Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Τίτος Πατρίκιος «Η γλώσσα μου»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Fabien Bravin

 
Τίτος Πατρίκιος «Η γλώσσα μου»
 
Το ποίημα ανήκει στον Τίτο Πατρίκιο και περιλαμβάνεται στη συλλογή «Η ηδονή των παρατάσεων» (εκδόσεις Κέδρος,1998).
 
Τη γλώσσα μου δεν ήταν εύκολο
να τη φυλάξω
ανάμεσα σε γλώσσες που πήγαιναν να
την καταβροχθίσουν
όμως στη γλώσσα μου συνέχιζα πάντα
να μετράω
στη γλώσσα μου έφερνα τον χρόνο στα
μέτρα του κορμιού
στη γλώσσα μου πολλαπλασίαζα την
ηδονή ως το άπειρο
μ’ αυτή ξανάφερνα στον νου μου ένα
παιδί
με άσπρο σημάδι από πετριά στο κου-
ρεμένο του κεφάλι.
Πάσχιζα να μη χάσω ούτε μια της
λέξη
γιατί σ’ αυτή τη γλώσσα μου μιλούσαν
κι οι νεκροί.

Με την ποιητική του σύνθεση ο Τίτος Πατρίκιος παρουσιάζει την εξέχουσα σημασία που έχει για κάθε άτομο η μητρική του γλώσσα, ιδίως, μάλιστα, όταν πρόκειται για γλώσσα ομιλούμενη από μικρή πληθυσμιακή ομάδα, με αποτέλεσμα να είναι ευάλωτη στις πιέσεις που ασκούν οι πληθυσμιακά ισχυρότερες γλώσσες. Η αίσθηση πως απειλείται η μητρική γλώσσα συνιστά πηγή οδύνης για το άτομο, εφόσον το σύνολο της ταυτότητάς του, οι σκέψεις και οι μνήμες του είναι άρρηκτα δεμένες με εκείνη.
 
«Τη γλώσσα μου δεν ήταν εύκολο
να τη φυλάξω
ανάμεσα σε γλώσσες που πήγαιναν να
την καταβροχθίσουν»
 
Σε πρώτο πρόσωπο το ποιητικό υποκείμενο δηλώνει πως η διαφύλαξη της μητρικής του γλώσσας ήταν δύσκολη (με σχήμα λιτότητας «δεν ήταν εύκολο»), διότι υπήρχαν γύρω τις άλλες ισχυρότερες γλώσσες, οι οποίες επιχειρούσαν να την αφανίσουν. Οι προσωποποιημένες έτερες γλώσσες έχουν απειλητικές διαθέσεις («να την καταβροχθίσουν») απέναντι στη μητρική γλώσσα του ποιητικού υποκειμένου, καθώς λόγω της εμπορικής χρήσης τους, της συνεχούς διάδοσής τους σε διεθνές επίπεδο και του ήδη μεγάλου πληθυσμού που τις χρησιμοποιεί είναι σε θέση να εκτοπίσουν τις μικρότερες γλώσσες, να τις θέσουν στο περιθώριο και σταδιακά να τις οδηγήσουν στην αχρησία. Το ποιητικό υποκείμενο, ως εκ τούτου, αναγκάζεται να αγωνιστεί για την υπεράσπιση της γλώσσας του, καθώς ένιωθε πως ήταν αναγκαία η συμβολή κάθε προσώπου που μιλούσε τη μητρική αυτή γλώσσα.
 
«όμως στη γλώσσα μου συνέχιζα πάντα
να μετράω
στη γλώσσα μου έφερνα τον χρόνο στα
μέτρα του κορμιού»
 
Η προσπάθεια του ποιητικού υποκειμένου να σώσει τη μητρική του γλώσσα δεν εκκινούσε από κάποιο αίσθημα πατριωτικού εγωισμού ή από κάποιο αίσθημα ανταγωνισμού. Η θέλησή του αυτή αποτελούσε φανέρωμα μιας βαθιάς ανάγκης να διαφυλάξει τη γλώσσα που έδινε ζωή σε κάθε σκέψη και σε κάθε συναίσθημά του. Τη μητρική του γλώσσα χρησιμοποιούσε το ποιητικό υποκείμενο για να μετράει (τον χρόνο, τις πληγές, τις ήττες, μα και τις χαρές). Με τη μητρική του γλώσσα κατόρθωνε να εκλογικεύσει και να θέσει υπό έλεγχο τις αξιώσεις που είχε από τον εαυτό του, ώστε ο απαιτούμενος γι’ αυτές χρόνος να ανταποκρίνεται στις πραγματικές του δυνατότητες. Με τη γλώσσα, συνάμα, είχε τη δυνατότητα να τιθασεύει τον δίχως όρια χρόνο, για να τον φέρει στα μέτρα του πεπερασμένου ανθρώπινου βίου, χωρίς να σαστίζει σκεπτόμενος τις αχανείς διαστάσεις του.
 
