Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ὀφλισκάνω»
Ενεστώτας
Οριστική
ὀφλισκάνω, ὀφλισκάνεις, ὀφλισκάνει, ὀφλισκάνομεν, ὀφλισκάνετε, ὀφλισκάνουσι(ν)
ὀφλισκάνω, ὀφλισκάνῃς, ὀφλισκάνῃ, ὀφλισκάνωμεν, ὀφλισκάνητε, ὀφλισκάνωσι(ν)
ὀφλισκάνοιμι, ὀφλισκάνοις, ὀφλισκάνοι, ὀφλισκάνοιμεν, ὀφλισκάνοιτε, ὀφλισκάνοιεν
---, ὀφλίσκανε, ὀφλισκανέτω, ---, ὀφλισκάνετε, ὀφλισκανόντων (ή ὀφλισκανέτωσαν)
ὀφλισκάνειν
ὀφλισκάνων, ὀφλισκάνουσα, ὀφλισκάνον
Παρατατικός
Οριστική
ὠφλίσκανον, ὠφλίσκανες, ὠφλίσκανε, ὠφλισκάνομεν, ὠφλισκάνετε, ὠφλίσκανον
Οριστική
ὀφλήσω, ὀφλήσεις, ὀφλήσει, ὀφλήσομεν, ὀφλήσετε, ὀφλήσουσι(ν)
ὀφλήσοιμι, ὀφλήσοις, ὀφλήσοι, ὀφλήσοιμεν, ὀφλήσοιτε, ὀφλήσοιεν
ὀφλήσειν
ὀφλήσων, ὀφλήσουσα, ὀφλῆσον
Οριστική
ὦφλον, ὦφλες, ὦφλε(ν), ὤφλομεν, ὤφλετε, ὦφλον
ὄφλω, ὄφλῃς, ὄφλῃ, ὄφλωμεν, ὄφλητε, ὄφλωσι(ν)
ὄφλοιμι, ὄφλοις, ὄφλοι, ὄφλοιμεν, ὄφλοιτε, ὄφλοιεν
---
Απαρέμφατο
ὀφλεῖν
ὀφλών, ὀφλοῦσα, ὀφλόν
Οριστική
ὤφληκα, ὤφληκας, ὤφληκε, ὠφλήκαμεν, ὠφλήκατε, ὠφλήκασι(ν)
Υποτακτική
ὠφληκώς- ὠφληκυῖα- ὠφληκός ὦ
ὠφληκώς- ὠφληκυῖα- ὠφληκός ᾖς
ὠφληκότες- ὠφληκυῖαι- ὠφληκότα ὦμεν
Ευκτική
ὠφληκώς- ὠφληκυῖα- ὠφληκός εἴην
Προστακτική
---
ὠφληκώς- ὠφληκυῖα- ὠφληκός ἴσθι
ὠφληκότες- ὠφληκυῖαι- ὠφληκότα ἔστε
Απαρέμφατο
ὠφληκέναι
ὠφληκώς- ὠφληκυῖα- ὠφληκός
Οριστική
ὠφλήκειν, ὠφλήκεις, ὠφλήκει, ὠφλήκεμεν, ὠφλήκετε, ὠφλήκεσαν
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου