Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Γιώργος Σεφέρης "Θερινό Ηλιοστάσι" (Αναλύσεις ποιημάτων)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Laurie Stewart


Γιώργος Σεφέρης "Θερινό Ηλιοστάσι" (Αναλύσεις ποιημάτων)

Α΄ 
Ο μεγαλύτερος ήλιος από τη μια μεριά

Β΄ 
Όλοι βλέπουν οράματα 

Γ΄ 
Κι όμως σ' αυτό τον ύπνο 

Δ΄
Στο τρελό ανεμοσκόρπισμα

Ε΄
Ο κόσμος τυλιγμένος στα ναρκωτικά σεντόνια 

ΣΤ΄
Κάτω στις δάφνες

Ζ΄
Η λεύκα στο μικρό περιβόλι 

Η΄
Τ' άσπρο χαρτί σκληρός καθρέφτης 

Θ΄
Μιλούσες για πράγματα που δεν τά 'βλεπαν

Ι΄
Την ώρα που τα ονείρατα αληθεύουν

ΙΑ΄
Η θάλασσα που ονομάζουν γαλήνη

ΙΒ΄
Το αίμα τώρα τινάζεται  

ΙΓ΄
Λίγο ακόμη και θα σταματήσει ο ήλιος 

ΙΔ΄
Τώρα, με το λιωμένο μολύβι του κλήδονα



Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι» ΙΓ΄

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Frederic Edwin Church

Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι» ΙΓ΄

Λίγο ακόμη και θα σταματήσει ο ήλιος.
Τα ξωτικά της αυγής
φύσηξαν στα στεγνά κοχύλια
το πουλί κελάηδησε τρεις φορές τρεις φορές μόνο
η σαύρα πάνω στην άσπρη πέτρα
μένει ακίνητη
κοιτάζοντας το φρυγμένο χόρτο
εκεί που γλίστρησε η δεντρογαλιά.
Μαύρη φτερούγα σέρνει ένα βαθύ χαράκι
ψηλά στο θόλο του γαλάζιου –
δες τον, θ’ ανοίξει.

Αναστάσιμη ωδίνη.

Στο ποίημα αυτό ο Σεφέρης δημιουργεί μια ατμόσφαιρα αναμονής, συνεχίζοντας τη θεματική της επερχόμενης αναγέννησης που είχε δημιουργήσει στο αμέσως προηγούμενο ποίημα (ΙΒ΄).
Ο πρώτος στίχος «Λίγο ακόμη και θα σταματήσει ο ήλιος», μας παραπέμπει στην καταληκτική στροφή του προηγούμενου ποιήματος: «Το φως είναι σφυγμός / ολοένα πιο αργός και πιο αργός / θαρρείς πως πάει να σταματήσει». Το σταμάτημα του ήλιου συμβολίζει το τέλος μιας εποχής και το συνεπαγόμενο φανέρωμα μιας νέας, που -ιδεατά- θα έχει αποβάλει τις παθογένειες της προηγούμενης.
Η αδράνεια των πολιτών, η αδιαφορία τους για την πορεία της κοινωνίας, η αδυναμία τους να δουν πέρα από τον εαυτό τους, αποτελούν την εικόνα της παρακμής, την εικόνα μιας κοινωνίας που οδηγείται κατ’ ανάγκη στο θάνατο. Ο ποιητής πλέον προσδοκά μια ουσιαστική αφύπνιση, που θα φέρει τους πολίτες αντιμέτωπους με τον πραγματικό τους ρόλο. Ο ποιητής ευελπιστεί πως πλέον οι άνθρωποι θα ξεφύγουν από την αποχαύνωση που τους χαρακτήριζε μέχρι τώρα και θα αναλάβουν ενεργά τα ηνία, όχι μόνο της ζωής τους, αλλά και της κοινωνίας τους.
Το ποίημα, άλλωστε, επιχειρεί να αποδώσει το κλίμα αδράνειας που μοιάζει να είναι κυρίαρχο στα χρόνια του ποιητή. Μέσα σε μια ατμόσφαιρα θερινής ραστώνης, όπου η ανθρώπινη παρουσία είναι ανύπαρκτη, ο ποιητής προετοιμάζει την εμφάνιση ενός οιωνού, που θα σημάνει την επερχόμενη αναγέννηση.
Η απουσία των ανθρώπων είναι βέβαια συμβολική, καθώς αποδίδει την αίσθηση του ποιητή πως οι συγκαιρινοί του αφήνουν τη ζωή τους να περνά ερήμην τους. Έτσι, λίγο προτού ξεκινήσει η «Αναστάσιμη ωδίνη», ο πόνος ενός λυτρωτικού τοκετού, που θα φέρει στη ζωή έναν νέο κόσμο, ο ποιητής αποκλείει την ανθρώπινη παρουσία απ’ τους στίχους του.

«Τα ξωτικά της αυγής
φύσηξαν στα στεγνά κοχύλια∙»

Το ξεκίνημα της μέρας βρίσκει τις υπερφυσικές παρουσίες των ξωτικών, που έχουν εύλογα κατοικήσει τον εγκαταλελειμμένο απ’ τους ανθρώπους τόπο, να φυσούν τα στεγνά κοχύλια, σε μια μάταιη προσπάθεια αφύπνισης. Τα στεγνά κοχύλια, συνάμα, μας παραπέμπουν στο θερινό τοπίο που φλέγεται υπό τον σχεδόν ακινητοποιημένο ήλιο.

«το πουλί κελάηδησε τρεις φορές τρεις φορές μόνο
η σαύρα πάνω στην άσπρη πέτρα
μένει ακίνητη
κοιτάζοντας το φρυγμένο χόρτο
εκεί που γλίστρησε η δεντρογαλιά.»

Το πουλί κελαηδά μόνο τρεις φορές, όπως εμφατικά δηλώνεται μέσω της επανάληψης. Η επιμονή στον αριθμό τρία μας παραπέμπει στην ιδιαίτερη σηματοδότηση του αριθμού αυτού που διατρέχει την αρχαιοελληνική αλλά και τη χριστιανική παράδοση.
Παράλληλα, η ματαίωση του κελαηδίσματος ενισχύει την αίσθηση πως κάτι το ξεχωριστό πρόκειται να συμβεί, κι αυτό γίνεται αντιληπτό, όχι απ’ τους αμέτοχους ανθρώπους, αλλά από τα πουλιά και τα ερπετά που είναι πάντοτε σε αμεσότερη επαφή με τα σημάδια της φύσης.
Η σαύρα μένει ακίνητη πάνω στην πέτρα, κοιτάζοντας το καμένο χόρτο απ’ το οποίο μόλις πέρασε μια δεντρογαλιά (φίδι). Μ’ αυτή την εικόνα, της ακινητοποιημένης σαύρας, ο ποιητής ολοκληρώνει το σκηνικό που επικρατεί στιγμές μόλις προτού γίνει η χαραγματιά στο θόλο του ουρανού, η χαραγματιά που θα θέσει σε κίνηση τη διαδικασία της γέννησης.

«Μαύρη φτερούγα σέρνει ένα βαθύ χαράκι
ψηλά στο θόλο του γαλάζιου –
δες τον, θ’ ανοίξει.»

Η μαύρη φτερούγα -δυσοίωνο σύμβολο- σέρνει μια βαθιά χαραγματιά στον ουρανό, κι ο ποιητής με μια αποστροφή προς ένα δεύτερο πρόσωπο, που δεν είχε μέχρι στιγμής δηλωθεί στο ποίημα, το καλεί να κοιτάξει προς τον ουρανό που είναι έτοιμος πια ν’ ανοίξει. Η αποστροφή αυτή αποτελεί το μόνο σημείο που υποδηλώνει την ανθρώπινη παρουσία, αλλά μόνο στο ρόλο του άπραγου θεατή.
Το γεγονός, άλλωστε, πως η χαραγματιά στον ουρανό γίνεται από μια μαύρη φτερούγα, αποτελεί σαφή υπενθύμιση πως η αναγέννηση έρχεται μέσα από την πλήρη παρακμή της κοινωνίας. Δεν πρόκειται, δηλαδή, για μια αναγέννηση που προέκυψε απ’ τις συνειδητές προσπάθειες των πολιτών, αλλά για μια κατάσταση που ήρθε ως συνέπεια της αδράνειας, της αδιαφορίας και της αυτοκαταστροφικής πορείας της κοινωνίας.
Η νέα κοινωνία θα γεννηθεί μέσα από τις στάχτες της παλιάς, που οδηγήθηκε κατ’ ανάγκη στην κατάρρευση από τα λάθη των ανθρώπων της.
Το ποίημα που ακολουθεί και ολοκληρώνει το «Θερινό Ηλιοστάσι» είναι ενδεικτικό για την αναπόφευκτη καταστροφή της παρακμασμένης πολιτείας. Η αναγεννημένη πολιτεία θα προκύψει απ’ τις στάχτες του παρελθόντος. Κάθε παθογένεια του παρελθόντος πρέπει να παραδοθεί στις φλόγες, γιατί μόνο έτσι μπορεί να δημιουργηθεί μια εξαγνισμένη καινούρια πολιτεία:

....
Όπως το πεύκο καταμεσήμερα
κυριεμένο απ’ το ρετσίνι
βιάζεται να γεννήσει τη φλόγα
και δε βαστά πια την παιδωμή –

φώναξε τα παιδιά να μαζέψουν τη στάχη
και να τη σπείρουν.
Ό,τι πέρασε πέρασε σωστά.
...

Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι» ΙΒ΄

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips


Μάρτης 1964, ενθρόνιση Κωνσταντίνου 

Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι» ΙΒ΄

Το αίμα τώρα τινάζεται
καθώς φουσκώνει η κάψα
στις φλέβες τ’ ουρανού τ’ αφορμισμένου.
Γυρεύει να περάσει από το θάνατο
για να βρει τη χαρά.

Το φως είναι σφυγμός
ολοένα πιο αργός και πιο αργός
θαρρείς πως πάει να σταματήσει.

Ο Γιώργος Σεφέρης στα ποιήματα της τελευταίας του συλλογής (Τρία κρυφά ποιήματα) αποδίδει, στο πλαίσιο ενός γενικότερου απολογισμού, το κυρίαρχο κλίμα της εποχής του. Ο ποιητής αντιλαμβάνεται πως η χώρα έχει περάσει σε μια μεταβατική περίοδο που πρόκειται να οδηγήσει σε σημαντικές αλλαγές. Το παλιό αργοπεθαίνει και το νέο ετοιμάζεται να κάνει την εμφάνισή του, όχι όμως χάρη στη συνειδητή προσπάθεια των πολιτών, αλλά λόγω της δυναμικής που έχει η εγγενής τάση της ζωής για αλλαγή και ανανέωση. Ο ποιητής στηλιτεύει την παθητική στάση των πολιτών και συνάμα αναγνωρίζει πως η ανατροπή της παλιάς κατάστασης είναι δεδομένη.

Η πάλη, όμως, του νέου με το παλιό, που διακρίνει και καταγράφει ο ποιητής, θα έρθει αντιμέτωπη με τη βίαιη επέμβαση της ιστορικής πραγματικότητας, καθώς ένα χρόνο μετά την έκδοση των ποιημάτων αυτών, στις 21 Απριλίου 1967, θα ξεκινήσει για τη χώρα η επώδυνη περίοδος της δικτατορίας των Συνταγματαρχών. Έτσι, η διαφαινόμενη τάση αναγέννησης θα προσκρούσει σε μια επιβεβλημένη οπισθοδρόμηση σε αυταρχικές τακτικές του παρελθόντος.

