Georgia Clare
Λατινικά Λυκείου: Ετυμολογικά συγγενείς λέξεις Λατινικών – Ελληνικών [ab έως certamen]
a,
ab (προθ. + αφ.) = από 11
Η
πρόθεση ab συνδέεται
ετυμολογικώς με την ελληνική πρόθεση ἀπό.
abdo, -didi, -ditum, -dĕre, 3 = κρύβω 17,20
Ετυμολογία:
ab + do: Το ρήμα do συνδέεται ετυμολογικώς με το θῶ > ἔθηκα > τίθημι.
Ετυμολογικά
συγγενείς λέξεις: θέση, παράθεση, επίθεση, ανάθεση, τοποθέτηση, κατάθεση,
θεσμός, θέμα, απόθεμα, παράθεμα, έκθεμα, θετός, πρόσθετος, εμπρόθετος,
σύνθετος, έκθετος, αντίθετος, εκθέτης, καταθέτης, υιοθεσία, αδιαθεσία,
τοποθεσία, νουθεσία κ.ά.
abeo, -īvi (abii), -itum, -īre = φεύγω 21
Ετυμολογία:
ab + eo: Το ρήμα eo συνδέεται
ετυμολογικώς με το εἶμι.
Ετυμολογικά
συγγενείς λέξεις: ερχομός, έλευση, προσέλευση, διέλευση, ελευθερία, ανεξίτηλος,
ισθμός, εισιτήριο, εξιτήριο, προσηλυτισμός, προσιτός, συνέλευση, ελεύθερος,
Ελευθέριος, απελευθερωτικός, ελευθερωτής κ.ά.
abicio,
-iēci, -iectum, -icĕre 3* = πετάω κάτι μακριά 45· καταθέτω (τα όπλα) 34
Ετυμολογία:
ab + iacio: Το ρήμα iacio συνδέεται ετυμολογικώς με το ἵημι.
Ετυμολογικά
συγγενείς λέξεις: άνεση, άνετος, άφεση, αφετηρία, δίεση, εγκάθετος, ένεση,
ενέσιμος, ενετός, έφεση, εφετείο, εφέτης, καθετήρας, κάθετος, καθέτως, σύνεση,
συνετός, χειραφετημένος, χειραφέτηση.
abstineo,
-tinui, -tentum, - tinēre, 2 = απέχω
από 31
Ετυμολογία:
ab + teneo: Το ρήμα teneo συνδέεται ετυμολογικώς με το τείνω.
Ετυμολογικά
συγγενείς λέξεις: ανάταση,
αντέκταση, ατενής, ατενώς, ατονία, άτονος, βαρύτονος, διάταση, έκταση, ένταση,
εντατικός, έντονος, επέκταση, επεκτατικός, επίταση, επιτατικός, ισότονος,
μονοτονία, μονότονος, οξύτονος, παράταση, παρατεταμένος, παράτονος,
παροξύτονος, προέκταση, προπαροξύτονος, πρόταση, προτασιακός, ταινία, τάση,
τένοντας, τέτανος, τονικός, τονικότητα, τονισμός, τόνος, υπέρταση, υπερτασικός,
υπόταση, υποτασικός.
absum, afui, abesse = απουσιάζω 18,21
Ετυμολογία:
ab + sum: Το ρήμα sum συνδέεται ετυμολογικώς με το εἰμί.
Ετυμολογικά
συγγενείς λέξεις: απουσία, εξουσία, ετυμολογία, όντως, ουσία, ουσιαστικός,
ουσιώδης, παρόν, παρουσία, παρουσιαστικό.
accēdo, -cessi, -cessum, -cedĕre, 3 = πλησιάζω· προστίθεμαι, συνοδεύω
32·
Ετυμολογία:
ad + cedo: Το ρήμα cedo συνδέεται ετυμολογικώς με το ὁδός.
accĭdo, -cĭdi, -cidĕre, 3 (ad + cado) = πέφτω κάτω· accidit συμβαίνει
12
Ετυμολογία:
Από το ρήμα cado προέρχεται
η λέξη casus (ατύχημα, πτώση) μέσω
της οποίας έχει προκύψει η λέξη κάζο
(πάθημα).
accipio,
-cēpi, -ceptum, -cipĕre, 3* (ad + capio)= (υπο)δέχομαι 10· μαθαίνω 24
Ετυμολογία:
Το ρήμα capio συνδέεται
ετυμολογικώς με το ρήμα κάπτω.
Ετυμολογικά
συγγενείς λέξεις: χάφτω / χάβω, χαψιά, χάψιμο.
acerbus -a -um = δυσάρεστος στη γεύση, πικρός, άγουρος
27
Ετυμολογία:
Συνδέεται ετυμολογικώς με το acer, το
οποίο είναι ομόρριζο με το ἀκίς.
Ετυμολογικά
συγγενείς λέξεις: ἀκμή,
ἄκων
< ακόντιο, ἄκανθα,
ἀκρίς-ἀκρίδος. Με μετάπτωση
της ρίζας ακ-/οκ- προκύπτει το ὀξύς,
ὀξύνω.
acies -ēi = παραταγμένος
στρατός· μάχη 36
Ετυμολογία:
Το acies συνδέεται
ετυμολογικώς με το ἀκίς.