«στη γλώσσα μου πολλαπλασίαζα την
ηδονή ως το άπειρο»
 
Αξιοποιώντας, μάλιστα, τη μητρική του γλώσσα το ποιητικό υποκείμενο κατόρθωνε να πολλαπλασιάζει, να ενισχύει και να καθιστά άπειρα διαρκέστερες τις στιγμές της ηδονής και της ευδαιμονίας. Με τη δύναμη της περιγραφής, της επαναξιολόγησης και της -λεκτικής πια- αναβίωσης οι ηδονικές στιγμές ζούσαν ξανά και ξανά, καθιστώντας εμφανή τη δυνατότητα της γλώσσας όχι μόνο να προσδίδει διαχρονικότητα στο επίκαιρο, αλλά και να αντικρίζει από πολλαπλές οπτικές το μεμονωμένο για να αντλεί από αυτό άπειρα περισσότερο χρόνο απόλαυσης.
 
«μ’ αυτή ξανάφερνα στον νου μου ένα
παιδί
με άσπρο σημάδι από πετριά στο κου-
ρεμένο του κεφάλι.»
 
Η μητρική γλώσσα συνδέει, συνάμα, το ποιητικό υποκείμενο με τις μνήμες του παρελθόντος, επιτρέποντάς του να θυμάται κάθε τραυματικό γεγονός και κάθε πικρή στιγμή που έζησε ή αντίκρισε. Το σημάδι από πετριά στο κουρεμένο κεφάλι ενός παιδιού δεν είναι μόνο μια εικόνα που έχει χαραχτεί στη μνήμη του ποιητικού υποκειμένου είναι το σύμβολο μιας ολόκληρης ηλικίας που, παρά την οδύνη της, είναι απολύτως σημαντικό το να διαφυλαχτεί. Το ποιητικό υποκείμενο δεν θέλει να ξεχάσει, θέλει να θυμάται καθετί από το παρελθόν του, διότι μόνο έτσι μπορεί να αναγνωρίζει την πορεία που τον οδήγησε στη σημερινή του ταυτότητα. Κι οι πολύτιμες μνήμες του παρελθόντος μπορούν να διασωθούν μόνο με τη συνδρομή της γλώσσας που φέρει ακέραιο το βάρος των τότε εμπειριών και συναισθημάτων.
 
«Πάσχιζα να μη χάσω ούτε μια της
λέξη
γιατί σ’ αυτή τη γλώσσα μου μιλούσαν
κι οι νεκροί.»
 
Η μητρική γλώσσα είναι πολύτιμη όχι μόνο γιατί επιτρέπει στο ποιητικό υποκείμενο να καθορίζει τα όρια του παρόντος, να διαφυλάττει τις μνήμες του παρελθόντος και να βιώνει πληρέστερα τις στιγμές της ευδαιμονίας, αλλά πολύ περισσότερο γιατί μόνο μέσω αυτής του μιλούν οι νεκροί του. Εύλογα, επομένως, δηλώνει πως πάσχιζε για να μη χάσει ούτε μία λέξη της, όσο παλιά ή σπάνια κι αν ήταν αυτή, διότι μόνο με τη μητρική του γλώσσα είχε τη δυνατότητα να κατανοεί τα όσα του έλεγαν οι νεκροί -οικείοι, φίλοι, συνοδοιπόροι των πρότερων χρόνων. Ένας πολύτιμος συνεκτικός δεσμός με το παρελθόν, η απώλεια του οποίου θα σήμαινε τη διακοπή της επικοινωνίας και τη διάσπαση μιας μακράς συνέχειας, με υψηλό τίμημα συναισθηματικό και πνευματικό.
Μέσω της μητρικής γλώσσας το ποιητικό υποκείμενο διατηρεί την επαφή με το παρελθόν, μελετά το παρόν και προετοιμάζει το μέλλον, γι’ αυτό και δεν δίστασε να επιδοθεί στον αναγκαίο για τη διαφύλαξή της αγώνα.  

Ιστορία Προσανατολισμού: Εξαγωγές και εισαγωγές κατά τον 19ο αιώνα

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Darice Machel McGuire
 
Ιστορία Προσανατολισμού: Εξαγωγές και εισαγωγές κατά τον 19ο αιώνα
 
Με βάση τις ιστορικές σας γνώσεις και αξιοποιώντας τις κατάλληλες πληροφορίες από το ακόλουθο παράθεμα να αναφερθείτε στις εξαγωγές και στις εισαγωγές της Ελλάδας κατά τον 19ο αιώνα.
 
Πολλαπλασιασμός των εμπορικοποιήσιμων καλλιεργειών
 
Πραγματικά, από τα μέσα του αιώνα διαφαίνεται μια ξεκάθαρη τάση πολλαπλασιασμού των εμπορικοποιήσιμων σε βάρος των παραδοσιακών καλλιεργειών που αποβλέπουν στην αυτοκατανάλωση. Η καλλιέργεια των δημητριακών, λόγου χάρη, αυξάνεται με πολύ αργούς ρυθμούς.
…………………………………………………………………………………………
Αντίθετα, τα αμπέλια, από 9.000 στρέμματα που καλύπτουν το 1835, φτάνουν σε 492.000 στρέμματα το 1861, σε 822.000 το 1881, σε 1.266.000 το 1887, σε 1.350.000 το 1900, για να περιοριστούν, το 1909, σε 1.040.000 στρέμματα.
Η σταφίδα πάλι, που η εκμετάλλευσή της γίνεται από το 1830, από 53.000 στρέμματα που καλύπτει το 1861 φτάνει τα 468.000 το 1887, τα 700.000 στρέμματα το 1900, και το 1909 πέφτει στα 577.000 στρέμματα. Η ελιά, καλύπτει το 1835 τα 250.000 στρέμματα, το 1881 τα 1.829.000 και το 1900 καθώς και το 1909 τα 2.600.000 στρέμματα. Τέλος, οι καλλιέργειες του καπνού και του βαμβακιού, που το 1830 ήταν ανύπαρκτες ή περιθωριακές, από το 1870-1880 αρχίζουν να επεκτείνονται.
Καθοριστικό στοιχείο στάθηκε η ανάπτυξη μιας φυσικής διεξόδου για τα εξαγώγιμα αγροτικά προϊόντα: το λάδι, ο καπνός, τα σύκα και κυρίως η σταφίδα, βρήκαν στην αγορά της δυτικής Ευρώπης ένα πεδίο συνεχώς διευρυνόμενο. Βασική σημασία είχε η σταφίδα: η καλλιέργειά της είχε επεκταθεί σ’ ολόκληρη την Πελοπόννησο: Με τις ευλογίες του Κράτους, της εμπορικής αστικής τάξης και του χρηματιστικού κεφαλαίου, που έλεγχε τα κυκλώματα, οι αγρότες υποτάχθηκαν στις αντικειμενικές απαιτήσεις της παγκόσμιας αγοράς. Στο τέλος του περασμένου αιώνα αν η Ελλάδα δεν ήταν χώρα μονοκαλλιέργειας, είχε γίνει σχεδόν χώρα μονοεξαγωγής, αντιπροσωπεύοντας πάνω από το 50% των εξαγωγών για όλο το δεύτερο μισό του19ου αιώνα.
 
Κ. Τσουκαλά, Εξάρτηση και αναπαραγωγή, σσ. 91-92
 
Ενδεικτική απάντηση
 
Αν λάβουμε υπόψη τις παραγωγικές δυνατότητες της Ελλάδας στη διάρκεια του πρώτου αιώνα της ανεξαρτησίας της, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος του εξωτερικού της εμπορίου αφορούσε γεωργικά προϊόντα. Όπως, μάλιστα, επισημαίνει ο Κ. Τσουκαλάς ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα οι Έλληνες γεωργοί είχαν αρχίσει να στρέφονται σε καλλιέργειες που μπορούσαν να τις εκμεταλλευτούν εμπορικά, για αυτό και τα προϊόντα εσωτερικής κατανάλωσης, όπως το σιτάρι, γνώριζαν αργή ανάπτυξη. Στις εξαγωγές, περισσότερο από τα 2/3 (σε αξία) του συνόλου, ήταν γεωργικά προϊόντα. Η γενική τάση μάλιστα οδηγούσε προς τη διεύρυνση του ποσοστού των εξαγωγών αγροτικών προϊόντων, που έφτασαν να αντιπροσωπεύουν τα 3/4 των συνολικών εξαγωγών στη δεκαετία 1900-1910. Στην κατηγορία αυτή την πρώτη θέση είχε η σταφίδα, που από μόνη της πλησίαζε σε αξία το 1/2 των συνολικών εξαγωγών. Την πρωτοκαθεδρία της σταφίδας στις εξαγωγές σχολιάζει ο Κ. Τσουκαλάς, ο οποίος αναφέρει πως από το 1850 και για το υπόλοιπο του 19ου αιώνα η Ελλάδα είχε εστιάσει σχεδόν αποκλειστικά στις εξαγωγές του προϊόντος αυτού. Επρόκειτο για μια εξέλιξη που υπαγορευόταν από τη ζήτηση της διεθνούς αγοράς και λάμβανε στήριξη τόσο από το κράτος όσο και από τους εμπόρους και τους κεφαλαιούχους. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να καλλιεργείται η σταφίδα σε ολόκληρη σχεδόν την Πελοπόννησο. Από το σύνολο, άλλωστε, των καλλιεργούμενων εκτάσεων της χώρας μεγάλος αριθμός αποδίδεται στην αμπελουργία, από την οποία αντλούνταν τόσο η παραγωγής σταφίδας, όσο και η παραγωγή κρασιού, αντιστοίχως μεγάλες εκτάσεις καταλάμβαναν οι σταφιδώνες. Πιο συγκεκριμένα οι αμπελώνες το 1861 καλύπτουν 492.000 στρέμματα και οι σταφιδώνες 468.000 στρέμματα το 1887. Πρόκειται για σημαντική αύξηση από τα 9.000 του 1835 και τα 53.000 στρέμματα του 1861 που κάλυπταν αντιστοίχως οι αμπελώνες και οι σταφιδώνες. Τα αμπέλια θα φτάσουν τα 822.000 στρέμματα το 188, τα 1.266.000 το 1887 και τα 1.350.000 το 1900, με τους σταφιδώνες να ανέρχονται σε 700.000 στρέμματα το 1900. Τόσο οι αμπελώνες όσο και οι σταφιδώνες θα γνωρίσουν κάμψη στη συνέχεια, εφόσον οι αμπελώνες θα μειωθούν στα 1.040.000 στρέμματα το 1909 και οι αμπελώνες στα 577.000 το ίδιο έτος.  Στις εξαγωγές ακολουθούσε με μεγάλη διαφορά το ελαιόλαδο και, μετά το 1900, το κρασί. Η καλλιέργεια ελαιώνων, πάντως, ακολουθεί ανοδική πορεία, σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει ο Κ. Τσουκαλάς, Από τα 250.000 στρέμματα του 1835, θα ανέβει στα 1.829.000 το 1881, και στην περίοδο 1900-1909 στα 2.600.000 στρέμματα, γεγονός που φανερώνει τη δυναμική του συγκεκριμένου προϊόντος. Η ενίσχυση της καλλιέργειας εξαγώγιμων προϊόντων, όπως ήταν η σταφίδα, το λάδι, το κρασί, αλλά και τα σύκα, οφείλεται στο γεγονός πως στις αγορές της δυτικής Ευρώπης οι Έλληνες παραγωγοί εντόπισαν ζήτηση που συνεχώς διευρυνόταν.   
Εκτός από τα παραπάνω είδη, εξάγονταν μικρές ποσότητες φυτικών προϊόντων για βιομηχανική επεξεργασία, το βαμβάκι, για παράδειγμα, την εποχή του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου ή ο σταθερά ανερχόμενος καπνός, πού όμως αντιπροσώπευε ακόμα ασήμαντο ποσοστό των εξαγωγών (2-3%). Όπως επισημαίνει ο Κ. Τσουκαλάς, αν και η καλλιέργεια του καπνού και του βαμβακιού το 1830 ήταν μηδαμινή, από την περίοδο 1870-1880 και εξής ξεκινά να διευρύνεται. Μέχρι το 1880 επίσης υπήρχε σημαντική εμπορική κίνηση στα κατεργασμένα δέρματα, η οποία όμως σχεδόν εξαφανίστηκε στη συνέχεια. Στην κατηγορία των πρώτων υλών, τις εξαγωγές συμπλήρωναν τα μεταλλευτικά προϊόντα, που από το τέλος του 19ου αιώνα πλησίαζαν το 1/5 της συνολικής αξίας των εξαγωγών. Επρόκειτο κυρίως για μόλυβδο, για μαγγανιούχα μεταλλεύματα, για σμύριδα και θηραϊκή γη. Οι εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων ήταν κυριολεκτικά ασήμαντες.
Στις εισαγωγές τα αγροτικά είδη αντιπροσώπευαν σταθερά το 1/3 (σε αξία) του συνόλου. Στην πρώτη θέση βρίσκονταν τα δημητριακά, το σιτάρι ιδιαίτερα, καθώς η εγχώρια παραγωγή δεν ήταν σε θέση να καλύψει τις επισιτιστικές ανάγκες του πληθυσμού. Στα βιομηχανικά προϊόντα που εισάγονταν κυριαρχούσαν τα υφάσματα και τα νήματα, ενώ προοδευτικά μεγάλωναν τα ποσοστά των ορυκτών (άνθρακας), της ξυλείας, των χημικών προϊόντων και των μηχανημάτων.

Ιστορία Προσανατολισμού: Το εμπόριο κατά τον 19ο αιώνα (πηγή)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
 

William Clark


Ιστορία Προσανατολισμού: Το εμπόριο κατά τον 19ο αιώνα (πηγή)
 
Με βάση τις ιστορικές σας γνώσεις και αξιοποιώντας το ακόλουθο παράθεμα να αναφερθείτε:
α) στις εισαγωγές και τις εξαγωγές της Ελλάδας κατά τον 19ο αιώνα, και
β) στις χώρες με τις οποίες η Ελλάδα ανέπτυξε εμπορικούς δεσμούς κατά την ίδια περίοδο.  
 
Κείμενο
Πρώτη εισαγωγική χώρα για την Ελλάδα ήταν η Αγγλία, από όπου εισάγονταν υφάσματα κυρίως βαμβακερά, που ήταν το πρώτο σε αξία εισαγόμενο είδος (το 1858 εισήχθησαν 1.307.114 οκάδες υφάσματα, αξίας 9.562,005 δρχ., που περισσότερα από τα μισά ήταν βαμβακερά), νήματα, δέρματα ακατέργαστα, που ήταν το δεύτερο εισαγωγικό είδος για τον ίδιο χρόνο και προοριζόταν για τα βυρσοδεψία της Σύρου, σίδηρος και ζάχαρη. Ακολουθούσε η Αυστρία (ξυλεία, μάλλινα υφάσματα, σχοινιά, σίδηρος), η Τουρκία (δημητριακοί καρποί, ζώα, ακατέργαστα δέρματα, ξυλεία), η Γαλλία (ζάχαρη, δέρματα, υφάσματα μάλλινα, καφές). Μικρότερες εισαγωγές γίνονταν και από τη Ρωσία (δημητριακοί καρποί), την Ιταλία (ρύζι, θείο, δέρματα) την Αίγυπτο (δέρματα ακατέργαστα, δημητριακοί καρποί) και άλλες χώρες.
Αλλά και στις εξαγωγές την πρώτη θέσει κατείχε η Αγγλία με κύριο προϊόν την κορινθιακή σταφίδα. […] Δεύτερο εξαγωγικό προϊόν στα μέσα του αιώνα ήταν τα κουκούλια (μεταξοσκώληκα). Το 1858 εξήχθησαν 121.120 οκάδες, που εκτιμήθηκαν 1.783.257 δρχ. και μετάξι αξίας 515.605 δραχμών. Αποκλειστική χώρα εισαγωγική και για τα κουκούλια και για το μετάξι ήταν η Γαλλία, όπου η εισαγωγή γινόταν ατελώς για το κουκούλι και με ελάχιστα τέλη για το μετάξι.
Η παραγωγή του καπνού ήταν τα χρόνια αυτά ακόμη μικρή μολαταύτα κάλυπτε τις ανάγκες της καταναλώσεως και οι ποσότητες που διατίθενταν για εξαγωγή (κυρίως στην Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία) ήταν πολύ μεγαλύτερες από τις εισαγόμενες (κυρίως από την Τουρκία, όπου ο παραγόμενος καπνός ήταν καλύτερης ποιότητας από τον ελληνικό).
 
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΓ΄, Εκδοτική Αθηνών, 2000
 
Ενδεικτική απάντηση
 
α) Αν λάβουμε υπόψη τις παραγωγικές δυνατότητες της Ελλάδας στη διάρκεια του πρώτου αιώνα της ανεξαρτησίας της, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος του εξωτερικού της εμπορίου αφορούσε γεωργικά προϊόντα. Στις εξαγωγές, περισσότερο από τα 2/3 (σε αξία) του συνόλου, ήταν γεωργικά προϊόντα. Η γενική τάση μάλιστα οδηγούσε προς τη διεύρυνση του ποσοστού των εξαγωγών αγροτικών προϊόντων, που έφτασαν να αντιπροσωπεύουν τα 3/4 των συνολικών εξαγωγών στη δεκαετία 1900-1910. Στην κατηγορία αυτή την πρώτη θέση είχε η σταφίδα, που από μόνη της πλησίαζε σε αξία το 1/2 των συνολικών εξαγωγών. Ακολουθούσε με μεγάλη διαφορά το ελαιόλαδο και, μετά το 1900, το κρασί. Το παράθεμα επιβεβαιώνει την εξαγωγική κυριαρχία της σταφίδας, επισημαίνει, ωστόσο, πως στα μέσα του 19ου αιώνα το δεύτερο εξαγώγιμο ελληνικό προϊόν ήταν τα κουκούλια μεταξοσκώληκα. Παραθέτει, μάλιστα, τις εξαγωγές του έτους 1858, όταν εξήχθησαν 121.100 οκάδες κουκούλια, η αξία των οποίων ήταν 1.783.257, και μαζί με αυτά μετάξι, η αξία του οποίου ανήλθε στις 515.605 δραχμές.
Εκτός από τα παραπάνω είδη, εξάγονταν μικρές ποσότητες φυτικών προϊόντων για βιομηχανική επεξεργασία, το βαμβάκι, για παράδειγμα, την εποχή του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου ή ο σταθερά ανερχόμενος καπνός, πού όμως αντιπροσώπευε ακόμα ασήμαντο ποσοστό των εξαγωγών (2-3%). Το στοιχείο αυτό επιβεβαιώνεται από το παράθεμα, στο οποίο συμπληρώνεται πως η ποσότητα καπνού που εξαγόταν ήταν σαφώς μεγαλύτερη από εκείνη που εισήγε η χώρα, κυρίως από την Τουρκία, της οποίας ο καπνός ήταν ποιοτικά ανώτερος από τον ελληνικό. Μέχρι το 1880 επίσης υπήρχε σημαντική εμπορική κίνηση στα κατεργασμένα δέρματα, η οποία όμως σχεδόν εξαφανίστηκε στη συνέχεια. Στην κατηγορία των πρώτων υλών, τις εξαγωγές συμπλήρωναν τα μεταλλευτικά προϊόντα, που από το τέλος του 19ου αιώνα πλησίαζαν το 1/5 της συνολικής αξίας των εξαγωγών. Επρόκειτο κυρίως για μόλυβδο, για μαγγανιούχα μεταλλεύματα, για σμύριδα και θηραϊκή γη. Οι εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων ήταν κυριολεκτικά ασήμαντες.
Στις εισαγωγές τα αγροτικά είδη αντιπροσώπευαν σταθερά το 1/3 (σε αξία) του συνόλου. Στην πρώτη θέση βρίσκονταν τα δημητριακά, το σιτάρι ιδιαίτερα, καθώς η εγχώρια παραγωγή δεν ήταν σε θέση να καλύψει τις επισιτιστικές ανάγκες του πληθυσμού. Παραλλήλως, σύμφωνα με το παράθεμα, η Ελλάδα εισήγε, επίσης, ζάχαρη, ρύζι, καφέ, ζώα. Στα βιομηχανικά προϊόντα που εισάγονταν κυριαρχούσαν τα υφάσματα και τα νήματα, ενώ προοδευτικά μεγάλωναν τα ποσοστά των ορυκτών (άνθρακας), της ξυλείας, των χημικών προϊόντων και των μηχανημάτων. Στα εισαγόμενα προϊόντα, σύμφωνα με το παράθεμα, μπορούν να καταγραφούν τα ακατέργαστα δέρματα για τα βυρσοδεψία της Σύρου, τα βαμβακερά και μάλλινα υφάσματα, τα σχοινιά, ο σίδηρος και το θείο. Από τα προϊόντα αυτά, μάλιστα, τα βαμβακερά υφάσματα και τα ακατέργαστα δέρματα εισάγονταν σε μεγάλες ποσότητες λόγω της αυξημένης ζήτησης.    
 
β) Οι χώρες με τις οποίες η Ελλάδα ανέπτυξε στο διάστημα αυτό εμπορικούς δεσμούς ήταν, ως επί το πλείστον, τα βιομηχανικά κράτη της Δυτικής Ευρώπης. Η Αγγλία απορροφούσε το σύνολο σχεδόν των εξαγωγών σταφίδας αλλά και ένα σημαντικό ποσοστό των μεταλλευμάτων (μολύβδου). Σύμφωνα, μάλιστα, με το παράθεμα, η Αγγλία ήταν η χώρα από την οποία η Ελλάδα έκανε τις περισσότερες εισαγωγές (υφάσματα, νήματα, ακατέργαστα δέρματα), αλλά και προς την οποία έκανε τις περισσότερες εξαγωγές (κορινθιακή σταφίδα). Η Γαλλία αλλά και μικρότερα ευρωπαϊκά κράτη, όπως ήταν π.χ. το Βέλγιο, ακολουθούσαν. Σε ό,τι αφορά, πάντως, τη δεκαετία του 1850, σύμφωνα με το παράθεμα, στη δεύτερη θέση ως προς τις εισαγωγές βρισκόταν η Αυστρία, μετά η Τουρκία, από την οποία η Ελλάδα εισήγε δημητριακά, ζώα, ξυλεία, ακατέργαστα δέρματα και καπνό, και ακολουθούσε η Γαλλία. Η Γαλλία ήταν στα μέσα του 19ου αιώνα ο αποκλειστικός αποδέκτης των εξαγωγών κουκουλιών και μεταξιού της Ελλάδας, με ιδιαιτέρως ευνοϊκούς όρους, καθώς για τα κουκούλια δεν υπήρχαν καθόλου φόροι, ενώ για το μετάξι ήταν εξαιρετικά χαμηλοί. Η Ελλάδα, συνάμα, εισήγε μικρότητες ποσότητες προϊόντων από τη Ρωσία, την Ιταλία, την Αίγυπτο και άλλες χώρες. Οι εμπορικές σχέσεις, πάντως, με την Οθωμανική αυτοκρατορία, αν και υπαρκτές, δεν βρίσκονταν στην πρώτη θέση από πλευράς όγκου και αξίας.

Ιστορία Προσανατολισμού: Οι παραγωγικές δυνάμεις μέσα και έξω από την Ελλάδα (πηγή)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Martinus Rοrbye

 
Ιστορία Προσανατολισμού: Οι παραγωγικές δυνάμεις μέσα και έξω από την Ελλάδα (πηγή)
 
Συνδυάζοντας τις ιστορικές σας γνώσεις με τις απαραίτητες πληροφορίες από το κείμενο που σας δίνεται, να εκθέσετε τους λόγους για τους οποίους η Ελλάδα, πολλές δεκαετίες μετά την ανεξαρτησία της, εξακολουθούσε να μοιάζει περισσότερο με την Ανατολή παρά με τη Δύση.
 
ΚΕΙΜΕΝΟ
Τα αστικά στρώματα της ομογένειας και της διασποράς αναπτύχθηκαν σε έναν γεωγραφικό χώρο πολύ ευρύτερο του χώρου τον οποίο κατέλαβε εκ των υστέρων το νεοελληνικό κράτος. Γι’ αυτό, άλλωστε, η ισχύς των εγχωρίων Ελλήνων εμπόρων, όσων παρέμειναν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ήταν πολύ μικρότερη από την ισχύ της ελληνικής διασποράς. […] η μικρή εγχώρια αγορά τούς προσφέρει λίγες οικονομικές ευκαιρίες, γι’ αυτό και η οικονομική τους άνοδος είναι επίσης περιορισμένη σε σύγκριση με την τεράστια οικονομική ανάπτυξη του πλούτου και της ισχύος των επιχειρηματιών της διασποράς. […] Στην ανεξάρτητη Ελλάδα, τα εγχώρια αστικά στρώματα καθίστανται η ιθύνουσα κοινωνική τάξη. Αλλά η κοινωνική, ιδεολογική και οικονομική κυριαρχία τους είναι σχετική και περιορισμένη. Αυτή η σχετική αδυναμία οφείλεται στους περιορισμούς που είχε επί αιώνες επιβάλλει στην τάξη αυτή ο Οθωμανός επικυρίαρχος. οφείλεται επίσης στη διαρροή των ακμαιότερων (ίσως και των ικανότερων) στοιχείων της προς την διασπορά. Έτσι, όταν στις αρχές του 19ου αιώνα η αυτόχθων ελληνική αστική τάξη αποκτά, μαζί με την εθνική ανεξαρτησία, μεγάλο και διαρκώς αυξανόμενο μερίδιο της πολιτικής εξουσίας, δεν έχει συγκεντρώσει την οικονομική, κοινωνική και ιδεολογική ισχύ των ευρωπαϊκών αστικών τάξεων ούτε βεβαίως το κοινωνικό τους κύρος ούτε την πολιτική και διοικητική τους πείρα.
 
Δερτιλής, Γ. Β., Ιστορία του Ελληνικού Κράτους, 1830-1920, τ. Α΄, Εστία, Αθήνα 2009, σσ. 221-222.
 
Ενδεικτική απάντηση
 
Πολλές δεκαετίες, μετά την ανεξαρτησία της, η Ελλάδα εξακολουθούσε να μοιάζει περισσότερο με την Ανατολή παρά με τη Δύση, παρ’ όλο που η τελευταία υπήρξε το ζητούμενο, το επιθυμητό, το σημείο αναφοράς όλα αυτά τα χρόνια. Απουσίαζαν τα ισχυρά κέντρα ανάπτυξης, οι «ατμομηχανές» της οικονομικής και τεχνικής προόδου. Πώς θα μπορούσαν άλλωστε να υπάρξουν, όταν απουσίαζαν όλα όσα ήταν αναγκαία και προαπαιτούμενα για τη δημιουργία τους; Η χώρα δεν διέθετε σημαντικές πρώτες ύλες, δεν είχε πλεονάζον ειδικευμένο ή έστω φθηνό εργατικό δυναμικό, η συσσώρευση κεφαλαίου, ιδιωτικού και δημόσιου, ήταν ισχνή και η εσωτερική αγορά περιορισμένη έως ασήμαντη. Όπως, άλλωστε, επισημαίνει ο Γ. Δερτιλής, ακόμη και η εμπορική ανάπτυξη της χώρας ήταν περιορισμένη, λόγω της μικρής εγχώριας αγοράς και των ελάχιστων οικονομικών ευκαιριών που προσέφερε. Η αστική τάξη, μάλιστα, μέρος της οποίας ήταν οι έμποροι, ακόμη κι όταν απέκτησε πολιτική εξουσία δεν είχε το απαιτούμενο κύρος ή επαρκή ιδεολογική επιβολή, μα ούτε και τις αναγκαίες γνώσεις, επαρκή πείρα ή οικονομική ισχύ, όπως συνέβαινε στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, για να επιτελέσει αποτελεσματικά το έργο της, αφενός διότι τα οικονομικώς ισχυρότερα και ικανότερα μέλη της είχαν καταφύγει στις περιοχές της ελληνικής διασποράς κι αφετέρου διότι καθ’ όλο το προηγούμενο διάστημα είχε ελάχιστη επιρροή λόγω των περιορισμών που της έθεταν για αιώνες οι Οθωμανοί.
Επιπλέον, η χώρα ανταγωνιζόταν τον εαυτό της. Έξω από τα σύνορά της υπήρχαν ισχυρά κέντρα ελληνισμού, πνευματικά, οικονομικά, παραγωγικά, τα οποία πολλές φορές κυριαρχούσαν στο χώρο τους αλλά και σε ευρύτερες περιοχές. Έλληνες, ελληνικά κεφάλαια και πλούτος υπήρχαν και αναπτύσσονταν από την Ουκρανία ως το Σουδάν, από το Δούναβη ως τον Καύκασο και από τη Σμύρνη ως την Κιλικία. Για τους Έλληνες των περιοχών αυτών το μικρό ελληνικό βασίλειο ήταν για πολλά χρόνια μια κακή ανάμνηση μάλλον, ένας φτωχός και ίσως ανεπρόκοπος συγγενής. Οι δικές τους επιτυχίες φάνταζαν ολότελα ξένες σε σύγκριση με τη στασιμότητα και την ένδεια της μικρής Ελλάδας. Πρόκειται για διαπίστωση που επιβεβαιώνει ο Γ. Δερτιλής, ο οποίος επισημαίνει πως οι επιχειρηματίες της διασποράς είχαν συγκεντρώσει τεράστιο πλούτο και πολύ μεγάλη ισχύ. Χρειάστηκε να δυσκολέψουν γι’ αυτούς οι οικονομικές και πολιτικές συνθήκες, προς το τέλος κυρίως του 19ου αιώνα, για να ανακαλύψουν τη σημασία που είχε η φτωχή τους πατρίδα, ως ασφαλές καταφύγιο και ως πεδίο ανάπτυξης οικονομικών δραστηριοτήτων.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...