Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «βούλομαι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «βούλομαι»
 
Ενεστώτας
Οριστική
βούλομαι, βούλ/βούλει, βούλεται, βουλόμεθα, βούλεσθε, βούλονται
Υποτακτική
βούλωμαι, βούλ, βούληται, βουλώμεθα, βούλησθε, βούλωνται
Ευκτική
βουλοίμην, βούλοιο, βούλοιτο, βουλοίμεθα, βούλοισθε, βούλοιντο
Προστακτική
---, βούλου, βουλέσθω, ---, βούλεσθε, βουλέσθων ή βουλέσθωσαν
Απαρέμφατο
βούλεσθαι
Μετοχή
βουλόμενος
βουλομένη
βουλόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
βουλόμην, βούλου, βούλετο, βουλόμεθα, βούλεσθε, βούλοντο
& βουλόμην, βούλου, βούλετο, βουλόμεθα, βούλεσθε, βούλοντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
βουλήσομαι, βουλήσ/βουλήσει, βουλήσεται, βουλησόμεθα, βουλήσεσθε, βουλήσονται
Ευκτική
βουλησοίμην, βουλήσοιο, βουλήσοιτο, βουλησοίμεθα, βουλήσοισθε, βουλήσοιντο
Απαρέμφατο
βουλήσεσθαι
Μετοχή
βουλησόμενος
βουλησομένη
βουλησόμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
βουλήθην, βουλήθης, βουλήθη, βουλήθημεν, βουλήθητε, βουλήθησαν
& βουλήθην, βουλήθης, βουλήθη, βουλήθημεν, βουλήθητε, βουλήθησαν
Υποτακτική
βουληθ, βουληθς, βουληθ, βουληθμεν, βουληθτε, βουληθσι(ν)
Ευκτική
βουληθείην, βουληθείης, βουληθείη, βουληθείημεν ή βουληθεμεν, βουληθείητε ή βουληθετε, βουληθείησαν ή βουληθεεν
Προστακτική
---, βουλήθητι, βουληθήτω, ---, βουλήθητε, βουληθέντων ή βουληθήτωσαν
Απαρέμφατο
βουληθναι
Μετοχή
βουληθείς
βουληθεσα
βουληθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
βεβούλημαι, βεβούλησαι, βεβούληται, βεβουλήμεθα, βεβούλησθε, βεβούληνται
 
Υποτακτική
βεβουλημένος- βεβουλημένη-βεβουλημένον
βεβουλημένος- βεβουλημένη-βεβουλημένον ς
βεβουλημένος- βεβουλημένη-βεβουλημένον
βεβουλημένοι- βεβουλημέναι-βεβουλημένα μεν
βεβουλημένοι- βεβουλημέναι-βεβουλημένα τε
βεβουλημένοι- βεβουλημέναι-βεβουλημένα σι
 
Ευκτική
βεβουλημένος- βεβουλημένη-βεβουλημένον εην
βεβουλημένος- βεβουλημένη-βεβουλημένον εης
βεβουλημένος- βεβουλημένη-βεβουλημένον εη
βεβουλημένοι- βεβουλημέναι-βεβουλημένα εημεν (εμεν)
βεβουλημένοι- βεβουλημέναι-βεβουλημένα (ετε)
βεβουλημένοι- βεβουλημέναι-βεβουλημένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, βεβούλησο, βεβουλήσθω, --- βεβούλησθε, βεβουλήσθων ή βεβουλήσθωσαν
 
Απαρέμφατο
βεβουλσθαι
Μετοχή
βεβουλημένος,
βεβουλημένη,
βεβουλημένον

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ὀφλισκάνω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «φλισκάνω»
 
Ενεστώτας
Οριστική
φλισκάνω, φλισκάνεις, φλισκάνει, φλισκάνομεν, φλισκάνετε, φλισκάνουσι(ν)
Υποτακτική
φλισκάνω, φλισκάνς, φλισκάν, φλισκάνωμεν, φλισκάνητε, φλισκάνωσι(ν)
Ευκτική
φλισκάνοιμι, φλισκάνοις, φλισκάνοι, φλισκάνοιμεν, φλισκάνοιτε, φλισκάνοιεν
Προστακτική
---, φλίσκανε, φλισκανέτω, ---, φλισκάνετε, φλισκανόντων (ή φλισκανέτωσαν)
Απαρέμφατο
φλισκάνειν
Μετοχή
φλισκάνων, φλισκάνουσα, φλισκάνον
 
Παρατατικός
Οριστική
φλίσκανον, φλίσκανες, φλίσκανε, φλισκάνομεν, φλισκάνετε, φλίσκανον
 
Μέλλοντας
Οριστική
φλήσω, φλήσεις, φλήσει, φλήσομεν, φλήσετε, φλήσουσι(ν)
Ευκτική
φλήσοιμι, φλήσοις, φλήσοι, φλήσοιμεν, φλήσοιτε, φλήσοιεν
Απαρέμφατο
φλήσειν
Μετοχή
φλήσων, φλήσουσα, φλσον
 
Αόριστος Β΄
Οριστική
φλον, φλες, φλε(ν), φλομεν, φλετε, φλον
Υποτακτική
φλω, φλς, φλ, φλωμεν, φλητε, φλωσι(ν)
Ευκτική
φλοιμι, φλοις, φλοι, φλοιμεν, φλοιτε, φλοιεν
Προστακτική
---
Απαρέμφατο
φλεν
Μετοχή
φλών, φλοσα, φλόν
 
Παρακείμενος
Οριστική
φληκα, φληκας, φληκε, φλήκαμεν, φλήκατε, φλήκασι(ν)
 
Υποτακτική
φληκώς- φληκυα- φληκός
φληκώς- φληκυα- φληκός ς
φληκώς- φληκυα- φληκός
φληκότες- φληκυαι- φληκότα μεν
φληκότες- φληκυαι- φληκότα τε
φληκότες- φληκυαι- φληκότα σι
 
Ευκτική
φληκώς- φληκυα- φληκός εην
φληκώς- φληκυα- φληκός εης
φληκώς- φληκυα- φληκός εη
φληκότες- φληκυαι- φληκότα εημεν (εμεν)
φληκότες- φληκυαι- φληκότα εητε (ετε)
φληκότες- φληκυαι- φληκότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
φληκώς- φληκυα- φληκός σθι
φληκώς- φληκυα- φληκός στω
---
φληκότες- φληκυαι- φληκότα στε
φληκότες- φληκυαι- φληκότα στων
 
Απαρέμφατο
φληκέναι
Μετοχή
φληκώς- φληκυα- φληκός
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
φλήκειν, φλήκεις, φλήκει, φλήκεμεν, φλήκετε, φλήκεσαν

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «λαγχάνω / λαγχάνομαι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Studio Grafiikka

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «λαγχάνω / λαγχάνομαι»
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
λαγχάνω, λαγχάνεις, λαγχάνει, λαγχάνομεν, λαγχάνετε, λαγχάνουσι(ν)
Υποτακτική
λαγχάνω, λαγχάνς, λαγχάν, λαγχάνωμεν, λαγχάνητε, λαγχάνωσι(ν)
Ευκτική
λαγχάνοιμι, λαγχάνοις, λαγχάνοι, λαγχάνοιμεν, λαγχάνοιτε, λαγχάνοιεν
Προστακτική
---, λάγχανε, λαγχανέτω, ---, λαγχάνετε, λαγχανόντων (ή λαγχανέτωσαν)
Απαρέμφατο
λαγχάνειν
Μετοχή
λαγχάνων, λαγχάνουσα, λαγχάνον
 
Παρατατικός
Οριστική
λάγχανον, λάγχανες, λάγχανε, λαγχάνομεν, λαγχάνετε, λάγχανον
 
Μέλλοντας
Οριστική
λήξομαι, λήξ /λήξει, λήξεται, ληξόμεθα, λήξεσθε, λήξονται
Ευκτική
ληξοίμην, λήξοιο, λήξοιτο, ληξοίμεθα, λήξοισθε, λήξοιντο
Απαρέμφατο
λήξεσθαι
Μετοχή
ληξόμενος, ληξομένη, ληξόμενον
 
ΑΟΡΙΣΤΟΣ Β
Οριστική
λαχον, λαχες, λαχε(ν), λάχομεν, λάχετε, λαχον
Υποτακτική
λάχω, λάχς, λάχ, λάχωμεν, λάχητε, λάχωσι(ν)
Ευκτική
λάχοιμι, λάχοις, λάχοι, λάχοιμεν, λάχοιτε, λάχοιεν
Προστακτική
---, λάχε, λαχέτω, ---, λάχετε, λαχόντων (ή λαχέτωσαν)
Απαρέμφατο
λαχεν
Μετοχή
λαχών, λαχοσα, λαχόν
 
Παρακείμενος
Οριστική
εληχα, εληχας, εληχε, ελήχαμεν, ελήχατε, ελήχασι(ν)

Υποτακτική
εληχώς- εληχυα- εληχός
εληχώς- εληχυα- εληχός ς
εληχώς- εληχυα- εληχός
εληχότες- εληχυαι- εληχότα μεν
εληχότες- εληχυαι- εληχότα τε
εληχότες- εληχυαι- εληχότα σι
 
Ευκτική
εληχώς- εληχυα- εληχός εην
εληχώς- εληχυα- εληχός εης
εληχώς- εληχυα- εληχός εη
εληχότες- εληχυαι- εληχότα εημεν (εμεν)
εληχότες- εληχυαι- εληχότα εητε (ετε)
εληχότες- εληχυαι- εληχότα εησαν (εεν)

Προστακτική
---
εληχώς- εληχυα- εληχός σθι
εληχώς- εληχυα- εληχός στω
---
εληχότες- εληχυαι- εληχότα στε
εληχότες- εληχυαι- εληχότα στων
 
Απαρέμφατο
εληχέναι
Μετοχή
εληχώς, εληχυα, εληχός
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ελήχειν, ελήχεις, ελήχει, ελήχεμεν, ελήχετε, ελήχεσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
λαγχάνομαι, λαγχάν/λαγχάνει, λαγχάνεται, λαγχανόμεθα, λαγχάνεσθε, λαγχάνονται
Υποτακτική
λαγχάνωμαι, λαγχάν, λαγχάνηται, λαγχανώμεθα, λαγχάνησθε, λαγχάνωνται
Ευκτική
λαγχανοίμην, λαγχάνοιο, λαγχάνοιτο, λαγχανοίμεθα, λαγχάνοισθε, λαγχάνοιντο
Προστακτική
---, λαγχάνου, λαγχανέσθω, ---, λαγχάνεσθε, λαγχανέσθων ή λαγχανέσθωσαν
Απαρέμφατο
λαγχάνεσθαι
Μετοχή
λαγχανόμενος
λαγχανομένη
λαγχανόμενον
 
Παρατατικός
---

Μέλλοντας
---
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
λήχθην, λήχθης, λήχθη, λήχθημεν, λήχθητε, λήχθησαν
Υποτακτική
ληχθ, ληχθς, ληχθ, ληχθμεν, ληχθτε, ληχθσι(ν)
Ευκτική
ληχθείην, ληχθείης, ληχθείη, ληχθείημεν ή ληχθεμεν, ληχθείητε ή ληχθετε, ληχθείησαν ή ληχθεεν
Προστακτική
---, λήχθητι, ληχθήτω, ---, λήχθητε, ληχθέντων ή ληχθήτωσαν
Απαρέμφατο
ληχθναι
Μετοχή
ληχθείς
ληχθεσα
ληχθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
εληγμαι, εληξαι, εληκται, ελήγμεθα, εληχθε, εληγμένοι εσί(ν)
 
Υποτακτική
εληγμένος- εληγμένη-εληγμένον
εληγμένος- εληγμένη-εληγμένον ς
εληγμένος- εληγμένη-εληγμένον
εληγμένοι- εληγμέναι-εληγμένα μεν
εληγμένοι- εληγμέναι-εληγμένα τε
εληγμένοι- εληγμέναι-εληγμένα σι
 
Ευκτική
εληγμένος- εληγμένη-εληγμένον εην
εληγμένος- εληγμένη-εληγμένον εης
εληγμένος- εληγμένη-εληγμένον εη
εληγμένοι- εληγμέναι-εληγμένα εημεν (εμεν)
εληγμένοι- εληγμέναι-εληγμένα εητε (ετε)
εληγμένοι- εληγμέναι-εληγμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, εληξο, ελήχθω, --- εληχθε, ελήχθων ή ελήχθωσαν
 
Απαρέμφατο
ελχθαι
Μετοχή
εληγμένος
εληγμένη
εληγμένον
 
Υπερσυντέλικος
---
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...