης, μελοίη), μελομεν, μελοτε, μελοεν
Προστακτική
---, μέλει, μελείτω, ---, μελετε, μελούντων
Απαρέμφατο
μελεν
Μετοχή
μελν, μελοσα, μελον
 
Παρατατικός
Οριστική
μέλουν, μέλεις, μέλει, μελομεν, μελετε, μέλουν
 
Μέλλοντας
Οριστική
μελήσω, μελήσεις, μελήσει, μελήσομεν, μελήσετε, μελήσουσι(ν)
Ευκτική
μελήσοιμι, μελήσοις, μελήσοι, μελήσοιμεν, μελήσοιτε, μελήσοιεν
Απαρέμφατο
μελήσειν
Μετοχή
μελήσων, μελήσουσα, μελσον
 
Αόριστος
Οριστική
μέλησα, μέλησας, μέλησε(ν), μελήσαμεν, μελήσατε, μέλησαν
Υποτακτική
μελήσω, μελήσς, μελήσ, μελήσωμεν, ἀμελήσητε, μελήσωσι(ν)
Ευκτική
μελήσαιμι, μελήσαις - μελήσειας, μελήσαι - μελήσειε(ν), μελήσαιμεν, μελήσαιτε, μελήσαιεν - μελήσειαν
Προστακτική
---, μέλησον, μελησάτω, ---, μελήσατε, μελησάντων (ή μελησάτωσαν)
Απαρέμφατο
μελσαι
Μετοχή
μελήσας, μελήσασα, μελσαν
 
Παρακείμενος
Οριστική
μέληκα, μεληκας, μέληκε, μελήκαμεν, μελήκατε, μελήκασι(ν)
 
Υποτακτική
μεληκώς- μεληκυα- μεληκός
μεληκώς- μεληκυα- μεληκός ς
μεληκώς- μεληκυα- μεληκός
μεληκότες- μεληκυαι- μεληκότα μεν
μεληκότες- μεληκυαι- μεληκότα τε
μεληκότες- μεληκυαι- μεληκότα σι
 
Ευκτική
μεληκώς- μεληκυα- μεληκός εην
μεληκώς- μεληκυα- μεληκός εης
μεληκώς- μεληκυα- μεληκός εη
μεληκότες- μεληκυαι- μεληκότα εημεν (εμεν)
μεληκότες- μεληκυαι- μεληκότα εητε (ετε)
μεληκότες- μεληκυαι- μεληκότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
μεληκώς- μεληκυα- μεληκός σθι
μεληκώς- μεληκυα- μεληκός στω
---
μεληκότες- μεληκυαι- μεληκότα στε
μεληκότες- μεληκυαι- μεληκότα στων
 
Απαρέμφατο
μεληηκέναι
Μετοχή
μεληκώς- μεληκυα- μεληκός
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
μελήκειν, μελήκεις, μελήκει, μελήκεμεν, μελήκετε, μελήκεσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
μελομαι, μελ ή μελε, μελεται, μελούμεθα, μελεσθε, μελονται
Υποτακτική
δικμαι, δικ, δικται, δικώμεθα, δικσθε, δικνται
Ευκτική
μελομην, μελοο, μελοτο, μελοίμεθα, μελοσθε, μελοντο
Προστακτική
---, μελο, μελείσθω, ---, μελεσθε, μελείσθων ή μελείσθωσαν
Απαρέμφατο
μελεσθαι
Μετοχή
μελούμενος
μελουμένη
μελούμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
μελούμην, μελο, μελετο, μελούμεθα, μελεσθε, μελοντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
μεληθήσομαι, μεληθήσ ή μεληθήσει, μεληθήσεται, μεληθησόμεθα, μεληθήσεσθε, μεληθήσονται
Ευκτική
μεληθησοίμην, μεληθήσοιο, μεληθήσοιτο, μεληθησοίμεθα, μεληθήσοισθε, μεληθήσοιντο
Απαρέμφατο
μεληθήσεσθαι
Μετοχή
μεληθησόμενος
μεληθησομένη
μεληθησόμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
μελήθην, μελήθης, μελήθη, μελήθημεν, μελήθητε, μελήθησαν
Υποτακτική
μεληθ, μεληθς, μεληθ, μεληθμεν, μεληθτε, μεληθσι(ν)
Ευκτική
μεληθείην, μεληθείης, μεληθείη, μεληθείημεν ή μεληθεμεν, μεληθείητε ή μεληθετε, μεληθείησαν ή μεληθεεν
Προστακτική
---, μελήθητι, μεληθήτω, ---, μελήθητε, μεληθέντων ή μεληθήτωσαν
Απαρέμφατο
μεληθναι
Μετοχή
μεληθείς
μεληθεσα
μεληθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
μέλημαι, μέλησαι, μέληται, μελήμεθα, μέλησθε, μέληνται
 
Υποτακτική
μελημένος- μελημένη- μελημένον
μελημένος- μελημένη- μελημένον ς
μελημένος- μελημένη- μελημένον
μελημένοι- μελημέναι- μελημένα μεν
μελημένοι- μελημέναι- μελημένα τε
μελημένοι- μελημέναι- μελημένα σι
 
Ευκτική
μελημένος- μελημένη- μελημένον εην
μελημένος- μελημένη- μελημένον εης
μελημένος- μελημένη- μελημένον εη
μελημένοι- μελημέναι- μελημένα εημεν (εμεν)
μελημένοι- μελημέναι- μελημένα εητε (ετε)
μελημένοι- μελημέναι- μελημένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, μέλησο, μελήσθω, ---, μέλησθε, μελήσθων ή μελήσθωσαν
 
Απαρέμφατο
μελσθαι
Μετοχή
μελημένος,
μελημένη,
μελημένον
 
Υπερσυντέλικος
μελήμην, μέλησο, μέλητο, μελήμεθα, μέλησθε, μέληντο

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἀποκρίνομαι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Laura Lein Svencner
 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ποκρίνομαι»
 
Ενεστώτας
Οριστική
ποκρίνομαι, ποκρίν ή ποκρίνει, ποκρίνεται, ποκρινόμεθα, ποκρίνεσθε, ποκρίνονται
Υποτακτική
ποκρίνωμαι, ποκρίν, ποκρίνηται, ποκρινώμεθα, ποκρίνησθε, ποκρίνωνται
Ευκτική
ποκρινοίμην, ποκρίνοιο, ποκρίνοιτο, ποκρινοίμεθα, ποκρίνοισθε, ποκρίνοιντο
Προστακτική
---, ποκρίνου, ποκρινέσθω, ---, ποκρίνεσθε, ποκρινέσθων ή ποκρινέσθωσαν
Απαρέμφατο
ποκρίνεσθαι
Μετοχή
ποκρινόμενος
ποκρινομένη
ποκρινόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
πεκρινόμην, πεκρίνου, πεκρίνετο, πεκρινόμεθα, πεκρίνεσθε, πεκρίνοντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
ποκρινομαι, ποκριν ή ποκρινε, ποκρινεται, ποκρνομεθα, ποκρινεσθε, ποκρινονται
Ευκτική
ποκρινοίμην, ποκρινοο, ποκρινοτο, ποκρινοίμεθα, ποκρινοσθε, ποκρινοντο
Απαρέμφατο
ποκρινεσθαι
Μετοχή
ποκρινούμενος
ποκρινουμένη
ποκρινούμενον
 
Μέλλοντας
Οριστική
ποκριθήσομαι, ποκριθήσ ή ποκριθήσει, ποκριθήσεται, ποκριθησόμεθα, ποκριθήσεσθε, ποκριθήσονται
Ευκτική
ποκριθησοίμην, ποκριθήσοιο, ποκριθήσοιτο, ποκριθησοίμεθα, ποκριθήσοισθε, ποκριχθήσοιντο
Απαρέμφατο
ποκριθήσεσθαι
Μετοχή
ποκριθησόμενος
ποκριθησομένη
ποκριθησόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
πεκρινάμην, πεκρίνω, πεκρίνατο, πεκρινάμεθα, πεκρίνασθε, πεκρίναντο
Υποτακτική
ποκρίνωμαι, ποκρίν, ποκρίνηται, ποκρινώμεθα, ποκρίνησθε, ποκρίνωνται
Ευκτική
ποκριναίμην, ποκρίναιο, ποκρίναιτο, ποκριναίμεθα, ποκρίναισθε, ποκρίναιντο
Προστακτική
---, πόκριναι, ποκρινάσθω, ----, ποκρίνασθε, ποκρινάσθων ή ποκρινάσθωσαν
Απαρέμφατο
ποκρίνασθαι
Μετοχή
ποκρινάμενος, ποκριναμένη, ποκρινάμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
πεκρίθην, πεκρίθης, πεκρίθη, πεκρίθημεν, πεκρίθητε, πεκρίθησαν
Υποτακτική
ποκριθ, ποκριθς, ποκριθ, ποκριθμεν, ποκριθτε, ποκριθσι(ν)
Ευκτική
ποκριθείην, ποκριθείης, ποκριθείη, ποκριθείημεν ή ποκριθεμεν, ποκριθείητε ή ποκριθετε, ποκριθείησαν ή ποκριθεεν
Προστακτική
---, ποκρίθητι, ποκριθήτω, ---, ποκρίθητε, ποκριθέντων ή ποκριθήτωσαν
Απαρέμφατο
ποκριθναι
Μετοχή
ποκριθείς
ποκριθεσα
ποκριθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
ποκέκριμαι, ποκέκρισαι, ποκέκριται, ποκεκρίμεθα, ποκέκρισθε, ποκέκρινται
 
Υποτακτική
ποκεκριμένος- ποκεκριμένη- ποκεκριμένον
ποκεκριμένος- ποκεκριμένη- ποκεκριμένον ς
ποκεκριμένος- ποκεκριμένη- ποκεκριμένον
ποκεκριμένοι- ποκεκριμέναι- ποκεκριμένα μεν
ποκεκριμένοι- ποκεκριμέναι- ποκεκριμένα τε
ποκεκριμένοι- ποκεκριμέναι- ποκεκριμένα σι
 
Ευκτική
ποκεκριμένος- ποκεκριμένη- ποκεκριμένον εην
ποκεκριμένος- ποκεκριμένη- ποκεκριμένον εης
ποκεκριμένος- ποκεκριμένη- ποκεκριμένον εη
ποκεκριμένοι- ποκεκριμέναι- ποκεκριμένα εημεν (εμεν)
ποκεκριμένοι- ποκεκριμέναι- ποκεκριμένα εητε (ετε)
ποκεκριμένοι- ποκεκριμέναι- ποκεκριμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, ποκέκρισο, ποκεκρίσθω, ---, ποκέκρισθε, ποκεκρίσθων ή ποκεκρίσθωσαν
 
Απαρέμφατο
ποκεκρίσθαι
Μετοχή
ποκεκριμένος,
ποκεκριμένη,
ποκεκριμένον
 
Υπερσυντέλικος
πεκεκρίμην, πεκέκρισο, πεκέκριτο, πεκεκρίμεθα, πεκέκρισθε, πεκέκριντο
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...