Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Ιστορία Γ΄ Λυκείου: Αρχή της δεδηλωμένης (πηγές)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips


Ιστορία Γ΄ Λυκείου: Αρχή της δεδηλωμένης (πηγές)

Με βάση τις ιστορικές σας γνώσεις και αντλώντας στοιχεία από τα κείμενα που σας δίνονται, να αναφερθείτε:
α. στην ασάφεια του ελληνικού συντάγματος του 1864, ως προς την ανάθεση της εντολής για σχηματισμό κυβέρνησης, και στο πρόβλημα που αυτή προκαλούσε
β. στη ρύθμιση με την οποία επιχειρήθηκε η επίλυση του προβλήματος και στις συνέπειές της στο κοινοβουλευτικό σύστημα.

ΚΕΙΜΕΝΟ Α
Λίγες μέρες μετά το όργιο της εκλογικής νοθείας, στις 29 Ιουνίου 1874, τυπώνεται στην εφημερίδα Καιροί το πολιτικό Κατηγορώ του Χαρίλαου Τρικούπη, υπό τον οικείο πλέον τίτλο «Τις πταίει;». […] [Σύμφωνα με τον Τρικούπη] αποκλειστικός υπεύθυνος της παρατεταμένης πολιτικής κρίσης που μαστίζει τον τόπο είναι ο θρόνος, «το στοιχείον εις το οποίον διά της διαστροφής των συνταγματικών ημών θεσμών συνεκεντρώθη ολόκληρος η εξουσία». Ο Τρικούπης αποδοκιμάζει οποιαδήποτε άλλη εκδοχή, που θα επέρριπτε ευθύνες στο λαό ή στα πολιτικά κόμματα: για το Μεσολογγίτη πολιτικό, το μεν έθνος βρίσκεται μπροστά στο δίλημμα «της υποταγής εις την αυθαιρεσίαν ή της επαναστάσεως», οι δε πολιτικοί είναι ανίκανοι να αντικρούσουν τον απόλυτα μοναρχικό τρόπο διακυβέρνησης που έχει επιλέξει το στέμμα, εκτός από αυτούς που συνηγορούν και υποθάλπουν τη βασιλική αυταρχικότητα.
Η αιχμηρή πολιτική θέση του Τρικούπη ολοκληρώνεται με το εξής συμπέρασμα: ο σχηματισμός κυβερνήσεων πλειοψηφίας και η διαμόρφωση δικομματικού συστήματος είναι η μόνη θεραπεία της νόσου, αυτή που απομακρύνει το έθνος από την επαναστατική, λανθασμένη και ριψοκίνδυνη, κατά την άποψή του, προοπτική.

Ν. Μαρωνίτη, «Η εποχή του Γεωργίου Α ΄. Πολιτική ανανέωση και αλυτρωτισμός», Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τ.5, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2003, σ. 14.

ΚΕΙΜΕΝΟ Β
Όπως πλήρης υπήρξεν ο προς τα δικαιώματα του λαού περί την εκλογήν των βουλευτών σεβασμός της κυβερνήσεώς μου, ούτως ενδελεχής θέλει είσθαι η παρ’ εμού αναγνώρισις των από του γράμματος και του πνεύματος του συντάγματος στηριζομένων προνομιών των εκλεκτών του Έθνους. Αι προνομίαι αύται της Βουλής ανταποκρίνονται προς καθήκοντα επιβαλλόμενα εις αυτήν. Απαιτών ως απαραίτητον προσόν των καλουμένων παρ’ εμού εις την κυβέρνησιν του τόπου την δεδηλωμένην προς αυτούς εμπιστοσύνην της πλειονοψηφίας των αντιπροσώπων του Έθνους, απεκδέχομαι* ίνα η Βουλή καθιστά εφικτήν την ύπαρξιν του προσόντος τούτου, ου άνευ αποβαίνει αδύνατος η εναρμόνιος λειτουργία του πολιτεύματος.

*απεκδέχομαι: προσδοκώ.

Βασιλικός λόγος στη Βουλή, 11 Αυγούστου 1875, στο Βιβλίο μαθητή Θέματα Νεοελληνικής Ιστορίας, Γ’ Τάξη Γενικού Λυκείου, Αθήνα, ΙΤΥΕ «Διόφαντος», 2015, σ. 79.

α) Μέσα σε συνθήκες κυβερνητικής αστάθειας και εμφυλίου πολέμου, η Εθνοσυνέλευση χρειάστηκε δύο ολόκληρα χρόνια για να φτάσει στην ψήφιση συντάγματος. Ως πολίτευμα ορίστηκε η βασιλευομένη δημοκρατία αντί της μέχρι τότε συνταγματικής μοναρχίας. Κατοχυρώθηκαν μεταξύ άλλων η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, η άμεση, μυστική και καθολική (για τον ανδρικό πληθυσμό) ψήφος με σφαιρίδια, η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και η ελευθερία του συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι, η οποία άνοιγε το δρόμο για την ελεύθερη συγκρότηση κομμάτων.
Παρά την έντονη αντίδραση του βασιλιά Γεωργίου Α', η Εθνοσυνέλευση επέβαλε την αρχή να προέρχεται η κυβέρνηση από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Αυτό που δεν ορίστηκε με σαφήνεια, διότι θεωρήθηκε αυτονόητο, ήταν ότι ο βασιλιάς όφειλε να δώσει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης σε βουλευτή του κόμματος που είχε την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας της Βουλής. Ο Γεώργιος εκμεταλλεύτηκε αυτήν την ασάφεια, για να διορίζει κυβερνήσεις της αρεσκείας του, μέχρι την ψήφιση της αρχής της δεδηλωμένης το 1875. Όπως τονίζεται και στο Κείμενο Α αυτή ακριβώς την τακτική του βασιλιά να παρεμβαίνει κατά βούληση στα πολιτικά πράγματα στηλιτεύει ο Χαρίλαος Τρικούπης, αμέσως μετά τη διευρυμένη νοθεία που χαρακτήρισε τις εκλογές του Ιουνίου του 1874, με το γνωστό άρθρο του «Τις πταίει;» στην εφημερίδα «Καιροί». Με βάση την άποψη του Τρικούπη η όλη ευθύνη για την παρατεταμένη τότε πολιτική κρίση του τόπου βάρυνε τον θρόνο, καθώς μέσα από ποικίλες στρεβλώσεις των συνταγματικών θεσμών είχε κατορθώσει να συγκεντρώσει ολόκληρη την εξουσία. Ο Τρικούπης, μάλιστα, θεωρεί πως η ευθύνη γι’ αυτή την κατάσταση δεν ανήκει ούτε στους πολίτες, που είναι αντιμέτωποι με το δίλημμα είτε να υποταχθούν στην πολιτική αυθαιρεσία είτε να οδηγηθούν στην επανάσταση, αλλά ούτε και τους πολιτικούς, οι οποίοι δεν είναι σε θέση να αντιδράσουν στο μοναρχικό τρόπο διακυβέρνησης που έχει επιλέξει ο βασιλιάς.

β)   Η ιδέα για την ψήφιση της αρχής της δεδηλωμένης το 1875 ανήκε στον νέο τότε πολιτικό Χαρίλαο Τρικούπη, ο οποίος υποστήριξε δημόσια ότι μόνη λύση στο πρόβλημα της πολιτικής αστάθειας ήταν η συγκρότηση δύο μεγάλων κομμάτων εξουσίας, σύμφωνα με το πρότυπο της Αγγλίας. Την πληροφορία αυτή επιβεβαιώνει και το Κείμενο Α, όπου αναφέρεται πως η ιδέα αυτή είχε διατυπωθεί από τον Τρικούπη στο άρθρο του «Τις πταίει;», το οποίο κατέληγε πως η μόνη επιλογή για να αποφευχθεί η αστάθεια και ο συγκεντρωτισμός των εξουσιών στο πρόσωπο του βασιλιά ήταν να σχηματίζονται κυβερνήσεις πλειοψηφίας και να διαμορφωθεί ένα δικομματικό σύστημα. Για να καταστεί αυτό δυνατόν, έπρεπε ο βασιλιάς να αναθέτει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης μόνο σε πολιτικό ο οποίος σαφώς είχε τη «δεδηλωμένη» εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας των βουλευτών. Αυτό θα στερούσε από τα κόμματα μειοψηφίας τη δυνατότητα να σχηματίζουν κυβέρνηση, θα τα ωθούσε σε συνένωση με τα μεγάλα και θα είχε ως αποτέλεσμα σταθερότερες κυβερνήσεις πλειοψηφίας. Ο βασιλιάς, υπό την πίεση της αντιπολίτευσης και του επαναστατικού αναβρασμού του λαού, υιοθέτησε τελικά την άποψη του Τρικούπη, η οποία αποτελεί τομή στην πολιτική ιστορία της χώρας, καθώς οδήγησε σε μεταβολή του πολιτικού τοπίου. Η τελική συναίνεση του βασιλιά στη νέα ρύθμιση της δεδηλωμένης καταγράφεται στο Κείμενο Β, όπου παρουσιάζεται ο λόγος που εκφώνησε αυτός στις 11 Αυγούστου του 1875. Σύμφωνα, λοιπόν, με όσα είπε τότε ο βασιλιάς, ήταν πρόθυμος να αποδεχτεί στην ολότητά τους τα δικαιώματα που αναγνωρίζει το σύνταγμα στους βουλευτές και στη Βουλή. Τα δικαιώματα, άλλωστε, της Βουλής ανταποκρίνονταν στα καθήκοντα που της επιβάλλονταν. Προκειμένου, επομένως, να λειτουργήσει ομαλά το πολίτευμα του τόπου, ο βασιλιάς αναγνώριζε την ανάγκη να έχουν τη δεδηλωμένη εμπιστοσύνη της πλειονότητας των βουλευτών οι πολιτικοί που εκείνος θα καλούσε για να κυβερνήσουν τη χώρα.  
Το διάστημα μεταξύ του 1875 και του 1880 αποτελεί μεταβατική περίοδο. Στις εκλογές του 1875 και του 1879 κανένα κόμμα δεν κέρδισε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1884, τα δύο μεγάλα κόμματα, του Τρικούπη και του Δηλιγιάννη, έλεγχαν το 92,2% των εδρών στο Κοινοβούλιο. Το κοινοβουλευτικό σύστημα και ο δικομματισμός θεμελιώθηκαν.

Ιστορία Γ΄ Λυκείου: Η κρίση του 1932 (πηγές)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips


Ιστορία Γ΄ Λυκείου: Η κρίση του 1932 (πηγές)

Με βάση τις ιστορικές σας γνώσεις και αντλώντας πληροφορίες από τα ακόλουθα κείμενα να αναφέρετε τα μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση Βενιζέλου λόγω της οικονομικής κρίσης του 1932 και τα αποτελέσματά τους.

Κείμενο Α
Στο διάστημα μεταξύ 26 Απριλίου και 29 Ιουλίου 1932, η κυβέρνηση Βενιζέλου έφερε στη Βουλή και στη Γερουσία μια σειρά από νομοσχέδια που καθόρισαν τη βασική φυσιογνωμία της οικονομικής πολιτικής του κράτους ως το τέλος του μεσοπολέμου. Με τις ρυθμίσεις αυτές καθορίστηκε ότι:
α) Αίρεται η ελεύθερη μετατρεψιμότητα της δραχμής σε χρυσό ή συνάλλαγμα, και το εθνικό νόμισμα επανέρχεται, έπειτα από 4 χρόνια ελευθερίας (από το 1928), σε καθεστώς αναγκαστικής κυκλοφορίας.
β) Αίρεται η σταθερή ισοτιμία της δραχμής είτε με ορισμένη ποσότητα χρυσού, είτε με ορισμένο συναλλαγματικό ισοδύναμο χρυσού. Αυτό έχει σαν συνέπεια, ότι η δραχμή αρχίζει να υποτιμάται και, ως το Δεκέμβριο του 1932, φθάνει να χάσει περίπου τα 60% της ονομαστικής της αξίας.
γ) Καταργείται η ελεύθερη αγορά συναλλάγματος, η Τράπεζα της Ελλάδος αναλαμβάνει κατ’ αποκλειστικότητα τον έλεγχο και τη διάθεσή του.
δ) Αναστέλλεται επ’ αόριστον από 1ης Μαΐου 1932, η πληρωμή των χρεωλυσίων και των τόκων για όλα τα δάνεια του κράτους, εξωτερικά και εσωτερικά. ...
Εξάλλου η στενότητα του εξωτερικού συναλλάγματος υποχρέωσε την ελληνική κυβέρνηση να καταφύγει σε δύο ακόμη πρωτοφανή στην ελληνική ιστορία μέτρα:
1. Επιβολή του συστήματος των ποσοτικών περιορισμών επί των εισαγωγών, δηλαδή τα εισακτέα είδη καθορίσθηκαν διοικητικά εκ των προτέρων κατά συγκεκριμένο προϊόν και κατά ποσότητα, με βάση την ομοειδή εισαγωγή του προηγούμενου έτους. Οι περιορισμοί μείωσαν τον όγκο της εισαγωγής κατά το 1/3 ή 2/3, με βάση τις εισαγωγές του 1931 και εξοικονόμησαν στη χώρα 7 εκατομμύρια λίρες, δηλαδή πάνω από το 30% της αξίας των εισαγωγών του προηγούμενου έτους.
2. Εγκαινίαση της μεθόδου των διεθνών εμπορικών ανταλλαγών με βάση τον εμπορικό συμψηφισμό σε είδος (clearing), δηλαδή χωρίς την παρεμβολή πληρωμής σε συνάλλαγμα.

Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΕ΄  

Κείμενο Β
Η μέθοδος των clearing αποφεύγει σε μεγάλο βαθμό την παρεμβολή του συναλλάγματος και γι’ αυτό συγκρίνεται με τις πρωτόγονες μορφές των ανταλλαγών. Με το μηχανισμό αυτό, κάθε χώρα εξωθείται να μην εισάγει προϊόντα άλλης, παρά μόνο υπό τον όρο ότι και αυτή η τελευταία δέχεται να εισαγάγει σ’ αντιστάθμιση προϊόντα ίσης αξίας της πρώτης. ...
Ήδη στα 1932 η Ελλάδα είχε υπογράψει τέτοιες συμφωνίες συμψηφιστικών ανταλλαγών με 10 χώρες (Γερμανία, Αυστρία, Γιουγκοσλαβία, Γαλλία, Τσεχοσλοβακία, Αργεντινή, Περσία, Σουηδία, Ουγγαρία, Αλβανία). Η μέθοδος των clearing επέτρεπε διάφορες παραλλαγές γύρω από το ποσοστό των εισαγωγών που θα καλυπτόταν με εξαγόμενα προϊόντα και γύρω από το ποσοστό που θα καλυπτόταν με καθαρό συνάλλαγμα. Οι συγκεκριμένες συμφωνίες κλείστηκαν με βάση τα στοιχεία των προηγούμενων ετών. Το πλεονέκτημα της μεθόδου αυτής ήταν ότι στηριζόταν σε συμφωνίες ολιγόμηνης διάρκειας, ανανεώσιμες, πράγμα που έδινε στο μηχανισμό των clearing μια ιδιαίτερη ευκαμψία και ικανότητα προσαρμογής στις μεταβαλλόμενες συνθήκες.

Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΕ΄   

Η παγκόσμια οικονομική κρίση έφτασε στην Ελλάδα σε μία εποχή «ευημερίας». Η «ευημερία» σήμαινε ότι η εμπιστοσύνη των Ελλήνων σε ένα καλύτερο οικονομικά μέλλον είχε αποκατασταθεί, οι σκοτεινές εποχές της δεκαετίας του 1920 έδειχναν να απομακρύνονται, οι πληγές έκλειναν, η φτώχεια περιοριζόταν και το ελληνικό κράτος έδειχνε να σχεδιάζει το μέλλον με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και αισιοδοξία.
Οι προσπάθειες της ελληνικής κυβέρνησης να αποτρέψει την κρίση εξάντλησαν τα αποθέματα της χώρας σε χρυσό και συνάλλαγμα. Την άνοιξη του 1932, όμως, η κυβέρνηση δεν μπόρεσε να αποφύγει την αναστολή της μετατρεψιμότητας του εθνικού νομίσματος, καθώς και την αναστολή εξυπηρέτησης των εξωτερικών δανείων. Οι πληροφορίες αυτές επιβεβαιώνονται κι από το Α παράθεμα, στο οποίο αναφέρεται πως μεταξύ 26 Απριλίου και 29 Ιουλίου η κυβέρνηση Βενιζέλου κατέθεσε μια σειρά από νομοσχέδια που διαμόρφωσαν την οικονομική πολιτική του κράτους για τα αμέσως επόμενα χρόνια. Ειδικότερα, τονίζεται η επιβολή αναγκαστικής κυκλοφορίας του εθνικού νομίσματος, η άρση της σταθερής ισοτιμίας της δραχμής -μέτρο που οδήγησε στην απώλεια του 60% της ονομαστικής αξίας της δραχμής-, η κατάργηση της ελεύθερης αγοράς συναλλάγματος κι η αναστολή αποπληρωμής τόσο των εξωτερικών όσο και των εσωτερικών δανείων. Έτσι εγκαινιάστηκε μια περίοδος ισχυρού κρατικού παρεμβατισμού στα οικονομικά ζητήματα, ιδιαίτερα στις εξωτερικές συναλλαγές, και μια πολιτική προστατευτισμού, με σκοπό την αυτάρκεια της χώρας. Η Ελλάδα μπήκε με τη σειρά της στο χώρο της κλειστής οικονομίας, όπου οι συναλλαγές καθορίζονταν περισσότερο από γραφειοκρατικές διαδικασίες παρά από ελεύθερες οικονομικές συμφωνίες.
Στο εξωτερικό εμπόριο κυριάρχησε προοδευτικά η μέθοδος του διακανονισμού «κλήριγκ». Οι διεθνείς συναλλαγές δεν γίνονταν, δηλαδή, με βάση το μετατρέψιμο συνάλλαγμα αλλά με βάση διακρατικές συμφωνίες που κοστολογούσαν τα προς ανταλλαγή προϊόντα και φρόντιζαν να ισοσκελίσουν την αξία των εισαγωγών με την αντίστοιχη των εξαγωγών, στο πλαίσιο ειδικών λογαριασμών. Επιπροσθέτως, όπως αναφέρεται στο Β παράθεμα, κατά το 1932 η Ελλάδα είχε ήδη προχωρήσει σε τέτοιου είδους συμφωνίες με δέκα χώρες. Η μέθοδος των clearing, μάλιστα, προσέφερε μεγάλη ευελιξία στη διαμόρφωση των ποσοστών που θα κάλυπτε κάθε χώρα με αντίστοιχης αξίας προϊόντα και στο ποσοστό που θα πλήρωνε με καθαρό συνάλλαγμα. Ενώ, το γεγονός ότι οι συμφωνίες αυτές ήταν ολιγόμηνες κι είχαν τη δυνατότητα ανανέωσης, αποτελούσε ένα ουσιαστικό πλεονέκτημα. Για μια χώρα, όπως η Ελλάδα, όπου οι συναλλαγές με το εξωτερικό ήταν έντονα ελλειμματικές, η διαδικασία αυτή, πέρα από τα αρνητικά, είχε και θετικά στοιχεία.
Σε ό,τι αφορά το εμπόριο της χώρας, το παράθεμα Α, μας παρέχει μια επιπλέον πληροφορία για το τι συνέβη το 1932. Μια από τις νομοθετικές ρυθμίσεις του Βενιζέλου προέβλεπε την επιβολή ποσοτικού περιορισμού στις εισαγωγές προϊόντων, με τον εκ των προτέρων προσδιορισμό της επιτρεπόμενης ποσότητας για κάθε προϊόν· προσδιορισμός που βασίστηκε στα στοιχεία της προηγούμενης χρονιάς. Το μέτρο αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μειωθούν κατά το 1/3 ή σε ορισμένα προϊόντα κατά τα 2/3 οι εισαγωγές, εξοικονομώντας στη χώρα 7 εκατομμύρια λίρες.
Οι πιο σημαντικές επιπτώσεις, όμως, αυτών των εξελίξεων βρίσκονταν στο πολιτικό πεδίο. Τα ισχυρά συγκεντρωτικά κράτη που αναδείχθηκαν μέσα απ’ αυτές τις διαδικασίες, προκαλούσαν την ανάδειξη και την κυριαρχία ολοκληρωτικών κινημάτων και καθεστώτων σε πολλά ευρωπαϊκά κράτη. Καθώς προχωρούσε η δεκαετία της κρίσης, η δεκαετία του 1930, ολοένα και περισσότερα κράτη αποκτούσαν δικτατορικά ή φασιστικά καθεστώτα. Η Ελλάδα δεν ξέφυγε από το γενικό κανόνα. Στις 4 Αυγούστου του 1936 ο Ιωάννης Μεταξάς, με την ανοχή του παλατιού, προχώρησε στην κατάλυση του κοινοβουλευτικού καθεστώτος και στην επιβολή δικτατορίας.

Ιστορία Γ Λυκείου: Η αγροτική μεταρρύθμιση του Βενιζέλου (1917) [Πηγή]

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Evgeni Dinev 

Ιστορία Γ Λυκείου: Η αγροτική μεταρρύθμιση του Βενιζέλου (1917)

Με βάση τις ιστορικές σας γνώσεις και αντλώντας στοιχεία από το ακόλουθο κείμενο να αναφερθείτε στην αγροτική μεταρρύθμιση της κυβέρνησης Βενιζέλου (1917) και στις συνέπειές της.

Η αγροτική μεταρρύθμιση του Βενιζέλου ήταν το πιο ριζοσπαστικό μέτρο που είχε εφαρμοστεί ως τότε στην Ελλάδα. Χωρίς αμφιβολία οι συνθήκες που δημιουργήθηκαν από τον πόλεμο, ο οποίος είχε οξύνει τις υφιστάμενες κοινωνικές πιέσεις, επέσπευσαν τη ρύθμιση του αγροτικού προβλήματος που ταλαιπωρούσε την Ελλάδα για δεκαετίες ολόκληρες. Πρέπει, όμως, να σημειωθεί ότι η μεταρρύθμιση, ενώ άμβλυνε τις κοινωνικές πιέσεις στην ύπαιθρο, πετυχαίνοντας έτσι τους πολιτικούς της στόχους, δε βελτίωσε ουσιαστικά την κατάσταση των χωρικών. Μολονότι άλλαξε ριζικά τις σχέσεις της ιδιοκτησίας της γης, γενικεύοντας το σύστημα της μικρής οικογενειακής ιδιοκτησίας που επικρατούσε στην Πελοπόννησο, δε μετέβαλε ποιοτικά τον τρόπο παραγωγής, παρόλο που άλλαξε σε κάποιο βαθμό τις σχέσεις παραγωγής –τουλάχιστον στις περιοχές που εφαρμόστηκε- σύμφωνα με τις ανάγκες της αναπτυσσόμενης καπιταλιστικής δομής. Ο κατατεμαχισμός της γης, ενώ έκανε πιο εντατική την καλλιέργεια, δεν απελευθέρωσε το χωρικό από τα παραδοσιακά υπέρογκα χρέη του. Αντίθετα, τα χρέη των χωρικών αυξήθηκαν σε μεγάλο βαθμό τις επόμενες δεκαετίες, με τη διαφορά όμως ότι ο παλιός καταπιεστικός τοκογλυφικός δανεισμός των μεγαλογαιοκτημόνων αντικαταστάθηκε από μια λιγότερο επαχθή και ορθολογιστικότερη παρέμβαση του χρηματικού κεφαλαίου στις βασικές σχέσεις της αγροτικής παραγωγής.
Η αγροτική μεταρρύθμιση και ο συνακόλουθος τεμαχισμός της γης συνοδεύτηκαν από αύξηση επενδύσεων στην αγροτική παραγωγή, με τη μορφή πιστώσεων, και από την ταχεία εξέλιξη του συνεταιριστικού κινήματος, που αποσκοπούσε αφενός στην προστασία των μικρών παραγωγών και αφετέρου στη μεγαλύτερη ασφάλεια των επενδύσεων στην αγροτική οικονομία. Το βασικό θεσμικό πλαίσιο για την οργάνωση των συνεταιρισμών δημιουργήθηκε το 1914. Οι συνθήκες που δημιούργησε ο πόλεμος έδωσαν στο συνεταιριστικό κίνημα μεγάλη ώθηση. Τα προβλήματα που είχαν σχέση με τη διακίνηση των προϊόντων, την παραδοσιακή εκμετάλλευση του μικρού παραγωγού από τους μεσάζοντες, την έλλειψη κεφαλαίων από τους τοκογλυφικούς όρους δανειοδοτήσεως που επικρατούσαν στην ελεύθερη αγορά, έκαναν ακόμη πιο αισθητή την ανάγκη συλλογικής ασφάλειας που πρόσφερα οι συνεταιρισμοί.   

[Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΕ΄]

Το αποφασιστικό βήμα προς την ολοκλήρωση της αγροτικής μεταρρύθμισης έγινε στα ταραγμένα χρόνια του Α' Παγκοσμίου πολέμου και του «εθνικού διχασμού». Το 1917 η κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη αποφάσισε την ολοκλήρωση της μεταρρύθμισης. Επρόκειτο, όπως αναφέρεται στο παράθεμα, για το πιο ριζοσπαστικό μέτρο που είχε εφαρμοστεί μέχρι τότε στην Ελλάδα, και προέκυψε λόγω των έντονων κοινωνικών πιέσεων που δημιούργησε στη χώρα ο πόλεμος. Ο στόχος της μεταρρύθμισης ήταν διπλός: αφενός η στήριξη και ο πολλαπλασιασμός των ελληνικών ιδιοκτησιών γης στις νεοαποκτηθείσες περιοχές και αφετέρου η αποκατάσταση των προσφύγων και η πρόληψη κοινωνικών εντάσεων στον αγροτικό χώρο. Με βάση αυτά τα νομοθετήματα η απαλλοτρίωση των μεγάλων αγροτικών ιδιοκτησιών έγινε δυνατή στα αμέσως μετά τον πόλεμο χρόνια, όταν η ανάγκη αποκατάστασης των προσφύγων βρέθηκε στο επίκεντρο του κρατικού ενδιαφέροντος.
Η αναδιανομή που έγινε έφτασε στο 85% των καλλιεργήσιμων εκτάσεων στη Μακεδονία και στο 68% στη Θεσσαλία. Στο σύνολο της καλλιεργήσιμης γης της χώρας το ποσοστό αυτό ανήλθε σε 40%. Μετά από λίγα χρόνια, κάτω από την πίεση του προσφυγικού προβλήματος, η αγροτική μεταρρύθμιση ολοκληρώθηκε και οδήγησε την αγροτική οικονομία της χώρας σε καθεστώς μικροϊδιοκτησίας. Με τη σειρά της η νέα κατάσταση δημιούργησε νέα προβλήματα. Οι μικροκαλλιεργητές δυσκολεύονταν να εμπορευματοποιήσουν την παραγωγή τους και έπεφταν συχνά θύματα των εμπόρων. Επιπλέον, σύμφωνα, με το παράθεμα, η κατάσταση των αγροτών δεν βελτιώθηκε, παρά το γεγονός ότι επήλθε δραστική αλλαγή στις σχέσεις ιδιοκτησίας, κι αυτό γιατί δεν υπήρξε κάποια ποιοτική μεταβολή στον τρόπο παραγωγής. Έτσι, ενώ η δημιουργία πλήθους μικρών ιδιοκτησιών ενίσχυσε την καλλιέργεια της γης, οι αγρότες δεν απαλλάχτηκαν από τις μεγάλες οικονομικές υποχρεώσεις που τους επιβάρυναν και κατά τα προηγούμενα χρόνια, με αποτέλεσμα τα χρέη τους να αυξηθούν τις αμέσως επόμενες δεκαετίες. Η διαφορά με το παρελθόν ήταν πως πλέον δεν υπήρχε ο τοκογλυφικός δανεισμός των μεγαλογαιοκτημόνων, αλλά μια λιγότερο δυσβάσταχτη και περισσότερο ορθολογική παρέμβαση του χρηματικού κεφαλαίου στην αγροτική παραγωγή. Για να αντιμετωπιστεί αυτή η κατάσταση προωθήθηκε η ίδρυση της Αγροτικής Τράπεζας, κρατικών οργανισμών παρέμβασης και παραγωγικών συνεταιρισμών. Σε ό,τι αφορά, μάλιστα, τους συνεταιρισμούς, στο παράθεμα αναφέρεται, πως οι δυσκολίες στη διακίνηση των αγροτικών προϊόντων, η δυσκολία εύρεσης κεφαλαίων λόγω των τοκογλυφικών όρων δανεισμού στην ελεύθερη αγορά, αλλά και η εκμετάλλευση των μικρών παραγωγών από τους μεσάζοντες, καθιστούσαν την ανάγκη για τη δημιουργία τους σαφώς επιτακτική. Έτσι, το 1914 διαμορφώθηκε το θεσμικό πλαίσιο για την οργάνωση συνεταιρισμών. Στόχος αυτών των συνεταιρισμών, που γνώρισαν γοργή διάδοση, υπήρξε αφενός η προστασία των μικρών παραγωγών και αφετέρου η διασφάλιση των επενδύσεων που γίνονταν στην αγροτική οικονομία, μιας και αυτές είχαν αυξηθεί χάρη στην αγροτική μεταρρύθμιση και τον τεμαχισμό της γης.
Το αγροτικό ζήτημα απέκτησε έτσι νέο περιεχόμενο, χωρίς να προκαλέσει τις εντάσεις που γνώρισαν άλλα κράτη της Ευρώπης (Ισπανία, Βουλγαρία, Ρουμανία κ.λπ.).

Έκθεση Γ΄ Λυκείου: Για τους νέους

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Tommy Ingberg

Έκθεση Γ΄ Λυκείου: Για τους νέους

[...]Είναι καιρός που μια μεγάλη μερίδα από τους πιο τίμιους και άξιους ανθρώπους αισθάνονται υπόλογοι απέναντι στους νέους. Ένα βαθύτατο «πλέγμα ενοχής» καθορίζει τη στάση τους και τη σκέψη τους απέναντι στη νέα γενιά με την ορμητική αγνότητα και την επαναστατική ειλικρίνεια. Απέναντι στη μακάρια ικανοποίηση του «κατεστημένου» που μυκτηρίζει1 την ασυδοσία και την ασέβεια των νέων, στέκονται οι άνθρωποι αυτοί με «συντριβή και ταπεινοσύνη», με την πιο σκληρή διάθεση αυτοκριτικής, έτοιμοι να υπερθεματίσουν2 στα «κατηγορώ» της νέας γενιάς, πρόθυμοι να δικαιολογήσουν και να δικαιώσουν κάθε πράξη της, κάθε λόγο της, κάθε παρεκτροπή της, ακόμη και πράξεις που μπορεί να είναι εγκληματικές. Για όλα αυτά είμαστε υπεύθυνοι εμείς, λένε, οι νέοι αντιδρούν, με όποιο τρόπο μπορούν, σε μια κοινωνία που δεν τους πρόσφερε παρά την υποκρισία και την απάτη, τη βία και τον πόλεμο, τη θεοποίηση του άνομου συμφέροντος.
Φοβούμαι πως και οι κατήγοροι και οι συνήγοροι των νέων αντικρίζουν με πολλή ευκολία το πρόβλημα και κατορθώνουν να απαλλαγούν απ’ αυτό χωρίς μεγάλο κόπο. Είτε ρίξουμε την ευθύνη στους νέους είτε τους απαλλάξουμε ολότελα από κάθε ευθύνη, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: δεν αισθανόμαστε την ανάγκη να τους αντιμετωπίσουμε και να τους βοηθήσουμε. Όταν εκμηδενίσουμε τον ένα από τους δύο παράγοντες, τους νέους ή τους ώριμους, παύει να υπάρχει πρόβλημα συνεργασίας των δύο, συναγωνισμού ή όπως αλλιώς θέλουμε να το ονομάσουμε. Αυτό σημαίνει φυγομαχία και αδιαφορία για τους νέους και όχι ενδιαφέρον και κατανόηση, έστω και αν η στάση αυτών που τους δικαιώνουν απόλυτα ξεκινά από αληθινή αγάπη προς αυτούς.
Πρώτα-πρώτα το σχήμα «νέος – ώριμος» είναι παραπλανητικό. Ύστερα είναι αμφίβολο αν μπορούμε να συλλάβουμε με πληρότητα, ακρίβεια και διαύγεια τη στάση των νέων, τα αιτήματά τους και τις αντιδράσεις τους. Είμαι σχεδόν βέβαιος πως σ’ αυτό το σημείο δεν μπορούν να μας βοηθήσουν ούτε οι ίδιοι οι νέοι, που αναζητούν τον κόσμο και τον εαυτό τους, όντας γεμάτοι ερωτηματικά και απορίες. Ένα είναι βέβαια ο νέος άνθρωπος είναι έτοιμος να ριχτεί στη ζωή με τόλμη και ειλικρίνεια, με γενναιότητα και καθαρές προθέσεις. Συχνά φανταζόμαστε πως οι νέοι είναι ρομαντικοί, ονειροπαρμένοι, απροσγείωτοι. Αν δεν κάνω λάθος, η κρίση οφείλεται σε δική μας παρεξήγηση, σε κακή εκτίμηση των εκδηλώσεών τους. Οι νέοι έχουν, νομίζω, ένα δικό τους ρεαλισμό, κάποτε ωμό και επικίνδυνο, πάντοτε όμως αδιάβρωτο από τις καταχθόνιες διεργασίες της κοινωνικής γεωλογίας.
Οδεύουν ωστόσο με γρήγορο βηματισμό στο δρόμο που θα τους οδηγήσει στην κοινωνία των «ώριμων», στο χώρο όπου ο ανθρώπινος πολιτισμός έχει δημιουργήσει τα θαυμάσια τέρατα που μας συντηρούν και μας πανικοβάλλουν. Η απόλυτη άρνηση του ανθρώπινου πολιτισμού και η επιστροφή στη «φυσική» ζωή αποτελεί απλοϊκή, εύκολη και απραγματοποίητη λύση. Ακόμα και οι «χίπυς», στην πιο ακραία περίπτωση, εγκαταλείποντας την ανθρώπινη κοινωνία έπαιρναν μαζί τους πολλές από τις καταχτήσεις της, περιορίζομαι να αναφέρω μια μονάχα: την κιθάρα. Είτε το θέλουμε είτε όχι είμαστε υποχρεωμένοι να ζήσουμε – και θα είναι υποχρεωμένα και τα παιδιά μας και τα παιδιά των παιδιών μας να ζήσουν σ' αυτό τον κόσμο, που τον συγκροτούν και τα μηχανικά και τα ανθρώπινα «τέρατα», με όλες τις αρετές και τις κακίες τους. Τίποτε δε θα κερδίσουν αυτά τα παιδιά από τη δική μας εμπειρία μέσα στον κόσμο, όπου θα ζήσουν;

Προτού δώσω εγώ την απόκριση την έχουν δώσει, τη δίνουν κάθε μέρα οι ίδιοι οι νέοι, που διαβάζουν άπληστα, που πηγαίνουν στο θέατρο, που παρακολουθούν ομιλίες. Τι αναζητούν στα βιβλία και στα θεάματα και στα ακροάματα οι νέοι, αν όχι την εμπειρία των παλαιότερων, που τους αναγνωρίζουν τη σοφία και τη γνώση της πλουσιότερης εμπειρίας; Αυτή τη γνώση μπορούν να τους τη μεταδώσουν όχι μονάχα οι τεχνίτες και οι σοφοί, αλλά ο καθένας από μας, ο πατέρας, ο φίλος, ο δάσκαλος, με μια προϋπόθεση, καίρια και αποφασιστική: την ειλικρίνεια. Αν ανοίξουμε στα παιδιά την καρδιά μας και τους αποκαλύψουμε γυμνή την αλήθεια για όσα γνωρίσαμε στη ζωή, τις χαρές και τις πίκρες μας, τις καταχτήσεις μας και τις απογοητεύσεις μας, τα όνειρά μας και τα επιτεύγματά μας, τα χτυπήματα και τις πληγές, αλλά και τις πονηριές μας και τις ατιμίες μας, τις αδυναμίες και τις μικρότητες· έναν απολογισμό τίμιο και θαρραλέο, όπου χωρίς καμιά λογοκρισία να έχουν αναγραφεί και οι αρετές και οι κακίες μας και τα φωτεινά και τα σκοτεινά σημεία της δράσης μας.
Μια τέτοια εικόνα μπορούμε να δώσουμε όλοι· όμως οι τεχνίτες του λόγου έχουν την ικανότητα, και την υποχρέωση, να μεταφέρουν στους νέους συμπυκνωμένες και ανάγλυφες τις εμπειρίες μας όλες, και των απλών ανθρώπων και των σοφών και των ισχυρών και των αδύναμων και των βασανισμένων και των ευτυχισμένων. Πέρα από τις φιλολογικές και καλλιτεχνικές αναζητήσεις, τις νόμιμες και τις πλαστές, ο λογοτέχνης οφείλει να ανασυνθέσει με αυταπάρνηση και ειλικρίνεια τη μορφή του κόσμου που γνώρισε. Αν με την έμφυτη ικανότητα και την άσκηση κατορθώσει να δώσει στους νέους τα αληθινά προβλήματα που αντιμετώπισε η δική του η γενιά, απογυμνωμένα από τις συμβατικές επικαλύψεις και τα εφήμερα πυροτεχνήματα, τις προσδοκίες της δικής του νιότης, τους αγώνες της, τα χτυπήματα, τα κέρδη και τις ζημίες, αν αποκαλύψει τα αληθινά τραύματα και τα γνήσια εύσημα της δικής του γενιάς, αν προχωρώντας εκμυστηρευθεί χωρίς συνειδητή ή ασυνείδητη υποκρισία τα σημερινά του όνειρα ή τη σημερινή του απελπισία, αν κατορθώσει να δείξει στους νέους πως δεν είναι μόνον αυτοί που χάνουν ό,τι αγαπούν, που αναγκάζονται να συμβιώσουν με όσα μισούν, που στέκονται αδέκαστοι και καθαροί, που ξαγρυπνούν για τους καημούς των διπλανών τους, που πονούν για τα αδικοσκοτωμένα παλικάρια των ανόσιων πολέμων· αν δίπλα σ’ όλα τούτα τους πει απερίφραστα και θαρραλέα πως η πείρα τού αποκάλυψε την απλή και γι’ αυτό πολύτιμη αλήθεια του σολωμικού στίχου «δεν τόλπιζα νάν’ η ζωή μέγα καλό και πρώτο!»3 Αν τους μεταδώσει κάτι τέτοιο, και ο ίδιος θα πρέπει να αισθάνεται ικανοποιημένος για την προσφορά του, αλλά προπάντων οι νέοι κάτι θα έχουν κερδίσει από μας τους «ώριμους». Ίσως να τους γλυτώσουμε από άσκοπες και βασανιστικές περιπλανήσεις στους χώρους, όπου πληγώσαμε και μεις τα νιάτα μας και όπου έχουν απομείνει πολλοί από τους πιο εκλεκτούς συντρόφους μας.

1. μυκτηρίζω: χλευάζω, ειρωνεύομαι
2. υπερθεματίζω: πλειοδοτώ, υπερβάλλω σε επαίνους
3. Από τον «Πόρφυρα» του Δ. Σολωμού

Μανόλης Ανδρόνικος «Παιδεία ή Υπνοπαιδεία»

1. Σε ποιες κατηγορίες χωρίζει τους ώριμους ανθρώπους ο συγγραφέας όσον αφορά τη στάση τους απέναντι στους νέους; Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της κάθε στάσης και ποιο το κοινό τους στοιχείο; Γιατί θεωρεί και τις δύο στάσεις ανεπαρκείς απέναντι στα προβλήματα των νέων ανθρώπων;

Ο συγγραφέας χωρίζει τους ώριμους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες με βάση της στάση που τηρούν απέναντι στους νέους. Στη μία κατηγορία ανήκουν εκείνοι που αντιμετωπίζουν με ειρωνεία και επικρίσεις τη συμπεριφορά των νέων, αναγνωρίζοντας σε αυτή στοιχεία ασέβειας και ασυδοσίας. Πρόκειται για τους ανθρώπους εκείνους που έχουν επαναπαυτεί στο status quo της σύγχρονης κοινωνίας και αντικρίζουν με αρνητικό τρόπο οτιδήποτε και οποιονδήποτε επιχειρεί να διαταράξει τη μακαριότητα του εφησυχασμού τους. Στην άλλη κατηγορία ανήκουν εκείνοι που βιώνουν έντονα συναισθήματα ενοχής απέναντι στη νέα γενιά. Πρόκειται για ανθρώπους που διακρίνονται για την τιμιότητα και το αξιόλογο της προσωπικότητάς τους, οι οποίοι αντιμετωπίζουν με σεβασμό την ορμητική αγνότητα και την επαναστατική ειλικρίνεια των νέων. Με βάση τη δική τους οπτική η συμπεριφορά των νέων είναι απολύτως δικαιολογημένη, εφόσον η κοινωνία τους έχει φέρει αντιμέτωπους με την υποκρισία, την απάτη, τη βία και τη θεοποίηση του άνομου συμφέροντος. Θεωρούν, λοιπόν, πως είναι και εύλογη και αναμενόμενη η όποια αντίδραση των νέων, κι είναι γι’ αυτό έτοιμοι να δικαιολογήσουν κάθε πράξη και κάθε παρεκτροπή τους, ακόμη και τις πράξεις εκείνες που είναι ενδεχομένως εγκληματικές.
Σύμφωνα με τον συγγραφέα τόσο η στάση εκείνων που επικρίνουν τους νέους όσο κι η στάση εκείνων που δικαιολογούν και σέβονται κάθε αντίδρασή τους, συνιστούν απλουστευτικές προσεγγίσεις που οδηγούν στην παραγνώριση των πραγματικών διαστάσεων του προβλήματος. Υπ’ αυτή την έννοια και οι επικριτές και οι συνήγοροι των νέων κατορθώνουν δίχως κόπο να απαλλαγούν από το πραγματικό πρόβλημα, εφόσον δεν μπαίνουν στη διαδικασία να έρθουν πραγματικά αντιμέτωποι με τις ανησυχίες και τους προβληματισμούς των νέων, ώστε να είναι σε θέση να τους βοηθήσουν ουσιαστικά.
Αξίζει να προσεχτεί, πάντως, πως σύμφωνα με τον συγγραφέα, το πρόβλημα με τη στάση και τη συμπεριφορά των νέων περιπλέκεται ακόμη περισσότερο, αν ληφθεί υπόψη πως ακόμη κι οι ίδιοι οι νέοι δεν είναι σε θέση να αιτιολογήσουν πλήρως τη συμπεριφορά τους. Οι νέοι βρίσκονται σε μια διαδικασία διερεύνησης και αναζήτησης του κόσμου και του εαυτού τους, κι έχουν πλήθος απορίες και ερωτήματα. Έχουν, βέβαια, αγαθές προθέσεις, τόλμη κι ειλικρίνεια, μα δεν έχουν σαφή επίγνωση του τι ακριβώς επιζητούν.    

2. Ποια στάση θεωρεί ο συγγραφέας ως την πιο ενδεδειγμένη απέναντι στους νέους; Με ποιες προϋποθέσεις μπορεί να υλοποιηθεί η στάση αυτή;

Με δεδομένο το γεγονός ότι οι νέοι έχουν την ανάγκη να βρουν απαντήσεις στους προβληματισμούς τους και το επιχειρούν αυτό στρεφόμενοι στα έργα και στις απόψεις των μεγαλύτερων, ο συγγραφέας θεωρεί πως προσφέρεται στους ώριμους ανθρώπους μια σημαντική ευκαιρία προσέγγισης με τη νεολαία. Μπορούν, δηλαδή, οι μεγαλύτεροι να μεταδώσουν στους νεότερους τη γνώση που έχουν αντλήσει από τις εμπειρίες της ζωής τους, αρκεί να σεβαστούν μια βασικότατη προϋπόθεση, να τους μιλήσουν με απόλυτη ειλικρίνεια. Οφείλουν οι ώριμοι άνθρωποι να προχωρήσουν σ’ έναν ειλικρινή απολογισμό της ζωής και των πεπραγμένων τους, χωρίς να αποκρύπτουν τις απογοητεύσεις και τις πίκρες που βίωσαν, τα χτυπήματα που δέχτηκαν, αλλά και τις προσωπικές τους αδυναμίες, μικρότητες και ατιμίες. Πλάι, λοιπόν, στα επιτεύγματα και τις χαρές τους, θα πρέπει να αναφερθούν -όσο κι αν αυτό τους φέρνει σε δύσκολη θέση- κι οι αποτυχίες, όπως κι οι πληγές τους. Πρόκειται για μια αναγκαία αποκάλυψη των φωτεινών και των σκοτεινών σημείων της πορείας τους, ώστε οι νέοι να αποκτήσουν εγκαίρως μια σαφέστερη εικόνα για το τι επιφυλάσσει η ζωή στους ανθρώπους.
Μέσα από την ειλικρινή αυτή παρουσίαση των εμπειριών τους, οι ώριμοι άνθρωποι έχουν τη δυνατότητα να δημιουργήσουν περισσότερο ρεαλιστικές προσδοκίες στους νέους, καθώς και να τους προετοιμάσουν για το γεγονός πως οι απογοητεύσεις, τα λάθη κι οι αποτυχίες αποτελούν αναπόσπαστα στοιχεία του ανθρώπινου βίου.

3. Σε ποιους ανθρώπους –και γιατί– ο συγγραφέας διακρίνει μια ιδιαίτερη ικανότητα, άρα και ευθύνη, να προσφέρουν βοήθεια στους νέους;

Παρά το γεγονός πως κάθε ενήλικας άνθρωπος, είτε αυτός είναι γονιός είτε εκπαιδευτικός είτε φίλος, μπορεί να δώσει κάτι απ’ όσα έχει μάθει στους νέους, οι τεχνίτες του λόγου είναι εκείνοι που έχουν μια επιπλέον ικανότητα και άρα μια ουσιαστικότερη υποχρέωση να λειτουργήσουν ως φορείς μετάδοσης της συμπυκνωμένης γνώσης και εμπειρίας των ανθρώπων της εποχής τους. Οι λογοτέχνες μπορούν και οφείλουν να παρουσιάσουν στα έργα τους μια σαφή και ειλικρινή εικόνα του κόσμου, όπως τον γνώρισαν, ώστε να αντιληφθούν οι νέοι τα πραγματικά προβλήματα που βίωσαν οι αμέσως προηγούμενοι. Θα πρέπει, ωστόσο, η παρουσίαση αυτή να είναι απαλλαγμένη από την όποια προσπάθεια ωραιοποίησης ή δικαιολόγησης συγκεκριμένων επιλογών· θα πρέπει να αποκαλύπτει ξεκάθαρα τα τραύματα αλλά και τις επιτυχίες της προηγούμενης γενιάς. Αν, λοιπόν, οι λογοτέχνες κατορθώσουν να φανερώσουν τις τωρινές τους ελπίδες ή την απόγνωση που βιώνουν· αν δείξουν στους νέους πως κι εκείνοι έχασαν όσα αγαπούσαν και αναγκάστηκαν να συμβιώσουν και να συμβιβαστούν με καταστάσεις που μισούσαν· αν τους δείξουν πως κι εκείνοι διατηρούν την καθαρότητα της ψυχής τους και συναισθάνονται τον πόνο των συνανθρώπων τους· αν τους δείξουν πως πονούν πραγματικά για τους ανθρώπους που χάνονται εξαιτίας των κάθε λογής πολέμων, κι αν ακόμη, κοντά σ’ όλα αυτά τους δηλώσουν πως παρά τις αντιξοότητες έφτασαν στο συμπέρασμα ότι η ζωή δεν παύει να παραμένει το πιο σημαντικό αγαθό κι η πιο σημαντική επιδίωξη, τότε θα έχουν καταφέρει να περάσουν ένα ουσιαστικό μήνυμα στους νέους.
Η προσδοκία του συγγραφέα είναι πως αν οι νέοι ακούσουν και αντιληφθούν εγκαίρως από τους μεγαλύτερους τα λάθη και τις διαψεύσεις της προηγούμενης γενιάς, ίσως αποφύγουν να αναλωθούν σε ουτοπικές επιδιώξεις και γλιτώσουν κάποιες μοιραίες επιλογές. Ελπίζει ο συγγραφέας πως ίσως οι νέοι οριοθετήσουν διαφορετικά τις δικές τους στοχεύσεις, επιλέγοντας να διεκδικήσουν πιο ρεαλιστικούς στόχους που δεν θα τους οδηγήσουν σε μάταιους και δεδομένα χαμένους αγώνες. Μια αγαθών προαιρέσεων προσδοκία που φανερώνει την επιθυμία του να προφυλάξει τους νεότερους από τις πικρές απογοητεύσεις που θα βιώσουν σε περίπτωση που θεωρήσουν πως έχουν τη δυνατότητα να επιφέρουν ριζικές αλλαγές ακόμη και σε καταστάσεις και δεδομένα της κοινωνικής πραγματικότητας που εκ των πραγμάτων δεν πρόκειται να αλλάξουν.

4. «Ίσως τους γλυτώσουμε... πιο εκλεκτούς συντρόφους μας». Πιστεύετε πως η εμπειρία των μεγαλύτερων αποτελεί εφαλτήριο για να οργανώσουν οι νέοι τη ζωή τους ή χρειάζεται να περιπλανηθούν οι ίδιοι μόνοι τους μέχρι να φθάσουν στην ωριμότητά τους (με ό,τι συνεπάγεται αυτή η περιπλάνηση);

«Ίσως να τους γλυτώσουμε από άσκοπες και βασανιστικές περιπλανήσεις στους χώρους, όπου πληγώσαμε και μεις τα νιάτα μας και όπου έχουν απομείνει πολλοί από τους πιο εκλεκτούς συντρόφους μας.»

Η γνώση των μεγαλύτερων, οι εμπειρίες και τα λάθη τους μπορούν, ως ένα βαθμό, να αποτελέσουν οδηγό για τους νεότερους, ώστε να οργανώσουν τη ζωή τους πιο αποτελεσματικά, δεν μπορούν, εντούτοις, να τους προφυλάξουν πλήρως από τις λανθασμένες επιλογές. Η απειρία, η διάθεση για πειραματισμούς κι ο έμφυτος ιδεαλισμός των νέων, ακόμη κι υπό την ψύχραιμη καθοδήγηση των ωριμότερων, είναι αναπόφευκτο πως θα οδηγήσουν τους νέους σε αχαρτογράφητες διαδρομές και θα τους φέρουν αντιμέτωπους με καταστάσεις που πιθανώς βρίσκονται έξω κι από το φάσμα εμπειριών των μεγαλύτερων. Κάθε νέα γενιά, άλλωστε, έρχεται αντιμέτωπη με τις δικές της προκλήσεις, με διαφορετικά δεδομένα και με κάποτε εντελώς νέες επιδιώξεις, γεγονός που καθιστά εν μέρει αναποτελεσματική τη διαμορφωμένη υπό άλλες συνθήκες εμπειρία των προηγούμενων.
Οι νέοι, επομένως, σαφώς και μπορούν να ωφεληθούν από τις εμπειρίες των μεγαλύτερων, δεν γίνεται, όμως, η έτοιμη αυτή γνώση να αποτελέσει κάτι περισσότερο από έναν γενικό οδηγό, εφόσον κάθε άτομο προκειμένου να μάθει και να αποκτήσει πραγματική εμπειρία ζωής, οφείλει να λάβει τις δικές του αποφάσεις και να κάνει τις δικές του επιλογές με βάση τις προσωπικές του πεποιθήσεις και απόψεις. Το αν οι επιλογές αυτές θα είναι πιο προσεκτικά σταθμισμένες χάρη στην καθοδήγηση των μεγαλύτερων, δεν σημαίνει πως θα είναι απαλλαγμένες κιόλας από το ενδεχόμενο πιθανών αποτυχιών ή σφαλμάτων.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...