Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἀνδραποδίζω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Dominic Piperata
 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «νδραποδίζω»
 
νδραποδίζω = καθιστώ κάποιον δούλο
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
νδραποδίζω, νδραποδίζεις, νδραποδίζει, νδραποδίζομεν, νδραποδίζετε, νδραποδίζουσι(ν)
Υποτακτική
νδραποδίζω, νδραποδίζς, νδραποδίζ, νδραποδίζωμεν, νδραποδίζητε, νδραποδίζωσι(ν)
Ευκτική
νδραποδίζοιμι, νδραποδίζοις, νδραποδίζοι, νδραποδίζοιμεν, νδραποδίζοιτε, νδραποδίζοιεν
Προστακτική
---, νδραπόδιζε, νδραποδιζέτω, ---, νδραποδίζετε, νδραποδιζόντων (ή νδραποδιζέτωσαν)
Απαρέμφατο
νδραποδίζειν
Μετοχή
νδραποδίζων, νδραποδίζουσα, νδραποδίζον
 
Παρατατικός
Οριστική
νδραπόδιζον, νδραπόδιζες, νδραπόδιζε, νδραποδίζομεν, νδραποδίζετε, νδραπόδιζον
 
Μέλλοντας
Οριστική
νδραποδι, νδραποδιες, νδραποδιε, νδραποδιομεν, νδραποδιετε, νδραποδιοσι(ν)
Ευκτική
νδραποδιομι, νδραποδιος, νδραποδιονδραποδιοίην, νδραποδιοίης, νδραποδιοίη), νδραποδιομεν, νδραποδιοτε, νδραποδιοεν
Απαρέμφατο
νδραποδιεν
Μετοχή
νδραποδιν, νδραποδιοσα, νδραποδιον
 
Αόριστος
Οριστική
νδραπόδισα, νδραπόδισας, νδραπόδισε(ν), νδραποδίσαμεν, νδραποδίσατε, νδραπόδισαν
Υποτακτική
νδραποδίσω, νδραποδίσς, νδραποδίσ, νδραποδίσωμεν, νδραποδίσητε, νδραποδίσωσι(ν)
Ευκτική
νδραποδίσαιμι, νδραποδίσαις ή νδραποδίσειας, νδραποδίσαι ή νδραποδίσειε(ν), νδραποδίσαιμεν, νδραποδίσαιτε, νδραποδίσαιεν ή νδραποδίσειαν
Προστακτική
---, νδραπόδισον, νδραποδισάτω, ---, νδραποδίσατε, νδραποδισάντων (ή νδραποδισάτωσαν)
Απαρέμφατο
νδραποδίσαι
Μετοχή
νδραποδίσας, νδραποδίσασα, νδραποδίσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
νδραποδίζομαι, νδραποδίζ ή νδραποδίζει, νδραποδίζεται, νδραποδιζόμεθα, νδραποδίζεσθε, νδραποδίζονται
Υποτακτική
νδραποδίζωμαι, νδραποδίζ, νδραποδίζηται, νδραποδιζώμεθα, νδραποδίζησθε, νδραποδίζωνται
Ευκτική
νδραποδιζοίμην, νδραποδίζοιο, νδραποδίζοιτο, νδραποδιζοίμεθα, νδραποδίζοισθε, νδραποδίζοιντο
Προστακτική
---, νδραποδίζου, νδραποδιζέσθω, ---, νδραποδίζεσθε, νδραποδιζέσθων ή νδραποδιζέσθωσαν
Απαρέμφατο
νδραποδίζεσθαι
Μετοχή
νδραποδιζόμενος
νδραποδιζομένη
νδραποδιζόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
νδραποδιζόμην, νδραποδίζου, νδραποδίζετο, νδραποδιζόμεθα, νδραποδίζεσθε, νδραποδίζοντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
νδραποδιομαι, νδραποδι ή νδραποδιε, νδραποδιεται, νδραποδιούμεθα, νδραποδιεσθε, νδραποδιονται
Ευκτική
νδραποδιοίμην, νδραποδιοο, νδραποδιοτο, νδραποδιοίμεθα, νδραποδιοσθε, νδραποδιοντο
Απαρέμφατο
νδραποδιεσθαι
Μετοχή
νδραποδιούμενος
νδραποδιουμένη
νδραποδιούμενον
 
Παθητικός Μέλλοντας Α΄
Οριστική
νδραποδισθήσομαι, νδραποδισθήσ ή νδραποδισθήσει, νδραποδισθήσεται, νδραποδισθησόμεθα, νδραποδισθήσεσθε, νδραποδισθήσονται
Ευκτική
νδραποδισθησοίμην, νδραποδισθήσοιο, νδραποδισθήσοιτο, νδραποδισθησοίμεθα, νδραποδισθήσοισθε, νδραποδισθήσοιντο
Απαρέμφατο
νδραποδισθήσεσθαι
Μετοχή
νδραποδισθησόμενος
νδραποδισθησομένη
νδραποδισθησόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
νδραποδισάμην, νδραποδίσω, νδραποδίσατο, νδραποδισάμεθα, νδραποδίσασθε, νδραποδίσαντο
Υποτακτική
νδραποδίσωμαι, νδραποδίσ, νδραποδίσηται, νδραποδισώμεθα, νδραποδίσησθε, νδραποδίσωνται
Ευκτική
νδραποδισαίμην, νδραποδίσαιο, νδραποδίσαιτο, νδραποδισαίμεθα, νδραποδίσαισθε, νδραποδίσαιντο
Προστακτική
---, νδραπόδισαι, νδραποδισάσθω, ---, νδραποδίσασθε, νδραποδισάσθων ή νδραποδισάσθωσαν
Απαρέμφατο
νδραποδίσασθαι
Μετοχή
νδραποδισάμενος
νδραποδισαμένη
νδραποδισάμενον
 
Παθητικός Αόριστος Α΄
Οριστική
νδραποδίσθην, νδραποδίσθης, νδραποδίσθη, νδραποδίσθημεν, νδραποδίσθητε, νδραποδίσθησαν
Υποτακτική
νδραποδισθ, νδραποδισθς, νδραποδισθ, νδραποδισθμεν, νδραποδισθτε, νδραποδισθσι(ν)
Ευκτική
νδραποδισθείην, νδραποδισθείης, νδραποδισθείη, νδραποδισθείημεν ή νδραποδισθεμεν, νδραποδισθείητε ή νδραποδισθετε, νδραποδισθείησαν ή νδραποδισθεεν
Προστακτική
---, νδραποδίσθητι, νδραποδισθήτω, ---, νδραποδίσθητε, νδραποδισθέντων ή νδραποδισθήτωσαν
Απαρέμφατο
νδραποδισθναι
Μετοχή
νδραποδισθείς
νδραποδισθεσα
νδραποδισθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
νδραπόδισμαι, νδραπόδισαι, νδραπόδισται, νδραποδίσμεθα, νδραπόδισθε, νδραποδισμένοι εσί(ν)
 
Υποτακτική
νδραποδισμένος- νδραποδισμένη- νδραποδισμένον
νδραποδισμένος- νδραποδισμένη- νδραποδισμένον ς
νδραποδισμένος- νδραποδισμένη- νδραποδισμένον
νδραποδισμένοι- νδραποδισμέναι- νδραποδισμένα μεν
νδραποδισμένοι- νδραποδισμέναι- νδραποδισμένα τε
νδραποδισμένοι- νδραποδισμέναι- νδραποδισμένα σι
 
Ευκτική
νδραποδισμένος- νδραποδισμένη- νδραποδισμένον εην
νδραποδισμένος- νδραποδισμένη- νδραποδισμένον εης
νδραποδισμένος- νδραποδισμένη- νδραποδισμένον εη
νδραποδισμένοι- νδραποδισμέναι- νδραποδισμένα εημεν (εμεν)
νδραποδισμένοι- νδραποδισμέναι- νδραποδισμένα εητε (ετε)
νδραποδισμένοι- νδραποδισμέναι- νδραποδισμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, νδραπόδισο, νδραποδίσθω, --- νδραπόδισθε, νδραποδίσθων ή νδραποδίσθωσαν
 
Απαρέμφατο
νδραποδίσθαι
Μετοχή
νδραποδισμένος,
νδραποδισμένη,
νδραποδισμένον
 
Υπερσυντέλικος
νδραποδίσμην, νδραπόδισο, νδραπόδιστο, νδραποδίσμεθα, νδραπόδισθε, νδραποδισμένοι σαν

Αθανάσιος Χριστόπουλος «Τώρα»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Ylli Haruni
 
Αθανάσιος Χριστόπουλος «Τώρα»
 
Το ποίημα ανήκει στη συλλογή Λυρικά, η οποία τυπώθηκε το 1811 στη Βιέννη και γνώρισε μεγάλη διάδοση, όπως αποδεικνύουν οι έντεκα εκδόσεις της στο πρώτο μισό του 19ου αι. Το ανάλαφρο θέμα, η υποκειμενική λυρική διάθεση, η απλή γλώσσα, που έκαναν το ποίημα πολύ αγαπητό στην εποχή του, προκαλούν το ενδιαφέρον ακόμα και στον αναγνώστη της σημερινής εποχής.
 
Δεν θέλω να ελπίζω,
δεν θέλω να φροντίζω
το μέλλον στην ζωήν.
Το σήμερα προκρίνω,
το αύριο τ’ αφήνω
στης τύχης την ροήν.
 
Το τ’ ύστερα θα γένει
και τι με αναμένει
ποσώς* δεν το φρονώ·
ποτέ δεν τ’ αναβάνω*,
γιατί τον νουν μου χάνω
και ματαιοπονώ.
 
Ας γένει ό,τι θέλει,
τελείως δεν με μέλει·
ας πέσει ο ουρανός.
Η γη μας ας βουλήσει*
κι ο ήλιος ας σβήσει
κι ας μείνει σκοτεινός.
 
Εγώ ζητώ το τώρα,
και τούτη μόν’ την ώρα
οπόσο ημπορώ,
τον Βάκχον* μου ρουφώντας,
τον Έρωτα φιλώντας,
πασχίζω να χαρώ.
 
Α. Χριστόπουλος, Λυρικά, Ερμής
 
*ποσώς: καθόλου *αναβάνω: αναφέρω *ας βουλήσει: ας βουλιάξει *Βάκχον: Διόνυσος, ο αρχαίος θεός του κρασιού, το κρασί (συνεκδοχή)
 
Παρά την ψυχική ένταση που επικρατούσε στα προεπαναστατικά χρόνια, ο Χριστόπουλος επιλέγει να δώσει στο ποιητικό του έργο μια πιο ανάλαφρη διάθεση. Χρησιμοποιεί, ωστόσο, τη δημοτική γλώσσα στέλνοντας ένα σαφές μήνυμα σχετικά με το πώς όφειλαν να εκφράζονται οι λόγιοι της εποχής. Κατ’ αυτό τον τρόπο, αν και φαινομενικά το περιεχόμενο του κειμένου είναι απλοϊκό, ο ποιητής παίρνει θέση σε ένα κρίσιμο για τους Έλληνες της εποχής ζήτημα∙ το γλωσσικό.
 
«Δεν θέλω να ελπίζω,
δεν θέλω να φροντίζω
το μέλλον στην ζωήν.
Το σήμερα προκρίνω,
το αύριο τ’ αφήνω
στης τύχης την ροήν.»
 
Με σχήμα επαναφοράς («Δεν θέλω / δεν θέλω») το ποιητικό υποκείμενο εκφράζει εμφατικά την απροθυμία του να αφεθεί στην αγωνία για το τι φέρνει το μέλλον. Δεν θέλει ούτε να έχει ελπίδες για το μέλλον ούτε να μεριμνά για αυτό. Η δική του επιλογή είναι το σήμερα, η διαχείριση του οποίου είναι πιο εύκολη. Το αύριο, σε ό,τι αφορά το ποιητικό υποκείμενο, είναι προτιμότερο να το έχει υπό τον έλεγχό της η τύχη, ό,τι κι αν αυτό συνεπάγεται.
Με τη χρήση του α΄ ρηματικού προσώπου γίνεται αισθητή η υποκειμενικότητα των απόψεων που εκφράζονται, καθώς ο ποιητής δεν θεωρεί κατ’ ανάγκη πως η δική του στάση απέναντι στη ζωή είναι η ορθότερη. Η συχνή χρήση ρημάτων, άλλωστε, που δηλώνουν ενέργεια προσδίδει στο κείμενο μια αίσθηση συνεχούς δράσης, η οποία έρχεται σε αντίθεση με την επιθυμία αδράνειας που εκφράζει το ποιητικό υποκείμενο. Η «απουσία μέριμνας» για το αύριο δεν είναι πάντοτε εφικτή, γι’ αυτό τα όσα αναφέρει το ποιητικό υποκείμενο λειτουργούν σε μεγάλο βαθμό ως επιθυμία, κι όχι ως μια πραγματική κατάσταση.
 
«Το τ’ ύστερα θα γένει
και τι με αναμένει
ποσώς δεν το φρονώ·
ποτέ δεν τ’ αναβάνω,
γιατί τον νουν μου χάνω
και ματαιοπονώ.»
 
Το γεγονός ότι το ποιητικό υποκείμενο έχει φτάσει στο σημείο να μη σκέφτεται καθόλου το τι θα γίνει αργότερα και το τι τον περιμένει στη ζωή έχει προκύψει, διότι κάθε φορά που έκανε την προσπάθεια να σκεφτεί για το μέλλον ένιωθε πως χάνει το μυαλό του και πως επιδίδεται σε μια εντελώς μάταιη διαδικασία. Αιτιολογεί, δηλαδή, ο ποιητής της στάση του απέναντι στη ζωή, επισημαίνοντας πως η αγωνία για το μέλλον δεν τον οδηγεί κάπου, μιας και δεν μπορεί επί της ουσίας να διαβλέψει το τι επίκειται. Επιλέγει, έτσι, να μην αναφέρεται στο τι ενδέχεται να έρθει και επικεντρώνεται στο σήμερα και το τώρα.
 
«Ας γένει ό,τι θέλει,
τελείως δεν με μέλει·
ας πέσει ο ουρανός.
Η γη μας ας βουλήσει
κι ο ήλιος ας σβήσει
κι ας μείνει σκοτεινός.»
 