Ετυμολογικά
συγγενείς λέξεις: ἀκμή,
ἄκων
< ακόντιο, ἄκανθα,
ἀκρίς-ἀκρίδος. Με μετάπτωση
της ρίζας ακ-/οκ- προκύπτει το ὀξύς,
ὀξύνω.
addūco,
-duxi, - ductum -ducĕre, 3 = οδηγώ (κάπου, προς) 18,20
Ετυμολογία:
ad + duco. Το duco έχει ινδοευρωπαϊκή ρίζα deuk- < δεύκει (= φροντίζει) < δεύκω (= βλέπω) < ἀδευκής (= απρόοπτος,
αιφνίδιος).
Ετυμολογικά
συγγενείς λέξεις: Δευκαλίων, Πολυδεύκης.
Από το duco προκύπτει το dux, ducis, το οποίο συνδέεται με τις ελληνικές λέξεις: δούκας, δούκισσα, δουκάτο.
adeo, -ii, -itum, -īre = πλησιάζω
45
Ετυμολογία:
ad + eo: Το ρήμα eo συνδέεται ετυμολογικώς με το εἶμι.
Ετυμολογικά
συγγενείς λέξεις: έλευση, προσέλευση, διέλευση, ελευθερία, ανεξίτηλος, ισθμός,
εισιτήριο, εξιτήριο, προσηλυτισμός, προσιτός, ιταμός, αμαξιτός.
adfero βλ. affero
Ετυμολογία: ad + fero: Το ρήμα fero συνδέεται ετυμολογικώς με το φέρω.
Ετυμολογικά
συγγενείς λέξεις: προφορικός, ανυπόφορος, δορυφόρος, υποφερτός, αναφορά,
περιφορά, διαφορά
adficio βλ. afficio
Ετυμολογία: ad + facio: Το ρήμα facio συνδέεται ετυμολογικώς με το τίθημι.
<
dhe- (θέτω) > fe- = θη- > τίθημι.
Ετυμολογικά
συγγενείς λέξεις: θέση, επίθεση, θέμα,
θεμέλιο, αδιάθετος, θετικός, θεμελιώδης κ.ά.
a(d)gnosco -gnōvi, -gnitum, -gnoscĕre, 3 = αναγνωρίζω 20
Ετυμολογία:
ad + gnosco / nosco: Το ρήμα nosco συνδέεται ετυμολογικώς με το γιγνώσκω.
Ετυμολογικά
συγγενείς λέξεις: γνώστης, γνώμη, γνωματεύω, διάγνωση, ανάγνωση, επίγνωση.
adhortor, αποθ. 1 προτρέπω 45
Ετυμολογία:
ad + hortor
< (h)orior ελλην. ὄρνυμι < gher- (επιθυμώ) < ελλην. χαίρω, χαρώ,
χάρις.
aditus -us (αρσ.) = προσέγγιση 13
Ετυμολογία:
adeo < ad + eo < ei-o < ελλην. εἶμι.
Ετυμολογικά
συγγενείς λέξεις: έλευση, προσέλευση, διέλευση, ελευθερία, ανεξίτηλος, ισθμός,
εισιτήριο, εξιτήριο, προσηλυτισμός, προσιτός, ιταμός, αμαξιτός.
adligo, 1
= δένω (σε κάτι) 3
Ετυμολογία:
ad + ligo. Παράβαλε και νεοελληνικά: λίγκα,
ευρολίγκα (= ένωση, συνασπισμός, ευρωπαϊκό πρωτάθλημα).
administro, 1 = διαχειρίζομαι 32
Ετυμολογία: ad + ministro < minister. Παράβαλε
και νεοελληνικά: μινίστρος (υπουργός στα πρώτα χρόνια μετά το ’21).
admitto,
-mīsi, -missum, -mittĕre, 3 = αφήνω κάποιον να περάσει, δέχομαι 48
Ετυμολογία:
ad + mitto. Πιθανή συγγένεια με το ελληνικό μίτος
(νήμα). Παράβαλε νεοελληνικά: μισεύω (ξενιτεύομαι), μισεμός (ξενιτεμός,
αποδημία).
admodum (επίρρ.) = πάρα πολύ 12
Ετυμολογία:
ad + modus < med- < ελλην. μέδομαι (φροντίζω), μῆτις (δύναμη), μέτρον.
