Studio Grafiikka
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «λαγχάνω / λαγχάνομαι»
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
λαγχάνω, λαγχάνεις, λαγχάνει, λαγχάνομεν, λαγχάνετε, λαγχάνουσι(ν)
Υποτακτική
λαγχάνω, λαγχάνῃς, λαγχάνῃ, λαγχάνωμεν, λαγχάνητε, λαγχάνωσι(ν)
Ευκτική
λαγχάνοιμι, λαγχάνοις, λαγχάνοι, λαγχάνοιμεν, λαγχάνοιτε, λαγχάνοιεν
Προστακτική
---, λάγχανε, λαγχανέτω, ---, λαγχάνετε, λαγχανόντων (ή λαγχανέτωσαν)
Απαρέμφατο
λαγχάνειν
Μετοχή
λαγχάνων, λαγχάνουσα, λαγχάνον
Παρατατικός
Οριστική
ἐλάγχανον, ἐλάγχανες, ἐλάγχανε, ἐλαγχάνομεν, ἐλαγχάνετε, ἐλάγχανον
Μέλλοντας
Οριστική
λήξομαι, λήξῃ /λήξει, λήξεται, ληξόμεθα, λήξεσθε, λήξονται
Ευκτική
ληξοίμην, λήξοιο, λήξοιτο, ληξοίμεθα, λήξοισθε, λήξοιντο
Απαρέμφατο
λήξεσθαι
Μετοχή
ληξόμενος, ληξομένη, ληξόμενον
ΑΟΡΙΣΤΟΣ Β
Οριστική
ἔλαχον, ἔλαχες, ἔλαχε(ν), ἐλάχομεν, ἐλάχετε, ἔλαχον
Υποτακτική
λάχω, λάχῃς, λάχῃ, λάχωμεν, λάχητε, λάχωσι(ν)
Ευκτική
λάχοιμι, λάχοις, λάχοι, λάχοιμεν, λάχοιτε, λάχοιεν
Προστακτική
---, λάχε, λαχέτω, ---, λάχετε, λαχόντων (ή λαχέτωσαν)
Απαρέμφατο
λαχεῖν
Μετοχή
λαχών, λαχοῦσα, λαχόν
Παρακείμενος
Οριστική
εἴληχα, εἴληχας, εἴληχε, εἰλήχαμεν, εἰλήχατε, εἰλήχασι(ν)
Υποτακτική
εἰληχώς- εἰληχυῖα- εἰληχός ὦ
εἰληχώς- εἰληχυῖα- εἰληχός ᾖς
εἰληχώς- εἰληχυῖα- εἰληχός ᾖ
εἰληχότες- εἰληχυῖαι- εἰληχότα ὦμεν
εἰληχότες- εἰληχυῖαι- εἰληχότα ἦτε
εἰληχότες- εἰληχυῖαι- εἰληχότα ὦσι
Ευκτική
εἰληχώς- εἰληχυῖα- εἰληχός εἴην
εἰληχώς- εἰληχυῖα- εἰληχός εἴης
εἰληχώς- εἰληχυῖα- εἰληχός εἴη
εἰληχότες- εἰληχυῖαι- εἰληχότα εἴημεν (εἶμεν)
εἰληχότες- εἰληχυῖαι- εἰληχότα εἴητε (εἶτε)
εἰληχότες- εἰληχυῖαι- εἰληχότα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---
εἰληχώς- εἰληχυῖα- εἰληχός ἴσθι
εἰληχώς- εἰληχυῖα- εἰληχός ἔστω
---
εἰληχότες- εἰληχυῖαι- εἰληχότα ἔστε
εἰληχότες- εἰληχυῖαι- εἰληχότα ἔστων
Απαρέμφατο
εἰληχέναι
Μετοχή
εἰληχώς, εἰληχυῖα, εἰληχός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
εἰλήχειν, εἰλήχεις, εἰλήχει, εἰλήχεμεν, εἰλήχετε, εἰλήχεσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
