Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «σπεύδω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Milan Malovrh
 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «σπεύδω»
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
σπεύδω, σπεύδεις, σπεύδει, σπεύδομεν, σπεύδετε, σπεύδουσι(ν)
Υποτακτική
σπεύδω, σπεύδς, σπεύδ, σπεύδωμεν, σπεύδητε, σπεύδωσι(ν)
Ευκτική
σπεύδοιμι, σπεύδοις, σπεύδοι, σπεύδοιμεν, σπεύδοιτε, σπεύδοιεν
Προστακτική
---, σπεδε, σπευδέτω, ---, σπεύδετε, σπευδόντων (ή σπευδέτωσαν)
Απαρέμφατο
σπεύδειν
Μετοχή
σπεύδων, σπεύδουσα, σπεδον
 
Παρατατικός
Οριστική
σπευδον, σπευδες, σπευδε, σπεύδομεν, σπεύδετε, σπευδον
 
Μέλλοντας
Οριστική
σπεύσω, σπεύσεις, σπεύσει, σπεύσομεν, σπεύσετε, σπεύσουσι(ν)
Ευκτική
σπεύσοιμι, σπεύσοις, σπεύσοι, σπεύσοιμεν, σπεύσοιτε, σπεύσοιεν
Απαρέμφατο
σπεύσειν
Μετοχή
σπεύσων, σπεύσουσα, σπεσον
 
Αόριστος
Οριστική
σπευσα, σπευσας, σπευσε(ν), σπεύσαμεν, σπεύσατε, σπευσαν
Υποτακτική
σπεύσω, σπεύσς, σπεύσ, σπεύσωμεν, σπεύσητε, σπεύσωσι(ν)
Ευκτική
σπεύσαιμι, σπεύσαις ή σπεύσειας, σπεύσαι ή σπεύσειε(ν), σπεύσαιμεν, σπεύσαιτε, σπεύσαιεν ή σπεύσειαν
Προστακτική
---, σπεσον, σπευσάτω, ---, σπεύσατε, σπευσάντων (ή σπευσάτωσαν)
Απαρέμφατο
σπεσαι
Μετοχή
σπεύσας, σπεύσασα, σπεσαν
 
Παρακείμενος
Οριστική
σπευκα, σπευκας, σπευκε, σπεύκαμεν, σπεύκατε, σπεύκασι(ν)
 
Υποτακτική
σπευκώς- σπευκυα- σπευκός
σπευκώς- σπευκυα- σπευκός ς
σπευκώς- σπευκυα- σπευκός
σπευκότες- σπευκυαι- σπευκότα μεν
σπευκότες- σπευκυαι- σπευκότα τε
σπευκότες- σπευκυαι- σπευκότα σι
 
Ευκτική
σπευκώς- σπευκυα- σπευκός εην
σπευκώς- σπευκυα- σπευκός εης
σπευκώς- σπευκυα- σπευκός εη
σπευκότες- σπευκυαι- σπευκότα εημεν (εμεν)
σπευκότες- σπευκυαι- σπευκότα εητε (ετε)
σπευκότες- σπευκυαι- σπευκότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
σπευκώς- σπευκυα- σπευκός σθι
σπευκώς- σπευκυα- σπευκός στω
---
σπευκότες- σπευκυαι- σπευκότα στε
σπευκότες- σπευκυαι- σπευκότα στων
 
Απαρέμφατο
σπευκέναι
Μετοχή
σπευκώς- σπευκυα- σπευκός
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
σπεύδομαι, σπεύδ ή σπεύδει, σπεύδεται, σπευδόμεθα, σπεύδεσθε, σπεύδονται
Υποτακτική
σπεύδωμαι, σπεύδ, σπεύδηται, σπευδώμεθα, σπεύδησθε, σπεύδωνται
Ευκτική
σπευδοίμην, σπεύδοιο, σπεύδοιτο, σπευδοίμεθα, σπεύδοισθε, σπεύδοιντο
Προστακτική
---, σπεύδου, σπευδέσθω, ---, σπεύδεσθε, σπευδέσθων ή σπευδέσθωσαν
Απαρέμφατο
σπεύδεσθαι
Μετοχή
σπευδόμενος
σπευδομένη
σπευδόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
σπευδόμην, σπεύδου, σπεύδετο, σπευδόμεθα, σπεύδεσθε, σπεύδοντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
σπεύσομαι, σπεύσ ή σπεύσει, σπεύσεται, σπευσόμεθα, σπευσεσθε, σπεύσονται
Ευκτική
σπευσοίμην, σπεύσοιο, σπεύσοιτο, σπευσοίμεθα, σπεύσοισθε, σπεύσοιντο
Απαρέμφατο
σπεύσεσθαι
Μετοχή
σπευσόμενος
σπευσομένη
σπευσόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
σπευσάμην, σπεύσω, σπεύσατο, σπευσάμεθα, σπεύσασθε, σπεύσαντο
Υποτακτική
σπεύσωμαι, σπεύσ, σπεύσηται, σπευσώμεθα, σπεύσησθε, σπεύσωνται
Ευκτική
σπευσαίμην, σπεύσαιο, σπεύσαιτο, σπευσαίμεθα, σπεύσαισθε, σπεύσαιντο
Προστακτική
---, σπεσαι, σπευσάσθω, ---, σπεύσασθε, σπευσάσθων ή σπευσάσθωσαν
Απαρέμφατο
σπεύσασθαι
Μετοχή
σπευσάμενος
σπευσαμένη
σπευσάμενον
 
Παρακείμενος
Οριστική
σπευσμαι, σπευσαι, σπευσται, σπεύσμεθα, σπυισθε, σπευσμένοι εσί(ν)
 
Υποτακτική
σπευσμένος- σπευσμένη- σπευσμένον
σπευσμένος- σπευσμένη- σπευσμένον ς
σπευσμένος- σπευσμένη- σπευσμένον
σπευσμένοι- σπευσμέναι- σπευσμένα μεν
σπευσμένοι- σπευσμέναι- σπευσμένα τε
σπευσμένοι- σπευσμέναι- σπευσμένα σι
 
Ευκτική
σπευσμένος- σπευσμένη- σπευσμένον εην
σπευσμένος- σπευσμένη- σπευσμένον εης
σπευσμένος- σπευσμένη- σπευσμένον εη
σπευσμένοι- σπευσμέναι- σπευσμένα εημεν (εμεν)
σπευσμένοι- σπευσμέναι- σπευσμένα εητε (ετε)
σπευσμένοι- σπευσμέναι- σπευσμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, σπευσο, σπεύσθω, --- σπευσθε, σπεύσθων
 
Απαρέμφατο
σπεσθαι
Μετοχή
σπευσμένος,
σπευσμένη,
σπευσμένον

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «συκοφαντέω-ῶ»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Aleta Pippin
 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «συκοφαντέω-»
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
συκοφαντ, συκοφαντες, συκοφαντε, συκοφαντομεν, συκοφαντετε, συκοφαντοσι(ν)
Υποτακτική
συκοφαντ, συκοφαντς, συκοφαντ, συκοφαντμεν, συκοφανττε, συκοφαντσι(ν)
Ευκτική
συκοφαντομι, συκοφαντος, συκοφαντο, ή συκοφαντοίην, συκοφαντοίης, συκοφαντοίη, συκοφαντομεν, συκοφαντοτε, συκοφαντοεν
Προστακτική
---, συκοφάντει, συκοφαντείτω, ---, συκοφαντετε, συκοφαντούντων (ή συκοφαντείτωσαν)
Απαρέμφατο
συκοφαντεν
Μετοχή
συκοφαντν, συκοφαντοσα, συκοφαντον
 
Παρατατικός
Οριστική
συκοφάντουν, συκοφάντεις, συκοφάντει, συκοφαντομεν, συκοφαντετε, συκοφάντουν
 
Μέλλοντας
Οριστική
συκοφαντήσω, συκοφαντήσεις, συκοφαντήσει, συκοφαντήσομεν, συκοφαντήσετε, συκοφαντήσουσι(ν)
Ευκτική
συκοφαντήσοιμι, συκοφαντήσοις, συκοφαντήσοι, συκοφαντήσοιμεν, συκοφαντήσοιτε, συκοφαντήσοιεν
Απαρέμφατο
συκοφαντήσειν
Μετοχή
συκοφαντήσων, συκοφαντήσουσα, συκοφαντσον
 
Αόριστος
Οριστική
συκοφάντησα, συκοφάντησας, συκοφάντησε(ν), συκοφαντήσαμεν, συκοφαντήσατε, συκοφάντησαν
Υποτακτική
συκοφαντήσω, συκοφαντήσς, συκοφαντήσ, συκοφαντήσωμεν, συκοφαντήσητε, συκοφαντήσωσι(ν)
Ευκτική
συκοφαντήσαιμι, συκοφαντήσαις ή συκοφαντήσειας, συκοφαντήσαι ή συκοφαντήσαιε(ν) συκοφαντήσαιμεν, συκοφαντήσαιτε, συκοφαντήσαιεν ή συκοφαντήσειαν
Προστακτική
---, συκοφάντησον, συκοφαντησάτω, ---, συκοφαντήσατε, συκοφαντησάντων (ή συκοφαντησάτωσαν)
Απαρέμφατο
συκοφαντσαι
Μετοχή
συκοφαντήσας, συκοφαντήσασα, συκοφαντσαν
 
Παρακείμενος
Οριστική
σεσυκοφάντηκα, σεσυκοφάντηκας, σεσυκοφάντηκε, σεσυκοφαντήκαμεν, σεσυκοφαντήκατε, σεσυκοφαντήκασι(ν)
 
Υποτακτική
σεσυκοφαντηκώς- σεσυκοφαντηκυα- σεσυκοφαντηκός
σεσυκοφαντηκώς- σεσυκοφαντηκυα- σεσυκοφαντηκός ς
σεσυκοφαντηκώς- σεσυκοφαντηκυα- σεσυκοφαντηκός
σεσυκοφαντηκότες- σεσυκοφαντηκυαι- σεσυκοφαντηκότα μεν
σεσυκοφαντηκότες- σεσυκοφαντηκυαι- σεσυκοφαντηκότα τε
σεσυκοφαντηκότες- σεσυκοφαντηκυαι- σεσυκοφαντηκότα σι
 
Ευκτική
σεσυκοφαντηκώς- σεσυκοφαντηκυα- σεσυκοφαντηκός εην
σεσυκοφαντηκώς- σεσυκοφαντηκυα- σεσυκοφαντηκός εης
σεσυκοφαντηκώς- σεσυκοφαντηκυα- σεσυκοφαντηκός εη
σεσυκοφαντηκότες- σεσυκοφαντηκυαι- σεσυκοφαντηκότα εημεν (εμεν)
σεσυκοφαντηκότες- σεσυκοφαντηκυαι- σεσυκοφαντηκότα εητε (ετε)
σεσυκοφαντηκότες- σεσυκοφαντηκυαι- σεσυκοφαντηκότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
σεσυκοφαντηκώς- σεσυκοφαντηκυα- σεσυκοφαντηκός σθι
σεσυκοφαντηκώς- σεσυκοφαντηκυα- σεσυκοφαντηκός στω
---
σεσυκοφαντηκότες- σεσυκοφαντηκυαι- σεσυκοφαντηκότα στε
σεσυκοφαντηκότες- σεσυκοφαντηκυαι- σεσυκοφαντηκότα στων
 
