Ανδρέας Λασκαράτος «Στο καλοκαίρι» Καλοκαίρι
σε λένε ειρωνικώς. Κακοκαίρι
ήθελ’ είναι το όνομά σου. Εσύ
μας καις, μας ψένεις ανηλεώς*· Και
ξεραίνεις τη Γη με τη φωτιά σου, Μας
λύεις*, μας λιώνεις, μας ρουφάς, μας τρως, Σύρε
στην κατάρα μας, σύρε χάσου. Γιατί
εσύ ‘σαι ο καιρός ο πλέα* κακός, Ο
Χειμώνας είν’ άγιος εμπροστά σου. *
* Κακοκαίρι
ξερό και διψασμένο, Σύρε
στο πυρ το εξώτερο όθε* εβγήκες, Γιατί
βεβαίως εκείθε είσαι βγαλμένο. Μας
γεμίζεις κουνούπια, σκορπιούς, σφήκες, Και
κάθ’ άλλο ερπετό φαρμακεμένο. Με
την τόση φωτιά σου εδώ που εμπήκες. Ναι,
ξέρω, θα μου πεις Πως
με τα ‘πωρικά* σου μας δροσίζεις. Μα
φύγε, να χαθείς, Και
χάρου τα όλα κείνα που χαρίζεις. *
ανηλεώς: χωρίς έλεος, χωρίς οίκτο * Μας λυεις (λυω): μας διαλύεις * πλέα: πιο *
όθε: απ’ όπου * τα ‘πωρικά (το οπωρικό): τα φρούτα «Καλοκαίρι
σε λένε ειρωνικώς. Κακοκαίρι
ήθελ’ είναι το όνομά σου.» Ο
Ανδρέας Λασκαράτος προσεγγίζει με σατιρικό τρόπο μια, κατά τη γνώμη του,
λανθασμένη άποψη σχετικά με την περίοδο του καλοκαιριού. Το όνομα που έχει
δοθεί στη θερινή περίοδο, «καλοκαίρι», δεν είναι κυριολεκτικό, αλλά περισσότερο
ένας ειρωνικός ευφημισμός, διότι οι υψηλές θερμοκρασίες του αποτελούν στην
πραγματικότητα κακό καιρό. Υπ’ αυτή την έννοια η εποχή του θέρους θα έπρεπε να
ονομάζεται «κακοκαίρι», ώστε να αποδίδεται κυριολεκτικά η κατάσταση που βιώνουν
οι άνθρωποι κατά τη διάρκειά του. Φροντίζει, μάλιστα, ο ποιητής να τεκμηριώσει
τη θέση του επικαλούμενος τα δεινά που προκαλεί η αυξημένη θερμοκρασία του
καλοκαιριού. «Εσύ
μας καις, μας ψένεις ανηλεώς*· Και
ξεραίνεις τη Γη με τη φωτιά σου, Μας
λύεις, μας λιώνεις, μας ρουφάς, μας τρως,» Απευθυνόμενος
στο προσωποποιημένο «καλοκαίρι» ο ποιητής αναφέρει τις κατηγορίες που του
προσάπτει. Το καλοκαίρι «ψήνει» αλύπητα τους ανθρώπους με την αδιάκοπη ζέστη
του, ξεραίνει τη γη και επιβαρύνει σημαντικά την υγεία των ανθρώπων. Οι
παρατεταμένες υψηλές θερμοκρασίες προκαλούν στους ανθρώπους δυσφορία και
αίσθημα κόπωσης, εφόσον τους είναι δύσκολο να διαχειριστούν τη ζέστη, η οποία
δυσχεραίνει τις καθημερινές τους δραστηριότητες. Με τη χρήση ασύνδετου σχήματος
και μεταφορικού λόγου, ο ποιητής καταγράφει το πώς βιώνουν οι άνθρωποι τον
αντίκτυπο της υψηλής θερμοκρασίας στο σώμα τους. Οι άνθρωποι νιώθουν σαν να
λιώνουν από τη ζέστη, εξαντλούνται και υποφέρουν. «Σύρε
στην κατάρα μας, σύρε χάσου. Γιατί
εσύ ‘σαι ο καιρός ο πλέα κακός, Ο
Χειμώνας είν’ άγιος εμπροστά σου.» Η
αγανάκτηση του ποιητή με το καλοκαίρι γίνεται αντιληπτή σε λεκτικό επίπεδο με την
επανάληψη της προστακτικής «σύρε» στα δύο ημιστίχια. Την πρώτη φορά ο ποιητής
καταριέται το καλοκαίρι και τη δεύτερη ζητά από αυτό να φύγει και να χαθεί,
διότι δεν είναι επιθυμητό στους ανθρώπους. Το καλοκαίρι, σε αντίθεση με ό,τι
δηλώνει το όνομά του, είναι στην πραγματικότητα ο πιο κακός καιρός. Είναι,
μάλιστα, τόσο δυσάρεστες οι συνθήκες που επικρατούν κατά τη διάρκειά του, ώστε
ο χειμώνας να θεωρείται «άγιος» συγκριτικά με εκείνο. Όσο κι αν το κρύο
χαρακτηρίζεται «άσχημος» καιρός, είναι πιο εύκολα αντιμετωπίσιμο από τους ανθρώπους
συγκριτικά με τη ζέστη, η οποία καταντά ανυπόφορη και τρομερά εξαντλητική. «Κακοκαίρι
ξερό και διψασμένο, Σύρε
στο πυρ το εξώτερο όθε εβγήκες, Γιατί
βεβαίως εκείθε είσαι βγαλμένο.» Με
μια ακόμη επανάληψη της προστακτικής «σύρε» ο ποιητής απαιτεί από το καλοκαίρι -το
οποίο αποκαλεί με το ορθό του όνομα «κακοκαίρι- να επιστρέψει στην κόλαση, από
την οποία είναι βέβαιο ότι προήλθε. Το καλοκαίρι είναι περίοδος λειψυδρίας και
δίψας, ταλαιπωρίας και ενόχλησης, οπότε είναι σίγουρο πως έχει έρθει από το «πυρ
το εξώτερο» για να βασανίζει τους ανθρώπους, κι όχι για να τους ευχαριστεί. «Μας
γεμίζεις κουνούπια, σκορπιούς, σφήκες, Και
κάθ’ άλλο ερπετό φαρμακεμένο. Με
την τόση φωτιά σου εδώ που εμπήκες.» Η
προέλευση του καλοκαιριού από την κόλαση πιστοποιείται, άλλωστε, από το γεγονός
πως με τον ερχομό του φέρνει μια σειρά φαρμακερών ερπετών και εντόμων. Ο τόπος
γεμίζει με κουνούπια, σκορπιούς και σφήκες, τα οποία επιδεινώνουν την κατάσταση
για τους ανθρώπους και θέτουν ακόμη περισσότερο σε κίνδυνο την υγεία τους. «Ναι,
ξέρω, θα μου πεις Πως
με τα ‘πωρικά σου μας δροσίζεις. Μα
φύγε, να χαθείς, Και
χάρου τα όλα κείνα που χαρίζεις.» Στο
πλαίσιο της επινοημένης αυτής συζήτησης με το καλοκαίρι, ο ποιητής προλαβαίνει
τον αντίλογο του καλοκαιριού πως δεν φέρνει μόνο ζέστη, αλλά και γευστικά
φρούτα με τα οποία δροσίζει τους ανθρώπους, απορρίπτοντας την προσφορά του αυτή
ως περιττή. Ο ποιητής αισθάνεται τόσο ταλαιπωρημένος από τη ζέστη, ώστε θεωρεί
αδιάφορα τα «δώρα» του καλοκαιριού, γι’ αυτό και του ζητά επιτακτικά να φύγει
και να χαθεί από τη ζωή των ανθρώπων. Το καλοκαίρι ας χαρεί τα δωρήματά του
μόνο του, μακριά από τους ανθρώπους που τόσο έχουν βασανιστεί εξαιτίας του.