λαγχάνομαι, λαγχάνῃ/λαγχάνει, λαγχάνεται, λαγχανόμεθα, λαγχάνεσθε, λαγχάνονται
Υποτακτική
λαγχάνωμαι, λαγχάνῃ, λαγχάνηται, λαγχανώμεθα, λαγχάνησθε, λαγχάνωνται
Ευκτική
λαγχανοίμην, λαγχάνοιο, λαγχάνοιτο, λαγχανοίμεθα, λαγχάνοισθε, λαγχάνοιντο
Προστακτική
---, λαγχάνου, λαγχανέσθω, ---, λαγχάνεσθε, λαγχανέσθων ή λαγχανέσθωσαν
Απαρέμφατο
λαγχάνεσθαι
Μετοχή
λαγχανόμενος
λαγχανομένη
λαγχανόμενον
Παρατατικός
---
Μέλλοντας
---
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐλήχθην, ἐλήχθης, ἐλήχθη, ἐλήχθημεν, ἐλήχθητε, ἐλήχθησαν
Υποτακτική
ληχθῶ, ληχθῇς, ληχθῇ, ληχθῶμεν, ληχθῆτε, ληχθῶσι(ν)
Ευκτική
ληχθείην, ληχθείης, ληχθείη, ληχθείημεν ή ληχθεῖμεν, ληχθείητε ή ληχθεῖτε, ληχθείησαν ή ληχθεῖεν
Προστακτική
---, λήχθητι, ληχθήτω, ---, λήχθητε, ληχθέντων ή ληχθήτωσαν
Απαρέμφατο
ληχθῆναι
Μετοχή
ληχθείς
ληχθεῖσα
ληχθέν
Παρακείμενος
Οριστική
εἴληγμαι, εἴληξαι, εἴληκται, εἰλήγμεθα, εἴληχθε, εἰληγμένοι εἰσί(ν)
Υποτακτική
εἰληγμένος- εἰληγμένη-εἰληγμένον ὦ
εἰληγμένος- εἰληγμένη-εἰληγμένον ᾖς
εἰληγμένος- εἰληγμένη-εἰληγμένον ᾖ
εἰληγμένοι- εἰληγμέναι-εἰληγμένα ὦμεν
εἰληγμένοι- εἰληγμέναι-εἰληγμένα ἦτε
εἰληγμένοι- εἰληγμέναι-εἰληγμένα ὦσι
Ευκτική
εἰληγμένος- εἰληγμένη-εἰληγμένον εἴην
εἰληγμένος- εἰληγμένη-εἰληγμένον εἴης
εἰληγμένος- εἰληγμένη-εἰληγμένον εἴη
εἰληγμένοι- εἰληγμέναι-εἰληγμένα εἴημεν (εἶμεν)
εἰληγμένοι- εἰληγμέναι-εἰληγμένα εἴητε (εἶτε)
εἰληγμένοι- εἰληγμέναι-εἰληγμένα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---, εἴληξο, εἰλήχθω, --- εἴληχθε, εἰλήχθων ή εἰλήχθωσαν
Απαρέμφατο
εἰλῆχθαι
Μετοχή
εἰληγμένος
εἰληγμένη
εἰληγμένον
Υπερσυντέλικος
---
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «λαγχάνω / λαγχάνομαι»
Οριστική
λαγχάνω, λαγχάνεις, λαγχάνει, λαγχάνομεν, λαγχάνετε, λαγχάνουσι(ν)
λαγχάνω, λαγχάνῃς, λαγχάνῃ, λαγχάνωμεν, λαγχάνητε, λαγχάνωσι(ν)
λαγχάνοιμι, λαγχάνοις, λαγχάνοι, λαγχάνοιμεν, λαγχάνοιτε, λαγχάνοιεν
Προστακτική
---, λάγχανε, λαγχανέτω, ---, λαγχάνετε, λαγχανόντων (ή λαγχανέτωσαν)
Απαρέμφατο
λαγχάνειν