Απαρέμφατο
σεσυκοφαντηκέναι
Μετοχή
σεσυκοφαντηκώς- σεσυκοφαντηκυα- σεσυκοφαντηκός
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
συκοφαντομαι, συκοφαντ ή συκοφαντε, συκοφαντεται, συκοφαντούμεθα, συκοφαντεσθε, συκοφαντονται
Υποτακτική
συκοφαντμαι, συκοφαντ, συκοφαντται, συκοφαντώμεθα, συκοφαντσθε, συκοφαντνται
Ευκτική
συκοφαντοίμην, συκοφαντοο, συκοφαντοτο, συκοφαντοίμεθα, συκοφαντοσθε, συκοφαντοντο
Προστακτική
---, συκοφαντο, συκοφαντείσθω, ---, συκοφαντεσθε, συκοφαντείσθων ή συκοφαντείσθωσαν
Απαρέμφατο
συκοφαντεσθαι
Μετοχή
συκοφαντούμενος
συκοφαντουμένη
συκοφαντούμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
συκοφαντούμην, συκοφαντο, συκοφαντετο, συκοφαντούμεθα, συκοφαντεσθε, συκοφαντοντο
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
συκοφαντηθήσομαι, συκοφαντηθήσ ή συκοφαντηθήσει, συκοφαντηθήσεται, συκοφαντηθησόμεθα, συκοφαντηθήσεσθε, συκοφαντηθήσονται
Ευκτική
συκοφαντηθησοίμην, συκοφαντηθήσοιο, συκοφαντηθήσοιτο, συκοφαντηθησοίμεθα, συκοφαντηθήσοισθε, συκοφαντηθήσοιντο
Απαρέμφατο
συκοφαντηθήσεσθαι
Μετοχή
συκοφαντηθησόμενος
συκοφαντηθησομένη
συκοφαντηθησόμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
συκοφαντήθην, συκοφαντήθης, συκοφαντήθη, συκοφαντήθημεν, συκοφαντήθητε, συκοφαντήθησαν
Υποτακτική
συκοφαντηθ, συκοφαντηθς, συκοφαντηθ, συκοφαντηθμεν, συκοφαντηθτε, συκοφαντηθσι(ν)
Ευκτική
συκοφαντηθείην, συκοφαντηθείης, συκοφαντηθείη, συκοφαντηθείημεν ή συκοφαντηθεμεν, συκοφαντηθείητε ή συκοφαντηθετε, συκοφαντηθείησαν ή συκοφαντηθεεν
Προστακτική
---, συκοφαντήθητι, συκοφαντηθήτω, ---, συκοφαντήθητε, συκοφαντηθέντων ή συκοφαντηθήτωσαν
Απαρέμφατο
συκοφαντηθναι
Μετοχή
συκοφαντηθείς
συκοφαντηθεσα
συκοφαντηθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
σεσυκοφάντημαι, σεσυκοφάντησαι, σεσυκοφάντηται, σεσυκοφαντήμεθα, σεσυκοφάντησθε, σεσυκοφάντηνται
 
Υποτακτική
σεσυκοφαντημένος- σεσυκοφαντημένη- σεσυκοφαντημένον
σεσυκοφαντημένος- σεσυκοφαντημένη- σεσυκοφαντημένον ς
σεσυκοφαντημένος- σεσυκοφαντημένη- σεσυκοφαντημένον
σεσυκοφαντημένοι- σεσυκοφαντημέναι- σεσυκοφαντημένα μεν
σεσυκοφαντημένοι- σεσυκοφαντημέναι- σεσυκοφαντημένα τε
σεσυκοφαντημένοι- σεσυκοφαντημέναι- σεσυκοφαντημένα σι
 
Ευκτική
σεσυκοφαντημένος- σεσυκοφαντημένη- σεσυκοφαντημένον εην
σεσυκοφαντημένος- σεσυκοφαντημένη- σεσυκοφαντημένον εης
σεσυκοφαντημένος- σεσυκοφαντημένη- σεσυκοφαντημένον εη
σεσυκοφαντημένοι- σεσυκοφαντημέναι- σεσυκοφαντημένα εημεν (εμεν)
σεσυκοφαντημένοι- σεσυκοφαντημέναι- σεσυκοφαντημένα εητε (ετε)
σεσυκοφαντημένοι- σεσυκοφαντημέναι- σεσυκοφαντημένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, σεσυκοφάντησο, σεσυκοφαντήσθω, --- σεσυκοφάντησθε, σεσυκοφαντήσθων ή σεσυκοφαντήσθωσαν
 
Απαρέμφατο
σεσυκοφαντσθαι
Μετοχή
σεσυκοφαντημένος,
σεσυκοφαντημένη,
σεσυκοφαντημένον
 
Υπερσυντέλικος
σεσυκοφαντήμην, σεσυκοφάντησο, σεσυκοφάντητο, σεσυκοφαντήμεθα, σεσυκοφάντησθε, σεσυκοφάντηντο
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...