Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Ιστορία Γ΄ Λυκείου: Το Κρητικό Ζήτημα: Τα πρώτα νέφη (επεξεργασία πηγών)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Worldsat International (science photo library) 

Με βάση τις ιστορικές σας γνώσεις και αντλώντας στοιχεία από τα κείμενα που σας δίνονται, να απαντήσετε στο ερώτημα: Ποιοι παράγοντες άλλαξαν το θετικό κλίμα της πρώτης περιόδου της Κρητικής Πολιτείας;

ΚΕΙΜΕΝΟ Α
Οι εξελίξεις αυτές διαμόρφωσαν ένα ιδιότυπο διεθνές και εσωτερικό καθεστώς, όπως το περιέγραψε αδρά ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος: «Την επί της νήσου επομένως κυριαρχίαν ασκούσι σήμερον [1901] αι τέσσαρες Μεγάλες Δυνάμεις. Και είναι μεν αληθές ότι αύται ενέκριναν το Κρητικόν Σύνταγμα δι’ ου η νήσος χαρακτηρίζεται “πολιτεία αυτόνομος”. Αλλ’ η θέσπισις του Συντάγματος δεν κατέστησε την αυτονομίαν πραγματικήν, αφού η πλήρης αυτού εφαρμογή μόνον μετά την λήξιν της αρμοστείας είναι δυνατή, επηύξησε δε μόνον την αβεβαιότητα περί της υφισταμένης πολιτικής της νήσου καταστάσεως».

Στα χρόνια του Βενιζέλου…: Εσωτερική και εξωτερική πολιτική, οικονομία, εκπαίδευση, πολιτισμός. Χανιά-Αθήνα: Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος» – Υπουργείο Παιδείας, Διά βίου μάθησης και Θρησκευμάτων 2010, σσ. 28-29.

ΚΕΙΜΕΝΟ Β
Ο τότε γενικός πρόξενος της Αγγλίας Εσμέ Χάουαρντ παρουσίαζε τον ύπατο αρμοστή απρόθυμο να συνεργαστεί με την κυβέρνηση: «Δεν απέκρυπτε την αντιπάθειά του για το συνταγματικό πολίτευμα. Μου είχε πει κάποτε ότι θεωρούσε άχρηστες τις κοινοβουλευτικές κυβερνήσεις, ότι, όντας ναυτικός, δεν αντιλαμβανόταν τίποτε άλλο από την αυστηρή πειθαρχία και ότι είχε σκοπό να κυβερνήσει την Κρήτη σαν πολεμικό πλοίο, με τον ίδιο καπετάνιο, ό,τι κι αν είχαν κατά νουν οι Δυνάμεις για το σύνταγμα με το οποίο είχαν προικοδοτήσει το νησί».

Λιλή Μακράκη, Ελευθέριος Βενιζέλος 1864-1910: Η διάπλαση ενός εθνικού ηγέτη, 2η
έκδοση. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης 2001 , σ. 394.

ΚΕΙΜΕΝΟ Γ
Μία ακόμα γενεσιουργός αιτία της σύγκρουσης του Βενιζέλου με τον πρίγκιπα Γεώργιο ήταν ασφαλώς η παλιά και βασανιστική ανησυχία του για οτιδήποτε είχε σχέση με την τύχη της Κρήτης […]. Η άγνοια του περιεχομένου των διαπραγματεύσεων και των διαβημάτων του πρίγκιπα, ο οποίος δεν θεωρούσε αναγκαία τη σχετική πληροφόρηση των συμβούλων του, ασφαλώς όξυνε το κλίμα δυσπιστίας και καχυποψίας των σχέσεών του με τον Βενιζέλο.

Λιλή Μακράκη, Ελευθέριος Βενιζέλος 1864-1910: Η διάπλαση ενός εθνικού ηγέτη, 2η
έκδοση. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης 2001 , σ. 398.

Ενδεικτική απάντηση
Το θετικό και αισιόδοξο κλίμα των δύο πρώτων ετών της λειτουργίας του νέου καθεστώτος άρχισαν να σκιάζουν απειλητικά σύννεφα, τα οποία επρόκειτο να δημιουργήσουν λίγο αργότερα σοβαρή εσωτερική κρίση. Το Σύνταγμα της Κρητικής Πολιτείας ήταν υπερβολικά συντηρητικό και παραχωρούσε στον Ηγεμόνα, όπως ονομάστηκε ο Ύπατος Αρμοστής, υπερεξουσίες, που εύκολα μπορούσαν να τον οδηγήσουν σε δεσποτική συμπεριφορά. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του τότε γενικού προξένου της Αγγλίας Εσμέ Χάουαρντ, όπως αυτή καταγράφεται στο Κείμενο Β, ο ύπατος αρμοστής δεν ήταν πρόθυμος να συνεργαστεί με τα μέλη της κρητικής κυβέρνησης, καθώς δεν έτρεφε καμία εκτίμηση για το θεσμό του συνταγματικού πολιτεύματος. Σύμφωνα, άλλωστε, με τα όσα είχε δηλώσει στον Άγγλο πρόξενο θεωρούσε «άχρηστες» τις κοινοβουλευτικές κυβερνήσεις και πρόθεσή του ήταν να διοικήσει την Κρήτη «σαν πολεμικό πλοίο», αναγνωρίζοντας την αυστηρή πειθαρχία, που ο ίδιος είχε γνωρίσει στην πορεία του στο ναυτικό, ως μόνη ορθή επιλογή. Σκόπευε, μάλιστα, να διατηρήσει ο ίδιος τον έλεγχο του νησιού, αδιαφορώντας για το ποιες ήταν οι επιδιώξεις των Δυνάμεων με το δικαίωμα ψήφισης Συντάγματος που είχαν παραχωρήσει στην Κρήτη.
Επιπλέον, η ασάφεια στον ακριβή καθορισμό αρμοδιοτήτων δημιουργούσε τριβές και προσωπικές αντιπαραθέσεις στο έργο της διοίκησης. Οι τοπικοί παράγοντες της Κρήτης, που πολέμησαν για την ελευθερία του νησιού και στήριξαν με ενθουσιασμό τον Πρίγκιπα, έβλεπαν τώρα με δυσφορία και πικρία να παραγκωνίζονται και να διορίζονται σε καίριες θέσεις Αθηναίοι σύμβουλοι του Γεωργίου, που αγνοούσαν τα κρητικά πράγματα και την ψυχολογία των Κρητών.
Αλλά το πιο σημαντικό ήταν η διαχείριση του εθνικού ζητήματος της ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα. Στο ουσιώδες αυτό ζήτημα παρατηρήθηκε εξαρχής διάσταση απόψεων μεταξύ του Γεωργίου και του Ελευθερίου Βενιζέλου. Ο Γεώργιος πίστευε ότι η λύση του εθνικού ζητήματος θα ωρίμαζε με συνεχείς παραστάσεις και υπομνήματα προς τις Μεγάλες Δυνάμεις, ενώ ο Βενιζέλος, βλέποντας τα πράγματα πρακτικότερα και ρεαλιστικότερα, θεωρούσε ότι η λύση έπρεπε να είναι σταδιακή, με βαθμιαίες κατακτήσεις. Ως πρώτη μάλιστα κατάκτηση θεωρούσε την απομάκρυνση των ξένων στρατευμάτων από τις κρητικές πόλεις και την αντικατάστασή τους από ντόπια πολιτοφυλακή, με Έλληνες αξιωματικούς. Ο Βενιζέλος, άλλωστε, όπως αυτό διαφαίνεται από τα στοιχεία του Κειμένου Α, θεωρούσε ανησυχητικό το ιδιότυπο καθεστώς που είχε διαμορφωθεί στην Κρήτη, αφού το 1901 την κυριαρχία την ασκούσαν στην πραγματικότητα οι τέσσερις Μεγάλες Δυνάμεις. Το γεγονός αυτό αφαιρούσε από την αυτονομία του νησιού την πραγματική της υπόσταση, έστω κι αν είχε εγκριθεί από τις ίδιες αυτές δυνάμεις το Σύνταγμα της Κρήτης που θεωρητικώς τη διασφάλιζε. Ήταν σαφές πως μόνο μετά τη λήξη της αρμοστείας θα ήταν δυνατή η πλήρης εφαρμογή του Συντάγματος και θα αποκτούσε, άρα, ουσιαστικό νόημα η αυτονομία. Ως τότε το μόνο που πρόσφερε η παραχώρηση Συντάγματος ήταν η ενίσχυση της αβεβαιότητας των Κρητικών σχετικά με την πολιτική κατάσταση του νησιού.
Η διάσταση των απόψεων στο πολιτικό ζήτημα δεν άργησε να λάβει τη μορφή προσωπικής αντιπαράθεσης. Ο Βενιζέλος είχε καταστήσει σαφές ότι δεν αναγνωρίζει στον Πρίγκιπα το δικαίωμα να διαχειρίζεται προσωπικώς το εθνικό ζήτημα της Κρήτης: «Ως ένας εκ των τριακοσίων χιλιάδων Κρητών, δεν σας εκχωρώ το δικαίωμά μου, ώστε μόνος σεις να ρυθμίζετε αυτοβούλως την εθνικήν πολιτικήν του τόπου μου!». Η στάση αυτή του Βενιζέλου οφειλόταν, όπως τονίζεται στο Κείμενο Γ, αφενός στην εύλογη και βαθιά ανησυχία του για οτιδήποτε σχετιζόταν με τη μελλοντική πορεία της Κρήτης και αφετέρου στην απουσία οποιασδήποτε πληροφόρησης από τον Γεώργιο για τις κινήσεις του. Ο Ηγεμόνας του νησιού προχωρούσε σε διαπραγματεύσεις με τις Δυνάμεις και έστελνε διαβήματα, χωρίς να ενημερώνει τους συμβούλους του, ενισχύοντας έτσι δραστικά τη δυσπιστία του Βενιζέλου απέναντί του. Συνάμα, κακοί σύμβουλοι του Γεωργίου διοχέτευαν χαλκευμένα και συκοφαντικά κείμενα στις αθηναϊκές εφημερίδες εναντίον του Ελευθερίου Βενιζέλου, γεγονός που δημιούργησε βαρύ κλίμα διχασμού.

Αριστέα Παπαλεξάνδρου «Έσχατη αποτύπωση»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Αριστέα Παπαλεξάνδρου «Έσχατη αποτύπωση»

Μουντή πολύ μουντή
και ξεφτισμένη
τριχρωμία
Ασπρόμαυρο
στο κίτρινο το χλιαρό
της ώχρας
Πορτρέτο πιθανόν
ή σκίτσο ή
φωτογραφία
Του περασμένου μου
θανάτου το συμβάν
με θέμα
Αιμόφυρτη γυναίκα
χάμω
Το βλέμμα καρφωμένο
στο ταβάνι
Κάποιος τη σκότωσε
Κανείς δεν ξέρει

Τούτη η φάση
η επόμενη
ένα σημάδι θα ’πρεπε
να φέρει

Αριστέα Παπαλεξάνδρου (2004), Άλλοτε αλλού, Αθήνα: Νεφέλη

Η παρατήρηση μιας πολύ παλιάς φωτογραφίας φέρνει στην επιφάνεια μια δύσκολη περίοδο στη ζωή της ποιήτριας, στο πλαίσιο της οποίας είχε βιώσει έναν βίαιο ψυχικό τραυματισμό. Η μακρά χρονική απόσταση, ωστόσο, από το γεγονός αυτό κι ο ευεργετικός μηχανισμός της λήθης, δεν επιτρέπουν μήτε στην ίδια να θυμηθεί και να προσδιορίσει τον θύτη αυτού του τραύματος.

«Μουντή πολύ μουντή
και ξεφτισμένη
τριχρωμία
Ασπρόμαυρο
στο κίτρινο το χλιαρό
της ώχρας»

Η παλαιότητα της παρατηρούμενης φωτογραφίας καταγράφεται με ιδιαίτερα εμφατικό τρόπο, προκειμένου να γίνει εξαρχής εμφανές πως η εικόνα που έχει αποτυπωθεί σε αυτή τοποθετείται στο μακρινό παρελθόν. Μόνο, άλλωστε, εξαιτίας αυτής της μεγάλης χρονικής απόστασης μπορεί να δικαιολογηθεί η αδυναμία της ποιήτριας να ανακαλέσει ουσιώδη στοιχεία σχετικά με το τι ακριβώς της είχε συμβεί τότε.
Πρόκειται, λοιπόν, για μια παλιά ασπρόμαυρη φωτογραφία, η οποία είναι πια πολύ μουντή, έχει χάσει δηλαδή πλήρως την καθαρότητά της κι έχει ξεφτίσει, αφού παραδόθηκε στη φθορά του χρόνου. Εξαιτίας, μάλιστα, της παλαιότητάς της έχει αποκτήσει μιαν ακόμη απόχρωση (τριχρωμία), αυτή την κιτρινωπή της ώχρας, που φανερώνει ξεκάθαρα το πέρασμα του χρόνου.

«Πορτρέτο πιθανόν
ή σκίτσο ή
φωτογραφία
Του περασμένου μου
θανάτου το συμβάν»

Λόγω της φθοράς, που έχει αλλοιώσει τελείως τα χαρακτηριστικά της, η φωτογραφία αυτή θα μπορούσε να εκληφθεί ακόμη και για σκίτσο ή πορτρέτο. Είναι, δηλαδή, τόσο παλιά, ώστε ένας βιαστικός παρατηρητής θα μπορούσε να τη θεωρήσει ζωγραφική αποτύπωση κι όχι φωτογραφική.
Εκείνο, βέβαια, που έχει τη μεγαλύτερη σημασία είναι πως ό,τι βρίσκεται αποτυπωμένο σε αυτή αποτελεί ένα κρίσιμο για την ποιήτρια γεγονός, αφού πρόκειται για τον «περασμένο» -για τον ξεχασμένο πια- θάνατό της.

«με θέμα
Αιμόφυρτη γυναίκα
χάμω
Το βλέμμα καρφωμένο
στο ταβάνι»

Το θέμα της φωτογραφίας-πορτρέτου είναι μια αιμόφυρτη γυναίκα που είναι πεσμένη κάτω κι έχει το βλέμμα της καρφωμένο στο ταβάνι. Ό,τι αντικρίζει, δηλαδή, η ποιήτρια σ’ αυτή την παλιά φωτογραφία είναι ο εαυτός της -σε κάποια απροσδιόριστη περίοδο της ζωής της- ψυχικά εξαντλημένος, με το κενό βλέμμα να μαρτυρά πως έχει τόσο πληγωθεί, ώστε έχει χάσει πια κάθε ζωτικότητα ή κάθε διάθεση για ζωή.
Ο ψυχικός της τραυματισμός, εμφανής στο βλέμμα και στην παγωμένη έκφραση του προσώπου, αποδίδεται εδώ με την ένταση μιας δολοφονίας, καθώς η γυναίκα αυτής της φωτογραφίας δεν είναι απλώς στεναχωρημένη ή κουρασμένη. Είναι, αναμφίβολα, βαθύτατα πληγωμένη.

«Κάποιος τη σκότωσε
Κανείς δεν ξέρει
Τούτη η φάση
η επόμενη
ένα σημάδι θα ’πρεπε
να φέρει»

Κάποιος έχει καταφέρει ένα ισχυρότατο ψυχικό τραύμα στη γυναίκα της φωτογραφίας, αλλά ακόμη κι η ίδια η ποιήτρια αγνοεί την ταυτότητά του, αφού πρόκειται για ένα γεγονός τόσο παλιό, ώστε έχει πια ξεχάσει καθετί σχετικό με αυτό. Προσπαθεί παρατηρώντας λεπτομερώς τη φωτογραφία αυτή, αλλά και επόμενες, να εντοπίσει κάποιο σημάδι που θα ενεργοποιήσει τη μνήμη της και θα της φανερώσει το θύτη αυτού του συναισθηματικού εγκλήματος, αλλά κάθε της προσπάθεια είναι μάταιη. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη ούτε σε αυτή τη φωτογραφία, ούτε στις επόμενες που να μαρτυρά το δράστη.
Το μεταφορικό αυτό έγκλημα έχει παραγραφεί, μιας και το πέρασμα του χρόνου έχει σβήσει κάθε στοιχείο που θα ήταν ικανό να ενοχοποιήσει ένα συγκεκριμένο πρόσωπο. Μένει, έτσι, η ποιήτρια να παρατηρεί τον εαυτό της σε μια οδυνηρή του φάση, χωρίς ωστόσο να είναι σε θέση να θυμηθεί την αιτία του προφανούς αυτού πόνου.

Ερμηνευτικό σχόλιο
Θέμα του ποιήματος, κατά τη γνώμη μου, είναι η λυτρωτική λειτουργία του χρόνου, που κατορθώνει να επουλώσει κατά τέτοιο τρόπο τα ισχυρά ψυχικά τραύματα του παρελθόντος, ώστε κατόπιν το άτομο να μην έχει πια την παραμικρή ανάμνηση της οδύνης που τα είχε συνοδεύσει. Με τον ιδιαίτερα δηλωτικό τίτλο «Έσχατη αποτύπωση» η ποιήτρια αναφέρεται -διφορούμενα όπως προκύπτει- στην τελευταία αποτύπωση όχι της ζωής της, αλλά μιας επώδυνης περιόδου, που παρήλθε χωρίς να αφήσει έστω και το ελάχιστο σημάδι στην ψυχή της. Η τυχαία παρατήρηση μιας πολύ παλιάς φωτογραφίας, όπως εμφατικά τονίζεται με τη χρήση επιθέτων (Μουντή πολύ μουντή / και ξεφτισμένη / τριχρωμία), υπενθυμίζει στην ποιήτρια πως κάποτε είχε αισθανθεί έναν ισχυρότατο ψυχικό τραυματισμό (Του περασμένου μου / θανάτου το συμβάν). Με μια παραστατική εικόνα, μάλιστα, κατορθώνει να αναδείξει με ενάργεια την έκταση του ψυχικού εκείνου πόνου (Αιμόφυρτη γυναίκα χάμω). Τώρα πια όμως, παρά την προσπάθεια, αδυνατεί να θυμηθεί την αιτία αυτού του πόνου ή τον θύτη αυτού του συναισθηματικού εγκλήματος (Κάποιος τη σκότωσε / Κανείς δεν ξέρει).
Η διαπίστωση της ποιήτριας πως μετά από αρκετά χρόνια δεν μπορεί να θυμηθεί ποιος την είχε πληγώσει τόσο πολύ, ώστε στη φωτογραφία να δίνει την εντύπωση ανθρώπου ψυχικά απονεκρωμένου, προσδίδει στο θέμα του ποιήματος την αξία μιας πολύτιμης παραμυθίας. Άνθρωποι -ιδίως νέοι σε ηλικία- που περνούν κάποια δύσκολη περίοδο στη ζωή τους, θα πρέπει να έχουν κατά νου πως το πέρασμα του χρόνου έχει τη δύναμη να απαλύνει ή και να απαλείφει κάθε οδυνηρό βίωμα.

Ιστορία Προσανατολισμού: Σουλιώτες πρόσφυγες (επεξεργασία πηγών)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Maryam Barari 

Ιστορία Προσανατολισμού: Σουλιώτες πρόσφυγες (επεξεργασία πηγών)

ΠΗΓΗ 1
Ο εκπατρισμός των Σουλιωτών
Οι Σουλιώται συγκατένευσαν να παραδώσωσι την Κιάφαν, αλλά δεν ηθέλησαν να μετοικήσωσιν εις μέρος τουρκικόν, και απήτησαν να μεταβιβασθώσιν υπό ιόνιον σημαίαν εις την Επτάνησον (...). Εισηκούσθη και η προς τον μέγαν αρμοστήν πρεσβεία, και υπεγράφη συνθήκη εν Πρεβέζη την 28 Ιουλίου [1822] εν τη οικία και υπό την εγγύησιν του εκεί Άγγλου προξένου (...). Έστειλαν εν πρώτοις εις τον αιγιαλόν οι Σουλιώται τας οικογενείας και τα σκεύη των, κατέβησαν την 2 Σεπτεμβρίου και αυτοί ένοπλοι και απέπλευσαν συν γυναιξί και τέκνοις υπό συνοδίαν αγγλικών πολεμικών πλοίων εις Κεφαλληνίαν (...).
...........................................................................................................................
Εν Μεσολογγίω (...) τον μεν Μαυροκορδάτον μόνον 25 φρουροί ηκολούθησαν, τον δε Μάρκον [Μπότσαρη] και Κίτσον [Τζαβέλα] 35 οπλοφόροι.

Σπυρίδων Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμ. Β΄, σσ. 287-288 και 332.

ΠΗΓΗ 2
Οι Σουλιώτες δυστυχούν στα Επτάνησα
Εις την Κέρκυραν τους επερίμενε μόνον η πείνα και η εξευτελιστική περιπλάνησις ανά την πόλιν. Μη γνωρίζοντες τίποτε άλλο από την χρήσιν των όπλων, που είχαν δι’ αυτούς την θέσιν μέσων ζωής από τότε που το Σούλι ηγεμόνευεν επί των γύρω του περιφερειών (...) χωρίς την γνώσιν κανενός επαγγέλματος, δεν ήσαν ικανοί δια καμμίαν βιοποριστικήν εργασίαν. Εζήτησαν τότε από την διοίκησιν να τους επιτραπή να κατέλθουν εις την Ελλάδα. Ο Μαίτλανδ τους απάντησεν ότι δεν θα τους επέτρεπε ν’ αναχωρήσουν παρά μόνον αν παρελάμβαναν μαζί των και τας οικογενείας των, αλλ’ αυτό ήταν αδύνατον εις τους Σουλιώτας (...). Και οι σημαντικότεροι και οι ζωηρότεροι ήρχισαν να φεύγουν ο ένας μετά τον άλλον. Κατηυθύνοντο οι περισσότεροι προς το Μεσολόγγι, όπου ευρίσκετο ο Μάρκος Μπότσαρης και ο ευμενής προς αυτούς Μαυροκορδάτος.

Διονύσιος Κόκκινος, Ελληνική Επανάστασις, τόμ. 3, σσ. 130-131.

ΠΗΓΗ 3
Συνωστισμός στο Μεσολόγγι
Η κατάστασις εις την Δυτικήν Στερεάν Ελλάδα μετά την εκδίωξιν των Τούρκων κατά τον χειμώνα του 1822-1823 δεν ήτο καθόλου ευχάριστος. Εις τας αντιζηλίας μεταξύ των οπλαρχηγών, τους γογγυσμούς των κατοίκων, ιδίως του Μεσολογγίου, μη δυναμένων να υποφέρουν την διατροφήν των σουλιωτικών και άλλων στρατιωτικών σωμάτων, προσετέθη, ως επί πλέον αιτία προς διενέξεις, και η παρά της κυβερνήσεως παραχώρησις εις τους Σουλιώτας του Ζαπαντίου, κώμης βορειοδυτικώς του Αγρινίου κειμένης, κατόπιν σχετικής των αιτήσεως. Τούτο εξηρέθησε τοσούτον τους εντοπίους κατά των Σουλιωτών, ώστε τα πράγματα έβαινον προς εμφύλιον πόλεμον.
(...) Μεταξύ των μελών του βουλευτικού υπήρχον αντιδρώντες εις την παραχώρησιν του Ζαπαντίου εις τους Σουλιώτας, ιδίως εντόπιοι, φοβούμενοι την απώλειαν του εδάφους τούτου και την γειτονίαν των πολεμικών Σουλιωτών. Δι’ αυτό και η υπό της βουλής αναβολή λήψεως αποφάσεως επί της υποθέσεως ταύτης.
(...) Προφανώς οι αντιδρώντες βουλευταί απέβλεπον εις το να κερδίσουν καιρόν και εις το να οργανώσουν την κατά των Σουλιωτών αντίδρασιν των εντοπίων. Και πράγματι οι κάτοικοι των πλησίον του Ζαπαντίου τόπων (...) παρήκουσαν εις τας διαταγάς της κυβερνήσεως περί παραχωρήσεως γαιών εις τους Σουλιώτας. Επειδή δε εκ της εγερθείσης μεταξύ Σουλιωτών και εντοπίων έριδος εκινδύνευε να ματαιωθή η εκστρατεία των Ελλήνων της Δυτικής Στερεάς Ελλάδος κατά των Τούρκων (...) απεφασίσθη ν’ αναβληθή το ζήτημα του συνοικισμού ένεκα των κρισίμων περιστάσεων, αφ’ ου άλλως τε το ίδιον το Ζαπάντι ήτο εκτεθειμένον εις τας προσβολάς του εχθρού (...).
Εντεύθεν (...) εξηγούνται (...) αι εσωτερικαί ταραχαί, αι οποίαι παρετηρήθησαν μετά την οικτράν διάλυσιν της εν έτει 1822 εκστρατείας των Τούρκων, διότι οι μεν στρατιώται της Δυτικής Στερεάς Ελλάδος έζων με τα εισοδήματα των επαρχιών, εις τας οποίας οι εντόπιοι οπλαρχηγοί είχον τας έδρας των, εν ω οι Σουλιώται, ως ξένοι εν τη χώρα, ετρέφοντο εις βάρος των πολιτών, ιδίως του Μεσολογγίου, όπου όλοι είχον συγκεντρωθή μετά τας μάχας Καρπενησίου και Καλιακούδας (...). [Οι Σουλιώτες] εζήτουν μετά πείσματος καθυστερουμένους μισθούς, διότι ό,τι είχον το εδαπάνησαν κατά την διαμονήν των εις τα Επτάνησα (...). Ο Μαυροκορδάτος δι’ αλλεπαλλήλων συνελεύσεων προσεπάθησε να εισαγάγη τακτικήν διοίκησιν εις την χώραν και έλαβε μέτρα εξοικονομήσεως των οικογενειών των Σουλιωτών.
Ούτω αι περιπέτειαι του πολέμου, (...) δεν επέτρεψαν την πραγματοποίησιν του συνοικισμού των Σουλιωτών εις το Ζαπάντι.

Απ. Βακαλόπουλος, Πρόσφυγες και προσφυγικόν ζήτημα κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν του 1821, σσ. 28-32.

ΠΗΓΗ 4
Το «ακανθώδες» θέμα της διανομής των εθνικών γαιών
Η λύσις του προσφυγικού ζητήματος κατά την Επανάστασιν, ως και των μεγάλων αυτής δημογραφικών και κοινωνικών ζητημάτων, συνήντησε μεγάλας δυσκολίας. (...) Παρά ταύτα είχεν εξευρεθή η ορθή βάσις προς αποκατάστασιν των προσφύγων. Ήτο δε αύτη η εγκατάστασις αυτών εις τας καθ’ άπασαν την χώραν ευρισκομένας εθνικάς γαίας, τας γαίας δηλαδή εκείνας, αι οποίαι ανήκον άλλοτε εις τους εκδιωχθέντας Τούρκους (...).
Κατά την επανάστασιν όμως και μετ’ αυτήν εις την διανομήν των εθνικών γαιών, η οποία ήτο εν εκ των ακανθωδεστέρων ζητημάτων, αντέδρων οι ολίγοι. Ειδικώς δε δια τους πρόσφυγας, το πνεύμα του τοπικισμού, υποδαυλιζόμενον υπό των διαφόρων προκρίτων ή στρατιωτικών αρχηγών, (...) ήτο το σοβαρότερον εμπόδιον δια την μη ομαδικήν εγκατάστασιν των προσφύγων κατά τόπους προελεύσεως εις διάφορα μέρη της Ελλάδος.

Απ Βακαλόπουλος, Πρόσφυγες και προσφυγικόν ζήτημα κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν του 1821, σ. 111.

Με βάση τα στοιχεία που θα αντλήσετε από τα πιο πάνω παραθέματα και τις γνώσεις σας από το σχολικό εγχειρίδιο σχετικά με τους Σουλιώτες πρόσφυγες,
α) να επισημάνετε τις περιοχές στις οποίες εγκαταστάθηκαν, β) να αναφερθείτε στους λόγους για τους οποίους η επαναστατική κυβέρνηση τους παραχώρησε τόπο εγκατάστασης (Ζαπάντι), γ) να σχολιάσετε την απόφαση αυτή, καθώς και την αντίδραση των αυτοχθόνων.

α) Μεγάλα κύματα προσφύγων από την Ήπειρο κατευθύνθηκαν στη Δυτική Στερεά, για να αποφύγουν τα τουρκικά αντίποινα, μετά την καταστολή του κινήματος, το καλοκαίρι του 1821. Πλήθη συνέρρευσαν στο Μεσολόγγι. Τελευταίοι κατέφθασαν οι Σουλιώτες στις αρχές του 1823, μέσω των Ιόνιων νησιών, μετά τη λύση της πολιορκίας του Σουλίου. Σύμφωνα με την Ιστορία του Σπυρίδωνα Τρικούπη, οι Σουλιώτες αφού δέχτηκαν να παραδώσουν το χωριό της Κιάφας, μη θέλοντας να μεταφερθούν σε εδάφη που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των Τούρκων, απαίτησαν να μεταβιβαστούν στα Επτάνησα. Η πρεσβεία τους στον μέγα αρμοστή βρήκε θετική ανταπόκριση και υπογράφτηκε σχετική συνθήκη στην Πρέβεζα (28 Ιουλίου 1822) στο σπίτι και υπό την εγγύηση του εκεί Άγγλου πρόξενου. Έτσι, στις 2 Σεπτεμβρίου οι ένοπλοι Σουλιώτες μεταφέρθηκαν με συνοδεία αγγλικών πολεμικών στην Κεφαλλονιά, έχοντας μαζί τους τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Κάποιοι Σουλιώτες, ωστόσο, κατευθύνθηκαν στο Μεσολόγγι , αφού 25 ακολούθησαν εκεί τον Μαυροκορδάτο και 35 τους δικούς τους Μάρκο Μπότσαρη και Κίτσο Τζαβέλα.  
Η παρουσία των Σουλιωτών στα Επτάνησα, εντούτοις, όπως αυτό καταγράφεται στην Ιστορία του Διονύσιου Κόκκινου, σημαδεύτηκε από μεγάλες δυσκολίες γι’ αυτούς. Οι Σουλιώτες δεν γνώριζαν κανένα βιοποριστικό επάγγελμα, αφού πάντοτε διασφάλιζαν τα αναγκαία με τη χρήση των όπλων τους από τις γύρω περιοχές, τις οποίες και ήλεγχαν. Κατέληξαν, έτσι, να περιπλανιούνται πεινασμένοι και ταπεινωμένοι στην Κέρκυρα. Για τον λόγο αυτό ζήτησαν από τον Μαίτλαντ, ύπατο αρμοστή των Ιονίων νήσων, να τους επιτρέψει να μετακινηθούν στην Ελλάδα. Εκείνος, ωστόσο, για να συμφωνήσει έθεσε ως όρο να παραλάβουν μαζί τους και τις οικογένειές τους, κάτι που έμοιαζε αδύνατο στους Σουλιώτες. Παρά τη σχετική υπόδειξη του Μαίτλαντ, πάντως, οι σημαντικότεροι από αυτούς άρχισαν σταδιακά να μεταβαίνουν στο Μεσολόγγι, όπου βρίσκονταν, όπως αναφέρει κι ο Σπυρίδων Τρικούπης, ο Μαυροκορδάτος και ο Σουλιώτης Μάρκος Μπότσαρης.

β) Οι Σουλιώτες πρόσφυγες έφτασαν σε μια περίοδο κατά την οποία το Μεσολόγγι, μετά την εκδίωξη των Τούρκων από τη Δυτική Στερεά, είχε πλέον επιβαρυνθεί υπερβολικά. Οι εγχώριοι δυσφορούσαν έντονα γι’ αυτήν τη συνεχή εισροή προσφυγικών πληθυσμών. Για να ανακουφιστεί η πόλη, το Βουλευτικό παραχώρησε στους Σουλιώτες το Ζαπάντι, βορειοδυτικά του Αγρινίου. Όπως σημειώνει ο Απ. Βακαλόπουλος, ενώ οι άλλοι στρατιώτες της Δυτικής Στερεάς διασφάλιζαν τη διαβίωσή τους με τις εισφορές των επαρχιών στις οποίες είχαν την έδρα τους οι οπλαρχηγοί τους, οι Σουλιώτες επιβίωναν εις βάρος των πολιτών, ιδίως του Μεσολογγίου, όπου είχαν συγκεντρωθεί οι περισσότεροι. Είχαν, άλλωστε, απομείνει, όπως δήλωναν οι ίδιοι, χωρίς πόρους, αφού τα χρήματά τους τα είχαν δαπανήσει κατά την παραμονή τους στα Επτάνησα, γι’ αυτό και ζητούσαν επίμονα να λάβουν τους μισθούς τους. Στο αίτημα αυτό ανταποκρίθηκε, ως ένα βαθμό, ο Μαυροκορδάτος, ο οποίος προσπαθούσε να οργανώσει την τακτική διοίκηση της χώρας.    

γ) Η παραχώρηση του Ζαπαντίου, όπως επισημαίνει ο Απόστολος Βακαλόπουλος στην Ιστορία του, ενέτεινε τις εσωτερικές εντάσεις των Ελλήνων της Δυτικής Στερεάς, οι οποίοι ήδη βρίσκονταν σε δυσχέρεια λόγω των ανταγωνισμών μεταξύ των οπλαρχηγών, αλλά και λόγω της υποχρέωσης να διατρέφουν τους Σουλιώτες και άλλα στρατιωτικά σώματα που είχαν μεταβεί εκεί. Υπήρξε, μάλιστα, τόσο έντονος εκνευρισμός στους ντόπιους από αυτή την απόφαση, ώστε υπήρξε κίνδυνος να προκληθεί εμφύλιος πόλεμος.
Σύμφωνα, μάλιστα, με τον Απ. Βακαλόπουλο, σε αυτούς που αντιδρούσαν στην παραχώρηση του Ζαπαντίου συγκαταλέγονταν και μέλη του βουλευτικού -κυρίως όσοι προέρχονταν από εκείνη την περιοχή-, διότι είτε φοβόντουσαν πως θα χάσουν αυτά τα εδάφη είτε θεωρούσαν πως θα είναι επικίνδυνη η γειτνίαση με τους ένοπλους Σουλιώτες. Προέκυψε, κατ’ αυτό τον τρόπο αναβολή στη διαδικασία λήψης απόφασης από τη βουλή σχετικά με αυτό το ζήτημα. Αναβολή που εξυπηρετούσε την πρόθεση των βουλευτών αυτών να οργανώσουν την αντίδραση των ντόπιων. Πράγματι, οι κάτοικοι, έχοντας και την παρακίνηση των βουλευτών, παράκουσαν στις σχετικές διαταγές της κυβέρνησης και εξέφρασαν τη διαμαρτυρία τους για την επικείμενη παραχώρηση στους Σουλιώτες. Οι οργανωμένες αυτές αντιδράσεις των ντόπιων ματαίωσαν τελικά τη σχεδιαζόμενη παραχώρηση γης για εγκατάσταση προσφύγων. Στη ματαίωση αυτή, όπως επισημαίνει ο Απ. Βακαλόπουλος, έπαιξε ρόλο και το γεγονός πως εξαιτίας της έντασης που είχε προκληθεί ανάμεσα στους ντόπιους και τους πρόσφυγες Σουλιώτες, είχε τεθεί σε κίνδυνο η πραγματοποίηση της σχεδιαζόμενης εκστρατείας των Ελλήνων της Δυτικής Στερεάς εναντίον των Τούρκων. Ως εκ τούτου, η απόφαση να αναβληθεί η μετακίνηση των Σουλιωτών στο Ζαπάντι οφείλεται και στις κρίσιμες εκείνες περιστάσεις. Επρόκειτο, άλλωστε, για περιοχή που ήταν εκτεθειμένη στις επιθέσεις του εχθρού.
Παρά την αποτυχία, η απόφαση αυτή αποτελεί την πρώτη ιδέα για αποκατάσταση προσφύγων στα χρόνια του Αγώνα και έφερε στο προσκήνιο το ζήτημα αξιοποίησης των «εθνικών γαιών», που επρόκειτο να απασχολήσει αργότερα το νεοελληνικό κράτος. Σχετικά με το ζήτημα αυτό ο Απ. Βακαλόπουλος σχολιάζει πως η εγκατάσταση των προσφύγων στις εθνικές γαίες αποτελούσε ορθή λύση για την αποκατάστασή τους. Κατά τη διάρκεια της επανάστασης, εντούτοις, όπως κι αμέσως μετά από αυτή, η επιλογή της διανομής των εθνικών γαιών συνάντησε πολλές δυσκολίες, λόγω των αντιδράσεων που έφερναν λίγοι κάθε φορά Έλληνες. Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά την αποκατάσταση των προσφύγων, πρόκριτοι ή στρατιωτικοί αρχηγοί, φρόντιζαν να υποδαυλίζουν το τοπικιστικό πνεύμα των κατοίκων, ώστε να ματαιώνεται κάθε σχεδιαζόμενη ομαδική εγκατάστασή τους στις διάφορες περιοχές της χώρας.

Ιστορία Προσανατολισμού: Διαγώνισμα (Η κρίση του 1932 – Δικτατορία Ι. Μεταξά)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Amy Haselhurst 

Ιστορία Προσανατολισμού: Διαγώνισμα (Η κρίση του 1932 – Δικτατορία Ι. Μεταξά)

ΟΜΑΔΑ ΠΡΩΤΗ
ΘΕΜΑ Α1
Να δώσετε το περιεχόμενο των ακόλουθων ιστορικών όρων:
α. Διχοτόμηση της δραχμής (Μάρτιος 1922)
β. Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδος (Σ.Ε.Κ.Ε.)
γ. Αγροτική μεταρρύθμιση
Μονάδες 15

ΘΕΜΑ Α2
Να χαρακτηρίσετε τις προτάσεις που ακολουθούν, γράφοντας στην κόλλα αναφοράς που σας δόθηκε το γράμμα που αντιστοιχεί στην κάθε πρόταση και δίπλα του τη λέξη Σωστό, αν η πρόταση είναι σωστή, ή τη λέξη Λάθος, αν η πρόταση είναι λανθασμένη:
α. Οι ιδιώτες συμμετείχαν στο κόστος κατασκευής του σιδηροδρομικού δικτύου με μικρότερο ποσοστό (περίπου 20%). 
β. Τα 97 ελληνικά ατμόπλοια του 1890 έγιναν 191 το 1901 και 389 το 1912.
γ. Το 1840 τα ελληνικά πλοία είχαν συνολική χωρητικότητα 100.000 τόνους, ενώ το 1886 ξεπερνούσαν τους 300.000 τόνους.
δ. Μόνο προς το τέλος του 19ου αιώνα η ελληνική ναυτιλία ακολούθησε ανοδική πορεία.
ε. Οι Εκλεκτικοί υποστήριζαν την ανάπτυξη του κοινοβουλευτισμού και τον εκσυγχρονισμό της χώρας. 
Μονάδες 10

ΘΕΜΑ Β1
α) Ποια ήταν η οικονομική λειτουργία της Εθνικής Τράπεζας κατά τα πρώτα χρόνια μετά την ίδρυσή της; (μονάδες 5)
β) Ποιοι ήταν οι λόγοι ίδρυσης της Τράπεζας της Ελλάδος (μονάδες 5) και ποιος ήταν ο ρόλος της στη διαχείριση των δημοσίων οικονομικών της χώρας μέχρι τις αρχές του 1932; (μονάδες 5)
Μονάδες 15

ΘΕΜΑ Β2
Πώς διαμορφώθηκε η διαδικασία επιλογής των υποψηφίων βουλευτών και το εκλογικό σύστημα στην Ελλάδα κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα;
Μονάδες 10

ΟΜΑΔΑ ΔΕΥΤΕΡΗ
ΘΕΜΑ Γ1
Με βάση τις ιστορικές σας γνώσεις και αντλώντας στοιχεία από το κείμενο που σας δίνεται: α) να καταγράψετε τους λόγους που οδήγησαν την Ελλάδα στην επιλογή του κρατικού παρεμβατισμού στα οικονομικά ζητήματα (μονάδες 6), β) τις επιπτώσεις που προέκυψαν στις συναλλαγές της με το εξωτερικό (μονάδες 7), και γ) να παρουσιάσετε διεξοδικά τη μέθοδο διακανονισμού «κλήριγκ» (μονάδες 12).
Μονάδες 25

Κείμενο
Το συνολικό εξωτερικό εμπόριο, δηλ. εισαγωγές και εξαγωγές, μετά το 1929 δεν έπαυσε να μειώνεται: από 1.363 εκ. χρυσών δραχμών, το 1929, κατήλθε σε 1.127 εκ. το 1930, σε 817 εκ. το 1931, και σε 524 εκ. το 1932. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, δηλ. από το 1923 οι συνθήκες του εξωτερικού εμπορίου δεν έπαψαν να βελτιώνονται, από την άποψη του ισοσκελισμού. Έτσι, μεταξύ 1923 και 1939, η αύξηση των εισαγωγών περιορίσθηκε σε 103%, ενώ οι εξαγωγές αυξήθηκαν κατά 268%. Αυτό είχε σαν συνέπεια τη σημαντική βελτίωση του εξωτερικού ισοζυγίου:
ΟΙ ΕΞΑΓΩΓΕΣ ΩΣ ΠΟΣΟΣΤΟ ΤΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΩΝ
Έτος                                       %
1923                                        41,6%
1928                                       50,8
1938                                       68,7
1939                                        75,4
Η βελτίωση του ισοζυγίου ήταν αποτέλεσμα της πολιτικής της σχετικής αυτάρκειας και της αυξήσεως των εξαγωγών μέσω των συμψηφιστικών ανταλλαγών. […]
Η βασική αρχή της νέας εμπορικής πολιτικής ήταν ότι οι εισαγωγές έπρεπε, όσο ήταν δυνατόν, να πληρώνονται με τα εξαγόμενα εθνικά προϊόντα. Η μέθοδος των clearing αποφεύγει σε μεγάλο βαθμό την παρεμβολή του συναλλάγματος και γι’ αυτό συγκρίνεται με τις πρωτόγονες μορφές των ανταλλαγών. Με το μηχανισμό αυτό, κάθε χώρα εξωθείται να μην εισάγει προϊόντα άλλης, παρά μόνο υπό τον όρο ότι και αυτή η τελευταία δέχεται να εισαγάγει σ’ αντιστάθμιση προϊόντα ίσης αξίας της πρώτης. Η μορφή αυτή του εμπορίου προτιμήθηκε στο μεσοπόλεμο από πολλές χώρες, γιατί επέτρεπε την εξοικονόμηση συναλλάγματος και για τις δύο εμπορευόμενες πλευρές. Ήδη στα 1932 η Ελλάδα είχε υπογράψει τέτοιες συμφωνίες συμψηφιστικών ανταλλαγών με 10 χώρες (Γερμανία, Αυστρία, Γιουγκοσλαβία, Γαλλία, Τσεχοσλοβακία, Αργεντινή, Περσία, Σουηδία, Ουγγαρία, Αλβανία). 
Η μέθοδος των clearing επέτρεπε διάφορες παραλλαγές γύρω από το ποσοστό των εισαγωγών που θα καλυπτόταν με εξαγόμενα προϊόντα και γύρω από το ποσοστό που θα καλυπτόταν με καθαρό συνάλλαγμα.
Το πλεονέκτημα της μεθόδου αυτής ήταν ότι στηριζόταν σε συμφωνίες ολιγόμηνης διάρκειας, ανανεώσιμες, πράγμα που έδινε στον μηχανισμό των clearing μια ιδιαίτερη ευκαμψία και ικανότητα προσαρμογής στις μεταβαλλόμενες συνθήκες. Η Γερμανία συμφώνησε αρχικά να πληρώνει σε δραχμές το 30% της αξίας των εισαγόμενων ελληνικών προϊόντων. Η συμφωνία είχε την έννοια ότι η Γερμανία για να διαθέτει δραχμές όφειλε, πουλώντας γερμανικά είδη στην Ελλάδα, να δέχεται, μέχρις ενός ορίου, να πληρωθεί με δραχμές. Η συμφωνία με τη Γιουγκοσλαβία προέβλεπε ότι 35% των γιουγκοσλαβικών εξαγωγών στην Ελλάδα θα πληρωνόταν με δραχμές, τις οποίες φυσικά η Γιουγκοσλαβία, με τη σειρά της, όφειλε να καταναλώσει αγοράζοντας ελληνικά προϊόντα.
Ως το 1936, διέρχονταν από τα γραφεία συμψηφισμών περίπου τα 76,5% των εξαγωγών και τα 52,5% των εισαγωγών της Ελλάδος. Η εξέλιξη αυτή επέφερε, όπως ήταν φυσικό, έναν ακόμη μεγαλύτερο έλεγχο του κράτους πάνω στο εξωτερικό εμπόριο. Τα 95% των συμψηφιστικών πληρωμών διέρχονταν πια από τα λογιστικά γραφεία του κράτους. Το κράτος όμως παράλληλα ανέλαβε, με τον τρόπο αυτό, την προώθηση των ελληνικών εξαγωγών, σαν ένα μέσο για τη βελτίωση των δημοσιονομικών πραγμάτων.

Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΕ΄, Εκδοτική Αθηνών

ΘΕΜΑ Δ1
Με βάση τις ιστορικές σας γνώσεις και αντλώντας στοιχεία από τα κείμενα που σας δίνονται, να απαντήσετε στα ακόλουθα ερωτήματα:
α) Ποιες υπήρξαν οι πολιτικές συνθήκες της εποχής που επέτρεψαν την άνοδο του Ι. Μεταξά στην εξουσία;
β) Ποια στάση τήρησαν τα άλλα κόμματα απέναντι στον Μεταξά;

Κείμενο Α
Η συζήτηση για τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβερνήσεως έγινε στις 27 Απριλίου. Ο Σοφούλης θεώρησε τις δηλώσεις πλούσιες και ότι έθιγαν όλους σχεδόν τους τομείς του δημόσιου βίου και τα προβλήματα της κοινωνικής ζωής, αλλά η εκτέλεση ενός τέτοιου προγράμματος «ατυχώς» δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί «εντός των τεταγμένων ορίων μιας κυβερνητικής διάρκειας». Τόνισε όμως την αποσιώπηση από μέρους του πρωθυπουργού ενός σπουδαίου ζητήματος: του αποτακτικού. […] Δήλωσε όμως ότι το κόμμα των Φιλελευθέρων θα δώσει ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση, «με την ιδιαιτέραν όμως σύστασιν» να τακτοποιήσει πλήρως και ικανοποιητικά «το ζήτημα το αποτακτικόν». Ο Τσαλδάρης υποσχέθηκε να δώσει ψήφο ανοχής, κάνοντας και αυτός μια σύσταση στην κυβέρνηση: να λάβει μέτρα για «την εσωτερικήν γαλήνην και τάξιν της χώρας» και να μη δεχτεί προτάσεις ή πιέσεις για την κατάργηση παρόμοιων μέτρων που ίσχυαν, όπως ο νόμος 4229, γιατί, όπως τόνισε, «και αν υποτεθή ότι περιορίζεται κατά τι η κακή χρήσις του δικαιώματος της ελευθερίας ωρισμένων προσώπων πρέπει να γνωρίζωμεν και να να είμεθα βέβαιοι και πάντες έχομεν υπόψη τούτο ότι η ελευθερία δεν υφίσταται παρά όταν εξασφαλίζεται η ελευθερία όλων, και τα μέτρα ταύτα προς τον σκοπόν τούτον τείνοντα, μολονότι ελήφθησαν παρά του αντιθέτου κόμματος, τα επικροτώ δια την περίπτωσην καθ’ ην ελήφθησαν, δια την υπεράσπισιν της ελευθερίας του συνόλου του λαού». […]
Ο Καφαντάρης [Προοδευτικό Κόμμα] αρνήθηκε ψήφο εμπιστοσύνης και τόνισε την ανάγκη επαναφοράς των απότακτων αξιωματικών και της αποκαταστάσεως 1.200 υπαλλήλων που είχαν απολυθεί μετά το κίνημα. Ο Παπαναστασίου [Δημοκρατική Ένωσις] δήλωσε ότι ούτε ψήφο εμπιστοσύνης θα έδινε ούτε και θα καταψήφιζε την κυβέρνηση και ότι η άρνησή του ήταν «ψήφος διαμαρτυρίας» κατά των μεγάλων κομμάτων που δε συνεννοούνταν. […]
Ψήφο εμπιστοσύνης αρνήθηκε και ο Σκλάβαινας του Παλλαϊκού Μετώπου, αφού καταδίκασε πρώτα τον «αντικοινοβουλευτικό» χαρακτήρα της κυβερνήσεως και τον τρόπο διορισμού της, με την περιφρόνηση δηλ. της Βουλής, και διατύπωσε την απορία «πώς τα κόμματα, που λέγουν ότι αγωνίζονται δια την αποκατάστασιν των λαϊκών ελευθεριών και της λαϊκής κυριαρχίας, γίνονται συνυπεύθυνα αυτής της ανωμαλίας και αυτής της ολοφάνερης παραβιάσεως του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος».

Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΕ΄, Εκδοτική Αθηνών

Κείμενο Β
Την παραμονή του Μεταξά στην εξουσία εξασφαλίζει και η ψήφος εμπιστοσύνης ή ανοχής που του έδωσαν στις 25 Απριλίου οι αρχηγοί των πολιτικών κομμάτων […]. Ενόμιζαν ότι η λύση του πολιτικού θέματος με την κυβέρνηση Μεταξά ήταν προσωρινή και ότι θα τους επέτρεπε να εξακολουθούν με άνεση τα παζαρέματά τους. Οι πολιτικοί με τη γενικότερη απερίσκεπτη συμπεριφορά τους, αλλά και με την πράξη τους αυτή περνούσαν οι ίδιοι τον βρόχο γύρω από τον λαιμό τους και άνοιγαν τον δρόμο προς τη δικτατορία. Η ιδέα της τρεφόταν από την κατάσταση αυτή και καλλιεργούνταν έντεχνα. Στις 4 Ιουνίου ο Παπαναστασίου μάταια παρατηρούσε: «Εις την Ελλάδα υπό την επήρειαν του μεγάλου κομματικού πάθους, μικραί διαφοραί εξωγκώθησαν εις σύμβολα μέχρι βαθμού επικινδύνου και αι αγαθώτεραι προσπάθειαι συνετρίβησαν. Υπό τοιούτους όρους εμφανίζεται επιτηδείως το φάσμα αυταρχικής διακυβερνήσεως, δηλαδή επιβολής της δικτατορίας. Το φαινόμενο είναι πράγματι απογοητευτικόν». […]
Στις 28 Ιουλίου ο Σοφούλης με επίσημες ανακοινώσεις του στις εφημερίδες δηλώνει ότι μετά τη λήξη του πενταμήνου θα άρει την εμπιστοσύνη προς την κυβέρνηση Μεταξά. Η δήλωση αυτή επισπεύδει την κήρυξη της δικτατορίας: ο Μεταξάς δεν είχε σκοπό να εγκαταλείψει την εξουσία, εφόσον μάλιστα είχε παγιώσει τη θέση του και είχε αρχίσει να εφαρμόζει ορισμένα μέτρα του προγράμματός του.

Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος «Νέα Ελληνική Ιστορία 1204-1985», Εκδόσεις Βάνιας 

Ενδεικτικές απαντήσεις

ΘΕΜΑ Α1
α. Το Μάρτιο του 1922 τα δημοσιονομικά δεδομένα της Ελλάδας έφτασαν σε πλήρες αδιέξοδο, το οποίο αντιμετωπίστηκε με έναν απρόσμενο τρόπο. Λίγους μήνες πριν από την κατάρρευση του Ελληνικού Μετώπου στη Μικρά Ασία, η Κυβέρνηση προέβει σε ένα πρωτότυπο εσωτερικό αναγκαστικό δάνειο, με διχοτόμηση του χαρτονομίσματος. Το αριστερό τμήμα εξακολουθούσε να κυκλοφορεί στο 50% της αναγραφόμενης αξίας, ενώ το δεξιό ανταλλάχθηκε με ομολογίες του Δημοσίου. Η επιχείρηση στέφθηκε από επιτυχία, το κράτος απέκτησε 1.200.000.000 δραχμές και το πείραμα επαναλήφθηκε το 1926. Φυσικά, ο νομισματικός αυτός ελιγμός δεν στάθηκε ικανός να προλάβει τη Μικρασιατική καταστροφή και τις βαρύτατες συνέπειές της.

β. Το 1918 ιδρύθηκε το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδος (Σ.Ε.Κ.Ε.) από συνέδριο σοσιαλιστών. Βασικές θέσεις του προγράμματός του ήταν δημοκρατία, παροχή εκλογικού δικαιώματος στις γυναίκες, αναλογικό εκλογικό σύστημα, εθνικοποίηση των μεγάλων πλουτοπαραγωγικών πηγών. Σχετικά με την εξωτερική πολιτική ζητούσε ειρήνη, χωρίς προσάρτηση εδαφών, βασισμένη στο δικαίωμα αυτοδιάθεσης των λαών. Τα προβλήματα που αφορούσαν τα διαμφισβητούμενα εδάφη, θα λύνονταν με δημοψηφίσματα. Ήταν το πιο αυστηρά οργανωμένο κόμμα της εποχής. Το 1919 απομακρύνθηκε από την αρχή της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και υιοθέτησε την αρχή της δικτατορίας του προλεταριάτου. Το 1924 προσχώρησε στην τρίτη κομμουνιστική διεθνή και μετονομάστηκε σε Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος (Κ.Κ.Ε.).

γ. Καθώς η κατοχή γης έπαυε προοδευτικά να είναι πηγή εξουσίας και κοινωνικού -ταξικού- κύρους, λόγω της βιομηχανικής επανάστασης, άνοιξαν οι δρόμοι για την αγροτική μεταρρύθμιση. Την κατάργηση δηλαδή των μεγάλων ιδιοκτησιών και την κατάτμηση των αξιοποιήσιμων εδαφών σε μικρές παραγωγικές μονάδες, οικογενειακού χαρακτήρα, που ανταποκρίνονταν καλύτερα στις νέες παραγωγικές και κοινωνικές συνθήκες.

ΘΕΜΑ Α2
α. Λάθος
β. Σωστό
γ. Λάθος
δ. Λάθος
ε. Λάθος

ΘΕΜΑ Β1
α) Η δραστηριότητα της Εθνικής Τράπεζας στα πρώτα στάδια ήταν μάλλον χωρίς σαφή προσανατολισμό, καθώς οι συνθήκες που επικρατούσαν στην ελληνική οικονομία δεν ήταν δυνατόν να αλλάξουν με ταχείς ρυθμούς. Το μεγάλο της πλεονέκτημα και ταυτόχρονα η κύρια πηγή εσόδων της ήταν το εκδοτικό δικαίωμα, η δυνατότητα της να εκδίδει τραπεζογραμμάτια, χαρτονομίσματα δηλαδή, για λογαριασμό του ελληνικού κράτους. Το τελευταίο μάλιστα ενίσχυε ή και επέβαλλε την κυκλοφορία τους.

β) Το 1927, με αφορμή το αίτημα της Ελλάδας στην Κοινωνία των Εθνών για παροχή πρόσθετου δανείου, τέθηκε το ζήτημα της δημιουργίας μιας κεντρικής κρατικής τράπεζας, που θα αναλάμβανε τη διαχείριση των χρεών, την έκδοση χαρτονομίσματος και την ενιαία εφαρμογή της κυβερνητικής οικονομικής πολιτικής. Παρά τις αντιδράσεις της Εθνικής Τράπεζας και κάτω από την πίεση των ξένων συμβούλων, το Μάιο του 1927 ιδρύθηκε η Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία άρχισε τη λειτουργία της ένα χρόνο αργότερα. Πολύ γρήγορα πέτυχε σταθερές ισοτιμίες της δραχμής με τα ξένα νομίσματα, στηρίζοντας την έκδοση χαρτονομίσματος στα αποθέματά της σε χρυσό και συνάλλαγμα και εξασφαλίζοντας τη μετατρεψιμότητα του εθνικού νομίσματος σε χρυσό. Η επιτυχία αυτή οδήγησε τα δημόσια οικονομικά σε περίοδο ευφορίας, βελτίωσε την πιστοληπτική ικανότητα του κράτους, ενίσχυσε την εισροή συναλλάγματος και τις επενδύσεις και προκάλεσε μία ισχυρή δυναμική που επέτρεψε τις σημαντικές πολιτικές, θεσμικές και οικονομικές πρωτοβουλίες της τελευταίας κυβέρνησης του Ελευθερίου Βενιζέλου (1928-1932). Η περίοδος αυτή κράτησε μέχρι τις αρχές του 1932, οπότε εκδηλώθηκαν στη χώρα οι συνέπειες της μεγάλης οικονομικής κρίσης, που ξεκίνησε από τη Νέα Υόρκη το 1929.

ΘΕΜΑ Β2
Για την επιλογή των υποψηφίων βουλευτών, δηλαδή για την τοποθέτηση συγκεκριμένων υποψηφίων στο «ψηφοδέλτιο», έπαιζε ρόλο το αν είχαν ένα δικό τους τοπικό κύκλο οπαδών, ο οποίος επηρεαζόταν βεβαίως από πελατειακές σχέσεις και εξυπηρετήσεις. Οι υποψήφιοι βουλευτές προέρχονταν σχεδόν αποκλειστικά από τα μεσαία και τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, όπως και κατά την προηγούμενη περίοδο. Πολλοί ήταν δικηγόροι και δημόσιοι υπάλληλοι.
Το εκλογικό σύστημα δεν επέβαλλε να ψηφίζει κανείς ένα μόνο κόμμα, αλλά έδινε τη δυνατότητα να ψηφίζονται όλοι οι υποψήφιοι θετικά ή αρνητικά. Επίσης, ένας εκλογέας μπορούσε να ψηφίσει θετικά κάποιον υποψήφιο στον οποίο είχε υποχρέωση, παράλληλα όμως μπορούσε να δώσει θετική ψήφο και σε κάποιον άλλο τον οποίο θεωρούσε ικανό.
Μολαταύτα, και ιδιαίτερα μετά το 1882, όλο και συχνότερα παρουσιάζεται το φαινόμενο οι εκλογείς να ψηφίζουν με κομματικά κριτήρια και να περιορίζεται η συνήθεια να ψηφίζονται θετικά και πολιτικοί άλλων κομμάτων. Κατά τη δεκαετία του 1890 οι εκλογείς συνήθιζαν να ψηφίζουν πολιτικούς με επιρροή, μόνο εφόσον είχαν δηλώσει με σαφήνεια την κομματική τους τοποθέτηση. Ακόμα και η εκλογή ανεξάρτητων τοπικών προσωπικοτήτων άρχισε να περιορίζεται. Το 1879 π.χ. υπήρχαν στις εκλογές 24 τοπικά ψηφοδέλτια, ενώ το 1885 μόνο 4. Έτσι παρουσιαζόταν και το φαινόμενο να περιλαμβάνονται σε κομματικά ψηφοδέλτια ανεξάρτητοι υποψήφιοι, για να έχουν πιθανότητες επιτυχίας στις εκλογές. Δηλαδή ο ρόλος των κομμάτων ενισχύθηκε, απέκτησαν κύρος στη δημόσια ζωή.

ΘΕΜΑ Γ1
α)  Η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1932 έφτασε στην Ελλάδα σε μία εποχή «ευημερίας». Η «ευημερία» σήμαινε ότι η εμπιστοσύνη των Ελλήνων σε ένα καλύτερο οικονομικά μέλλον είχε αποκατασταθεί, οι σκοτεινές εποχές της δεκαετίας του 1920 έδειχναν να απομακρύνονται, οι πληγές έκλειναν, η φτώχεια περιοριζόταν και το ελληνικό κράτος έδειχνε να σχεδιάζει το μέλλον με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και αισιοδοξία.
Οι προσπάθειες της ελληνικής κυβέρνησης να αποτρέψει την κρίση εξάντλησαν τα αποθέματα της χώρας σε χρυσό και συνάλλαγμα. Την άνοιξη του 1932, όμως, η κυβέρνηση δεν μπόρεσε να αποφύγει την αναστολή της μετατρεψιμότητας του εθνικού νομίσματος, καθώς και την αναστολή εξυπηρέτησης των εξωτερικών δανείων. Έτσι εγκαινιάστηκε μια περίοδος ισχυρού κρατικού παρεμβατισμού στα οικονομικά ζητήματα, ιδιαίτερα στις εξωτερικές συναλλαγές, και μια πολιτική προστατευτισμού, με σκοπό την αυτάρκεια της χώρας. Η Ελλάδα μπήκε με τη σειρά της στο χώρο της κλειστής οικονομίας, όπου οι συναλλαγές καθορίζονταν περισσότερο από γραφειοκρατικές διαδικασίες παρά από ελεύθερες οικονομικές συμφωνίες.

β) Στο εξωτερικό εμπόριο κυριάρχησε προοδευτικά η μέθοδος του διακανονισμού «κλήριγκ». Για μια χώρα, όπως η Ελλάδα, όπου οι συναλλαγές με το εξωτερικό ήταν έντονα ελλειμματικές, η διαδικασία αυτή, πέρα από τα αρνητικά, είχε και θετικά στοιχεία. Ειδικότερα, θετική επίπτωση αποτέλεσε, σύμφωνα με το παράθεμα, η βελτίωση του εξωτερικού ισοζυγίου, ακριβώς εξαιτίας της προσπάθειας για τη διασφάλιση σχετικής αυτάρκειας, καθώς και της αύξησης των εξαγωγών μέσω της διαδικασίας των συμψηφιστικών ανταλλαγών. Με βάση τα στατιστικά στοιχεία του παραθέματος τη στιγμή που η αύξηση των εισαγωγών περιορίστηκε σε 103%, οι εξαγωγές αυξήθηκαν κατά 268%, οδηγώντας σε σημαντική αλλαγή τη συσχέτιση μεταξύ εισαγωγών κι εξαγωγών. Όπως προκύπτει από τον πίνακα του παραθέματος, ενώ το 1923 οι εξαγωγές αντιστοιχούσαν στο 41% των εισαγωγών και το 1928 στο 50,8%, μετά την οικονομική κρίση και λόγω του αυξημένου κρατικού παρεμβατισμού, οι εξαγωγές φτάνουν το 1938 να αντιστοιχούν στο 68,7% των εισαγωγών και το 1939 στο 75,4%. Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί πως λόγω της διεθνούς οικονομικής κρίσης το συνολικό εξωτερικό εμπόριο της χώρας -εισαγωγές και εξαγωγές- μειωνόταν συνεχώς. Έτσι, από 1.363 εκ. χρυσών δραχμών το 1929, έπεσε σε 1.127 εκ. το 1930, σε 817 εκ. το 1931 και σε μόλις 524 εκ. το 1932.
Επιπλέον, όπως σημειώνεται στο παράθεμα, επειδή μέχρι το 1936 περνούσαν από τα γραφεία συμψηφισμών περίπου τα 76,5% των εξαγωγών και τα 52% των εισαγωγών, ενισχύθηκε σημαντικά ο έλεγχος του κράτους στο εξωτερικό εμπόριο, καθώς τα 95% των συμψηφιστικών πληρωμών περνούσαν από τα λογιστικά του γραφεία. Αποτέλεσμα αυτού, εντούτοις, υπήρξε το γεγονός ότι το κράτος ανέλαβε την προώθηση των ελληνικών εξαγωγών, εφόσον μέσω της σχετικής αύξησης είχε τη δυνατότητα να βελτιώσει τη δημοσιονομική κατάσταση.

γ) Η μέθοδος του διακανονισμού «κλήριγκ» προέβλεπε ότι οι διεθνείς συναλλαγές δεν θα γίνονταν με βάση το μετατρέψιμο συνάλλαγμα αλλά με βάση διακρατικές συμφωνίες που θα κοστολογούσαν τα προς ανταλλαγή προϊόντα και θα φρόντιζαν να ισοσκελίσουν την αξία των εισαγωγών με την αντίστοιχη των εξαγωγών, στο πλαίσιο ειδικών λογαριασμών. Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη μέθοδο αυτή μάς παρέχει το παράθεμα, όπου διευκρινίζεται πως ζητούμενος στόχος ήταν να πληρώνονται οι εισαγωγές με εξαγόμενα εθνικά προϊόντα, ώστε να εξοικονομούν κι οι δύο εμπορευόμενες πλευρές συνάλλαγμα, χωρίς, ωστόσο, να αποκλείεται πλήρως η χρήση συναλλάγματος. Στο πλαίσιο της μεθόδου των clearing μπορούσαν να υπάρξουν διάφορες παραλλαγές σχετικά με το ποσοστό των εισαγωγών που θα καλυπτόταν με εξαγόμενα προϊόντα και σ’ εκείνο που θα καλυπτόταν με καθαρό συνάλλαγμα.
Ένα από τα πλεονεκτήματα της μεθόδου αυτής ήταν πως βασιζόταν σε βραχύχρονες συμφωνίες διάρκειας λίγων μηνών, που μπορούσαν να ανανεωθούν, διασφαλίζοντας κατ’ αυτό τον τρόπο ευκαμψία στον μηχανισμό των clearing, εφόσον μπορούσε να προσαρμοστεί στις μεταβαλλόμενες συνθήκες.
Ενδεικτικό παράδειγμα της λειτουργίας αυτού του μηχανισμού πληρωμών αποτελεί η περίπτωση της Ελλάδας, η οποία ήδη στα 1932 είχε υπογράψει συμφωνίες συμψηφιστικών ανταλλαγών με 10 χώρες, μεταξύ των οποίων ήταν η Γερμανία και η Γιουγκοσλαβία. Η συμφωνία με τη Γερμανία προέβλεπε την πληρωμή του 30% της αξίας των εισαγόμενων ελληνικών προϊόντων σε δραχμές, κάτι που σήμαινε πως προκειμένου να διαθέτει η Γερμανία ελληνικό συνάλλαγμα, όφειλε να δέχεται μέχρις ενός σημείου να πληρώνεται σε δραχμές για τα γερμανικά είδη που πουλούσε στην Ελλάδα. Η αντίστοιχη συμφωνία με τη Γιουγκοσλαβία προέβλεπε πως το 35% των εξαγωγών της στην Ελλάδα θα πληρωνόταν με δραχμές, τις οποίες, εκ των πραγμάτων, η Γιουγκοσλαβία όφειλε να αξιοποιήσει αγοράζοντας ελληνικά προϊόντα. 

ΘΕΜΑ Δ1
α) Στις 10 Οκτωβρίου 1935 ο Κονδύλης επιχείρησε στρατιωτικό κίνημα, με στόχο την παλινόρθωση της βασιλείας. Το δημοψήφισμα της 3ης Νοεμβρίου 1935 έδωσε τέλος στην αβασίλευτη δημοκρατία με ποσοστό 97,6%, προϊόν πρωτόγνωρης νοθείας και τρομοκρατίας. Μετά την άφιξη του βασιλιά, το καθεστώς του Κονδύλη αποσύρθηκε από την εξουσία. Ο Γεώργιος Β', έχοντας την υποστήριξη των βασιλικών αξιωματικών, ακολούθησε προσωπική πολιτική. Διέλυσε την Εθνοσυνέλευση και προκήρυξε εκλογές για τις 26 Ιανουαρίου 1936. Στη νέα Βουλή, οι Αντιβενιζελικοί είχαν μία έδρα περισσότερη από τους αντιπάλους τους και κανείς δεν μπορούσε να να σχηματίσει κυβέρνηση. Στις 27 Απριλίου, επειδή τα μεγάλα κόμματα αδυνατούσαν να συνεννοηθούν για το σχηματισμό κυβέρνησης, καθώς το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν ήθελε να υποστηρίξει κυβέρνηση Φιλελευθέρων, έδωσαν ψήφο εμπιστοσύνης στον I. Μεταξά, ο οποίος είχε πάρει μόλις το 4% των ψήφων στις εκλογές. Σύμφωνα με το Κείμενο Β οι άλλοι αρχηγοί πολιτικών κομμάτων θεώρησαν εσφαλμένα πως η δημιουργία κυβέρνησης από τον Ι. Μεταξά αποτελούσε μια προσωρινή λύση, που θα τους προσέφερε χρόνο για να συνεχίσουν τις μεταξύ τους διαπραγματεύσεις. Όπως σχολιάζει, όμως, ο ιστορικός επρόκειτο για μια ασύνετη επιλογή, η οποία οδηγούσε τη χώρα στη δικτατορία κι έφερνε τους πολιτικούς αρχηγούς αντιμέτωπους με τα λάθη τους. Μάταια, άλλωστε, ο Αλέξανδρος Παναστασίου διαπίστωνε στις 4 Ιουνίου πως υπό το βάρος του κομματικού φανατισμού μικρές στην ουσία τους διαφορές λάμβαναν διαστάσεις συμβόλου και καταδίκαζαν σε αποτυχία ακόμη και τις πιο αγαθές προσπάθειες συνεννοήσεως. Όπως ο ίδιος τόνιζε κάτω από τέτοιες συνθήκες το ενδεχόμενο της αυταρχικής διοίκησης, δηλαδή η επιβολή δικτατορίας, εμφανίζεται ως πιθανό. Ο δρόμος, επομένως, για την υλοποίηση των δικτατορικών σχεδίων του Μεταξά ήταν πλέον ανοιχτός. Έτσι, την 4η Αυγούστου 1936, με την προσυπογραφή των περισσότερων υπουργών και με την πρόφαση του κομμουνιστικού κινδύνου λόγω επικείμενης 24ωρης πανελλαδικής απεργίας, ο Μεταξάς, με τη σύμφωνη γνώμη του βασιλιά, ανέστειλε την ισχύ βασικών άρθρων του συντάγματος και διέλυσε τη Βουλή. Όπως προκύπτει μάλιστα από το Κείμενο Β η επίσημη ανακοίνωση του Θεμιστοκλή Σοφούλη ότι σκόπευε να άρει την ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση Μεταξά μόλις συμπληρώνονταν πέντε μήνες, αποτέλεσε αφορμή για την επίσπευση των εξελίξεων, εφόσον ο Μεταξάς δεν είχε καμία πρόθεση να εγκαταλείψει την εξουσία, ιδίως αφού είχε εδραιώσει τη θέση του κι είχε αρχίσει να εφαρμόζει κάποια από τα μέτρα του κυβερνητικού του προγράμματος. Ο Μεταξάς ήταν, άλλωστε, σε όλη του τη σταδιοδρομία εχθρός του κοινοβουλευτισμού και υποστηρικτής αυταρχικών μεθόδων στην πολιτική. Όταν του δόθηκε η ευκαιρία, έκανε πράξη τις θεωρίες του. Η δικτατορία του Μεταξά έβαλε τέλος στη Δημοκρατία του Μεσοπολέμου και σε μία ολόκληρη εποχή της πολιτικής ιστορίας της Ελλάδας.

β) Με βάση τις πληροφορίες του Κειμένου Α, που αποτελεί έμμεση πηγή μιας και αντλείται από το συλλογικό ιστορικό έργο «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», ο Θεμιστοκλής Σοφούλης, αρχηγός του κόμματος των Φιλελευθέρων, συμφώνησε να δώσει ψήφο εμπιστοσύνης στον Ι. Μεταξά, με τη βασική σύσταση να επιλύσει το αποτακτικό ζήτημα (ζητούσε, δηλαδή, την επαναφορά στο στράτευμα των βενιζελικών αξιωματικών). Κατά τη δική του γνώμη, οι προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης του Μεταξά ήταν ικανοποιητικές, εφόσον αφορούσαν όλες τις πτυχές του δημόσιου βίου και καίρια προβλήματα της κοινωνικής ζωής, έστω κι αν δεν μπορούσαν επί της ουσίας να υλοποιηθούν στα στενά χρονικά πλαίσια μιας κυβερνητικής θητείας. Ο Παναγής Τσαλδάρης, αρχηγός του Λαϊκού κόμματος, από την άλλη, δήλωσε πως θα δώσει ψήφο ανοχής στην κυβέρνηση Μεταξά, προτείνοντάς του να φροντίσει για τη διασφάλιση της εσωτερικής γαλήνης και την τήρηση της τάξης στη χώρα. Κατά τη δική του γνώμη, μάλιστα, ο Μεταξάς όφειλε να διατηρήσει τα μέτρα που απέβλεπαν σε αυτό τον σκοπό, όπως ήταν ο νόμος 4229 -έστω κι αν τον είχαν ψηφίσει οι Φιλελεύθεροι, που ήταν οι πολιτικοί αντίπαλοι του Λαϊκού κόμματος-, διότι χάρη σε αυτόν περιοριζόταν η «κακή» χρήση της ελευθερίας ορισμένων πολιτών, προκειμένου να διασφαλιστεί η ελευθερία του συνόλου των πολιτών.
Ο Γεώργιος Καφαντάρης, αρχηγός του Προοδευτικού κόμματος, αρνήθηκε να δώσει ψήφο εμπιστοσύνης στον Μεταξά, τονίζοντας πως ήταν ανάγκη να επανέλθουν στο στράτευμα οι απότακτοι αξιωματικοί, αλλά και να προσληφθούν εκ νέου οι 1.200 υπάλληλοι που είχαν απολυθεί μετά το αποτυχημένο κίνημα του 1935. Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, αρχηγός της Δημοκρατικής Ένωσις, δήλωσε πως δεν θα δώσει ψήφο εμπιστοσύνης, αλλά ούτε και θα καταψηφίσει την κυβέρνηση Μεταξά, εκφράζοντας κατ’ αυτό τον τρόπο τη διαμαρτυρία του απέναντι στα μεγάλα κόμματα που αδυνατούσαν να συνεννοηθούν και να συγκροτήσουν κυβέρνηση. Τέλος, ο Στέλιος Σκλάβαινας, αρχηγός του Παλλαϊκού Μετώπου, αρνήθηκε να δώσει ψήφο εμπιστοσύνης, έχοντας πρώτα στηλιτεύσει τον αντικοινοβουλευτικό χαρακτήρα της κυβέρνησης, η οποία είχε διοριστεί χωρίς να ληφθούν υπόψη οι συνταγματικοί κανονισμοί που διέπουν τη λειτουργία της Βουλής. Εξέφρασε, μάλιστα, την απορία πώς οι υπόλοιποι αρχηγοί συναινούσαν στην καταστρατήγηση του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, τη στιγμή που δήλωναν πως αγωνίζονται για τη διασφάλιση των λαϊκών ελευθεριών.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...