Μετοχή
λαγχάνων, λαγχάνουσα, λαγχάνον
Οριστική
ἐλάγχανον, ἐλάγχανες, ἐλάγχανε, ἐλαγχάνομεν, ἐλαγχάνετε, ἐλάγχανον
Οριστική
λήξομαι, λήξῃ /λήξει, λήξεται, ληξόμεθα, λήξεσθε, λήξονται
ληξοίμην, λήξοιο, λήξοιτο, ληξοίμεθα, λήξοισθε, λήξοιντο
Απαρέμφατο
λήξεσθαι
Μετοχή
ληξόμενος, ληξομένη, ληξόμενον
Οριστική
ἔλαχον, ἔλαχες, ἔλαχε(ν), ἐλάχομεν, ἐλάχετε, ἔλαχον
λάχω, λάχῃς, λάχῃ, λάχωμεν, λάχητε, λάχωσι(ν)
λάχοιμι, λάχοις, λάχοι, λάχοιμεν, λάχοιτε, λάχοιεν
Προστακτική
---, λάχε, λαχέτω, ---, λάχετε, λαχόντων (ή λαχέτωσαν)
Απαρέμφατο
λαχεῖν
λαχών, λαχοῦσα, λαχόν
Οριστική
εἴληχα, εἴληχας, εἴληχε, εἰλήχαμεν, εἰλήχατε, εἰλήχασι(ν)
εἰληχώς- εἰληχυῖα- εἰληχός ὦ
εἰληχώς- εἰληχυῖα- εἰληχός ᾖς
εἰληχότες- εἰληχυῖαι- εἰληχότα ὦμεν
εἰληχώς- εἰληχυῖα- εἰληχός εἴην
---
εἰληχώς- εἰληχυῖα- εἰληχός ἴσθι
εἰληχότες- εἰληχυῖαι- εἰληχότα ἔστε
εἰληχέναι
εἰληχώς, εἰληχυῖα, εἰληχός
Οριστική
εἰλήχειν, εἰλήχεις, εἰλήχει, εἰλήχεμεν, εἰλήχετε, εἰλήχεσαν
Οριστική
λαγχάνομαι, λαγχάνῃ/λαγχάνει, λαγχάνεται, λαγχανόμεθα, λαγχάνεσθε, λαγχάνονται
λαγχάνωμαι, λαγχάνῃ, λαγχάνηται, λαγχανώμεθα, λαγχάνησθε, λαγχάνωνται
λαγχανοίμην, λαγχάνοιο, λαγχάνοιτο, λαγχανοίμεθα, λαγχάνοισθε, λαγχάνοιντο
Προστακτική
---, λαγχάνου, λαγχανέσθω, ---, λαγχάνεσθε, λαγχανέσθων ή λαγχανέσθωσαν
Απαρέμφατο
λαγχάνεσθαι
Μετοχή
λαγχανόμενος
λαγχανομένη
λαγχανόμενον
---
---
Οριστική
ἐλήχθην, ἐλήχθης, ἐλήχθη, ἐλήχθημεν, ἐλήχθητε, ἐλήχθησαν
ληχθῶ, ληχθῇς, ληχθῇ, ληχθῶμεν, ληχθῆτε, ληχθῶσι(ν)
ληχθείην, ληχθείης, ληχθείη, ληχθείημεν ή ληχθεῖμεν, ληχθείητε ή ληχθεῖτε, ληχθείησαν ή ληχθεῖεν
---, λήχθητι, ληχθήτω, ---, λήχθητε, ληχθέντων ή ληχθήτωσαν
Απαρέμφατο
ληχθῆναι
ληχθείς
ληχθεῖσα
Οριστική
εἴληγμαι, εἴληξαι, εἴληκται, εἰλήγμεθα, εἴληχθε, εἰληγμένοι εἰσί(ν)
εἰληγμένος- εἰληγμένη-εἰληγμένον ὦ
εἰληγμένος- εἰληγμένη-εἰληγμένον ᾖς
εἰληγμένοι- εἰληγμέναι-εἰληγμένα ὦμεν
εἰληγμένος- εἰληγμένη-εἰληγμένον εἴην
---, εἴληξο, εἰλήχθω, --- εἴληχθε, εἰλήχθων ή εἰλήχθωσαν
εἰλῆχθαι
εἰληγμένος
---
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου