Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση
ρήματος «βούλομαι»
Ενεστώτας
Οριστική
βούλομαι, βούλῃ/βούλει, βούλεται, βουλόμεθα, βούλεσθε,
βούλονται
Υποτακτική
βούλωμαι, βούλῃ, βούληται, βουλώμεθα, βούλησθε, βούλωνται
Ευκτική
βουλοίμην, βούλοιο, βούλοιτο, βουλοίμεθα,
βούλοισθε, βούλοιντο
Προστακτική
---, βούλου, βουλέσθω, ---, βούλεσθε, βουλέσθων
ή βουλέσθωσαν
Απαρέμφατο
βούλεσθαι
Μετοχή
βουλόμενος
βουλομένη
βουλόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐβουλόμην, ἐβούλου, ἐβούλετο, ἐβουλόμεθα, ἐβούλεσθε, ἐβούλοντο
& ἠβουλόμην, ἠβούλου, ἠβούλετο, ἠβουλόμεθα, ἠβούλεσθε, ἠβούλοντο
Μέλλοντας
Οριστική
βουλήσομαι, βουλήσῃ/βουλήσει, βουλήσεται, βουλησόμεθα, βουλήσεσθε,
βουλήσονται
Ευκτική
βουλησοίμην, βουλήσοιο, βουλήσοιτο, βουλησοίμεθα,
βουλήσοισθε, βουλήσοιντο
Απαρέμφατο
βουλήσεσθαι
Μετοχή
βουλησόμενος
βουλησομένη
βουλησόμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐβουλήθην, ἐβουλήθης, ἐβουλήθη, ἐβουλήθημεν, ἐβουλήθητε, ἐβουλήθησαν
& ἠβουλήθην, ἠβουλήθης, ἠβουλήθη, ἠβουλήθημεν, ἠβουλήθητε, ἠβουλήθησαν
Υποτακτική
βουληθῶ, βουληθῇς, βουληθῇ, βουληθῶμεν, βουληθῆτε, βουληθῶσι(ν)
Ευκτική
βουληθείην, βουληθείης, βουληθείη, βουληθείημεν
ή βουληθεῖμεν, βουληθείητε
ή βουληθεῖτε, βουληθείησαν
ή βουληθεῖεν
Προστακτική
---, βουλήθητι, βουληθήτω, ---, βουλήθητε,
βουληθέντων ή βουληθήτωσαν
Απαρέμφατο
βουληθῆναι
Μετοχή
βουληθείς
βουληθεῖσα
βουληθέν
Παρακείμενος
Οριστική
βεβούλημαι, βεβούλησαι, βεβούληται, βεβουλήμεθα, βεβούλησθε,
βεβούληνται
Υποτακτική
βεβουλημένος- βεβουλημένη-βεβουλημένον ὦ
βεβουλημένος- βεβουλημένη-βεβουλημένον ᾖς
βεβουλημένος- βεβουλημένη-βεβουλημένον ᾖ
βεβουλημένοι- βεβουλημέναι-βεβουλημένα ὦμεν
βεβουλημένοι- βεβουλημέναι-βεβουλημένα ἦτε
βεβουλημένοι- βεβουλημέναι-βεβουλημένα ὦσι
Ευκτική
βεβουλημένος- βεβουλημένη-βεβουλημένον
εἴην
βεβουλημένος- βεβουλημένη-βεβουλημένον
εἴης
βεβουλημένος- βεβουλημένη-βεβουλημένον
εἴη
βεβουλημένοι- βεβουλημέναι-βεβουλημένα εἴημεν (εἶμεν)