Το ποιητικό υποκείμενο αδιαφορεί τελείως για το μέλλον -κυρίως για το απώτερο, κι όχι για το άμεσο-, εκφράζοντας τη θέση πως του είναι αδιάφορο το τι θα γίνει. Με τη χρήση, μάλιστα, μεταφορικών εικόνων παρουσιάζει μια κατάσταση απόλυτης καταστροφής, για να τονίσει ακριβώς την πλήρη αδιαφορία του για το τι επίκειται. «Ας πέσει ο ουρανός», «ας βουλιάξει η γη», «ας σβήσει ο ήλιος»∙ καμία πιθανή μελλοντική συμφορά δεν τον απασχολεί, διότι καθετί μελλοντικό, όπως ο ίδιος θεωρεί, βρίσκεται πέρα από τον έλεγχό του. Με την υπερβολή, βέβαια, των καταστροφών αυτών ο ποιητής επιχειρεί περισσότερο να φανερώσει πόσο απρόβλεπτο είναι το μέλλον, παρά να αναφερθεί σε καταστάσεις που ενδέχεται όντως να προκύψουν κατά τη διάρκεια της ζωής του.
 
«Εγώ ζητώ το τώρα,
και τούτη μόν’ την ώρα
οπόσο ημπορώ,
τον Βάκχον μου ρουφώντας,
τον Έρωτα φιλώντας,
πασχίζω να χαρώ.»
 
Με την πρόταξη της προσωπικής αντωνυμίας ο ποιητής τονίζει για μία ακόμη φορά πως η στάση αυτή είναι εντελώς προσωπική. Εκείνος, λοιπόν, ενδιαφέρεται -στον βαθμό που αυτό είναι εφικτό- για το τώρα και για το πώς θα μπορέσει να το χαρεί όσο περισσότερο μπορεί. Πασχίζει, έτσι, να χαρεί το παρόν, πίνοντας το κρασί του και απολαμβάνοντας τις στιγμές ευδαιμονίες που προσφέρει το ερωτικό συναίσθημα. Προσωποποιεί, μάλιστα, τις δύο πηγές χαράς στη ζωή του, το κρασί («Βάκχον») και τον «Έρωτα», για να τονίσει την αξία που έχουν στο πλαίσιο μιας ανέμελης διαβίωσης.
Η στάση αυτή, βέβαια, του ποιητικού υποκειμένου είναι ιδιαιτέρως ανεύθυνη και επιζήμια τόσο για το ίδιο το άτομο όσο και για το κοινωνικό σύνολο στο οποίο ανήκει, εφόσον η απουσία μέριμνας για το μέλλον και ο εγωκεντρικός ευδαιμονισμός το αποτρέπουν από το να αφοσιωθεί σε έναν απώτερο ουσιαστικό στόχο. Σε αντίθεση, για παράδειγμα, με τον Χριστόπουλο, ο Ρήγας Βελεστινλής προβάλλει το καθήκον των Ελλήνων απέναντι στην πατρίδα τους και τούς καλεί να εξεγερθούν, για να διεκδικήσουν την ελευθερία τους. Ο Ρήγας δεν θεωρεί την προσωπική του ευχαρίστηση προτεραιότητα, αντιθέτως είναι πρόθυμος να θυσιαστεί για τους συμπατριώτες του και για την ελευθερία των μεταγενέστερων. Είναι, άρα, σαφές πως μια ζωή ευδαιμονισμού είναι σχεδόν «μάταιη», εφόσον δεν βοηθά την εξέλιξη της κοινωνίας και δεν επιφέρει τις αναγκαίες αλλαγές για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης. Το μήνυμα του Χριστόπουλου, αν και ακούγεται ευχάριστο και αμέριμνο, δεν συνιστά μια πραγματικά επωφελή πρόταση για τους ανθρώπους, αφού δεν μπορεί να τους οδηγήσει μήτε στην προσωπική επιτυχία μήτε στην προσφορά σημαντικού έργου στους συνανθρώπους τους.
Στο ποίημα αυτό ο Αθανάσιος Χριστόπουλος αξιοποιεί ζευγαροπλεχτή ομοιοκαταληξία, στο πλαίσιο της οποίας οι δύο πρώτοι στίχοι κάθε στροφής ομοιοκαταληκτούν μεταξύ τους, ενώ ακολούθως ο τρίτος ομοιοκαταληκτεί με τον έκτο στίχο, και ο τέταρτος ομοιοκαταληκτεί με τον πέμπτο.
 
1ος Εγώ ζητώ το τώρα,
2ος και τούτη μόν’ την ώρα
3ος οπόσο ημπορώ,
4ος τον Βάκχον μου ρουφώντας,
5ος τον Έρωτα φιλώντας,
6ος πασχίζω να χαρώ.
 
Το μέτρο του ποιήματος είναι ιαμβικό∙ τονίζεται, δηλαδή, κάθε δεύτερη συλλαβή (εναλλαγή μιας άτονης με μια τονισμένη συλλαβή):
 
Ε / γώ ζη / τώ  /το / τώ / ρα   

Ρήγας Βελεστινλής «Θούριος»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Θεόδωρος Βρυζάκης 

 
Ρήγας Βελεστινλής «Θούριος»
 
O Θούριος του Ρήγα είναι ο πιο διαδεδομένος προεπαναστατικός πατριωτικός ύμνος. Στους σαράντα πρώτους στίχους του εξαίρεται η ιδέα της ελεύθερης ζωής και αντηχεί το προσκλητήριο της επανάστασης σε όλους τους βαλκανικούς λαούς και ιδιαίτερα στους Έλληνες, οι οποίοι δεσμεύονται με ιερό όρκο ότι θα αγωνιστούν, για να ελευθερώσουν το σκλαβωμένο γένος τους. Συνολικά το ποίημα αποτελείται από 126 στίχους.
 
Ως πότε, παλληκάρια, να ζούμεν στα στενά,
μονάχοι, σαν λιοντάρια, στες ράχες, στα βουνά;
Σπηλιές να κατοικούμεν, να βλέπωμεν κλαδιά,
να φεύγωμ’ απ’ τον κόσμον, για την πικρή σκλαβιά;
Να χάνωμεν αδέλφια, Πατρίδα και γονείς,
τους φίλους, τα παιδιά μας κι όλους τους συγγενείς;
 
Καλλιό ‘ναι μίας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνοι σκλαβιά και φυλακή!
 
Τι σ’ ωφελεί αν ζήσης και είσαι στη σκλαβιά;
Στοχάσου πως σε ψένουν καθ’ ώραν στη φωτιά.
Βεζίρης, Δραγουμάνος, Αφέντης κι αν σταθής,
ο Τύραννος αδίκως σε κάμει να χαθής·
δουλεύεις όλ’ ημέρα σε ό,τι κι αν σοι πη,
κι αυτός πασχίζει πάλιν το αίμα σου να πιη.
O Σούτζος κι ο Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβής,
Γκίκας και Μαυρογένης, καθρέπτης είν’ να ιδής.
Ανδρείοι καπετάνοι, παπάδες, λαϊκοί,
σκοτώθηκαν, κι αγάδες, με άδικον σπαθί·
κι αμέτρητ’ άλλοι τόσοι, και Τούρκοι και Ρωμιοί,
ζωήν και πλούτον χάνουν, χωρίς καμιά ‘φορμή.
 
Ελάτε μ’ έναν ζήλον σε τούτον τον καιρόν,
να κάμωμεν τον όρκον επάνω στον Σταυρόν·
συμβούλους προκομμένους, με πατριωτισμόν,
να βάλωμεν, εις όλα να δίδουν ορισμόν·
οι Νόμοι να ‘ν’ ο πρώτος και μόνος οδηγός,
και της Πατρίδος ένας να γένη αρχηγός·
γιατί κι η αναρχία ομοιάζει την σκλαβιά·
να ζούμε σαν θηρία είν’ πλιο σκληρή φωτιά.
Και τότε, με τα χέρια ψηλά στον ουρανόν,
ας πούμ’ απ’ την καρδιά μας ετούτα στον Θεόν.
 
Εδώ σηκώνονται οι Πατριώται ορθοί και, υψώνοντες
τας χείρας προς τον ουρανόν, κάμνουν τον Όρκον:
 
«Ω Βασιλεύ του Κόσμου, ορκίζομαι σε Σε,
στην γνώμην των Τυράννων να μην ελθώ ποτέ!
Μήτε να τους δουλεύσω, μήτε να πλανηθώ
εις τα ταξίματά τους, για να παραδοθώ.
Εν όσω ζω στον κόσμον, ο μόνος μου σκοπός,
για να τους αφανίσω, θε να ‘ναι σταθερός.
Πιστός εις την Πατρίδα, συντρίβω τον ζυγόν,
αχώριστος για να ‘μαι υπό τον στρατηγόν.
Κι αν παραβώ τον όρκον, ν’ αστράψ’ ο Oυρανός
και να με κατακάψη, να γένω σαν καπνός!»
 
Ρήγα Βελεστινλή, Απάνθισμα κειμένων,
Βουλή των Ελλήνων
 
Ο Θούριος του Ρήγα αποσκοπούσε στο να ξεσηκώσει τους σκλαβωμένους Έλληνες, προκειμένου να διεκδικήσουν την ελευθερία τους. Για τον λόγο αυτό ο Ρήγας ονόμασε την ποιητική του σύνθεση θούριο, καθώς η λέξη αυτή σήμαινε το ρυθμικό πολεμικό τραγούδι που στόχο είχε να εμψυχώνει πολεμιστές και αγωνιστές.
Ο Θούριος ήταν μέρος του βιβλίου του Ρήγα Βελεστινλή «Νέα Πολιτική Διοίκησις»∙ ενός βιβλίου με πατριωτικό περιεχόμενο, στο οποίο ο Ρήγας επηρεασμένος από τον ευρωπαϊκό διαφωτισμό καταγράφει τις αρχές σύμφωνα με τις οποίες θα έπρεπε να διοικηθεί ο ελληνικός χώρος μετά την απελευθέρωσή του. Ο Ρήγας οραματιζόταν κοινή εξέγερση όλων των βαλκανικών λαών εναντίον του δυνάστη και την ίδρυση μιας παμβαλκανικής Ελληνικής Δημοκρατίας. Τα επαναστατικά του όμως σχέδια ματαιώθηκαν, όταν οι αυστριακές αρχές τον συνέλαβαν στην Τεργέστη μαζί με τους συντρόφους του και τον παρέδωσαν στις οθωμανικές αρχές του Βελιγραδίου, όπου και εκτελέστηκε στις 24 Ιουνίου 1798.
 
«Ως πότε, παλληκάρια, να ζούμεν στα στενά,
μονάχοι, σαν λιοντάρια, στες ράχες, στα βουνά;
Σπηλιές να κατοικούμεν, να βλέπωμεν κλαδιά,
να φεύγωμ’ απ’ τον κόσμον, για την πικρή σκλαβιά;
Να χάνωμεν αδέλφια, Πατρίδα και γονείς,
τους φίλους, τα παιδιά μας κι όλους τους συγγενείς;»
 
Ο ποιητής ξεκινά το κάλεσμά του απευθυνόμενος σ’ εκείνους τους Έλληνες που είχαν ήδη εξεγερθεί ενάντια στους Οθωμανούς και ζούσαν στα βουνά, μη θέλοντας να μένουν άλλο υποταγμένοι. Πρόκειται για τους περιβόητους ληστές και τους αρματολούς οι οποίοι είχαν επιδοθεί σε σποραδικά, μικρής κλίμακας χτυπήματα εις βάρος του εχθρού∙ στον λεγόμενο κλεφτοπόλεμο. Αποκαλώντας τους «παλληκάρια», για να τονίσει την ανδρεία τους ο ποιητής τούς απευθύνει τρία ρητορικά ερωτήματα μέσω των οποίων επισημαίνει τη δεινή κατάσταση που βιώνουν εξαιτίας της σκλαβιάς.
Μέχρι πότε θα αντέξουν, τους ρωτά, να ζουν σε στενά περιορισμένα μέρη, στις κορυφογραμμές και στα βουνά, ολομόναχοι σαν να είναι λιοντάρια. Με την παρομοίωση κατορθώνει ο ποιητής αφενός να επισημάνει τη γενναιότητα των αγωνιστών, κι αφετέρου τον μοναχικό βίο τους. Ως πότε θα αντέξουν να μένουν σε σπηλιές και να έχουν ως μόνη συντροφιά τα κλαδιά των δέντρων∙ ως πότε θα αντέξουν να φεύγουν μακριά από τους συμπατριώτες τους εξαιτίας της πικρής σκλαβιάς που τους έχει επιβληθεί. Οι δυσκολίες, άλλωστε, που καλούνται να αντιμετωπίσουν δεν αφορούν μόνο τους ίδιους, διότι η μοίρα των υπόδουλων είναι οδυνηρή για όλους. Λόγω, ακριβώς, της ύπαρξης ενός αδίστακτου δυνάστη είναι συχνές οι απώλειες ανθρώπων, οι οποίοι είτε φονεύονται είτε υποκύπτουν στις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης. Ως πότε, λοιπόν, θα αντέξουν να χάνουν μέλη της οικογένειάς τους -αδέλφια, γονείς, παιδιά-, συγγενείς και φίλους. Ως πότε θα αντέξουν να χάνουν την ίδια τους την πατρίδα εξαιτίας των Οθωμανών.
 
«Καλλιό ‘ναι μίας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνοι σκλαβιά και φυλακή!»
 
Ο ποιητής, έχοντας καταγράψει τις πολλαπλές δυσκολίες που βιώνουν οι ανδρείοι αγωνιστές, κορυφώνει το κάλεσμά του για ξεσηκωμό με την ευσύνοπτη, αλλά ουσιώδη διαπίστωση πως είναι προτιμότερο να ζήσει κάποιος έστω και μια ώρα ελεύθερη ζωή, παρά να υπομείνει σαράντα χρόνια σκλαβιάς. Με το δίστιχο αυτό ο Ρήγας επιτυγχάνει να αποδώσει έξοχα την αξία της ελευθερίας, τονίζοντας πως έστω και μια ώρα ελευθερίας αξίζει περισσότερο από μια ολόκληρη υποδουλωμένη ζωή.
 
«Τι σ’ ωφελεί αν ζήσης και είσαι στη σκλαβιά;
Στοχάσου πως σε ψένουν καθ’ ώραν στη φωτιά.»
 
Στην τρίτη στροφή του ποιήματος ο Ρήγας Βελεστινλής διευρύνει το κάλεσμά του για εξέγερση σε όλους τους Έλληνες, θέτοντάς τους το ερώτημα ποιο θα είναι το όφελος για εκείνους αν παραμείνουν ζωντανοί -αν γλιτώσουν τη ζωή τους-, αλλά την περάσουν σκλαβωμένοι. Οι Έλληνες δεν θα έπρεπε να σκέφτονται πώς θα προσαρμοστούν σε αυτή την καταπίεση, αλλά να σκέφτονται πως όσο παραμένουν υπόδουλοι είναι σαν να τους ψήνουν κάθε ώρα και κάθε στιγμή πάνω στη φωτιά. Οφείλουν να αντικρίζουν τη δουλεία ως μια εντελώς ανυπόφορη κατάσταση και να μην επαναπαύονται, μήτε να δείχνουν υπομονή.
 
«Βεζίρης, Δραγουμάνος, Αφέντης κι αν σταθής,
ο Τύραννος αδίκως σε κάμει να χαθής·
δουλεύεις όλ’ ημέρα σε ό,τι κι αν σοι πη,
κι αυτός πασχίζει πάλιν το αίμα σου να πιη.
O Σούτζος κι ο Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβής,
Γκίκας και Μαυρογένης, καθρέπτης είν’ να ιδής.»
 
Ο Ρήγας απευθύνει το κάλεσμά του σ’ εκείνους τους Έλληνες -ιδίως τους Φαναριώτες- που θεωρούν πως, αν μορφωθούν κι αν εργαστούν για τους Οθωμανούς, θα κατορθώσουν να ενταχθούν στον κρατικό μηχανισμό και να διεκδικήσουν κάποια υψηλή θέση. Η προσδοκία τους αυτή είναι λανθασμένη, διότι όσο ψηλά κι αν ανέβουν στην ιεραρχία, οι Τούρκοι ενδέχεται να τους σκοτώσουν ανά πάσα στιγμή, αφού πρώτα θα τους έχουν εκμεταλλευθεί. Καταγράφει, μάλιστα, ο ποιητής ποικίλα παραδείγματα Ελλήνων που είχαν κάποια σημαντική θέση, αλλά δολοφονήθηκαν τελικά από τους Οθωμανούς.
Ακόμη κι αν κάποιος Έλληνας γίνει σημαντικός διοικητικός αξιωματούχος (βεζίρης) ή διερμηνέας (δραγουμάνος), οι «Τύραννοι» Οθωμανοί μπορούν οποιαδήποτε στιγμή να τον σκοτώσουν, χωρίς καμία αιτιολογία. Οι υπηρεσίες, άλλωστε, που προσφέρονται στους δυνάστες είναι μάταιες, διότι όσο σκληρά κι αν εργάζονται γι’ αυτούς οι Έλληνες, εκείνοι πάλι το μόνο που αναζητούν είναι τρόποι για να τους εκμεταλλευτούν ακόμη περισσότερο. Υπάρχουν, μάλιστα, πολλά παραδείγματα Ελλήνων που λειτουργούν ως «καθρέφτες» για να δει κανείς την κατάληξη ακόμη κι εκείνων που θεώρησαν πως έλαβαν κάποια καλή θέση και πως, έτσι, θα ήταν ασφαλείς. Ο Νικόλαος Σούτσος ήταν διερμηνέας (δραγουμάνος), ο οποίος αποκεφαλίστηκε το 1769 από τους Οθωμανούς ως προδότης. Ο Γεώργιος Μουρούζης, διερμηνέας κι αυτός της Υψηλής Πύλης, εξορίστηκε το 1796 στην Κύπρο, όπου τον δηλητηρίασαν. Ο Πετράκης, επόπτης οικονομικών του Σουλτάνου, αποκεφαλίστηκε το 1786. Ο Δημήτριος Σκαναβής από τη Χίο, αν και είχε δημιουργήσει μεγάλη περιουσία μέσω του εμπορίου και προσέφερε σημαντική οικονομική βοήθεια στο νησί του, αποκεφαλίστηκε το 1788. Ο Γρηγόριος Γκίκας, αν και είχε γίνει ηγεμόνας της Βλαχίας και της Μολδαβίας, αποκεφαλίστηκε το 1777. Ο Νικόλαος Μαυρογένης, αν και είχε γίνει ηγεμόνας της Βλαχίας, αποκεφαλίστηκε το 1790.
Τα παραδείγματα αυτά είναι ιδιαιτέρως ενδεικτικά για το γεγονός πως οι Έλληνες δεν έπρεπε κι ούτε μπορούσαν να εμπιστευτούν τους Οθωμανούς, αφού όσο κι αν τους επέτρεπαν να αναλάβουν σημαντικά αξιώματα, στρέφονταν αιφνιδίως εναντίον τους και τους δολοφονούσαν.
 
«Ανδρείοι καπετάνοι, παπάδες, λαϊκοί,
σκοτώθηκαν, κι αγάδες, με άδικον σπαθί·
κι αμέτρητ’ άλλοι τόσοι, και Τούρκοι και Ρωμιοί,
ζωήν και πλούτον χάνουν, χωρίς καμιά ‘φορμή.»
 
Τα πρόσωπα που κατονόμασε ο Ρήγας υπήρξαν μικρό μόνο μέρος εκείνων που έχασαν την περιουσία και τη ζωή τους από τους Οθωμανούς, χωρίς να τους έχουν καν δώσει κάποια αφορμή. Οι Οθωμανοί, άλλωστε, διοικούσαν απολυταρχικά όχι μόνο τους υπόδουλους Έλληνες (Ρωμιούς), αλλά ακόμη και τους ομοεθνείς τους, τούς οποίους δολοφονούσαν χωρίς να λαμβάνουν υπόψη την κοινή τους καταγωγή. Η αδικία και η βία ήταν τα χαρακτηριστικά της διοίκησης των Οθωμανών, γι’ αυτό και αμέτρητοι άνθρωποι εκτελέστηκαν από αυτούς. Γενναίοι καπετάνιοι, παπάδες, απλοί πολίτες, αλλά και τοπικοί άρχοντες βρήκαν βίαιο θάνατο από τους αδίστακτους Οθωμανούς, κι αυτό υποδεικνύει την αναγκαιότητα της εξέγερσης.
 
«Ελάτε μ’ έναν ζήλον σε τούτον τον καιρόν,
να κάμωμεν τον όρκον επάνω στον Σταυρόν·»
 
Ο Ρήγας έχοντας επισημάνει το πόσο ανυπόφορο και δύσκολο είναι να ζουν οι Έλληνες υπόδουλοι, αλλά και το πόσο αδίστακτοι και αναξιόπιστοι είναι οι Τούρκοι, καλεί τους συμπατριώτες του να δώσουν με αφοσίωση και ενθουσιασμό όρκο πάνω στον Σταυρό πως θα εξεγερθούν και θα διεκδικήσουν την ελευθερία τους. Ο όρκος πάνω στον Σταυρό, πέρα από την ιερότητα της δέσμευσης αυτής, υπενθυμίζει πως η χριστιανική πίστη λειτούργησε ως στοιχείο ενότητας για τους Έλληνες και ως σωτήριο στοιχείο διαχωρισμού με τους Τούρκους, επιτρέποντας στο ελληνικό έθνος να διατηρήσει την πνευματική και ψυχική αυτονομία του.
 
«συμβούλους προκομμένους, με πατριωτισμόν,
να βάλωμεν, εις όλα να δίδουν ορισμόν·
οι Νόμοι να ‘ν’ ο πρώτος και μόνος οδηγός,
και της Πατρίδος ένας να γένη αρχηγός·
γιατί κι η αναρχία ομοιάζει την σκλαβιά·
να ζούμε σαν θηρία είν’ πλιο σκληρή φωτιά.»
 
Ο Ρήγας, πάντως, δεν ζητά την απελευθέρωση των Ελλήνων χωρίς να έχει λάβει υπόψη του το τι πρέπει να γίνει στη συνέχεια. Ζητά, έτσι, από τους συμπατριώτες του να αναθέσουν κατόπιν σε «συμβούλους», που θα είναι άνθρωποι προκομμένοι και πατριώτες, το να τους καθοδηγούν σε σχέση με το πώς θα πρέπει να οργανωθεί το ελληνικό κράτος. Παραλλήλως, οφείλουν οι Έλληνες να κατανοήσουν την αξία των νόμων, ώστε να αποδεχτούν πως μόνο με τη συνδρομή των νόμων θα μπορέσει να εξελιχθεί σωστά η ελεύθερη πατρίδα τους. Θα χρειαστούν, επίσης, έναν κυβερνήτη να αναλάβει τον έλεγχο της πατρίδας, διότι χωρίς νόμους και χωρίς κάποιον ηγέτη η πατρίδα δεν θα έχει τη δυνατότητα να σταθεί ως ανεξάρτητο κράτος. Πολύ εύστοχα, μάλιστα, ο Ρήγας αναγνωρίζει πως η κατάσταση αναρχίας -η έλλειψη νόμων και κυβερνήτη- είναι εξίσου επώδυνη με τη σκλαβιά, διότι οι άνθρωποι καταλήγουν να ζουν χωρίς όρια και περιορισμούς σαν να είναι άγρια ζώα, με αποτέλεσμα να καθίσταται η ζωή όλων ανυπόφορη. Η αναρχία χαρακτηρίζεται, έτσι, πιο σκληρή φωτιά από τη σκλαβιά, διότι αφενός διαμορφώνει απάνθρωπες συνθήκες βίας, ανασφάλειας και φόβου, κι αφετέρου δεν επιτρέπει καμία μορφή οργάνωσης και καμία εξέλιξη του κράτους, μιας και δεν εφαρμόζονται οι νόμοι.
 
«Και τότε, με τα χέρια ψηλά στον ουρανόν,
ας πούμ’ απ’ την καρδιά μας ετούτα στον Θεόν.
 
Εδώ σηκώνονται οι Πατριώται ορθοί και, υψώνοντες
τας χείρας προς τον ουρανόν, κάμνουν τον Όρκον
 
Ο Ρήγας καλεί όλους τους Έλληνες να σηκώσουν τα χέρια ψηλά και να δώσουν από την καρδιά τους έναν ειλικρινή και ιερό όρκο στον Θεό πως θα αγωνιστούν με αφοσίωση για την απελευθέρωση της πατρίδας. Εντάσσει ο ποιητής, μάλιστα, μια οδηγία που παραπέμπει σε υπόδειξη θεατρικού συγγραφέα, πως στο συγκεκριμένο σημείο του ποιήματος οι πατριώτες σηκώνονται όρθιοι, σηκώνουν τα χέρια τους προς τον ουρανό και δίνουν τον όρκο που ακολουθεί.
 
«Ω Βασιλεύ του Κόσμου, ορκίζομαι σε Σε,
στην γνώμην των Τυράννων να μην ελθώ ποτέ!
Μήτε να τους δουλεύσω, μήτε να πλανηθώ
εις τα ταξίματά τους, για να παραδοθώ.»
 
Οι πατριώτες δίνουν όρκο στον Θεό, τον βασιλιά του κόσμου, ότι δεν πρόκειται ποτέ να συμβιβαστούν με τους εχθρούς και να έρθουν σε συμφωνία μαζί τους, κάτι που θα αποτελούσε ύψιστη προδοσία απέναντι στο έθνος τους. Ορκίζονται, επίσης, να μην εργαστούν ποτέ για τους τυράννους και να μην ξεγελαστούν από τις δόλιες υποσχέσεις τους, ώστε να φτάσουν στο σημείο να εγκαταλείψουν τον αγώνα και να παραδοθούν. Πρόκειται, φυσικά, για έναν όρκο εξαίρετης βαρύτητας εφόσον απευθύνεται στον ίδιο τον Θεό, κι όχι σε κάποιον άνθρωπο, γεγονός που καθιστά ελάχιστα πιθανή την παραβίασή του, αφού για κάθε πιστό ο Θεός αποτελεί την υπέρτατη δύναμη.
 
«Εν όσω ζω στον κόσμον, ο μόνος μου σκοπός,
για να τους αφανίσω, θε να ‘ναι σταθερός.
Πιστός εις την Πατρίδα, συντρίβω τον ζυγόν,
αχώριστος για να ‘μαι υπό τον στρατηγόν.»
 
Οι πατριώτες ορκίζονται πως όσο βρίσκονται εν ζωή θα έχουν ως μοναδικό σκοπό τους το να αφανίσουν τους τυραννικούς τούρκους, χωρίς ποτέ να παρεκκλίνουν από αυτόν τον στόχο, καθώς μόνο με αυτό τον τρόπο θα μπορέσουν να απελευθερωθούν. Οι πατριώτες θα παραμείνουν πιστοί στην πατρίδα, για να μπορέσουν να αποτινάξουν τον ζυγό της δουλειάς, κι ακολούθως θα παραμείνουν υπό τις διαταγές του στρατηγού τους, ώστε να καταστεί εφικτή η δημιουργία ενός ελληνικού ανεξάρτητου κράτους.
 
«Κι αν παραβώ τον όρκον, ν’ αστράψ’ ο Oυρανός
και να με κατακάψη, να γένω σαν καπνός!»
 
Ο όρκος ολοκληρώνεται με την έκφραση συναίνεσης για τη σκληρή τιμωρία τους σε περίπτωση που τον παραβούν. Είναι, ειδικότερα, πρόθυμοι οι Έλληνες πατριώτες να κεραυνοβοληθούν και να καούν ζωντανοί έτσι και δεν τηρήσουν τον όρκο τους, γεγονός που φανερώνει την απόλυτη πρόθεσή τους να μείνουν πιστοί σε αυτόν για χάρη της πατρίδας και του έθνους τους.

Κωστής Παλαμάς «Ίαμβοι και ανάπαιστοι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Κωστής Παλαμάς «Ίαμβοι και ανάπαιστοι»
 
Τα ποιήματα ανήκουν στην ποιητική συλλογή Ίαμβοι και ανάπαιστοι (αριθμοί 28, 37), που εκδόθηκε το 1897. Χαρακτηριστικά στοιχεία τους είναι τα δύο είδη μέτρου που χρησιμοποιεί ο ποιητής, το μεγαλόπνοο ύφος και η σύνθεση της αρχαίας με τη σύγχρονη παράδοση.
 
28
Με πελέκι αστραπόμορφον
η αλύπητη Επιστήμη
χτυπάει και σπάει το Είδωλο
και το ρίχνει συντρίμμι.
 
Κι ύστερα γίνετ’ είδωλον
εκείνη μες στην πλάση
ξαναγεννώντας άθελα
ό,τι ήρθε να χαλάσει.
 
Κι έτσι αλυσίδες γύρω μας
παντού, σκοτάδια θεία.
Κάθε Αιτία, μυστήριο·
κάθε Αλήθεια, θρησκεία.
 
37
Η γη μας γη των άφθαρτων
αερικών* και ειδώλων,
πασίχαρος* και υπέρτατος
θεός μας είν’ ο Απόλλων.
 
Στα εντάφια λευκά σάβανα
γυρτός ο Εσταυρωμένος
είν’ ολόμορφος Άδωνις*
ροδοπεριχυμένος.
 
Η αρχαία ψυχή ζει μέσα μας
αθέλητα κρυμμένη·
ο Μέγας Παν* δεν πέθανεν,
όχι· ο Παν δεν πεθαίνει!
 
Κ. Παλαμάς, Άπαντα, τόμ.1, Μπίρης
 
*αερικά: ξωτικά *πασίχαρος: ολόχαρος *Άδωνις: νέος με εξαιρετική ομορφιά *Παν: μυθικός τραγόμορφος θεός
Στα ποιήματα της συλλογής αυτής ο ποιητής αξιοποιεί τόσο ίαμβους όσο και ανάπαιστους, χωρίς να ακολουθεί κάποια συγκεκριμένη σειρά ή αναλογία μεταξύ των δύο μέτρων. Οι ίαμβοι, που είναι συχνότεροι, γίνονται αντιληπτοί από την εναλλαγή μιας άτονης με μια τονισμένη συλλαβή (τονίζεται η δεύτερη συλλαβή):
 
ε κεί/ νη μες/ στην πλά/ ση (τόνος στη δεύτερη, στην τέταρτη και στην έκτη συλλαβή)
 
Οι ανάπαιστοι, που είναι λιγότερο συχνοί, γίνονται αντιληπτοί από την εναλλαγή δύο άτονων συλλαβών με μια τονισμένη (τονίζεται η τρίτη συλλαβή):
 
Με πε λέ /κι α στρα πό /μορ φον (τόνος στην τρίτη και στην έκτη συλλαβή)
 
28
«Με πελέκι αστραπόμορφον
η αλύπητη Επιστήμη
χτυπάει και σπάει το Είδωλο
και το ρίχνει συντρίμμι.»
 
Στο 28ο ποίημα της συλλογής ο Κωστής Παλαμάς επισημαίνει τις αλλαγές που έχει επιφέρει η ανάπτυξη της επιστήμης στον τρόπο σκέψης των ανθρώπων. Η προσωποποιημένη Επιστήμη χρησιμοποιώντας ένα πελέκι, που έχει τη μορφή αστραπής, κεραυνοβολεί, χτυπάει αλύπητα και καταστρέφει όλες τις πτυχές της «ειδωλολατρίας»∙ της παλαιότερης σκέψης, η οποία βασιζόταν σε προκαταλήψεις, σε μύθους, σε παραδόσεις του παρελθόντος και σε θρησκευτικές πεποιθήσεις. Η επικράτηση της αμιγώς ορθολογικής σκέψης συντρίβει το «Είδωλο», επιβάλλοντας έναν εντελώς νέο τρόπο σκέψης και ερμηνείας της πραγματικότητας, γεγονός που δημιουργεί την προσδοκία μιας πιο ελεύθερης προσέγγισης των πραγμάτων.
 
«Κι ύστερα γίνετ’ είδωλον
εκείνη μες στην πλάση
ξαναγεννώντας άθελα
ό,τι ήρθε να χαλάσει.»
 
Η προσδοκία, ωστόσο, ανανέωσης του τρόπου σκέψης διαψεύδεται, υπό την έννοια πως η επιστήμη αποκτά απροσδόκητα η ίδια τον ρόλο του ειδώλου, διαμορφώνοντας μια νέα κατάσταση επιβολής. Παρά τη συντριβή της πρότερης κατάστασης στο πλαίσιο της οποίας οι άνθρωποι ερμήνευαν καθετί δογματικά με βάση τις θρησκευτικές πεποιθήσεις τους ή τις παραδοσιακές αντιλήψεις, προέκυψε μια νέα δογματικότητα βασισμένη πλέον στις επιστημονικές απόψεις. Κατ’ αυτό τον τρόπο, αν και η επιστήμη θέλησε να αποδεσμεύσει τους ανθρώπους από τον δογματισμό και να τους επιτρέψει να σκέφτονται ευρύτερα και πιο ελεύθερα, έγινε άθελά της η ίδια πηγή ενός νέου δογματικού τρόπου σκέψης.
 
«Κι έτσι αλυσίδες γύρω μας
παντού, σκοτάδια θεία.
Κάθε Αιτία, μυστήριο·
κάθε Αλήθεια, θρησκεία.»
 
Το αποτέλεσμα του νέου, επιστημονικού πλέον δογματισμού υπήρξε εξίσου δεσμευτικό και τυραννικό με την προηγούμενη κατάσταση, εφόσον πάλι η ανθρώπινη σκέψη «αλυσοδέθηκε», με τη διαφορά πως αυτή τη φορά τις αλυσίδες τις είχε θέσει ο ορθολογισμός και η επιστήμη. Η επιμονή στην ορθολογική σκέψη, προτού καν η επιστήμη αναπτυχθεί επαρκώς, ώστε να έχει σαφείς απαντήσεις για κάθε αίτιο, λειτούργησε εκ νέου δεσμευτικά, εφόσον οι άνθρωποι παρέμεναν σε κατάσταση άγνοιας για όσα η επιστήμη δεν είχε ακόμη επιλύσει. Την εποχή, άλλωστε, που ο ποιητής εξέφραζε τον προβληματισμό του, το 1897, η επιστήμη δεν είχε κάνει ακόμη τις υπερβάσεις της σύγχρονης εποχής. Ως εκ τούτου, τα τότε ευρήματα της επιστήμης, που οι άνθρωποι τα εκλάμβαναν ως απόλυτες «Αλήθειες» δεν ήταν κατ’ ανάγκη ορθά ή μη αμφισβητήσιμα. Οι άνθρωποι έσπευσαν, άρα, να «θεοποιήσουν» την επιστήμη πρόωρα, όταν εκείνη δεν ήταν ακόμη σε θέση να δώσει σαφείς απαντήσεις στις αγωνίες τους.
Μέρος του προβλήματος, άλλωστε, ήταν το γεγονός πως οι άνθρωποι δεν είναι αμιγώς ορθολογικά όντα, οπότε δεν ήταν δυνατόν να καλύψει τις πνευματικές τους ανάγκες ο αυστηρά ορθολογικός τρόπος σκέψης. Οι άνθρωποι είναι όντα συναισθηματικά, έχουν μια εγγενή δημιουργική δυνατότητα, η οποία εκφράζεται σε αρχικό επίπεδο μέσω της φαντασίας, έχουν την ανάγκη να πιστεύουν σε κάτι ανώτερο και ισχυρότερο από τους ίδιους, έχουν, συνάμα, την επιθυμία να λειτουργούν με ενσυναίσθηση, ακόμη κι όταν ο ορθολογισμός τους καθοδηγεί σε διαφορετικές επιλογές. Το να ακολουθήσουν, έτσι, τον ορθολογικό τρόπο σκέψης της επιστήμης παραμέρισε αδίκως και πρόωρα άλλες κρίσιμες πτυχές της ανθρώπινης φύσης, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν νέες προβληματικές καταστάσεις, αφού δεν έβρισκαν έκφραση όλες οι πτυχές της φύσης των ανθρώπων («Κάθε Αιτία, μυστήριο»).
 
37
«Η γη μας γη των άφθαρτων
αερικών και ειδώλων,
πασίχαρος και υπέρτατος
θεός μας είν’ ο Απόλλων.»
 
Στο 37ο ποίημα της συλλογής ο ποιητής εκφράζει την άποψη πως η αρχαιοελληνική θρησκεία και μαζί της έθιμα και αντιλήψεις συνεχίζουν να επιβιώνουν, έχοντας αναμιχθεί με στοιχεία της χριστιανικής θρησκείας και παραδόσεων που διατηρούνται ως τις μέρες μας. Η ελληνική γη, σύμφωνα με το ποιητικό υποκείμενο, είναι η γη στην οποία παραμένουν αναλλοίωτα τα «ξωτικά» και τα «είδωλα»∙ επιβιώνουν, δηλαδή, σε αυτή λαϊκές παραδόσεις, δοξασίες και στοιχεία της αρχαιοελληνικής θρησκείας, χωρίς να επηρεάζεται η πίστη σε αυτά από τις αλλαγές που έχουν επέλθει τόσο στο επίπεδο της θρησκείας όσο και στην εξέλιξη της ανθρώπινης σκέψης. Ο θεός των Ελλήνων είναι ο γεμάτος χαρά, ο εξαίρετος Απόλλωνας. Η διαπίστωση αυτή του ποιητή, αν και παραξενεύει αρχικώς, βρίσκει την εξήγησή της, αν αναλογιστούμε τα όσα εκπροσωπούσε στην αρχαιότητα ο θεός αυτός. Ο Απόλλωνας ήταν, μεταξύ άλλων, ο θεός του φωτός, της μουσικής και της μαντικής τέχνης. Μια σαφή επιβίωση σε σχέση με την έννοια του «φωτός» έχουμε στη χριστιανική θρησκεία, εφόσον ο Χριστός, σύμφωνα με το Κατά Ιωάννη ευαγγέλιο, δήλωνε: «γώ εμι τ φς το κόσμου». Ο Χριστός, βέβαια, εννοούσε το πνευματικό φως, εκείνο που επιτρέπει στους ανθρώπους να αναγνωρίζουν την αλήθεια, κι όχι το φως του ήλιου, όπως αυτό ήταν συνδεδεμένο με τη λατρεία του Απόλλωνα. Η συσχέτιση, πάντως, έστω και έμμεση είναι σαφής, εφόσον η έννοια του «φωτός» διατηρεί διαχρονικά την αξία της στην ελληνική σκέψη τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά. Δοθέντος πως ο ήλιος είναι κυρίαρχος στο ελληνικό τοπίο, αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη συνεχή παρουσία του σε ποικίλες πτυχές της σκέψης και των πεποιθήσεων που διαμορφώνονται στον ελληνικό χώρο.   
Παραλλήλως, βέβαια, χρειάζεται να ληφθεί υπόψη πως το απολλώνιο ευδαιμονικό στοιχείο των ηλιόλουστων ημερών και της μουσικής διατηρεί σταθερή τη θέση του στον ελληνικό χώρο. Έτσι, ακόμη κι αν οι άνθρωποι δεν αναγνωρίζουν άμεσα τη σύνδεση με τον Απόλλωνα, η κυριαρχία του ήλιου στον ελληνικό χώρο τους οδηγεί σε μια παρόμοια εκτίμησή του, όπως γινόταν ήδη από τα χρόνια της αρχαιότητας. Οι Έλληνες απολαμβάνουν διαχρονικά την πολύμηνη ηλιοφάνεια με γιορτές και διασκέδαση, όπως τότε. Τέλος αξίζει να προσεχθεί πως ακόμη και η μαντική τέχνη του Απόλλωνα διατηρεί, με διαφορετικό τρόπο βέβαια, τη θέση της στον ελληνικό χώρο. Οι μάντεις του παρελθόντος έχουν αντικατασταθεί από ανθρώπους που «λένε» τον καφέ ή τα χαρτιά∙ η πεποίθηση πάντως πως κάποιοι μπορούν να «δουν» το μέλλον συνεχίζει να είναι υπαρκτή.  
 
«Στα εντάφια λευκά σάβανα
γυρτός ο Εσταυρωμένος
είν’ ολόμορφος Άδωνις
ροδοπεριχυμένος.»
 
Στη χριστιανική παράδοση της σταύρωσης και της ανάστασης του Χριστού, η οποία γιορτάζεται την περίοδο του Πάσχα, το ποιητικό υποκείμενο αναγνωρίζει μια ανάλογη αρχαιοελληνική παράδοση μετάβασης από τον κόσμο του θανάτου, τον Κάτω Κόσμο, στον κόσμο της ζωής. Πρόκειται για τον πολύ όμορφο Άδωνη, ο οποίος είχε αποτελέσει αντικείμενο έριδας ανάμεσα στην Περσεφόνη, που κατοικούσε στον Κάτω Κόσμο, και στην Αφροδίτη, που ζούσε επάνω στη γη. Η απόφαση του Δία υπήρξε συμβιβαστική∙ το ένα τρίτο του χρόνου -τους μήνες του χειμώνα- θα τους περνούσε με την Περσεφόνη, το δεύτερο τρίτο -την άνοιξη- μαζί με την Αφροδίτη, και το άλλο τρίτο  -το καλοκαίρι-, όπου διάλεγε εκείνος (με την Αφροδίτη, τελικά, σύμφωνα με την επιλογή του). Την περίοδο του χειμώνα, τη διαδέχεται η αναγέννηση της ζωής κατά την περίοδο της άνοιξης, καθώς ο Άδωνης επανέρχεται από τον Κάτω Κόσμο στην επιφάνεια της γης, κοντά στην Αφροδίτη. Η έννοια της μετάβασης από την κατάσταση του θανάτου στην αναγέννηση υπήρχε στην αρχαιοελληνική αντίληψη, αλλά πέρασε και στη χριστιανική θρησκεία με την ανάσταση του Χριστού.
 
«Η αρχαία ψυχή ζει μέσα μας
αθέλητα κρυμμένη·
ο Μέγας Παν δεν πέθανεν,
όχι· ο Παν δεν πεθαίνει!»
 
Οι αντιστοιχίες που αναγνωρίζει ο ποιητής ανάμεσα στην αρχαιοελληνική και τη χριστιανική θρησκεία, όπως και η επιβίωση παλαιότερων αντιλήψεων και παραδόσεων, τον οδηγεί στο συμπέρασμα πως η «αρχαία ψυχή» συνεχίζει να ζει μέσα στους νεότερους Έλληνες, έχοντας ωστόσο κρυφτεί παρά τη θέλησή της. Πτυχές του αρχαιοελληνικού τρόπου σκέψης έχουν ενταχθεί σε νεότερες παραδόσεις ή στη χριστιανική θρησκεία, κατά τέτοιο τρόπο ορισμένες φορές, ώστε είναι δύσκολο για τους νεότερους να αντιληφθούν πως μέσα σε χριστιανικές τελετές ή σε έθιμα του τόπου τους κρύβονται αρχαιοελληνικές συνήθειες και πεποιθήσεις. Το συμπέρασμα του ποιητή, πάντως, δηλώνεται εμφατικά με την αξιοποίηση τριπλής άρνησης για να τονιστεί πως ο Μέγας Παν δεν πέθανε, ούτε είναι εφικτό να πεθάνει. Ως επιστέγασμα της άποψής του ο ποιητής επικαλείται τη διατήρηση των αρχαιοελληνικών αντιλήψεων σχετικά με τη ζωοποιό δύναμη της φύσης και τις γιορτές που της αφιέρωναν. Ο Παν, η τραγόμορφη αυτή θεότητα, που ακολουθούσε τον θεό Διόνυσο στις εορταστικές εκδηλώσεις για τη ζωώδη δύναμη της φύσης διατηρεί τη θέση του ακόμη και στις μέρες μας, εφόσον το γιόρτασμα της ζωής, η αγάπη για τη φύση και η βαθιά πεποίθηση πως η αναγέννηση (ή η ανάσταση) είναι κάτι το δεδομένο, φανερώνει τη διαχρονικότητα της αντίληψης πως ο θάνατος δεν είναι κάτι το οριστικό ούτε για τη φύση, αλλά ούτε και για την ανθρώπινη ψυχή.  
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...