Την εποχή που ο Σεφέρης συνέθετε τους στίχους αυτούς η Ελλάδα βίωνε την πολιτική αστάθεια που προκαλούσε η αδυναμία των πολιτικών ηγετών να συνεργαστούν και η εμμονή τους στην πρωτοκαθεδρία, την αδιαλλαξία που δεν επέτρεπε την αποσόβηση των συνεπειών του αιματηρού εμφυλίου που είχε προηγηθεί, αλλά και την αναχρονιστική επιβίωση παρωχημένων πολιτικών μορφωμάτων.

Η αίσθηση που υποβάλλεται με την πρώτη στροφή του ποιήματος είναι αυτή της έντασης, καθώς το αίμα τ’ ουρανού τινάζεται, έχοντας φτάσει πια στην κορύφωση ενός εσωτερικού παροξυσμού. Το αίμα, η βαθύτερη ουσία της ζωής, αποζητά να φτάσει στη χαρά, έστω κι αν αυτό σημαίνει πως πρέπει να περάσει μέσα από το θάνατο. Έκδηλη εδώ η διάθεση αναγέννησης της ζωής σκέψη που βρίσκει την εφαρμογή της τόσο σε προσωπικό επίπεδο, όσο και στο ευρύτερο κοινωνικοπολιτικό.

Η ανούσια επιβίωση παρελθοντικών στοιχείων, η άσκοπα παρατεταμένη ύπαρξη μιας λογικής που ανήκει σε περασμένες, σκοτεινότερες δεκαετίες, ωθεί εξ ανάγκης τον κόσμο στην επιλογή μιας βαθιάς ανανέωσης. Μα για να προκύψει αυτή η καίρια αλλαγή, οφείλει να επέλθει το τέλος όλων εκείνων των στοιχείων που κρατούν δέσμια την κοινωνία σε συνήθειες και λανθασμένες επιλογές του παρελθόντος.

Αυτή ακριβώς την πορεία προς το θάνατο μας δίνει η δεύτερη στροφή. Το φως, που λειτουργεί ως ο σφυγμός της ζωής, ολοένα και χάνει την έντασή του. Ο ιδιάζων αυτός παλμός γίνεται ολοένα και πιο αργός, δίνοντας την εντύπωση πως πρόκειται να σταματήσει. Έτσι, μέσα από το θάνατο του παλιού, η κοινωνία θα αναγεννηθεί, λαμβάνοντας μια νέα μορφή, που θα ανταποκρίνεται καλύτερα στις ανάγκες των πολιτών.

Εντούτοις, θα πρέπει να προσεχθεί πως η επιλογή του φωτός ως σφυγμού της ζωής δεν είναι τυχαία, καθώς το φως λειτουργεί παράλληλα κι ως σύμβολο ελπίδας, ως φορέας θετικών μηνυμάτων. Ο σταδιακός τερματισμός του, επομένως, υποδηλώνει πως ο θάνατος που έρχεται προκύπτει μέσα από την εκμηδένιση κάθε ελπίδας. Η αναγέννηση, άρα, της κοινωνίας δεν επιτυγχάνεται από τον οραματισμό ενός καλύτερου αύριο, αλλά από την απόγνωση που φέρνει η απώλεια της ελπίδας και της προσδοκίας.

Η γέννηση της νέας κοινωνίας δεν προκύπτει δυναμικά από τη διάθεση των πολιτών να αναδιαμορφώσουν την πραγματικότητά τους, αλλά από την αδυναμία τους να επιδιώξουν τη βελτίωση και την ανανέωση. Το παλιό πεθαίνει υπό το βάρος των αποτυχιών του κι όχι από την ενεργή διάθεση των πολιτών να δημιουργήσουν μια νέα τάξη πραγμάτων.

Ο αφορμισμένος ουρανός και η σταδιακή υποχώρηση του φωτός αναδεικνύουν το τέλος που έρχεται αναγκαστικά σε μια παρακμάζουσα κοινωνία. Έτσι, η απόπειρα τη ζωής να βρεθεί εκ νέου στη χαρά, περνώντας απ’ το θάνατο, δεν αποτελεί τόσο συνειδητή δράση, όσο μια επιλογή επιβεβλημένη από την απόγνωση.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...