Λατινικά Λυκείου: Ετυμολογικά συγγενείς λέξεις Λατινικών – Ελληνικών [ab έως certamen] | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Λατινικά Λυκείου: Ετυμολογικά συγγενείς λέξεις Λατινικών – Ελληνικών [ab έως certamen]

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Georgia Clare 
 
Λατινικά Λυκείου: Ετυμολογικά συγγενείς λέξεις Λατινικών – Ελληνικών [ab έως certamen]
 
a, ab (προθ. + αφ.) = από 11
Η πρόθεση ab συνδέεται ετυμολογικώς με την ελληνική πρόθεση πό.
 
abdo, -didi, -ditum, -dĕre, 3 = κρύβω 17,20
Ετυμολογία: ab + do: Το ρήμα do συνδέεται ετυμολογικώς με το θ > θηκα >  τίθημι. 
Ετυμολογικά συγγενείς λέξεις: θέση, παράθεση, επίθεση, ανάθεση, τοποθέτηση, κατάθεση, θεσμός, θέμα, απόθεμα, παράθεμα, έκθεμα, θετός, πρόσθετος, εμπρόθετος, σύνθετος, έκθετος, αντίθετος, εκθέτης, καταθέτης, υιοθεσία, αδιαθεσία, τοποθεσία, νουθεσία κ.ά.
 
abeo, -īvi (abii), -itum, -īre = φεύγω 21
Ετυμολογία: ab + eo: Το ρήμα eo συνδέεται ετυμολογικώς με το εμι.
Ετυμολογικά συγγενείς λέξεις: ερχομός, έλευση, προσέλευση, διέλευση, ελευθερία, ανεξίτηλος, ισθμός, εισιτήριο, εξιτήριο, προσηλυτισμός, προσιτός, συνέλευση, ελεύθερος, Ελευθέριος, απελευθερωτικός, ελευθερωτής κ.ά.
 
abicio, -iēci, -iectum, -icĕre 3* = πετάω κάτι μακριά 45· καταθέτω (τα όπλα) 34
Ετυμολογία: ab + iacio: Το ρήμα iacio συνδέεται ετυμολογικώς με το ημι.
Ετυμολογικά συγγενείς λέξεις: άνεση, άνετος, άφεση, αφετηρία, δίεση, εγκάθετος, ένεση, ενέσιμος, ενετός, έφεση, εφετείο, εφέτης, καθετήρας, κάθετος, καθέτως, σύνεση, συνετός, χειραφετημένος, χειραφέτηση.
 
abstineo, -tinui, -tentum, - tinēre, 2 = απέχω από 31
Ετυμολογία: ab + teneo: Το ρήμα teneo συνδέεται ετυμολογικώς με το τείνω.
Ετυμολογικά συγγενείς λέξεις: ανάταση, αντέκταση, ατενής, ατενώς, ατονία, άτονος, βαρύτονος, διάταση, έκταση, ένταση, εντατικός, έντονος, επέκταση, επεκτατικός, επίταση, επιτατικός, ισότονος, μονοτονία, μονότονος, οξύτονος, παράταση, παρατεταμένος, παράτονος, παροξύτονος, προέκταση, προπαροξύτονος, πρόταση, προτασιακός, ταινία, τάση, τένοντας, τέτανος, τονικός, τονικότητα, τονισμός, τόνος, υπέρταση, υπερτασικός, υπόταση, υποτασικός.
 
absum, afui, abesse = απουσιάζω 18,21
Ετυμολογία: ab + sum: Το ρήμα sum συνδέεται ετυμολογικώς με το εμί.
Ετυμολογικά συγγενείς λέξεις: απουσία, εξουσία, ετυμολογία, όντως, ουσία, ουσιαστικός, ουσιώδης, παρόν, παρουσία, παρουσιαστικό.
 
accēdo, -cessi, -cessum, -cedĕre, 3 = πλησιάζω· προστίθεμαι, συνοδεύω 32·
Ετυμολογία: ad + cedo: Το ρήμα cedo συνδέεται ετυμολογικώς με το δός.
 
accĭdo, -cĭdi, -cidĕre, 3 (ad + cado) = πέφτω κάτω· accidit συμβαίνει 12
Ετυμολογία: Από το ρήμα cado προέρχεται η λέξη casus (ατύχημα, πτώση) μέσω της οποίας έχει προκύψει η λέξη κάζο (πάθημα).
 
accipio, -cēpi, -ceptum, -cipĕre, 3* (ad + capio)= (υπο)δέχομαι 10· μαθαίνω 24
Ετυμολογία: Το ρήμα capio συνδέεται ετυμολογικώς με το ρήμα κάπτω.
Ετυμολογικά συγγενείς λέξεις: χάφτω / χάβω, χαψιά, χάψιμο.
 