βεβουλημένοι- βεβουλημέναι-βεβουλημένα
(εἶτε)
βεβουλημένοι- βεβουλημέναι-βεβουλημένα
εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---, βεβούλησο, βεβουλήσθω, --- βεβούλησθε,
βεβουλήσθων ή βεβουλήσθωσαν
Απαρέμφατο
βεβουλῆσθαι
Μετοχή
βεβουλημένος,
βεβουλημένη,
βεβουλημένον
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση
ρήματος «ὀφλισκάνω»
Ενεστώτας
Οριστική
ὀφλισκάνω, ὀφλισκάνεις, ὀφλισκάνει, ὀφλισκάνομεν, ὀφλισκάνετε, ὀφλισκάνουσι(ν)
Υποτακτική
ὀφλισκάνω, ὀφλισκάνῃς, ὀφλισκάνῃ, ὀφλισκάνωμεν, ὀφλισκάνητε, ὀφλισκάνωσι(ν)
Ευκτική
ὀφλισκάνοιμι, ὀφλισκάνοις, ὀφλισκάνοι, ὀφλισκάνοιμεν, ὀφλισκάνοιτε, ὀφλισκάνοιεν
Προστακτική
---, ὀφλίσκανε, ὀφλισκανέτω, ---, ὀφλισκάνετε, ὀφλισκανόντων (ή ὀφλισκανέτωσαν)
Απαρέμφατο
ὀφλισκάνειν
Μετοχή
ὀφλισκάνων, ὀφλισκάνουσα, ὀφλισκάνον
Παρατατικός
Οριστική
ὠφλίσκανον, ὠφλίσκανες, ὠφλίσκανε, ὠφλισκάνομεν, ὠφλισκάνετε, ὠφλίσκανον
Μέλλοντας
Οριστική
ὀφλήσω,
ὀφλήσεις, ὀφλήσει, ὀφλήσομεν, ὀφλήσετε, ὀφλήσουσι(ν)
Ευκτική
ὀφλήσοιμι, ὀφλήσοις, ὀφλήσοι, ὀφλήσοιμεν, ὀφλήσοιτε, ὀφλήσοιεν
Απαρέμφατο
ὀφλήσειν
Μετοχή
ὀφλήσων, ὀφλήσουσα, ὀφλῆσον
Αόριστος Β΄
Οριστική
ὦφλον,
ὦφλες, ὦφλε(ν), ὤφλομεν, ὤφλετε, ὦφλον
Υποτακτική
ὄφλω, ὄφλῃς, ὄφλῃ, ὄφλωμεν, ὄφλητε, ὄφλωσι(ν)
Ευκτική
ὄφλοιμι, ὄφλοις, ὄφλοι, ὄφλοιμεν, ὄφλοιτε, ὄφλοιεν
Προστακτική
---
Απαρέμφατο
ὀφλεῖν
Μετοχή
ὀφλών, ὀφλοῦσα, ὀφλόν
Παρακείμενος
Οριστική
ὤφληκα,
ὤφληκας, ὤφληκε, ὠφλήκαμεν, ὠφλήκατε, ὠφλήκασι(ν)
Υποτακτική
ὠφληκώς- ὠφληκυῖα- ὠφληκός ὦ
ὠφληκώς- ὠφληκυῖα- ὠφληκός ᾖς
ὠφληκώς- ὠφληκυῖα- ὠφληκός ᾖ
ὠφληκότες- ὠφληκυῖαι- ὠφληκότα ὦμεν
ὠφληκότες- ὠφληκυῖαι- ὠφληκότα ἦτε
ὠφληκότες- ὠφληκυῖαι- ὠφληκότα ὦσι
Ευκτική
ὠφληκώς- ὠφληκυῖα- ὠφληκός εἴην
ὠφληκώς- ὠφληκυῖα- ὠφληκός εἴης
ὠφληκώς- ὠφληκυῖα- ὠφληκός εἴη
ὠφληκότες- ὠφληκυῖαι- ὠφληκότα εἴημεν (εἶμεν)
ὠφληκότες- ὠφληκυῖαι- ὠφληκότα εἴητε (εἶτε)
ὠφληκότες- ὠφληκυῖαι- ὠφληκότα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---
ὠφληκώς- ὠφληκυῖα- ὠφληκός ἴσθι
ὠφληκώς- ὠφληκυῖα- ὠφληκός ἔστω
---
ὠφληκότες- ὠφληκυῖαι- ὠφληκότα ἔστε
ὠφληκότες- ὠφληκυῖαι- ὠφληκότα ἔστων
Απαρέμφατο
ὠφληκέναι
Μετοχή
ὠφληκώς- ὠφληκυῖα- ὠφληκός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ὠφλήκειν, ὠφλήκεις, ὠφλήκει, ὠφλήκεμεν, ὠφλήκετε, ὠφλήκεσαν
Studio GrafiikkaΑρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση
ρήματος «λαγχάνω / λαγχάνομαι»
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
λαγχάνω, λαγχάνεις, λαγχάνει, λαγχάνομεν, λαγχάνετε,
λαγχάνουσι(ν)
Υποτακτική
λαγχάνω, λαγχάνῃς, λαγχάνῃ, λαγχάνωμεν, λαγχάνητε, λαγχάνωσι(ν)
Ευκτική
λαγχάνοιμι, λαγχάνοις, λαγχάνοι, λαγχάνοιμεν,
λαγχάνοιτε, λαγχάνοιεν
Προστακτική
---, λάγχανε, λαγχανέτω, ---, λαγχάνετε,
λαγχανόντων (ή λαγχανέτωσαν)
Απαρέμφατο
λαγχάνειν
Μετοχή
λαγχάνων, λαγχάνουσα, λαγχάνον
Παρατατικός
Οριστική
ἐλάγχανον, ἐλάγχανες, ἐλάγχανε, ἐλαγχάνομεν, ἐλαγχάνετε, ἐλάγχανον
Μέλλοντας
Οριστική
λήξομαι, λήξῃ /λήξει, λήξεται, ληξόμεθα, λήξεσθε, λήξονται
Ευκτική
ληξοίμην, λήξοιο, λήξοιτο, ληξοίμεθα,
λήξοισθε, λήξοιντο
Απαρέμφατο
λήξεσθαι
Μετοχή
ληξόμενος, ληξομένη, ληξόμενον
ΑΟΡΙΣΤΟΣ Β
Οριστική
ἔλαχον,
ἔλαχες, ἔλαχε(ν), ἐλάχομεν, ἐλάχετε, ἔλαχον
Υποτακτική
λάχω, λάχῃς, λάχῃ, λάχωμεν, λάχητε, λάχωσι(ν)
Ευκτική
λάχοιμι, λάχοις, λάχοι, λάχοιμεν, λάχοιτε,
λάχοιεν
Προστακτική
---, λάχε, λαχέτω, ---, λάχετε, λαχόντων
(ή λαχέτωσαν)
Απαρέμφατο
λαχεῖν
Μετοχή
λαχών, λαχοῦσα, λαχόν
Παρακείμενος
Οριστική
εἴληχα,
εἴληχας, εἴληχε, εἰλήχαμεν, εἰλήχατε, εἰλήχασι(ν)
Υποτακτική
εἰληχώς- εἰληχυῖα- εἰληχός ὦ
εἰληχώς- εἰληχυῖα- εἰληχός ᾖς
εἰληχώς- εἰληχυῖα- εἰληχός ᾖ
εἰληχότες- εἰληχυῖαι- εἰληχότα ὦμεν
εἰληχότες- εἰληχυῖαι- εἰληχότα ἦτε
εἰληχότες- εἰληχυῖαι- εἰληχότα ὦσι
Ευκτική
εἰληχώς- εἰληχυῖα- εἰληχός εἴην
εἰληχώς- εἰληχυῖα- εἰληχός εἴης
εἰληχώς- εἰληχυῖα- εἰληχός εἴη
εἰληχότες- εἰληχυῖαι- εἰληχότα εἴημεν (εἶμεν)
εἰληχότες- εἰληχυῖαι- εἰληχότα εἴητε (εἶτε)
εἰληχότες- εἰληχυῖαι- εἰληχότα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---
εἰληχώς- εἰληχυῖα- εἰληχός ἴσθι
εἰληχώς- εἰληχυῖα- εἰληχός ἔστω
---
εἰληχότες- εἰληχυῖαι- εἰληχότα ἔστε
εἰληχότες- εἰληχυῖαι- εἰληχότα ἔστων
Απαρέμφατο
εἰληχέναι
Μετοχή
εἰληχώς, εἰληχυῖα, εἰληχός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
εἰλήχειν, εἰλήχεις, εἰλήχει, εἰλήχεμεν, εἰλήχετε, εἰλήχεσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
λαγχάνομαι, λαγχάνῃ/λαγχάνει, λαγχάνεται, λαγχανόμεθα, λαγχάνεσθε,
λαγχάνονται
Υποτακτική
λαγχάνωμαι, λαγχάνῃ, λαγχάνηται, λαγχανώμεθα, λαγχάνησθε,
λαγχάνωνται
Ευκτική
λαγχανοίμην, λαγχάνοιο, λαγχάνοιτο, λαγχανοίμεθα,
λαγχάνοισθε, λαγχάνοιντο
Προστακτική
---, λαγχάνου, λαγχανέσθω, ---, λαγχάνεσθε,
λαγχανέσθων ή λαγχανέσθωσαν
Απαρέμφατο
λαγχάνεσθαι
Μετοχή
λαγχανόμενος
λαγχανομένη
λαγχανόμενον
Παρατατικός
---
Μέλλοντας
---
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐλήχθην, ἐλήχθης, ἐλήχθη, ἐλήχθημεν, ἐλήχθητε, ἐλήχθησαν
Υποτακτική
ληχθῶ, ληχθῇς, ληχθῇ, ληχθῶμεν, ληχθῆτε, ληχθῶσι(ν)
Ευκτική
ληχθείην, ληχθείης, ληχθείη, ληχθείημεν
ή ληχθεῖμεν, ληχθείητε ή ληχθεῖτε, ληχθείησαν ή ληχθεῖεν
Προστακτική
---, λήχθητι, ληχθήτω, ---, λήχθητε, ληχθέντων
ή ληχθήτωσαν
Απαρέμφατο
ληχθῆναι
Μετοχή
ληχθείς
ληχθεῖσα
ληχθέν
Παρακείμενος
Οριστική
εἴληγμαι, εἴληξαι, εἴληκται, εἰλήγμεθα, εἴληχθε, εἰληγμένοι εἰσί(ν)
Υποτακτική
εἰληγμένος- εἰληγμένη-εἰληγμένον ὦ
εἰληγμένος- εἰληγμένη-εἰληγμένον ᾖς
εἰληγμένος- εἰληγμένη-εἰληγμένον ᾖ
εἰληγμένοι- εἰληγμέναι-εἰληγμένα ὦμεν
εἰληγμένοι- εἰληγμέναι-εἰληγμένα ἦτε
εἰληγμένοι- εἰληγμέναι-εἰληγμένα ὦσι
Ευκτική
εἰληγμένος- εἰληγμένη-εἰληγμένον εἴην
εἰληγμένος- εἰληγμένη-εἰληγμένον εἴης
εἰληγμένος- εἰληγμένη-εἰληγμένον εἴη
εἰληγμένοι- εἰληγμέναι-εἰληγμένα εἴημεν (εἶμεν)
εἰληγμένοι- εἰληγμέναι-εἰληγμένα εἴητε (εἶτε)
εἰληγμένοι- εἰληγμέναι-εἰληγμένα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---, εἴληξο, εἰλήχθω, --- εἴληχθε, εἰλήχθων ή εἰλήχθωσαν
Απαρέμφατο
εἰλῆχθαι
Μετοχή
εἰληγμένος
εἰληγμένη
εἰληγμένον
Υπερσυντέλικος
---