Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Θουκυδίδη Ιστορία Βιβλίο 3 Κεφάλαιο 81 [Διαγώνισμα]

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Ron Weathers 


Θουκυδίδη Ιστορία Βιβλίο 3 Κεφάλαιο 81 [Διαγώνισμα]
 
Θουκυδίδου στορίαι, 3, 81.2-81.4
Κερκυραοι δ ασθόμενοι τάς τε ττικς νας προσπλεούσας τάς τε τν πολεμίων οχομένας, λαβόντες τούς τε Μεσσηνίους ς τν πόλιν γαγον πρότερον ξω ντας, κα τς νας περιπλεσαι κελεύσαντες ς πλήρωσαν ς τν λλαϊκν λιμένα, ν σ περιεκομίζοντο, τν χθρν ε τινα λάβοιεν, πέκτεινον· κα κ τν νεν σους πεισαν σβναι κβιβάζοντες πεχρντo, ς τ Ηραιόν τε λθόντες τν κετν ς πεντήκοντα νδρας δίκην ποσχεν πεισαν κα κατέγνωσαν πάντων θάνατον. Ο δ πολλο τν κετν, σοι οκ πείσθησαν, ς ώρων τ γιγνόμενα, διέφθειρον ατο ν τ ερ λλήλους, κα κ τν δένδρων τινς πήγχοντο, ο δ ς καστοι δύναντο νηλοντο. μέρας τε πτά, ς φικόμενος Ερυμέδων τας ξήκοντα ναυσ παρέμεινε, Κερκυραοι σφν ατν τος χθρος δοκοντας εναι φόνευον, τν μν ατίαν πιφέροντες τος τν δμον καταλύουσιν, πέθανον δέ τινες κα δίας χθρας νεκα, κα λλοι χρημάτων σφίσιν φειλομένων π τν λαβόντων·
 
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
1.     Να μεταφράσετε στη Νέα Ελληνική το απόσπασμα: «Ο δ πολλο τν κετν… φειλομένων π τν λαβόντων·»
Μονάδες 30
 
Οι περισσότεροι από τους ικέτες, όσοι δεν πείσθηκαν, βλέποντας τι γινόταν, άρχισαν να σκοτώνουν εκεί, μέσα στον ιερό τόπο, ο ένας τον άλλο, μερικοί κρεμάστηκαν από τα δένδρα και άλλοι αυτοκτονούσαν όπως καθένας μπορούσε. Τις επτά ημέρες που έμεινε εκεί ο Ευρυμέδων, όταν έφθασε με τα εξήντα πλοία, οι Κερκυραίοι σκότωναν όποιους θεωρούσαν εχθρούς τους· τους καταλόγιζαν ότι ήθελαν να καταλύσουν το δημοκρατικό πολίτευμα, στην πραγματικότητα όμως θανατώθηκαν μερικοί και από προσωπικά μίση και άλλοι για χρήματα που τους οφείλονταν θανατώθηκαν από τους οφειλέτες τους.
 
2. «Κα γρ πατρ παδα πέκτεινε κα π τν ερν πεσπντο κα πρς ατος κτείνοντο». Με βάση τη συγκεκριμένη περίοδο να σχολιάσετε τις ακρότητες ενός εμφύλιου πολέμου. Μονάδες 10
 
Σε συνθήκες εμφύλιας διαμάχης διασαλεύεται η φυσική τάξη των πραγμάτων, καθώς ακόμη και η πατρική αγάπη και στοργή προς τα παιδιά αντικαθίσταται από πράξεις ωμότητας. Κάθε έννοια ηθικής, δικαιοσύνης, γραπτού ή άγραφου νόμου αλλά και ανθρωπιάς καταλύεται. Πέραν, άλλωστε, από την ακραία πράξη πατεράδων να δολοφονούν τα ίδια τους τα παιδιά, ακόμη και η ασέβεια απέναντι στα ιερά των θεών ήταν ανήκουστη για τα δεδομένα της εποχής. Η δολοφονία των ικετών συνιστούσε βάναυση καταπάτηση του άγραφου ηθικού νόμου, που όριζε ότι οι ικέτες ήταν πρόσωπα ιερά και απαραβίαστα. Με δεδομένο, άρα, πως οι άνθρωποι στο πλαίσιο ενός εμφυλίου πολέμου παύουν να δείχνουν τον οφειλόμενο σεβασμό στους ιερούς χώρους, στο άγραφο δίκαιο, αλλά και στους στενότερους συγγενικούς δεσμούς, γίνεται αντιληπτό πως καθίστανται ικανοί για κάθε άλλη ακρότητα και απάνθρωπη πράξη. Τυφλωμένοι από το πολιτικά υποκινούμενο μίσος χάνουν την αίσθηση του μέτρου και αποκτηνώνονται κατά τρόπο απρόσμενο, αφού οι «εχθροί» τους δεν είναι κάποιοι ξένοι εισβολείς, αλλά συγγενείς, φίλοι και συμπολίτες τους.
 
3. Πώς ερμηνεύετε την επιλογή των ολιγαρχικών να θέτουν οι ίδιοι τέρμα στη ζωή τους;
Μονάδες 10
 
Οι ολιγαρχικοί, συνειδητοποιώντας ότι δεν υπάρχει καμία ελπίδα σωτηρίας, προτίμησαν να θέσουν οι ίδιοι τέρμα στη ζωή τους, παρά να πέσουν στα χέρια των εχθρών τους. Ο Θουκυδίδης, χρησιμοποιώντας τρία ρήματα που δηλώνουν θάνατο (διέφθειρον, πήγχοντο, νηλοντο),  μεταδίδει το κλίμα της απόγνωσης των ολιγαρχικών και δημιουργεί συγχρόνως μία από τις πιο «σκληρές», έντονες αλλά και τραγικές εικόνες του έργου του. Η επιλογή των ολιγαρχικών να αυτοκτονήσουν φανερώνει την απόλυτη απροθυμία τους να αφεθούν στα χέρια των αντιπάλων τους και να τους προσφέρουν κατ’ αυτό τον τρόπο την ευχαρίστηση να είναι εκείνοι που θα τους σκοτώσουν ή θα τους βασανίσουν. Προτιμούν, έτσι, να αυτοκτονήσουν ή να πεθάνουν από τα χέρια κάποιου ομοϊδεάτη τους, παρά να πέσουν θύματα της αγριότητας των εχθρών τους. Εμφανής -έστω και έμμεσα- η ένταση των πολιτικών παθών, εφόσον στη σκέψη των ολιγαρχικών ο θάνατος από τα χέρια ενός δημοκρατικού μοιάζει πολύ πιο επώδυνος ή ακραία πιο ανεπιθύμητος από τον θάνατο που θα επερχόταν με τη συνδρομή κάποιου ολιγαρχικού ή μέσω της αυτοχειρίας.
 
4. Αλλά μόλις παρουσιαζόταν ευκαιρία, εκείνοι που πρώτοι είχαν ξαναβρεί το θάρρος τους, αν έβλεπαν ότι οι αντίπαλοι τους ήταν αφύλαχτοι, τους χτυπούσαν κ’ ένοιωθαν μεγαλύτερη χαρά να τους βλάψουν εξαπατώντας τους, παρά χτυπώντας τους ανοιχτά. Θεωρούσαν ότι ο τρόπος αυτός όχι μόνο είναι πιο ασφαλής αλλά και βραβείο σε αγώνα δόλου. [Βιβλίο 3. Κεφάλαιο 82, & 7]
 
Να εντοπίσετε στοιχεία από το μεταφρασμένο χωρίο, τα οποία επιβεβαιώνονται στο κείμενο που σας δόθηκε (3, 81.2-81.4).
Μονάδες 10
 
Στο δοθέν κείμενο εντοπίζουμε την επιβεβαίωση ποικίλων στοιχείων από τις παρατηρήσεις που κάνει ο ιστορικός στο κεφάλαιο 82. Σε πρώτο επίπεδο διαπιστώνουμε πως οι δημοκρατικοί της Κέρκυρας έσπευσαν να εκμεταλλευτούν την έλλειψη προστασίας των αντιπάλων τους, μόλις διαπίστωσαν πως τα πλοία των Πελοποννησίων είχαν φύγει από το νησί. Προτού καν, μάλιστα, φτάσουν τα αθηναϊκά πλοία, οι δημοκρατικοί είχαν ξεκινήσει να θέτουν σε εφαρμογή το σχέδιο εξόντωσης των αντιπάλων τους. Παραλλήλως, διαπιστώνουμε έντονα το στοιχείο της εξαπάτησης, διότι οι δημοκρατικοί δεν διστάζουν να δολοφονήσουν, καθώς τους αποβιβάζουν από τα πλοία, ακόμα κι εκείνους τους ολιγαρχικούς, που πείστηκαν να αγωνιστούν μαζί τους για τη σωτηρία της πατρίδας, ενάντια στους ομόφρονές τους. Αντιστοίχως, εμφανές είναι το στοιχείο της εξαπάτησης ακόμη και στο γεγονός ότι, ενώ έπεισαν ορισμένους από τους ικέτες πως θα τους δικάσουν δίκαια, επρόκειτο απλώς για ένα τέχνασμα προκειμένου να τους απομακρύνουν από το ιερό, αφού είχαν ήδη αποφασίσει να τους δολοφονήσουν. Οι δημοκρατικοί εξαπατούν για δεύτερη φορά τους αντιπάλους τους, φανερώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο βαθύ πολιτικό αμοραλισμό και αναλγησία. Διαφαίνεται, έτσι, το αδίστακτο και το δόλιο του χαρακτήρα των δημοκρατικών, οι οποίοι μετέρχονται κάθε πιθανό τέχνασμα, για να επιτύχουν τον στόχο του αφανισμού των πολιτικών τους αντιπάλων.
 
5.    Να βρείτε στο κείμενο που σας δίνεται μία ετυμολογικά συγγενή λέξη για καθεμία από τις παρακάτω λέξεις της Νέας Ελληνικής: πρόσληψη, διαπαιδαγώγηση, αυτοπεποίθηση, αγχώδης, αναλώσιμος.  
Μονάδες 10

πρόσληψη: λαβόντες/λάβοιεν
διαπαιδαγώγηση: γαγον
αυτοπεποίθηση: πεισαν  
αγχώδης: πήγχοντο
αναλώσιμος: νηλοντο
 
6.α. «Κερκυραοι δ ασθόμενοι τάς τε ττικς νας προσπλεούσας»: Να συντάξετε αναλυτικά τους όρους της περιόδου. (μονάδες 5)

Κερκυραοι: Υποκείμενο ρήματος & μετοχής. ασθόμενοι: Χρονική μετοχή, συνημμένη στο υποκείμενο του ρήματος. τάς νας: Αντικείμενο μετοχής. τάς ττικς: Επιθετικός προσδιορισμός στο νας. προσπλεούσας: Κατηγορηματική μετοχή, αναφέρεται στο «τάς ττικς νας».

β. «κα κ τν νεν σους πεισαν σβναι κβιβάζοντες πεχρντo»: Να συντάξετε αναλυτικά τους όρους της περιόδου. (μονάδες 5)

πεχρντo: Ρήμα. Κερκυραοι: Εννοείται ως υποκείμενο ρήματος. (Ως αντικείμενο του ρήματος τίθεται η αναφορική πρόταση που ακολουθεί). κβιβάζοντες: Χρονική μετοχή, συνημμένη στο υποκείμενο του ρήματος. κ τν νεν: Εμπρόθετος προσδιορισμός της κίνησης από τόπο.
σους πεισαν σβναι
Δευτερεύουσα αναφορική πρόταση ως αντικείμενο του ρήματος πεχρντo
πεισαν: Ρήμα. Κερκυραοι: Εννοείται ως υποκείμενο ρήματος. σους: Άμεσο αντικείμενο του ρήματος. σβναι: Έμμεσο αντικείμενο του ρήματος, τελικό απαρέμφατο. Ως υποκείμενο του απαρεμφάτου τίθεται το σους (ετεροπροσωπία).
Μονάδες 10
 
7.α. Να μεταφέρετε τα ακόλουθα ουσιαστικά στην ίδια πτώση του άλλου αριθμού: τάς νας, τν πόλιν, τν χθρν, τν ατίαν, τν νεν. (μονάδες 5)
 
τάς νας: τήν ναν
τν πόλιν: τάς πόλεις
τν χθρν: το χθρο
τν ατίαν: τάς ατίας
τν νεν: τς νεώς
 
β. Να γράψετε τους ρηματικούς τύπους που σας ζητούνται:
- ντας: β΄ ενικό υποτακτικής ενεστώτα: ς
- ντας: β΄ ενικό οριστικής Παρατατικού: σθα
- δύναντο: β΄ πληθυντικό οριστικής Ενεστώτα: δύνασθε
- λαβόντες: γ΄ ενικό ευκτικής Παρακειμένου: εληφώς- εληφυα- εληφός εη
- γιγνόμενα: γ΄ πληθυντικό ευκτικής Μέλλοντα: γενήσοιντο
(μονάδες 5)
Μονάδες 10

8.   Να χαρακτηρίσετε τις παρακάτω διατυπώσεις ως Σωστές (Σ) ή Λανθασμένες (Λ):
Στο έργο του Θουκυδίδη
α.   η εξιστόρηση των γεγονότων διακόπτεται στο 411 π. Χ. 
β.   οι δημηγορίες εκφράζουν τα κίνητρα και τους στόχους των ομιλητών αλλά δεν αποδίδουν τις ιδέες και το ήθος τους. 
γ.   είναι βέβαιο ότι ορισμένα τμήματά του έχουν γραφτεί μετά το 404 π. Χ.
δ.   η γλώσσα είναι η λεγόμενη «αρχαία αττική» του 5ου αι. π. Χ.
ε.   η συσσώρευση αιτιολογικών προσδιορισμών φανερώνει την προσπάθεια του ιστορικού να φωτίσει τα αίτια των γεγονότων.
Μονάδες 10

α-Σ, β-Λ, γ-Σ, δ-Σ, ε-Σ

Λατινικά Λυκείου: Ετυμολογικά συγγενείς λέξεις Λατινικών – Ελληνικών [certo έως dux]

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Ron Weathers 
 
Λατινικά Λυκείου: Ετυμολογικά συγγενείς λέξεις Λατινικών – Ελληνικών [certo έως dux]
 
Δείτε εδώ ετυμολογικά συγγενείς λέξεις από ab έως certamen
 
certo, 1 = (συν)αγωνίζομαι 4
Ετυμολογία: θαμιστικός τύπος του ρήματος cerno < κρίνω, κριτής, κρίμα, κρησάρα.
  
certus -a -um = βέβαιος, σίγουρος 49
Ετυμολογία: μετοχή παρακειμένου του cerno < κρίνω, κριτής, κρίμα, κρησάρα.
 
cerva -ae = ελάφι 48
Ετυμολογία: < ελληνικά «κεραός» (έλαφος) < κεροFος < κόρυς < κέρας.
 
cervīces -um (θηλ.) = τράχηλος, λαιμός 26
Ετυμολογία: < παράβαλε ελληνικά «κερβικάριον» (προσκεφάλι), «κάρα» (κεφάλι), «κορυφή».
 
cibus -i = τροφή 23
Ετυμολογία: < παράβαλε ελληνικά «κίβισις» (δισάκι), «κιβωτός» (κασέλα).
 
circumsedeo, -sēdi, -sessum, -sedēre, 2 = περικυκλώνω 40
Ετυμολογία: < circum + sedeo < circus < κρίκος < κίρκος (δακτύλιος), τσίρκο. / sedeo < < ζομαι < σεδ-jομαι < δρα, δος, ζω, δρύω.
 
civis, civis (αρσ.) = πολίτης
Ετυμολογία: < ρίζα kei- (θέτω). Παράβαλε ελληνικά «κεμαι», «κοίτη»∙ υπόκειται η έννοια της μόνιμης εγκατάστασης ως αφετηρίας πολιτικής ζωής και δημιουργίας πολιτισμού.
 
civīlis -is -e = εμφύλιος 33
Ετυμολογία: < civis < ρίζα kei- (θέτω). Παράβαλε ελληνικά «κεμαι», «κοίτη»∙ υπόκειται η έννοια της μόνιμης εγκατάστασης ως αφετηρίας πολιτικής ζωής και δημιουργίας πολιτισμού.
 
civitas tis (θηλ.) = πολιτεία 6
Ετυμολογία: < civis < ρίζα kei- (θέτω). Παράβαλε ελληνικά «κεμαι», «κοίτη»∙ υπόκειται η έννοια της μόνιμης εγκατάστασης ως αφετηρίας πολιτικής ζωής και δημιουργίας πολιτισμού.
 
clades -is (θηλ.) = καταστροφή, συντριβή 11
Ετυμολογία: < κλάω (θραύω), κλάσμα, κλάδος, κλών, κλρος.
 
clamo, 1 = φωνάζω 37
Ετυμολογία: < kl < κλη <κικλήσκω (καλώ, προσκαλώ), καλέω-.
 
clamor- ōris ( αρσ.) = κραυγή 49
Ετυμολογία: < clamo < kl < κλη <κικλήσκω (καλώ, προσκαλώ), καλέω-.
 
clarus -a -um = καθαρός, δυνατός 34· ένδοξος 5
Ετυμολογία: < καλέω-.
 
claudo, clausi, clausum, claudĕre, 3 = κλείνω 10
Ετυμολογία: < qlau- < κλας, κλεις, κλειδός, κλείω.
 
clava -ae = ρόπαλο 18
Ετυμολογία: < claudo < κλας, κλεις, κλειδός, κλείω.
 
coepi, απαρ. coepisse (ρήμ. ελλειπτ.) = άρχισα 18
Ετυμολογία: < apio < apiscor < πιθανή συγγένεια με το πτω, φή.
 
coĕtus -us (αρσ.) = συγκέντρωση, συνάθροιση 22
Ετυμολογία: coitus < coeo < cum + eo < εμι, τε, σθμός.
 
cogitatio -ōnis = σκέψη, λογισμός 8
Ετυμολογία: < cogito < cum + agito < agito θαμιστικό του ago < ελληνικά γω.
 
cogito, 1 = σκέπτομαι, αναλογίζομαι 8,32
Ετυμολογία: cum + agito < agito θαμιστικό του ago < ελληνικά γω.
 
cognosco, cognōvi, cognitum, cognoscĕre, 3 = γνωρίζω 24
Ετυμολογία: < cum + nosco < gnosco < γιγνώσκω με ενεστωτικό αναδιπλασιασμό∙ παράβαλε και γνώμη, γνώμων. 
 
cogo, coēgi, coactum, cogĕre, 3 = συγκαλώ 40· εξαναγκάζω 37
Ετυμολογία: cum + ago < ελληνικά γω.
 
cohibeo, -hibui, -hibitum, -hibēre, 2 = συγκρατώ 23
Ετυμολογία: < cum + habeo < qap-, capio < κάπτω (λαμβάνω), νεοελληνικά «χάφτω».
 
cohors -rtis (θηλ.) = κοόρτη 16
Ετυμολογία: Παράβαλε ελληνική λέξη χόρτος (περίβολος, εντός του οποίου
ζουν αγέλες ζώων).
 
collis -is (αρσ.) = λόφος 7
Ετυμολογία: < col-nis < κολωνός, κολώνη (λόφος), κολοφών (κορυφή, ανώτατο σημείο).
 
colloco (conloco), 1 = εγκαθιστώ 7
Ετυμολογία: < cum + loco < locus < stlocos < στόλος από ρίζω st(h)el- (τοποθετώ) < στέλλω, στέλεχος, στήλη.
 
colo, colui, cultum, colĕre, 3 = καλλιεργώ, λατρεύω 32· κατοικώ 41· σέβομαι 44
Ετυμολογία: < ιαπετικό ρήμα qel- < ελλην. πελ- < πέλομαι (κινούμαι, στρέφομαι), πόλος.
Παράβαλε και νεοελληνικά: κουλτούρα.
 
commilitonis (αρσ.) = συστρατιώτης, σύντροφος 20
Ετυμολογία: < cum + miles < μιλος < μο λη (ο βαδίζων κατά ίλες, κατά ομάδες). Παράβαλε και μιλλα.
 
commūnis -is -e = κοινός 17
Ετυμολογία: < από ρίζα mei- (αλλάζω)∙ παράβαλε ελληνικά α-μεί-βω και νεοελληνικά κομουνισμός, κομούνα (κοινότητα ως ανώτατη πολιτική εξουσία). 
 
comparo, 1 = συγκρίνω 3
Ετυμολογία: < compar < cum + par < συγγενές με το ελληνικό πέρνημι (πωλώ).
 
compleo, 2 = συμπληρώνω 11
Ετυμολογία: < cum + pleo < πίμπλημι (γεμίζω), πληρ, πλήρης, πλήθω, μπλεως.
 
complector, -plexus sum, -plecti, αποθ. 3 = αγκαλιάζω 26
Ετυμολογία: < cum + plecto < ρίζα plek- και με επέκταση της ρίζας με ένα t∙ παράβαλε ελληνικά «πέκω».
 
complexus -us (αρσ.) = αγκάλιασμα, αγκαλιά 12
Ετυμολογία: < complector < cum + plecto < ρίζα plek- και με επέκταση της ρίζας με ένα t∙ παράβαλε ελληνικά «πέκω». Παράβαλε και νεοελληνικά «κόμπλεξ», «κομπλεξικός»,
 
compōno, -posui, -positum, -ponĕre,3 = τελειώνω τον πόλεμο (bellum) με συνθήκη 11
Ετυμολογία: < cum + pono. Παράβαλε και νεοελληνικά «πόστα» = σταθερή διαμονή, ταχυδρομείο∙ εδώ ανήκει και το «πόστο» (σταθερή, σημαντική θέση») και «ποσιτιβισμός» (θετικισμός, θεωρία που δέχεται ως θετικό ό,τι είναι απόλυτα εξακριβωμένο).
 
comprehendo, -hendi, -hensum, -hendĕre, 3 = συλλαμβάνω 16
Ετυμολογία: < cum + prehendo < < prai-hendo < praeda + hedera < χανδάνω, αόρ. χαδον (χωράω, περιέχω, περιλαμβάνω). Παράβαλε και νεοελληνικά «πρέζα» (μικρή ποσότητα κονιορτοποιημένης ουσίας που πιάνεται με τα δύο δάχτυλα, αντίχειρα και δείκτη).
 
comprimo, -pressi, -pressum, -primĕre, 3 = περιορίζω, χαλιναγωγώ 33
Ετυμολογία: < cum + premo. Παράβαλε και νεοελληνικά «κομπρέσα». premo < παράβαλε νεοελληνικά «πρέσα». Παράβαλε νεοελληνικά: πρεμούρα, πρεσάρω, εξπρεσιονισμός, ιμπρεσιονισμός, εμπριμέ (= ύφασμα με πολύχρωμα εντυπωμένα σχέδια).
 
concipio, -cēpi, -ceptum, -cipĕre, 3* (cum + capio) = συλλαμβάνω, πιάνω 14
Ετυμολογία: cum + capio < κάπτω (τρώω γρήγορα, λαίμαργα), χάφτω, χαψιά. Αρχαιοελληνικά: κάπη, κώπη, κπος.
 
concito, 1 = ξεσηκώνω 9
Ετυμολογία: < concieo < cum + cieo < κίω (κινώ), κινέω-
 
concordia -ae = ομόνοια 4
Ετυμολογία: < concors < cum + cordis < cord- < κρ < κηρδ (καρδία), κέαρ, αττική διάλεκτος «καρδία». Παράβαλε και νεοελληνικά «ακορντεόν».
 
condo, -didi, -ditum, -dĕre, 3 = κτίζω 10
Ετυμολογία: < cum + do < δίδωμι.
 
condūco, -dūxi, -ductum, -ducĕre, 3 = νοικιάζω 23
Ετυμολογία: < cum + duco < < deuk- < δεύκει (δευκής = απρόοπτος, αιφνίδιος) < Πολυδεύκης, Δευκαλίων.
 
confero, -tuli, -lātum, -ferre, 3 = συγκεντρώνω 35
Ετυμολογία: < cum + fero < φέρω.
 
confīdo, -fīsus sum, -fidĕre, ημιαποθ. 3 = εμπιστεύομαι, έχω εμπιστοσύνη, στηρίζομαι 25
Ετυμολογία: < cum + fido < bheidho < πείθω, πείθομαι, πιθανός, πιστός, πίστη.
 
confirmo, 1 = επιβεβαιώνω 14
Ετυμολογία: < cum + firmo < firmus < ρίζα dher- <θρνος (θρόνος), θρανίον (κάθισμα, έδρα)∙ παράβαλε και φίρμα.
 
conformo, 1 = διαμορφώνω, διαπλάθω 32
Ετυμολογία: < cum + formo∙ παράβαλε και νεοελληνικά φορμαλισμός (τυποκρατία), φορμαλιστής, φορμάρω (δίνω σχήμα, δημοσιεύω).
 
confugio, -fūgi, -fugĕre, 3* = καταφεύγω 14
Ετυμολογία: < cum + fugio < ρίζα bheug- < φεύγω, -φυ-γον.
 
confundo, -fūdi, -fūsum, -fundĕre, 3 = συγχέω·
Ετυμολογία: < cum + fundo. Παράβαλε και νεοελληνικά: φουντάρω, φόντο.
 
confūsus -a -um = μπερδεμένος, σε αμηχανία 18
Ετυμολογία: < μετοχή παρακειμένου του confundo < cum + fundo. Παράβαλε και νεοελληνικά: φουντάρω, φόντο.
 
congredior, -gressus sum, -grĕdi, αποθ. 3* = συγκρούομαι, μονομαχώ 31
Ετυμολογία: < cum + gradior. Παράβαλε νεοελληνικά «κογκρέσο».
 
congruens -entis = σύμφωνος 38
Ετυμολογία: < μετοχή ενεστώτα του congruo < cum + ruo < ρίζα reu- < ρύω (= ρέω), ρύαξ, ρύομαι < συγγενή τα: ρνις, ρνυμι.  
 
conlaudo βλ. collaudo
Ετυμολογία: cum + laudo < laus < ρίζα leu-, lu- < λύρα (ελληνικό μουσικό όργανο).
 
conloco βλ. colloco
Ετυμολογία: < cum + loco < locus < stlocos < στόλος από ρίζω st(h)el- (τοποθετώ) < στέλλω, στέλεχος, στήλη.
 
conloquor, -locūtus sum, -loqui, αποθ. 3 = συζητώ, κουβεντιάζω 48
Ετυμολογία: cum + loquor < lak < λάσκω.
 
conor, αποθ. 1 = προσπαθώ 18
Ετυμολογία: Παράβαλε ελληνικά κονεν (= πείγεσθαι, νεργεν), κονιτί (χωρίς προσπάθεια), διάκονος (δούλος)
 
conscrībo, -scripsi, -scriptum, -scribĕre, 3 = γράφω 45
Ετυμολογία: cum + scribe < σκαριφάομαι, σκάριφος (ξέση, γραφή).
 
conscipti (patres) = οι Συγκλητικοί 50
Ετυμολογία: < μετοχή παρακειμένου του conscribo < cum + scribe < σκαριφάομαι, σκάριφος (ξέση, γραφή).
 
consecro, 1 = αφιερώνω, προσφέρω 34
Ετυμολογία: < cum + sacro < sacer < γιος, γνός.
 
consequor, -secūtus sum, -sĕqui αποθ. 3 = ακολουθώ 19· πετυχαίνω 41
Ετυμολογία: cum + sequor < πομαι < σέπομαι (Ο χειλικο-ουρανικός φθόγγος q μπροστά από ο γίνεται π).
 
consīdo, -sēdi, -sessum, -sidĕre, 3 (cum + sīdo) = κάθομαι («καθίζω τον εαυτό μου») 16
Ετυμολογία: cum + sido < sideo < < ζομαι < σεδ-jομαι < δρα, δος, ζω, δρύω.
 
consilium -ii (i) = σκέψη 6· σχέδιο 45,49
Ετυμολογία: cum + ρίζα sel- < λεν (λαμβάνω κατά νου) λωρ, λώριον.
 
consisto, -stiti, -sistĕre, 3 = συνίσταμαι, βρίσκομαι, περιορίζομαι 15
Ετυμολογία: cum + sisto < sto (με αναδιπλασιασμό) < στημι. Παράβαλε και νεοελληνικά: αερόστατο.
 
conspectus -us (αρσ.) = θέα, όψη 43
Ετυμολογία: < conspicio < cum + specio < σκέπτομαι < ρίζα σκεπ- < σκπεκ- < σκοπός, σκοπή, σκέψη. 
 
conspicio, -spexi, -spectum, -spicĕre, 3* (cum + specio) = βλέπω (πέφτει το βλέμμα μου) 45
Ετυμολογία: cum + specio < σκέπτομαι < ρίζα σκεπ- < σκπεκ- < σκοπός, σκοπή, σκέψη. 
 
constantia -ae = εγκαρτέρηση, σταθερότητα 26
Ετυμολογία: < con-sto < stajo < σταμαι, στημι
 
constituo, -stitui, -stitūtum -stituĕre, 3 = αναδιοργανώνω 33· αποφασίζω 45
Ετυμολογία: cum + statuo < sisto < sto (με αναδιπλασιασμό) < στημι. Παράβαλε και νεοελληνικά: αερόστατο.
 
contemno, -tempsi, -temptum, temnĕre, 3 = περιφρονώ 36
Ετυμολογία: cum + temno < temb-no < στέμβω (στοιβάζω) από ρίζα ste(m)b-, ste(m)p-. Άλλοι το σχετίζουν με το «τέμνω».
 
contendo, -tendi, -tentum, -tendĕre, 3 = φιλονικώ 50
Ετυμολογία: cum + tendo < ρίζα ten- < τείνω, τανύω, τένων. Παράβαλε και νεοελληνικά «τέντα».
 
contra (πρόθ. + αιτ.) = ενάντια, αντίθετα σε 1·
Ετυμολογία: < cum < κομjos < κοινός + tera < conterus παράβαλε ελληνική κατάληξη συγκριτικού σε –τέρος. Παράβαλε νεοελληνικά «κόντρα», «κοντράρω», «κόντραστ».
 
contra (επίρρ.) =αντίθετα 43
Ετυμολογία: < cum < κομjos < κοινός + tera < conterus παράβαλε ελληνική κατάληξη συγκριτικού σε –τέρος. Παράβαλε νεοελληνικά «κόντρα», «κοντράρω», «κόντραστ».
 
converto, -verti, -versum, -vertĕre, 3 = γυρίζω (κάποιον) προς τα πίσω 18
Ετυμολογία: < cum + verto < σύμφωνα με τον Κουμανούδη είναι συγγενές με τα ελληνικά στρέφω και τρέπω. 
 
copiae -ārum (μόνον πληθ.) = στρατιωτικές δυνάμεις 11
Ετυμολογία: cum + ops (= δύναμη, ισχύς) < μπνη (= τροφή), μπνιος (= πλούσιος), μπνια (= Δήμητρα).
 
corpus -oris (ουδ.) = σώμα 4
Ετυμολογία: πιθανή συγγένεια με το ελληνικό «κορμός» ή με το caro (κρέας) < κείρω < κορμός, κέρμα, καρής (μικρός, κοντός).
 
corvus -i = κόρακας 29
Ετυμολογία: < κόραξ, κόρακος, κορώνη (= κουρούνα), κράζω, κρώζω. Παράβαλε νεοελληνικά «κορμοράνος» (= θαλασσοπούλι).
 
creo, 1 = εκλέγω 15
Ετυμολογία: < ρίζα ker-e < κόρος - κορος, κόρη, κόρθυς –υος (σωρός σιτηρών)∙ όλα αυτά έχουν την έννοια της γέννησης και της αύξησης.
 
crudeliter (επίρρ.) = με σκληρότητα 42
Ετυμολογία: < crudus < qre- (σκληρός) < συγγενές με το cruor (αίμα)∙ παράβαλε και το ελληνικό κρέας < κρεFα(σ)ος > κρέως.
 
cruentus -a -um = φονικός, αιματηρός 19
Ετυμολογία: < cruor < παράβαλε και το ελληνικό κρέας < κρεFα(σ)ος > κρέως.
 
cubiculum -i = κρεβατοκάμαρα 23
Ετυμολογία: < cubo (παράβαλε και νεοελληνικά «κουβούκλιο») < ρίζα qu(m)b < ελληνικά: κύμβη (κοίλο αγγείο), κύμβαλον, κύβος, κυβιτίζω (ωθώ με τον αγκώνα), κυφός (κυρτωμένος), κύπελλον. Παράβαλε νεοελληνικά «κούπα»∙ «κύπτω» (= σκύβω).
 
cultellus -i = μαχαιράκι· ξυράφι, 49
Ετυμολογία: υποκοριστικό του culter < ρίζα (s)qel- < σκάλλω, σκαλίς (αξίνα). Παράβαλε νεοελληνικά «σκαλίζω», «δρυοκολάπτης».
 
culter -tri (αρσ.) = μαχαίρι 9
Ετυμολογία: < ρίζα (s)qel- < σκάλλω, σκαλίς (αξίνα). Παράβαλε νεοελληνικά «σκαλίζω», «δρυοκολάπτης» (το πουλί που σκάβει με το ράμφος του στους κορμούς των δέντρων για να βρει την τροφή του).
 
cum (σύνδ.)
Ετυμολογία: < com < con < κοινός.
 
cura -ae = έγνοια, φροντίδα 1
Ετυμολογία: Ο Κουμανούδης υποθέτει ότι σχετίζεται ετυμολογικά με το ελληνικό ρα (φροντίδα, παράβαλε θυρ-ωρ-ός). Παράβαλε και νεοελληνικά: κούρα, κουράρω (φροντίζω ιατρικά).
 
curo, 1 = φροντίζω 4,45
Ετυμολογία: < cura < κατά μία εκδοχή koisa < παράβαλε ελληνικά κοίης, κοιόλης (ο ιερέας των μυστηρίων της Σαμοθράκης), κοίρανος (κυβερνήτης) / Ο Κουμανούδης υποθέτει ότι σχετίζεται ετυμολογικά με το ελληνικό ρα (φροντίδα, παράβαλε θυρ-ωρ-ός). Παράβαλε και νεοελληνικά: κούρα, κουράρω (φροντίζω ιατρικά).
 
curro, cucurri, cursum, currĕre, 3 = τρέχω 12
Ετυμολογία: Παράβαλε ελληνικά πίκουρος < κόρσος. Νεοελληνικά: κουρσάρος, κούρσα.
 
custōdia -ae = φυλακή 28
Παράβαλε νεοελληνικά «κουστοδία» (φρουρά, συνοδεία).
 
de (πρόθ. + αφ.) = για, από 14
Ετυμολογία: < παράβαλε ελληνικά: δή, δη, πειδή, δτα, δε, δίδωμι.
 
debeo, debui, debitum, debēre, 2 (de + habeo) = οφείλω, πρέπει 7
Ετυμολογία: < de + habeo < qap-, capio < κάπτω (λαμβάνω), νεοελληνικά «χάφτω».
 
debilis -is -e = αδύναμος, ανάπηρος 39
Ετυμολογία: < de + habilis < habeo < qap-, capio < κάπτω (λαμβάνω), νεοελληνικά «χάφτω».
 
decerpo, -cerpsi, -cerptum, -cerpĕre, 3 = κόβω 25
Ετυμολογία: < de + carpo < συγγενές με το «κάρφω» (ξηραίνω, μαραίνω) < καρπός, καρπίζομαι, κρώπιον (δρέπανο).
 
decet, decuit, decēre, 2 (απρόσ.) = αρμόζει 46
Ετυμολογία: < ρίζα dek- (είμαι αποδεκτός, ταιριάζω) < δέχ-ομαι. Παράβαλε και νεοελληνικά «ντεκόρ».
 
dedecus -oris (ουδ.) = ντροπή 30
Ετυμολογία: < de + decet < ρίζα dek- (είμαι αποδεκτός, ταιριάζω) < δέχομαι.
 
dedo,-didi, -ditum,-dĕre, 3 = παραδίδω 16
Ετυμολογία: < de + do < δίδωμι.
 
dedūco, -dūxi, -ductum, -ducĕre, 3 οδηγώ, φέρνω 28,37
Ετυμολογία: < de + duco < < deuk- < δεύκει (δευκής = απρόοπτος, αιφνίδιος) < Πολυδεύκης, Δευκαλίων.
 
deinceps (επίρρ.) = στη συνέχεια 27
Ετυμολογία: dein + capio < κάπτω (τρώω γρήγορα, λαίμαργα), χάφτω, χαψιά. Αρχαιοελληνικά: κάπη, κώπη, κπος.
 
deinde (επίρρ.) = έπειτα 23
Ετυμολογία: < de + inde ή dein + de < ελληνικά: δή, δη, πειδή, δτα, δε, δίδωμι.
 
defero, -tuli, -lātum, -ferre, 3 = μεταφέρω 20
Ετυμολογία: < de + fero < φέρω.
Ετυμολογικά συγγενείς λέξεις: προφορικός, ανυπόφορος, δορυφόρος, υποφερτός, αναφορά, περιφορά, διαφορά.
 
deficio, -fēci, -fectum, -ficĕre, 3* (de + facio) = χάνομαι, παθαίνω έκλειψη 13
Ετυμολογία: de + facio < ρίζα dhe- (θέτω) < θη- > τίθημι.
 
delectus -a -um = εκλεγμένος 4
Ετυμολογία: < deligo < de + ligo. Παράβαλε και νεοελληνικά λίγκα, ευρωλίγκα (ένωση, ευρωπαϊκό πρωτάθλημα).
 
deleo, 2 = καταστρέφω, εξολοθρεύω 11· σκοτώνω 3
Ετυμολογία: < δηλέομαι (βλάπτω), δηλήμων (ολέθριος), δηλητήριον∙ κατ’ άλλη εκδοχή < de(o)leo < λλυμι.
 
deporto, 1 = παίρνω μαζί μου 30
Ετυμολογία: < de + porto < porta < πόρος, περάω. Παράβαλε και νεοελληνικά «πορτατίφ» (φορητό, μετακινούμενο φωτιστικό).
 
deprehendo (deprendo), -prehendi, -prehensum, -prehendĕre, 3 = συλλαμβάνω· πιάνω, ανακαλύπτω 47
Ετυμολογία: < de + prehendo < prai-hendo < praeda + hedera < χανδάνω, αόρ. χαδον (χωράω, περιέχω, περιλαμβάνω). Παράβαλε και νεοελληνικά «πρέζα» (μικρή ποσότητα κονιορτοποιημένης ουσίας που πιάνεται με τα δύο δάχτυλα, αντίχειρα και δείκτη).
 
desero, -serui, -sertum, -serĕre, 3 = εγκαταλείπω 35
Ετυμολογία: < de + sero (συνδέω) < ερω < σερjω, ρμα, ρμαθός, ρμος (περιδέραιο), ραρίσκω.
 
desertor -ōris (αρσ.) = λιποτάκτης 46
Ετυμολογία: < desero < de + sero (συνδέω) < ερω < σερjω, ρμα, ρμαθός, ρμος (περιδέραιο), ραρίσκω.
 
desidero, 1 = επιθυμώ, μου λείπει κάτι 1
Ετυμολογία: de + sidus < πιθανή συγγένεια με το θύς, ευθύς.
 
desilio, -silui, -silīre, 4 = πηδώ κάτω 15
Ετυμολογία: < de + salio < λλομαι. Παράβαλε και νεοελληνικά: σάλτο, σαλταδόρος, σαλτιμπάγκος.
 
desisto, -stiti, -sistĕre, 3 =σταματώ 37
Ετυμολογία: de + sisto < sto (με αναδιπλασιασμό) < στημι. Παράβαλε και νεοελληνικά: αερόστατο.
 
deterreo, -terrui, -territum, -terrēre, 2 = αποθαρρύνω 47
Ετυμολογία: < de + terreo < τρέω (τρέμω, τρομάζω) τρέσας (ρίψασπις) τρήρων.
 
deus -i = θεός 3
Ετυμολογία: < deivos < deios < deos. Παράβαλε ελληνικά «δίεμαι» (φοβάμαι, φοβίζω), δος (ο εκ Διός καταγόμενος, ουράνιος), εδιος (αίθριος), δίω (φεύγω, τρέπομαι σε φυγή), δείφω (φοβάμαι). Παράβαλε και νέα ελληνικά «ντίβα» (θεοποιημένη καλλιτέχνιδα). 
 
deverto, -verti, -versum, -vertĕre, 3 (και devertor, -verti, -verti, ημιαποθ. 3) = καταλύω (κάπου) 27
Ετυμολογία: < de + verto < κατά τον Κουμανίδη υπάρχει συγγένεια με τα ελληνικά στρέφω και τρέπω.
 
dexter -tra -um = δεξιός·
dextra -ae = το δεξί χέρι 34
Ετυμολογία: Παράβαλε ελληνικά: δεξιτερός, δεξιός, δέχομαι.
 
diaeta -ae = (θερινή) κατοικία 20
Ετυμολογία: < δίαιτα.
 
Diāna -ae = η Άρτεμη 8
Ετυμολογία: < diviana < dius (θεϊκός). Παράβαλε ελληνικά «δίεμαι» (φοβάμαι, φοβίζω), δος (ο εκ Διός καταγόμενος, ουράνιος), εδιος (αίθριος), δίω (φεύγω, τρέπομαι σε φυγή), δείφω (φοβάμαι).
 
dico, dixi, dictum, dicĕre, 3 = λέγω 12· -pro aliquo = μιλάω υπέρ, υποστηρίζω κάποιον
Ετυμολογία: < deico. Παράβαλε ελληνικά «δείκνυμι».
 
dictātorris (αρσ.) = δικτάτορας 21
Ετυμολογία: dicto < dico + ito < deico. Παράβαλε ελληνικά «δείκνυμι». Παράβαλε και νεοελληνικά δικτάτορας.
 
dictum -i = λόγος 12
Ετυμολογία: < dico < deico. Παράβαλε ελληνικά «δείκνυμι».
 
dies, diēi (αρσ.) = ημέρα 14
Ετυμολογία: < deus < εδιος, δίεμαι, Δίας (θεός της ημέρας, του φωτός).
 
diffluo, -flūxi, -flūctum, -fluĕre, 3 = διαρρέω· καταλύομαι 33
Ετυμολογία: < dis + fluo < φλύω (υπερχειλίζω, κατακλύζω), φλέω (ξεχειλίζω) φλύκταινα, φλύαρος, φλοίσβος.
 
dignitastis (θηλ.) = κύρος 33
Ετυμολογία: < dignus < dec + nos < dec- et ή dico. Παράβαλε και δίκαιος.
dico < deico < δείκνυμι.
 
dignus -a -um = άξιος 26
Ετυμολογία: < dec + nos < dec- et ή dico. Παράβαλε και δίκαιος.
dico < deico < δείκνυμι.
 
dilābor, -lapsus sum, -lābi, αποθ. 3 = καταρρέω 33
Ετυμολογία: dis + labor < λώβη – λωβμαι (βλάπτω, καταστρέφω)
 
diligo, -lexi, -lectum, -ligĕre, 3 = αγαπώ 26
Ετυμολογία: dis + lego < ελληνικά «λέγω». Παράβαλε και νεοελληνικά «λεζάντα».
 
dilucide (επίρρ.) = με διαύγεια 41
Ετυμολογία: < dilu + cidus < θς < ευθύς.
 
discēdo, -cessi, -cessum, -cedĕre, 3 = αποχωρώ, σκορπίζομαι 16· φεύγω 17
Ετυμολογία: < dis + cedo < ελληνικά «κέδνος» (= επιμελής, προσεκτικός, πιστός, αξιόπιστος), «κδος», «κήδομαι». Ανάγεται στη ρίζα sed-, όπου και τα ελληνικά: δός, δρα, δώλιον, ζομαι, δαφος.
 
disco, didici, discĕre, 3 = μαθαίνω 29
Ετυμολογία: < dis + cipio (κατά μία εκδοχή)∙ κατ’ άλλη εκδοχή < di-dk-sko < di-doc-co > doceo < συγγενές με τα ελληνικά: δοκέω, δόγμα, ντοκουμέντο.
 
discrīmen -inis (ουδ.) = κίνδυνος 25
Ετυμολογία: < discerno < dis + cerno < ελληνικά: κρίνω, κριτής, κρίμα, κρησάρα.
 
discurro, -curri (-cucurri), -cursum, -currĕre, 3 = τρέχω εδώ κι εκεί 20
Ετυμολογία: < dis + curro. Παράβαλε και ελληνικά «επίκουρος». Νεοελληνικά: κουρσάρος, κούρσα.
 
dissensionis (θηλ.) = διαφωνία 50
Ετυμολογία: < dissentio < dis + sentio < πιθανή συγγένεια με το ελληνικό «νος» < νοος < snοfος.
 
dissentio, -sensi, -sensum, -sentīre, 4 = διαφωνώ 50
Ετυμολογία: < dissentio < dis + sentio < πιθανή συγγένεια με το ελληνικό «νος» < νοος < snοfος.
 
dissimulo, 1 = προσποιούμαι ότι δεν 42,47
Ετυμολογία: < dissimilis < dis + similis < semelos < μαλός. Εδώ και τα ελληνικά: μο, μοιος, μα, μός (κοινός, ένας και ο αυτός).
 
diu (επίρρ.) = πολύ χρόνο 23· για πολύ καιρό 21
Ετυμολογία: < dies < deus < εδιος, δίεμαι, Δίας (θεός της ημέρας, του φωτός).
 
divitiae -ārum (μόνον πληθ.) = πλούτη 36
Ετυμολογία: < divus < δος, ο εκ Διός.
 
do, dedi, dătum, dăre, = δίνω 12·
Ετυμολογία: < δίδωμι.
 
doceo, docui, doctum, docēre, 2 = διδάσκω 29· υποδεικνύω 48
Ετυμολογία: < decet < dek- < δέχομαι.
Παράβαλε και ελληνικά: δοκέω, δόγμα, ντοκουμέντο.
 
dolor -ōris (αρσ.) = πόνος 9· οργή 28
Ετυμολογία: doleus < del- (διαμελίζω). Παράβαλε και ελληνικά: δηλέομαι (καταστρέφω), δηλήμων (ολέθριος), δαίδαλος, δόλων (ξιφίδιο), δέλεαρ.
 
dolus -i = δόλος 2
Ετυμολογία: < δόλος, δολόω (δολώνω).
 
domesticirum (πληθ.) = οι δούλοι του σπιτιού 34
Ετυμολογία: < domus < δόμος, δέμω.
 
dominus -i = κύριος, αφεντικό 24
Ετυμολογία: < domus < δόμος, δέμω.
Παράβαλε και νεοελληνικά: ντάμα, ντόμινο.
 
domus -us (θηλ.) = σπίτι, 43· domi (στάση) = στο σπίτι, στην ιδιωτική ζωή 4∙ domum (κίνηση προς) = στο σπίτι (πατρίδα) 12
Ετυμολογία: < δόμος, δέμω (= οικοδομώ), δμα, δωμάτιο.
 
donum -i = δώρο, 34
Ετυμολογία: < do < δίδωμι.
 
dormio, 4 = κοιμάμαι 18
Παράβαλε ελληνικά: δαρθάνω.
 
dos, dotis (θηλ.) = προίκα 35
Ετυμολογία: < do < δίδωμι. Παράβαλε και ελληνικά: δωτίνη, δρον.
 
duco, duxi, ductum, ducĕre, 3 = οδηγώ 38· θεωρώ 32
Ετυμολογία: duco < deuk- < δεύκει (δευκής = απρόοπτος, αιφνίδιος) < Πολυδεύκης, Δευκαλίων.
 
dum (σύνδ. χρον.) = ενώ, την ώρα που 20· μέχρι να 38· όσο 38
Παράβαλε ελληνικά: δή, δε, δη, δήπου, πειδή.
 
duo, duae, duo (αριθμ.) = δύο 9,10
Ετυμολογία: < δύο
Παράβαλε και νεοελληνικά: ντουέντο.
 
durus -a -um = σκληρός, τραχύς, δύσκαμπτος 27
Ετυμολογικά συγγενείς λέξεις: δρς, δρυμός, δρυμών, δόρυ, και νεοελληνικά: ντούρος.
 
dux -cis (αρσ. και θηλ.) = αρχηγός, στρατηγός 11,21
Ετυμολογία: duco < deuk- < δεύκει (δευκής = απρόοπτος, αιφνίδιος) < Πολυδεύκης, Δευκαλίων. Ελληνικά: δούκας, δούκισσα, δουκάτο.
 
Βιβλιογραφία:
- Βασιλείου Αριστ. Κούβελα, Ετυμολογικό και ερμηνευτικό λεξικό της λατινικής γλώσσας, Μακεδονικές Εκδόσεις.
- Oxford Latin Dictionary
- Στεφ. Κουμανούδη, Λεξικόν Λατινοελληνικόν, Εκδόσεις Γρηγόρη
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...