acerbus -a -um = δυσάρεστος στη γεύση, πικρός, άγουρος 27
Ετυμολογία: Συνδέεται ετυμολογικώς με το acer, το οποίο είναι ομόρριζο με το κίς.
Ετυμολογικά συγγενείς λέξεις: κμή, κων < ακόντιο, κανθα, κρίς-κρίδος. Με μετάπτωση της ρίζας ακ-/οκ- προκύπτει το ξύς, ξύνω.
 
acies -ēi = παραταγμένος στρατός· μάχη 36
Ετυμολογία: Το acies συνδέεται ετυμολογικώς με το κίς.
Ετυμολογικά συγγενείς λέξεις: κμή, κων < ακόντιο, κανθα, κρίς-κρίδος. Με μετάπτωση της ρίζας ακ-/οκ- προκύπτει το ξύς, ξύνω.
 
addūco, -duxi, - ductum -ducĕre, 3 = οδηγώ (κάπου, προς) 18,20
Ετυμολογία: ad + duco. Το duco έχει ινδοευρωπαϊκή ρίζα deuk- < δεύκει (= φροντίζει) < δεύκω (= βλέπω) < δευκής (= απρόοπτος, αιφνίδιος).
Ετυμολογικά συγγενείς λέξεις: Δευκαλίων, Πολυδεύκης.
Από το duco προκύπτει το dux, ducis, το οποίο συνδέεται με τις ελληνικές λέξεις: δούκας, δούκισσα, δουκάτο.
 
adeo, -ii, -itum, -īre = πλησιάζω 45
Ετυμολογία: ad + eo: Το ρήμα eo συνδέεται ετυμολογικώς με το εμι.
Ετυμολογικά συγγενείς λέξεις: έλευση, προσέλευση, διέλευση, ελευθερία, ανεξίτηλος, ισθμός, εισιτήριο, εξιτήριο, προσηλυτισμός, προσιτός, ιταμός, αμαξιτός.
 
adfero βλ. affero
Ετυμολογία: ad + fero: Το ρήμα fero συνδέεται ετυμολογικώς με το φέρω.
Ετυμολογικά συγγενείς λέξεις: προφορικός, ανυπόφορος, δορυφόρος, υποφερτός, αναφορά, περιφορά, διαφορά
 
adficio βλ. afficio
Ετυμολογία: ad + facio: Το ρήμα facio συνδέεται ετυμολογικώς με το τίθημι.
< dhe- (θέτω) > fe- = θη- > τίθημι.
Ετυμολογικά συγγενείς λέξεις:  θέση, επίθεση, θέμα, θεμέλιο, αδιάθετος, θετικός, θεμελιώδης κ.ά.
 
a(d)gnosco -gnōvi, -gnitum, -gnoscĕre, 3 = αναγνωρίζω 20
Ετυμολογία: ad + gnosco / nosco: Το ρήμα nosco συνδέεται ετυμολογικώς με το γιγνώσκω.
Ετυμολογικά συγγενείς λέξεις: γνώστης, γνώμη, γνωματεύω, διάγνωση, ανάγνωση, επίγνωση. 
 
adhortor, αποθ. 1 προτρέπω 45
Ετυμολογία: ad + hortor  < (h)orior ελλην. ρνυμι < gher- (επιθυμώ) < ελλην. χαίρω, χαρώ, χάρις.
 
aditus -us (αρσ.) = προσέγγιση 13
Ετυμολογία: adeo < ad + eo < ei-o < ελλην. εμι.
Ετυμολογικά συγγενείς λέξεις: έλευση, προσέλευση, διέλευση, ελευθερία, ανεξίτηλος, ισθμός, εισιτήριο, εξιτήριο, προσηλυτισμός, προσιτός, ιταμός, αμαξιτός.
 
adligo, 1 = δένω (σε κάτι) 3
Ετυμολογία: ad + ligo. Παράβαλε και νεοελληνικά: λίγκα, ευρολίγκα (= ένωση, συνασπισμός, ευρωπαϊκό πρωτάθλημα).
 
administro, 1 = διαχειρίζομαι 32
Ετυμολογία: ad + ministro < minister. Παράβαλε και νεοελληνικά: μινίστρος (υπουργός στα πρώτα χρόνια μετά το ’21).
 
admitto, -mīsi, -missum, -mittĕre, 3 = αφήνω κάποιον να περάσει, δέχομαι 48
Ετυμολογία: ad + mitto. Πιθανή συγγένεια με το ελληνικό μίτος (νήμα). Παράβαλε νεοελληνικά: μισεύω (ξενιτεύομαι), μισεμός (ξενιτεμός, αποδημία).
 
admodum (επίρρ.) = πάρα πολύ 12
Ετυμολογία: ad + modus < med- < ελλην. μέδομαι (φροντίζω), μτις (δύναμη), μέτρον.
Παράβαλε, επίσης, νεοελληνικά: μοντέλο, μοδίστρα, μοντέρνος, ντεμοντέ.
 
admoneo, -monui, -monitum,-monēre, 2 = συμβουλεύω 7
Ετυμολογία: ad + moneo < men- < ελλην. με-μνα, μνμα.
 
adporto, 1 = φέρνω (κάπου) 8
Ετυμολογία: ad + porto < porta < ελλην. πόρος, περάω. Παράβαλε και: πορτατίφ, πορτοφόλι (porto + follium).
 
adsum, -fui, -esse = είμαι παρών· έρχομαι 45
Ετυμολογία: ad + sum < som < ελλην. εμί < μμί < σμί.
 
adulescens -ntis (αρσ. και θηλ.) = νεαρός -ή 31
Ετυμολογία: ad + oleo (adolesco) < ελλην. λλω, λδω.
 
advenio, -vēni, -ventum, -venīre, 4 = φθάνω 9A
Ετυμολογία: ad + venio < βάνjω < βαίνω.
advento, 1 = πλησιάζω 7
Ετυμολογία: Θαμιστικός τύπος του advenio < βάνjω < βαίνω.
 
adversarius -ii = αντίπαλος, εχθρός 13
Ετυμολογία: ad + versus < verto. Πιθανή σύνδεση με τα στρέφω και τρέπω.
 
adversus (προθ. + αιτ.) = εναντίον 13
Ετυμολογία: ad + versus < verto. Πιθανή σύνδεση με τα στρέφω και τρέπω.
 
adversus -a -um = αντίξοος 1
Ετυμολογία: ad + versus < verto. Πιθανή σύνδεση με τα στρέφω και τρέπω.
 
advolo, 1 = καταφθάνω πετώντας· ορμώ 3
Ετυμολογία: ad + volo (volavi, volatum, volare) < ελλην. βάλλω, βέλος.
Παράβαλε νέα ελληνικά: βόλεϊ, φέιγ βολάν (φύλλο διασκορπιζόμενο).
 
Aenēas -ae = ο Αινείας 2,10
Ετυμολογία: < ομηρ. Ανείας.
 
aequitas -ātis = ισότητα, δικαιοσύνη 6
Ετυμολογία: < aequus < πιθανή συγγένεια με τη ρίζα εικ- εκω, οικα (που δηλώνει ομοιότητα, ισότητα).
 
aeque (επίρρ.) = εξίσου, το ίδιο 50·
Ετυμολογία: < aequus < πιθανή συγγένεια με τη ρίζα εικ- εκω, οικα (που δηλώνει ομοιότητα, ισότητα).
 
aequus -a um = ίσος, δίκαιος 21,49
Ετυμολογία: < πιθανή συγγένεια με τη ρίζα εικ- εκω, οικα (που δηλώνει ομοιότητα, ισότητα).
 
aerarium -ii (i) = το δημόσιο ταμείο 35
Ετυμολογία: < aes < Κατά τους Walde-Holfman συγγενική με το ελληνικό ερος (το οποίο αρχικά σήμαινε ισχυρός, σκληρός) και τις προελληνικές μορφές του eiseros, aisaros > aes-αρός.
 
aes, aeris (ουδ.) = χαλκός, μπρούντζος 39· χρήματα 35
Ετυμολογία: Κατά τους Walde-Holfman συγγενική με το ελληνικό ερος (το οποίο αρχικά σήμαινε ισχυρός, σκληρός) και τις προελληνικές μορφές του eiseros, aisaros > aes-αρός.
 
aetas -ātis = ηλικία 20· εποχή 41
Ετυμολογία: aevus < αεί, αών.
 
Aethiopia -ae = η Αιθιοπία, 3
Ετυμολογία: aestas < αθω (καίω), αθος (καύσωνας), Αθίοψ (μαύρος από τον πολύ ήλιο), αθουσα (λάμπουσα από ήλιο).
 
affero (adfero), -tuli, -lātum, - ferre, 3 φέρνω· προσφέρω
Ετυμολογία: ad + fero < φέρω.
 
afficio, -fēci, -fectum, -ficĕre, 3* (ad+ facio) = περιβάλλω·
Ετυμολογία: ad + facio < dhe- (θέτω) < ελλην. θη- > τίθημι. Παράβαλε και ντε φάκτο < de facto.
 
ager -gri = αγρός 5
Ετυμολογία: < ago < γω < αγρός (διότι είναι ο χώρος στον οποίο οδηγούν τα ζώα για βοσκή, για εργασία, για καλλιέργεια)
 
agmen -inis (ουδ.) = άγημα, στρατός 40
Ετυμολογία: ago < γω.
 
ago, ēgi, actum, agĕre, 3 =κάνω 23· οδηγώ (γω)
Ετυμολογία: < γω.
 
agricultūra -ae = γεωργία 15
Ετυμολογία: ager + colo < ager < γω. / colo < qelo, Ο χειλικο-ουρανικός φθόγγος q μπροστά από ο και α γίνεται π, οπότε προκύπτει το ελληνικό πελ-, πέλομαι (=κινούμαι, στρέφομαι, παρέρχομαι), πόλος, αλλά και βουκόλος.
 
aio (ρήμ. ελλειπτ.) = λέγω 27
Ετυμολογία: Παράβαλε αρχαιοελληνικό , παρατατικό του μί.
 
alacer -cris -cre = ζωηρός, πρόθυμος 13
Ετυμολογία: < πιθανά από το αρχαιοελληνικό λαύνω. Παράβαλε και το νεοελληνικό αλέγρος.
 
albus -a -um = άσπρος
Ετυμολογία: Παράβαλε αρχαιοελληνική λφός (υπόλευκη λέπρα του προσώπου), λφιτα (χοντροαλεσμένο κριθάρι), λφειός (ποταμός) για τη λευκότητα των υδάτων του κατ’ αντανάκλαση του ουρανού. Παράβαλε και ιταλικό albo (λεύκωμα, βιβλίο) < άλμπουμ.
 
aliquando (επίρρ.) = κάποτε 31
Ετυμολογία: alius + quis < alius < ινδοευρωπαϊκό aljus < στην ελληνική το j αφομοιώθηκε προς το l < λλομαι. / quis < qis < ελληνικά τις ( μπροστά από e, i, = τ).
 
aliquis -id (ουσ.), aliqui -a –od (επιθ.) (αντ. αόρ.) = κάποιος, κάτι 8
Ετυμολογία: alius + quis < alius < ινδοευρωπαϊκό aljus < στην ελληνική το j αφομοιώθηκε προς το l < λλομαι. / quis < qis < ελληνικά τις ( μπροστά από e, i, = τ).
 
aliquot (αντ. αόρ. άκλ.) = μερικοί 47
Ετυμολογία: alius + quot < ινδοευρωπαϊκό aljus < στην ελληνική το j αφομοιώθηκε προς το l < λλομαι. / quis < qis < ελληνικά τις ( μπροστά από e, i, = τ).
 
alius -a -ud (αντ. επίθ.) = άλλος (από πολλούς) 17
Ετυμολογία: < ινδοευρωπαϊκό aljus < στην ελληνική το j αφομοιώθηκε προς το l < λλομαι. / quis < qis < ελληνικά τις ( μπροστά από e, i, = τ).
 
alo, alui, alitum (altum), alĕre, 3 = (εκ)τρέφω 42
Ετυμολογία: < λδαίνω
 
Alpes -ium = οι Άλπεις 11
Ετυμολογία: albus (λευκές από τα χιόνια) < Παράβαλε αρχαιοελληνική λφός (υπόλευκη λέπρα του προσώπου), λφιτα (χοντροαλεσμένο κριθάρι), λφειός (ποταμός) για τη λευκότητα των υδάτων του κατ’ αντανάκλαση του ουρανού. Παράβαλε και ιταλικό albo (λεύκωμα, βιβλίο) < άλμπουμ.
 
alter -era -erum (αντ. επίθ.)= ο άλλος, ο ένας (από δύο άτομα) 19
Ετυμολογία: < τερος
 
amanter (επίρρ.) = με αγάπη 26
Ετυμολογία: < amans < amo < πιθανή συγγένεια με το ελληνικό μός, ποιητικό αντί μός (έννοια αποπνέουσα συγγένεια, αγάπη, στοργή). Κατ’ άλλη εκδοχή συγγενές με το μόω (συνδέω, ενώνω, που είναι γνώρισμα της αγάπης).
 
amīca -ae = φίλη 1
Ετυμολογία: amo < πιθανή συγγένεια με το ελληνικό μός, ποιητικό αντί μός (έννοια αποπνέουσα συγγένεια, αγάπη, στοργή). Κατ’ άλλη εκδοχή συγγενές με το μόω (συνδέω, ενώνω, που είναι γνώρισμα της αγάπης).
 
amicitia -ae = φιλία, συμμαχία 4
Ετυμολογία: amo < πιθανή συγγένεια με το ελληνικό μός, ποιητικό αντί μός (έννοια αποπνέουσα συγγένεια, αγάπη, στοργή). Κατ’ άλλη εκδοχή συγγενές με το μόω (συνδέω, ενώνω, που είναι γνώρισμα της αγάπης).
 
amīcus -i= φίλος 26
Ετυμολογία: amo < πιθανή συγγένεια με το ελληνικό μός, ποιητικό αντί μός (έννοια αποπνέουσα συγγένεια, αγάπη, στοργή). Κατ’ άλλη εκδοχή συγγενές με το μόω (συνδέω, ενώνω, που είναι γνώρισμα της αγάπης).
 
amitto, -mīsi, -missum, -mittĕre, 3 = χάνω 13
Ετυμολογία: < ab + mitto < mito > πιθανή συγγένεια με το ελληνικό μίτος (νήμα)∙ άλλοι το σχετίζουν με το ελληνικό μσος > mit-s-os (αμφίβολο). Παράβαλε νεοελληνικά μισεύω (στέλνομαι στα ξένα, ξενιτεύομαι, αποδημώ), μισεμός (ξενιτεμός, αποδημία).
 
amo, 1 = αγαπώ 12
Ετυμολογία: Πιθανή συγγένεια με το ελληνικό μός, ποιητικό αντί μός (έννοια αποπνέουσα συγγένεια, αγάπη, στοργή). Κατ’ άλλη εκδοχή συγγενές με το μόω (συνδέω, ενώνω, που είναι γνώρισμα της αγάπης).
 
amorris (αρσ.) = αγάπη 49
Ετυμολογία: Πιθανή συγγένεια με το ελληνικό μός, ποιητικό αντί μός (έννοια αποπνέουσα συγγένεια, αγάπη, στοργή). Κατ’ άλλη εκδοχή συγγενές με το μόω (συνδέω, ενώνω, που είναι γνώρισμα της αγάπης).
 
amoveo, -mōvi, -motum, -movēre, 2 = απομακρύνω 18
Ετυμολογία: < a + moveo < μύνω
 
ancilla -ae= υπηρέτρια 24
Ετυμολογία: < ρίζα quel- ελληνικά: -πολ, παράβαλε: πέλομαι, μφίπολος, βουκόλος, θαλαμηπόλος (όλα από ρίζα που δηλώνει υπηρεσία).
 
anīlis -is -e = γεροντικός 26
Ετυμολογία: < anus < συγγενές με το annus < pαράβαλε το ν(ν)ος (= έτος), νιαυτός (= έτος).
 
animadverto, -verti, -versum, -vertĕre, 3 = παρατηρώ 12·
animadverto in aliquem = τιμωρώ κάποιον 42
Ετυμολογία: < animum + ad + verto < παράβαλε ελληνικά «άνεμος», γιατί ο Έλληνας σαν αέρα αισθάνεται την ψυχή, όταν φεύγει από το σώμα κατά τον θάνατό του. / verto < παράβαλε νεοελληνικά «τραβέρσα» (= δοκάρι, υφαντό) < Σύμφωνα με τον Κουμανούδη είναι συγγενές με τα ελληνικά στρέφω και τρέπω. 
 
animus -i = ψυχή 5
Η λέξη animus συνδέεται ετυμολογικώς με το νεμος.
 
annus -i = έτος 4,10
Ετυμολογία: Παράβαλε το ν(ν)ος (= έτος), νιαυτός (= έτος).  
 
ante (1) ( πρόθ. με αιτ.) = προ, πριν 25·( 2) (επίρρ.) = προηγουμένως
Ετυμολογία: < συγγενές με τα ελληνικά ντα, ντί, ντην (απέναντι, μπροστά).
 
antecello, -cellĕre, 3 = ξεπερνώ κάποιον σε κάτι 31
Ετυμολογία: < ante + cello < celo < παράβαλε ελληνικά καλ-ύπτω.
 
antepōno, -posui, -positum, -ponĕre, 3 (+ αιτ. και δοτ.) προκρίνω, βάζω κάτι πάνω από κάτι άλλο 46
Ετυμολογία: < ante + pono. Παράβαλε και νεοελληνικά «πόστα» = σταθερή διαμονή, ταχυδρομείο∙ εδώ ανήκει και το «πόστο» (σταθερή, σημαντική θέση») και «ποσιτιβισμός» (θετικισμός, θεωρία που δέχεται ως θετικό ό,τι είναι απόλυτα εξακριβωμένο).
 
antiquitas -ātis (θηλ.) = αρχαιότητα 4,41
Ετυμολογία: antiquus. Παράβαλε και νεοελληνικά «αντίκα».
 
antīquus -a -um = αρχαίος 4,41
Ετυμολογία: < ante. Παράβαλε και νεοελληνικά «αντίκα».
 
appello, 1 = ονομάζω 10
Ετυμολογία: < ad + pello. Παράβαλε και νεοελληνικά: πέλλα, πέλας, πελάζω, πελάτης.
 
aper, apri = κάπρος, αγριογούρουνο 8
Ετυμολογία: συγγενικό με το ελλην. κάπρος και με το ελλην. βρος (τράγος)
 
aperio, -rui, -rtum, -īre, 4 ανοίγω· αποκαλύπτω 9
Ετυμολογία: < ab + pario < ρίζα per- (φέρω στο φως). Παράβαλε ελληνικά πορον (= έφερα, έδωσα), πέπρωται.
 
arbitror, αποθ. 1 = νομίζω πιστεύω 15
Ετυμολογία: < arbiter < adbitere (έναι), τη ρίζα του οποίου βρίσκουμε στο «αμφισβητώ» < βαίνω. 
 
arbor -oris (θηλ.) = δένδρο 25
Παράβαλε και νεοελληνικά «άλμπουρο» (= κατάρτι, ιστός κατασκευασμένος από ξύλο).
 
ardor -ōris (αρσ.) = πάθος 33
Ετυμολογία: < ardeo + or < αθήρ
 
arma -ōrum (μόνο πληθ.) = όπλα 16
Ετυμολογία: ραρίσκω, ρμενος
 
armātus -a -um = οπλισμένος· στον πόλεμο 33
Ετυμολογία: < arma < ραρίσκω, ρμενος
 
ars, artis (θηλ.) = τέχνη 13,6Π· artes līberāles = ελευθέριες σπουδές 13
Ετυμολογία: < ελληνικά: ρτίζω (= ετοιμάζω, παρασκευάζω, εκτελώ, επιτελώ), ρτιος, ρετή, ρτύω (= τακτοποιώ, επινοώ, μηχανεύομαι), ραρίσκω (= συναρμολογώ), ρω (προβαθμίδα του ραρίσκω).
 
ascendo, ascendi, ascensum, ascendĕre, 3 = ανεβαίνω 23
Ετυμολογία: ad + scando (παράβαλε: ασανσέρ) < σκάνδαλον (= παγίδα για τον εχθρό, πειρασμός), σκανδάληθρον (το επικαμπές ξύλο της παγίδας, στο άκρο του οποίου στερεωνόταν το δόλωμα).
 
aspicio, -spexi, -spectum, -spicĕre, 3* = κοιτάζω 14
Ετυμολογία: < ad + specio < σκέπτομαι < ρίζα σκεπ- < σπεκ- < σκοπός, σκοπή, σκέψη, σκώψ.
 
assideo, -sēdi, -sessum, -sidēre, (ad + sedeo) 2 = κάθομαι (δίπλα) 36
Ετυμολογία: < ad + sedeo < ζομαι < σεδ-jομαι < δρα, δος, ζω, δρύω.
 
at (σύνδ. αντιθ.) = αλλά 43
Ετυμολογία: < παράβαλε την ελληνική τάρ (= αλλά).
 
Athēnae -ārum = η Αθήνα 14
Ετυμολογία: < θναι.
 
atque, ac (σύνδ. συμπλ.) = και 9
Ετυμολογία: < at + que < ελληνικό «τε».
 
atqui (σύνδ. αντιθ.) = κι όμως 25
Ετυμολογία: at + qui < quei < ελληνικά οπει < ποος, αλλά και quis < ελληνικά τίς, τις.
 
Atreus -i = ο Ατρέας 27
Ετυμολογία: < τρεύς.
 
auctoritastis (θηλ.) = κύρος, επιρροή 42
Ετυμολογία: < auctor < augeo <  < auk-s < ελληνικά fεξω < αξω, αυξάνω.
 
audacia -ae = τόλμη 4· θράσος 28
Ετυμολογία: < audax + -ia < audeo < ρίζα aud- (= είμαι τολμηρός) < ρίζα auedh-, την οποία βρίσκουμε στο ελληνικό εθλος, αττική διάλεκτος «θλος».
 
audeo, ausus sum, audēre, ημιαπ. 2 = τολμώ 40
Ετυμολογία: < ρίζα aud- (= είμαι τολμηρός) < ρίζα auedh-, την οποία βρίσκουμε στο ελληνικό εθλος, αττική διάλεκτος «θλος».
 
audio, 4 = ακούω, πληροφορούμαι 7,
Ετυμολογία: < ασθάνομαι, ΐω
 
augur -uris (αρσ.) = οιωνοσκόπος 40
Παράβαλε νεοελληνικά «γούρι». Ετυμολογία: πιθανά από < augeo < auk-s < ελληνικά fεξω < αξω, αυξάνω.
 
aurum -i = χρυσάφι 21,36
Ετυμολογία: < τό ορον (= χρυσός). Παράβαλε και νεοελληνικά: ούριος, ώρα.
 
aut (σύνδ. διαζ.) ή· aut ... aut = είτε ... είτε 17
Ετυμολογία: < α, ατις
 
autem (σύνδ. αντιθ.) = πάλι, εξάλλου 19
Παράβαλε ελληνικά: ατε, ατάρ (= πάλι, αλλά, όμως)
 
auxilium -ii (i) = βοήθεια
Ετυμολογία: < augeo < auk-s < ελληνικά fεξω < αξω, αυξάνω.
 
aversus -a -um (μτχ. παθ. πρκ. του averto) = γυρισμένος ανάποδα 18
Ετυμολογία: < ab + verto < σύμφωνα με τον Κουμανούδη είναι συγγενές με τα ελληνικά «στρέφω» και «τρέπω».
 
averto, -verti, -versum, -vertĕre, 3 = βγάζω κάποιον από το δρόμο του 39
Ετυμολογία: < ab + verto < σύμφωνα με τον Κουμανούδη είναι συγγενές με τα ελληνικά «στρέφω» και «τρέπω».
 
avis -is (θηλ.) = πουλί 29
Ετυμολογία: < αfω < ημι (πνέω). Πιθανά και αετός, αιετός < αfιετός.
 
barbarus -a -um = βάρβαρος 1
Ετυμολογία: < βάρβαρος
 
bellum -i = πόλεμος 4
Ετυμολογία: < duellum < duo < ελληνικά «δύο» (με την έννοια του διχασμού) < δάϊος < δόω- (καταστρέφω, ερημώνω). Παράβαλε και νεοελληνικά «ρέμπελος» (= μη τακτικός πολεμιστής, αργόσχολος, αντάρτης, χασομέρης), «ρεμπελιό» (= εξέγερση), ρεμπελεύω (= τεμπελιάζω).
 
bene (επίρρ.) = καλά 23
Ετυμολογία: < bonus. Παράβαλε και νεοελληνικά μπονάτσα (καλοσύνη, ηρεμία, γαλήνη στη θάλασσα).
 
beneficium -ii (i) = ευεργεσία 4·
Ετυμολογία: < bene < bonus + facio < dhe- (θέτω) > fe- < ελληνικά θη- < τίθημι.
 
benevolentia -ae = εύνοια, ευμένεια, καλή θέληση 44
Ετυμολογία: < bene + volo < σύμφωνα με τον Κουμανούδη είναι συγγενές με το «βούλομαι», αν και δεν είναι απολύτως δεκτή άποψη. Σχετίζεται, πάντως, με το ελληνικό «λδομαι» (= επιθυμώ πολύ) < Fελ-δο- με εκτεταμένη ρίζα κατά ένα δ, vel-.
Παράβαλε και νεοελληνικά «βολονταρισμός» (φιλοσοφική θεωρία κατά την οποία η βούληση είναι ο υπέρτατος ρυθμιστής όλων).
 
bonus -a -um = καλός 6,27Π·
boni -ōrum = οι καλοί πολίτες 22
Παράβαλε και νεοελληνικά μπονάτσα (καλοσύνη, ηρεμία, γαλήνη στη θάλασσα).
 
bos, bovis (αρσ. και θ.) = βόδι 18
Ετυμολογία: < βος
 
Cacus -i = ο Κάκος 18
Ετυμολογία: < κακός.
 
cado, cecĭdi, casum, cadĕre, 3 = πέφτω 43
Ετυμολογία: Παράβαλε τα νεοελληνικά «κάζο», «καζούρα» (= χλευασμός προς αυτόν, αρχικά, που σκοντάφτοντας πέφτει στο έδαφος, ύστερα για κάθε σφάλμα).
 
caelum -i = ουρανός 10
Ετυμολογία: < πιθανά συγγενές με το ελληνικό «κολος». Παράβαλε και νεοελληνικά «σιέλ» (ανοιχτό γαλάζιο, που είναι το χρώμα του ουρανού).
 
calceus -i = (υ)πόδημα, μποτίνι 3
Ετυμολογία: < calcar, calx < παράβαλε και τα ελληνικά: κάλτσα, καλσόν.
 
capio, cēpi, captum, capĕre, 3* = πιάνω 8· συλλαμβάνω 34
Ετυμολογία: Το ρήμα capio συνδέεται ετυμολογικώς με το ρήμα κάπτω.
Ετυμολογικά συγγενείς λέξεις: χάφτω / χάβω, χαψιά, χάψιμο. Παράβαλε και «καπίστρι».
 
Capitōlium -ii (i) = το Καπιτώλιο, 21
Ετυμολογία: < caput < ρίζα cap- < ελληνικά κεφ- κεφαλή.
 
captīvus -a -um = αιχμάλωτος 43
Ετυμολογία: < capio < συνδέεται ετυμολογικώς με το ρήμα κάπτω.
Ετυμολογικά συγγενείς λέξεις: χάφτω / χάβω, χαψιά, χάψιμο. Παράβαλε και «καπίστρι», «γκολκίπερ».
 
caput -itis (ουδ.) = κεφάλι· θανατική ποινή 14
Ετυμολογία: < ρίζα cap- < ελληνικά κεφ- κεφαλή.
 
carcer -eris (αρσ.) = φυλακή 19
Ετυμολογία: Κατά τον Κουμανούδη συνδέεται με το ρκος (φραγμός, οχύρωμα).
 
caro, carnis (θηλ.) = κρέας 15
Ετυμολογία: < carna < κείρω < καρναι < κορμός, κέρμα, καρής. Παράβαλε και νεοελληνικά «καρναβάλι».
 