Παράβαλε,
επίσης, νεοελληνικά: μοντέλο, μοδίστρα, μοντέρνος, ντεμοντέ.
admoneo,
-monui, -monitum,-monēre, 2 = συμβουλεύω 7
Ετυμολογία:
ad + moneo < men- < ελλην. με-μνα, μνῆμα.
adporto, 1 = φέρνω (κάπου) 8
Ετυμολογία:
ad + porto < porta < ελλην. πόρος, περάω. Παράβαλε και: πορτατίφ, πορτοφόλι (porto + follium).
adsum, -fui, -esse = είμαι παρών· έρχομαι 45
Ετυμολογία:
ad + sum < som < ελλην. εἰμί
< ἐμμί
< ἐσμί.
adulescens -ntis (αρσ. και
θηλ.) = νεαρός -ή 31
Ετυμολογία: ad + oleo (adolesco) < ελλην. ἄλλω, ἄλδω.
advenio,
-vēni, -ventum, -venīre, 4 = φθάνω 9A
Ετυμολογία:
ad + venio < βάνjω < βαίνω.
advento, 1 = πλησιάζω 7
Ετυμολογία:
Θαμιστικός τύπος του advenio
<
βάνjω < βαίνω.
adversarius -ii = αντίπαλος, εχθρός 13
Ετυμολογία: ad + versus < verto. Πιθανή
σύνδεση με τα στρέφω και τρέπω.
adversus (προθ. + αιτ.) = εναντίον 13
Ετυμολογία:
ad + versus < verto. Πιθανή σύνδεση με τα στρέφω και
τρέπω.
adversus
-a -um = αντίξοος 1
Ετυμολογία: ad + versus < verto. Πιθανή
σύνδεση με τα στρέφω και τρέπω.
advolo, 1
= καταφθάνω πετώντας· ορμώ 3
Ετυμολογία:
ad + volo (volavi, volatum, volare) < ελλην. βάλλω, βέλος.
Παράβαλε
νέα ελληνικά: βόλεϊ, φέιγ βολάν (φύλλο διασκορπιζόμενο).
Aenēas -ae
= ο Αινείας 2,10
Ετυμολογία:
< ομηρ. Αἰνείας.
aequitas
-ātis = ισότητα, δικαιοσύνη 6
Ετυμολογία:
< aequus < πιθανή συγγένεια
με τη ρίζα εικ- εἴκω, ἕοικα (που δηλώνει
ομοιότητα, ισότητα).
aeque (επίρρ.) = εξίσου, το
ίδιο 50·
Ετυμολογία:
< aequus < πιθανή συγγένεια με τη ρίζα εικ- εἴκω, ἕοικα (που δηλώνει
ομοιότητα, ισότητα).
aequus -a
um = ίσος, δίκαιος 21,49
Ετυμολογία:
< πιθανή συγγένεια με τη ρίζα εικ- εἴκω, ἕοικα (που δηλώνει ομοιότητα,
ισότητα).
aerarium -ii
(i) = το δημόσιο ταμείο 35
Ετυμολογία:
< aes < Κατά τους Walde-Holfman συγγενική με το ελληνικό ἱερος (το οποίο αρχικά
σήμαινε ισχυρός, σκληρός) και τις προελληνικές μορφές του eiseros, aisaros > aes-αρός.
aes, aeris (ουδ.) =
χαλκός, μπρούντζος 39· χρήματα 35
Ετυμολογία:
Κατά τους Walde-Holfman συγγενική
με το ελληνικό ἱερος (το
οποίο αρχικά σήμαινε ισχυρός, σκληρός) και τις προελληνικές μορφές του eiseros, aisaros > aes-αρός.
aetas -ātis = ηλικία 20·
εποχή 41
Ετυμολογία:
aevus < αἰεί, αἰών.
Aethiopia -ae
= η Αιθιοπία, 3
Ετυμολογία:
aestas < αἴθω (καίω), αἶθος (καύσωνας), Αἰθίοψ (μαύρος από τον
πολύ ήλιο), αἴθουσα
(λάμπουσα από ήλιο).
affero
(adfero), -tuli, -lātum, - ferre, 3 φέρνω· προσφέρω
Ετυμολογία: ad + fero < φέρω.
afficio,
-fēci, -fectum, -ficĕre, 3* (ad+ facio) = περιβάλλω·
Ετυμολογία:
ad + facio < dhe- (θέτω) < ελλην. θη- > τίθημι. Παράβαλε και ντε φάκτο < de facto.
ager -gri = αγρός 5
Ετυμολογία:
< ago < ἄγω < αγρός (διότι είναι ο χώρος στον οποίο
οδηγούν τα ζώα για βοσκή, για εργασία, για καλλιέργεια)
agmen -inis (ουδ.) = άγημα, στρατός 40
Ετυμολογία:
ago < ἄγω.
ago, ēgi, actum, agĕre, 3 =κάνω 23· οδηγώ (ἄγω)
Ετυμολογία:
< ἄγω.
agricultūra -ae = γεωργία 15
Ετυμολογία:
ager + colo < ager < ἄγω. / colo < qṵelo, Ο χειλικο-ουρανικός φθόγγος qṵ μπροστά
από ο και α γίνεται π, οπότε προκύπτει το ελληνικό πελ-, πέλομαι (=κινούμαι, στρέφομαι, παρέρχομαι), πόλος, αλλά και βουκόλος.
aio (ρήμ. ελλειπτ.) = λέγω 27
Ετυμολογία:
Παράβαλε αρχαιοελληνικό ἦ,
παρατατικό του ἠμί.
alacer
-cris -cre = ζωηρός, πρόθυμος 13
Ετυμολογία:
< πιθανά από το αρχαιοελληνικό ἐλαύνω. Παράβαλε
και το νεοελληνικό αλέγρος.
albus -a -um = άσπρος
Ετυμολογία:
Παράβαλε αρχαιοελληνική ἀλφός
(υπόλευκη λέπρα του προσώπου), ἄλφιτα
(χοντροαλεσμένο κριθάρι), Ἀλφειός
(ποταμός) για τη λευκότητα των υδάτων του κατ’ αντανάκλαση του ουρανού.
Παράβαλε και ιταλικό albo
(λεύκωμα,
βιβλίο) < άλμπουμ.
aliquando (επίρρ.) = κάποτε 31
Ετυμολογία:
alius + quis < alius < ινδοευρωπαϊκό aljus < στην ελληνική το j αφομοιώθηκε προς το l < ἅλλομαι. / quis < qṵis < ελληνικά τις (ṵ μπροστά
από e, i, = τ).
aliquis
-id (ουσ.), aliqui -a –od (επιθ.) (αντ. αόρ.) = κάποιος, κάτι 8
Ετυμολογία:
alius + quis < alius < ινδοευρωπαϊκό aljus < στην ελληνική το j
αφομοιώθηκε προς το l < ἅλλομαι.
/ quis < qṵis < ελληνικά τις (ṵ μπροστά από e, i, = τ).
aliquot
(αντ. αόρ. άκλ.) = μερικοί 47
Ετυμολογία:
alius + quot < ινδοευρωπαϊκό aljus < στην ελληνική το j αφομοιώθηκε προς το l < ἅλλομαι. / quis < qṵis < ελληνικά τις (ṵ μπροστά από e, i, = τ).
alius
-a -ud (αντ. επίθ.) = άλλος (από πολλούς) 17
Ετυμολογία:
< ινδοευρωπαϊκό aljus < στην ελληνική το j αφομοιώθηκε προς το l < ἅλλομαι. /
quis < qṵis < ελληνικά τις (ṵ μπροστά από e, i, = τ).
alo,
alui, alitum (altum), alĕre, 3 = (εκ)τρέφω 42
Ετυμολογία:
< ἀλδαίνω
Alpes -ium = οι Άλπεις 11
Ετυμολογία:
albus (λευκές από τα χιόνια)
< Παράβαλε αρχαιοελληνική ἀλφός
(υπόλευκη λέπρα του προσώπου), ἄλφιτα
(χοντροαλεσμένο κριθάρι), Ἀλφειός
(ποταμός) για τη λευκότητα των υδάτων του κατ’ αντανάκλαση του ουρανού.
Παράβαλε και ιταλικό albo (λεύκωμα, βιβλίο) < άλμπουμ.
alter -era -erum (αντ. επίθ.)= ο άλλος, ο ένας (από δύο
άτομα) 19
Ετυμολογία:
< ἔτερος
amanter (επίρρ.) = με αγάπη 26
Ετυμολογία:
< amans < amo < πιθανή συγγένεια με το ελληνικό ἀμός, ποιητικό αντί ἐμός (έννοια αποπνέουσα
συγγένεια, αγάπη, στοργή). Κατ’ άλλη εκδοχή συγγενές με το ὁμόω (συνδέω, ενώνω, που
είναι γνώρισμα της αγάπης).
amīca -ae = φίλη 1
Ετυμολογία:
amo <
πιθανή συγγένεια με το ελληνικό ἀμός,
ποιητικό αντί ἐμός
(έννοια αποπνέουσα συγγένεια, αγάπη, στοργή). Κατ’ άλλη εκδοχή συγγενές με το ὁμόω (συνδέω, ενώνω, που
είναι γνώρισμα της αγάπης).
amicitia -ae = φιλία, συμμαχία 4
Ετυμολογία:
amo < πιθανή συγγένεια
με το ελληνικό ἀμός,
ποιητικό αντί ἐμός
(έννοια αποπνέουσα συγγένεια, αγάπη, στοργή). Κατ’ άλλη εκδοχή συγγενές με το ὁμόω (συνδέω, ενώνω, που
είναι γνώρισμα της αγάπης).
amīcus -i= φίλος 26
Ετυμολογία:
amo < πιθανή συγγένεια
με το ελληνικό ἀμός,
ποιητικό αντί ἐμός
(έννοια αποπνέουσα συγγένεια, αγάπη, στοργή). Κατ’ άλλη εκδοχή συγγενές με το ὁμόω (συνδέω, ενώνω, που
είναι γνώρισμα της αγάπης).
amitto,
-mīsi, -missum, -mittĕre, 3 = χάνω 13
Ετυμολογία:
< ab + mitto < mito > πιθανή συγγένεια με το ελληνικό μίτος (νήμα)∙ άλλοι το σχετίζουν με το
ελληνικό μῖσος
> mit-s-os (αμφίβολο). Παράβαλε νεοελληνικά μισεύω (στέλνομαι στα ξένα,
ξενιτεύομαι, αποδημώ), μισεμός (ξενιτεμός, αποδημία).
amo, 1 = αγαπώ 12
Ετυμολογία:
Πιθανή συγγένεια με το ελληνικό ἀμός,
ποιητικό αντί ἐμός
(έννοια αποπνέουσα συγγένεια, αγάπη, στοργή). Κατ’ άλλη εκδοχή συγγενές με το ὁμόω (συνδέω, ενώνω, που
είναι γνώρισμα της αγάπης).
amor -ōris (αρσ.) = αγάπη 49
Ετυμολογία:
Πιθανή συγγένεια με το ελληνικό ἀμός,
ποιητικό αντί ἐμός
(έννοια αποπνέουσα συγγένεια, αγάπη, στοργή). Κατ’ άλλη εκδοχή συγγενές με το ὁμόω (συνδέω, ενώνω, που
είναι γνώρισμα της αγάπης).
amoveo, -mōvi, -motum, -movēre, 2 = απομακρύνω 18
Ετυμολογία:
< a + moveo < ἀμύνω
ancilla -ae= υπηρέτρια 24
Ετυμολογία:
< ρίζα quel- ελληνικά:
-πολ, παράβαλε: πέλομαι, ἀμφίπολος,
βουκόλος, θαλαμηπόλος (όλα από ρίζα που δηλώνει υπηρεσία).
anīlis -is -e = γεροντικός 26
Ετυμολογία:
< anus < συγγενές με το annus < pαράβαλε το ἔν(ν)ος (= έτος), ἐνιαυτός (= έτος).
animadverto, -verti, -versum, -vertĕre, 3 = παρατηρώ 12·
animadverto in aliquem = τιμωρώ κάποιον 42
Ετυμολογία:
< animum + ad + verto < παράβαλε ελληνικά «άνεμος», γιατί ο Έλληνας σαν αέρα
αισθάνεται την ψυχή, όταν φεύγει από το σώμα κατά τον θάνατό του. / verto < παράβαλε νεοελληνικά «τραβέρσα»
(= δοκάρι, υφαντό) < Σύμφωνα με τον Κουμανούδη είναι συγγενές με τα ελληνικά
στρέφω και τρέπω.
animus -i = ψυχή 5
Η
λέξη animus συνδέεται
ετυμολογικώς με το ἄνεμος.
annus -i = έτος 4,10
Ετυμολογία:
Παράβαλε το ἔν(ν)ος
(= έτος), ἐνιαυτός
(= έτος).
ante (1) ( πρόθ. με αιτ.) =
προ, πριν 25·( 2) (επίρρ.) = προηγουμένως
Ετυμολογία:
< συγγενές με τα ελληνικά ἄντα,
ἀντί,
ἄντην
(απέναντι, μπροστά).
antecello, -cellĕre,
3 = ξεπερνώ κάποιον σε κάτι 31
Ετυμολογία:
< ante + cello < celo < παράβαλε ελληνικά καλ-ύπτω.
antepōno, -posui, -positum, -ponĕre, 3 (+ αιτ. και δοτ.) προκρίνω, βάζω
κάτι πάνω από κάτι άλλο 46
Ετυμολογία:
< ante + pono. Παράβαλε και νεοελληνικά «πόστα» = σταθερή διαμονή, ταχυδρομείο∙
εδώ ανήκει και το «πόστο» (σταθερή,
σημαντική θέση») και «ποσιτιβισμός» (θετικισμός, θεωρία που δέχεται ως θετικό
ό,τι είναι απόλυτα εξακριβωμένο).
antiquitas
-ātis (θηλ.) = αρχαιότητα 4,41
Ετυμολογία:
antiquus. Παράβαλε
και νεοελληνικά «αντίκα».
antīquus -a
-um = αρχαίος 4,41
Ετυμολογία:
< ante. Παράβαλε και
νεοελληνικά «αντίκα».
appello, 1 = ονομάζω 10
Ετυμολογία:
< ad + pello. Παράβαλε και νεοελληνικά: ἀπέλλα, πέλας, πελάζω, πελάτης.
aper, apri = κάπρος, αγριογούρουνο 8
Ετυμολογία:
συγγενικό με το ελλην. κάπρος και με
το ελλην. ἕβρος
(τράγος)
aperio, -rui, -rtum, -īre, 4 ανοίγω· αποκαλύπτω 9
Ετυμολογία:
< ab + pario < ρίζα per- (φέρω στο φως). Παράβαλε ελληνικά ἔπορον (= έφερα, έδωσα),
πέπρωται.
arbitror,
αποθ. 1 = νομίζω πιστεύω 15
Ετυμολογία:
< arbiter
< ad –bitere (ἰέναι),
τη ρίζα του οποίου βρίσκουμε στο «αμφισβητώ»
< βαίνω.
arbor -oris (θηλ.) = δένδρο
25
Παράβαλε
και νεοελληνικά «άλμπουρο» (= κατάρτι, ιστός κατασκευασμένος από ξύλο).
ardor -ōris
(αρσ.) = πάθος 33
Ετυμολογία:
< ardeo + or < αἰθήρ
arma -ōrum (μόνο πληθ.) =
όπλα 16
Ετυμολογία:
ἀραρίσκω,
ἄρμενος
armātus -a
-um = οπλισμένος· στον πόλεμο 33
Ετυμολογία:
< arma < ἀραρίσκω, ἄρμενος
ars, artis (θηλ.) = τέχνη 13,6Π· artes līberāles
= ελευθέριες σπουδές 13
Ετυμολογία:
< ελληνικά: ἀρτίζω
(= ετοιμάζω, παρασκευάζω, εκτελώ, επιτελώ), ἄρτιος, ἀρετή, ἀρτύω (= τακτοποιώ,
επινοώ, μηχανεύομαι), ἀραρίσκω
(= συναρμολογώ), ἄρω
(προβαθμίδα του ἀραρίσκω).
ascendo,
ascendi, ascensum, ascendĕre, 3 = ανεβαίνω 23
Ετυμολογία:
ad + scando (παράβαλε: ασανσέρ) < σκάνδαλον
(= παγίδα για τον εχθρό, πειρασμός), σκανδάληθρον (το επικαμπές ξύλο της
παγίδας, στο άκρο του οποίου στερεωνόταν το δόλωμα).
aspicio,
-spexi, -spectum, -spicĕre, 3* = κοιτάζω 14
Ετυμολογία:
< ad + specio < σκέπτομαι < ρίζα σκεπ- < σπεκ- < σκοπός, σκοπή, σκέψη, σκώψ.
assideo,
-sēdi, -sessum, -sidēre, (ad + sedeo) 2 = κάθομαι (δίπλα) 36
Ετυμολογία: < ad + sedeo < ἕζομαι < σεδ-jομαι < ἕδρα, ἕδος, ἵζω, ἱδρύω.
at (σύνδ. αντιθ.) = αλλά
43
Ετυμολογία:
< παράβαλε την ελληνική ἀτάρ
(= αλλά).
Athēnae
-ārum = η Αθήνα 14
Ετυμολογία:
< Ἀθῆναι.
atque, ac (σύνδ. συμπλ.) =
και 9
Ετυμολογία:
< at + que < ελληνικό «τε».
atqui (σύνδ. αντιθ.) = κι
όμως 25
Ετυμολογία:
at + qui < quei < ελληνικά οπει < ὁποῖος, αλλά και quis < ελληνικά τίς, τις.
Atreus -i = ο Ατρέας 27
Ετυμολογία:
< Ἀτρεύς.
auctoritas -ātis (θηλ.) = κύρος, επιρροή 42
Ετυμολογία:
< auctor < augeo <
< auk-s < ελληνικά ἀfεξω < αὔξω,
αυξάνω.
audacia -ae
= τόλμη 4· θράσος 28
Ετυμολογία:
< audax + -ia < audeo < ρίζα aud- (= είμαι τολμηρός) < ρίζα auedh-, την οποία βρίσκουμε στο ελληνικό ἄεθλος, αττική διάλεκτος
«ἆθλος».
audeo,
ausus sum, audēre, ημιαπ. 2 = τολμώ
40
Ετυμολογία:
< ρίζα aud- (=
είμαι τολμηρός) < ρίζα auedh-, την
οποία βρίσκουμε στο ελληνικό ἄεθλος,
αττική διάλεκτος «ἆθλος».
audio, 4 = ακούω, πληροφορούμαι 7,
Ετυμολογία:
< αἰσθάνομαι,
ἀΐω
augur -uris (αρσ.) = οιωνοσκόπος 40
Παράβαλε
νεοελληνικά «γούρι». Ετυμολογία: πιθανά από < augeo < auk-s < ελληνικά ἀfεξω < αὔξω,
αυξάνω.
aurum -i = χρυσάφι 21,36
Ετυμολογία:
< τό οὖρον
(= χρυσός). Παράβαλε και νεοελληνικά: ούριος,
ώρα.
aut (σύνδ. διαζ.) ή· aut ... aut = είτε ... είτε 17
Ετυμολογία:
< αὖ, αὖτις
autem (σύνδ. αντιθ.) = πάλι,
εξάλλου 19
Παράβαλε
ελληνικά: αὖτε,
αὐτάρ (=
πάλι, αλλά, όμως)
auxilium -ii
(i) = βοήθεια
Ετυμολογία:
< augeo < auk-s < ελληνικά ἀfεξω < αὔξω,
αυξάνω.
aversus -a -um (μτχ. παθ. πρκ. του averto) = γυρισμένος ανάποδα 18
Ετυμολογία:
< ab + verto < σύμφωνα με τον Κουμανούδη είναι
συγγενές με τα ελληνικά «στρέφω» και «τρέπω».
averto, -verti, -versum, -vertĕre, 3 = βγάζω κάποιον από το δρόμο του 39
Ετυμολογία:
< ab + verto < σύμφωνα με τον Κουμανούδη είναι συγγενές με τα ελληνικά
«στρέφω» και «τρέπω».
avis -is (θηλ.) = πουλί 29
Ετυμολογία:
< αfω < ἄημι (πνέω). Πιθανά και αετός, αιετός < αfιετός.
barbarus -a -um = βάρβαρος 1
Ετυμολογία:
< βάρβαρος
bellum -i
= πόλεμος 4
Ετυμολογία:
< duellum
< duo < ελληνικά «δύο» (με την έννοια του διχασμού) < δάϊος
< δῃόω-ῶ
(καταστρέφω, ερημώνω). Παράβαλε και νεοελληνικά «ρέμπελος» (= μη τακτικός
πολεμιστής, αργόσχολος, αντάρτης, χασομέρης), «ρεμπελιό» (= εξέγερση),
ρεμπελεύω (= τεμπελιάζω).
bene (επίρρ.) = καλά 23
Ετυμολογία:
< bonus. Παράβαλε και
νεοελληνικά μπονάτσα (καλοσύνη, ηρεμία, γαλήνη στη θάλασσα).
beneficium -ii (i) = ευεργεσία 4·
Ετυμολογία:
< bene < bonus + facio
< dhe- (θέτω) > fe- < ελληνικά θη- < τίθημι.
benevolentia -ae
= εύνοια, ευμένεια, καλή θέληση 44
Ετυμολογία:
< bene + volo < σύμφωνα με τον Κουμανούδη είναι
συγγενές με το «βούλομαι», αν και δεν είναι απολύτως δεκτή άποψη. Σχετίζεται,
πάντως, με το ελληνικό «ἔλδομαι» (=
επιθυμώ πολύ) < Fελ-δο-
με εκτεταμένη ρίζα κατά ένα δ, vel-.
Παράβαλε
και νεοελληνικά «βολονταρισμός» (φιλοσοφική θεωρία κατά την οποία η βούληση
είναι ο υπέρτατος ρυθμιστής όλων).
bonus
-a -um = καλός 6,27Π·
boni
-ōrum = οι καλοί πολίτες 22
Παράβαλε και νεοελληνικά μπονάτσα (καλοσύνη, ηρεμία, γαλήνη στη θάλασσα).
bos,
bovis (αρσ. και θ.) = βόδι 18
Ετυμολογία:
< βοῦς
Cacus -i = ο Κάκος 18
Ετυμολογία:
< κακός.
cado,
cecĭdi, casum, cadĕre, 3 = πέφτω
43
Ετυμολογία:
Παράβαλε τα νεοελληνικά «κάζο», «καζούρα» (= χλευασμός προς αυτόν, αρχικά, που
σκοντάφτοντας πέφτει στο έδαφος, ύστερα για κάθε σφάλμα).
caelum -i = ουρανός 10
Ετυμολογία:
< πιθανά συγγενές με το ελληνικό «κοῖλος».
Παράβαλε και νεοελληνικά «σιέλ» (ανοιχτό γαλάζιο, που είναι το χρώμα του
ουρανού).
calceus -i = (υ)πόδημα, μποτίνι 3
Ετυμολογία:
< calcar, calx < παράβαλε και τα ελληνικά: κάλτσα,
καλσόν.
capio, cēpi, captum, capĕre, 3* = πιάνω 8· συλλαμβάνω 34
Ετυμολογία:
Το ρήμα capio συνδέεται ετυμολογικώς με το ρήμα κάπτω.
Ετυμολογικά συγγενείς λέξεις: χάφτω / χάβω, χαψιά, χάψιμο. Παράβαλε και «καπίστρι».
Capitōlium -ii
(i) = το Καπιτώλιο, 21
Ετυμολογία:
< caput < ρίζα cap- < ελληνικά κεφ- κεφαλή.
captīvus -a -um = αιχμάλωτος 43
Ετυμολογία:
< capio <
συνδέεται ετυμολογικώς με το ρήμα κάπτω.
Ετυμολογικά
συγγενείς λέξεις: χάφτω / χάβω, χαψιά, χάψιμο. Παράβαλε και «καπίστρι»,
«γκολκίπερ».
caput -itis (ουδ.) = κεφάλι· θανατική ποινή 14
Ετυμολογία:
< ρίζα cap- < ελληνικά κεφ- κεφαλή.
carcer
-eris (αρσ.) = φυλακή 19
Ετυμολογία:
Κατά τον Κουμανούδη συνδέεται με το ἕρκος
(φραγμός, οχύρωμα).
caro, carnis (θηλ.) = κρέας 15
Ετυμολογία:
< carna < κείρω < καρῆναι < κορμός, κέρμα,
ἀκαρής.
Παράβαλε και νεοελληνικά «καρναβάλι».
Cassiope -es = η Κασσιόπη 3
Ετυμολογία:
< Κασσιόπη.
castra
-ōrum (μόνο πληθ.) = το στρατόπεδο 7
Ετυμολογία:
< ρίζα cas-, cat- απ’ όπου το casa και το catena. Παράβαλε ελληνικά το κεάζω (σχίζω,
κόπτω, κατακερματίζω) < και ρίζα qat- σχίζω.