Cassiope -es = η Κασσιόπη 3
Ετυμολογία: < Κασσιόπη.
 
castra rum (μόνο πληθ.) = το στρατόπεδο 7
Ετυμολογία: < ρίζα cas-, cat- απ’ όπου το casa και το catena. Παράβαλε ελληνικά το κεάζω (σχίζω, κόπτω, κατακερματίζω) < και ρίζα qat- σχίζω. Παράβαλε νεοελληνικά το κάστρο.
 
casus -us = τυχαίο, απροσδόκητο γεγονός ή περιστατικό 20,37·
Ετυμολογία: Παράβαλε τα νεοελληνικά «κάζο», «καζούρα» (= χλευασμός προς αυτόν, αρχικά, που σκοντάφτοντας πέφτει στο έδαφος, ύστερα για κάθε σφάλμα).
 
casu = κατά τύχη 45
Ετυμολογία: Από το ρήμα cado προέρχεται η λέξη casus (ατύχημα, πτώση) μέσω της οποίας έχει προκύψει η λέξη κάζο (πάθημα).
 
catillus -i = πιάτο 36
Παράβαλε ελληνικά «κοτύλη» (αγγείο, κοίλωμα), κοτυληδών (κοιλότητα σε σχήμα ποτηριού).
 
cauda -ae = ουρά 18
Ετυμολογία: < caudex. Παράβαλε ελληνική κδιξ.
 
caveo, cavi, cautum, cavēre, 2 = προσέχω, φυλάγομαι 7,25
Ετυμολογία: < cavus (παράβαλε νεοελληνικά «κουβέρτα») < coos < κόοι (χάσματα της γης, κοιλώματα) και κολος, κυέω, κύω (φουσκώνω) έγκυος, κύλα (τα υποκάτω των βλεφάρων κοιλώματα), κυλοιδι (έχω πρησμένα μάτια).
 
Cēpheus -i = ο Κηφέας 3
Ετυμολογία: < Κηφεύς.
 
cēra -ae = κερί 8
Ετυμολογία: < κηρός, κηρίον, κήρωμα.
 
cedo, cessi, cessum, cedĕre, 3 = παραχωρώ 38
Ετυμολογία: παράβαλε τα ελληνικά «κεδνός» (= επιμελής, προσεκτικός, πιστός, αξιόπιστος», «κδος», «κήδομαι» (φροντίζω). Ανάγεται στη ρίζα sed-, όπου και τα ελληνικά: δός, δρα, δώλιον, ζομαι, δαφος.
 
celer -eris -ere = γρήγορος 40
Ετυμολογία: Παράβαλε ελληνικά «κέλλω» (οδηγώ το πλοίο στο λιμάνι), «κειλα», «κέλης –ητος» (γρήγορο άλογο).
 
celeriter (επίρρ.) = γρήγορα 45
Ετυμολογία: < celer < παράβαλε ελληνικά «κέλλω» (οδηγώ το πλοίο στο λιμάνι), «κειλα», «κέλης –ητος» (γρήγορο άλογο).
 
ceno, 1 = δειπνώ, γευματίζω 36
Ετυμολογία: < cena < cesnas <quert-s-na < από ρίζα quent- < κείρω (κόβω, κουρεύω), ακέραιος.
 
censeo, censui, censum, censēre, 2 = πιστεύω, νομίζω 46
Ετυμολογία: Συγγενές με το ελληνικό «κνσος» (απογραφή και αποτίμηση των κτημάτων προς καθορισμό της φορολογίας, φόρος), «κόσμος» < κονσμος < κήνσωρ.
 
cerno, crēvi, cretum*, cernĕre, 3 διακρίνω 16· κρίνω, αποφασίζω
Ετυμολογία: < κρίνω, κριτής, κρίμα, κρησάρα.
 
certāmen -inis = αγώνας, μάχη 31
Ετυμολογία: < certo, θαμιστικός τύπος του ρήματος cerno < κρίνω, κριτής, κρίμα, κρησάρα.

Βιβλιογραφία:
- Βασιλείου Αριστ. Κούβελα, Ετυμολογικό και ερμηνευτικό λεξικό της λατινικής γλώσσας, Μακεδονικές Εκδόσεις.
- Oxford Latin Dictionary
- Στεφ. Κουμανούδη, Λεξικόν Λατινοελληνικόν, Εκδόσεις Γρηγόρη 

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...