Παράβαλε νεοελληνικά το κάστρο.
casus -us = τυχαίο,
απροσδόκητο γεγονός ή περιστατικό 20,37·
Ετυμολογία:
Παράβαλε τα νεοελληνικά «κάζο», «καζούρα» (= χλευασμός προς αυτόν, αρχικά, που
σκοντάφτοντας πέφτει στο έδαφος, ύστερα για κάθε σφάλμα).
casu = κατά τύχη 45
Ετυμολογία:
Από το ρήμα cado προέρχεται η λέξη casus (ατύχημα, πτώση) μέσω της οποίας έχει
προκύψει η λέξη κάζο (πάθημα).
catillus -i = πιάτο 36
Παράβαλε
ελληνικά «κοτύλη» (αγγείο, κοίλωμα), κοτυληδών (κοιλότητα σε σχήμα ποτηριού).
cauda -ae = ουρά 18
Ετυμολογία:
< caudex. Παράβαλε ελληνική κῶδιξ.
caveo,
cavi, cautum, cavēre, 2 = προσέχω, φυλάγομαι 7,25
Ετυμολογία:
< cavus (παράβαλε νεοελληνικά
«κουβέρτα») < coṷos
< κόοι (χάσματα της γης, κοιλώματα) και κοῖλος, κυέω, κύω (φουσκώνω)
έγκυος, κύλα (τα υποκάτω των βλεφάρων κοιλώματα), κυλοιδιῶ (έχω πρησμένα μάτια).
Cēpheus -i = ο Κηφέας 3
Ετυμολογία:
< Κηφεύς.
cēra -ae = κερί 8
Ετυμολογία:
< κηρός, κηρίον, κήρωμα.
cedo,
cessi, cessum, cedĕre, 3 = παραχωρώ 38
Ετυμολογία:
παράβαλε τα ελληνικά «κεδνός» (= επιμελής, προσεκτικός, πιστός, αξιόπιστος», «κῆδος», «κήδομαι»
(φροντίζω). Ανάγεται στη ρίζα sed-, όπου
και τα ελληνικά: ὁδός, ἕδρα, ἑδώλιον, ἕζομαι, ἐδαφος.
celer -eris -ere = γρήγορος 40
Ετυμολογία:
Παράβαλε ελληνικά «κέλλω» (οδηγώ το πλοίο στο λιμάνι), «ὤκειλα», «κέλης –ητος»
(γρήγορο άλογο).
celeriter (επίρρ.) = γρήγορα 45
Ετυμολογία:
< celer < παράβαλε ελληνικά
«κέλλω» (οδηγώ το πλοίο στο λιμάνι), «ὤκειλα»,
«κέλης –ητος» (γρήγορο άλογο).
ceno, 1 = δειπνώ, γευματίζω 36
Ετυμολογία:
< cena < cesnas <quert-s-na < από ρίζα quent- < κείρω (κόβω, κουρεύω), ακέραιος.
censeo,
censui, censum, censēre, 2 = πιστεύω, νομίζω 46
Ετυμολογία:
Συγγενές με το ελληνικό «κῆνσος»
(απογραφή και αποτίμηση των κτημάτων προς καθορισμό της φορολογίας, φόρος), «κόσμος»
< κονσμος < κήνσωρ.
cerno, crēvi, cretum*, cernĕre, 3 διακρίνω 16· κρίνω, αποφασίζω
Ετυμολογία:
< κρίνω, κριτής, κρίμα, κρησάρα.
certāmen
-inis = αγώνας, μάχη 31
Ετυμολογία:
< certo, θαμιστικός τύπος του
ρήματος cerno < κρίνω, κριτής, κρίμα, κρησάρα.
Λατινικά Λυκείου: Ετυμολογικά συγγενείς λέξεις Λατινικών – Ελληνικών [ab έως certamen]
Από το duco προκύπτει το dux, ducis, το οποίο συνδέεται με τις ελληνικές λέξεις: δούκας, δούκισσα, δουκάτο.
Ετυμολογία: ad + fero: Το ρήμα fero συνδέεται ετυμολογικώς με το φέρω.
Ετυμολογία: ad + facio: Το ρήμα facio συνδέεται ετυμολογικώς με το τίθημι.
Ετυμολογία: ad + fero < φέρω.
Παράβαλε και νεοελληνικά μπονάτσα (καλοσύνη, ηρεμία, γαλήνη στη θάλασσα).
Ετυμολογικά συγγενείς λέξεις: χάφτω / χάβω, χαψιά, χάψιμο. Παράβαλε και «καπίστρι».
Βιβλιογραφία:
- Βασιλείου Αριστ. Κούβελα,
Ετυμολογικό και ερμηνευτικό λεξικό της λατινικής γλώσσας, Μακεδονικές Εκδόσεις.
- Oxford Latin Dictionary
-
Στεφ. Κουμανούδη, Λεξικόν Λατινοελληνικόν, Εκδόσεις Γρηγόρη
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου