Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «μιαίνω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «μιαίνω»
 
μιαίνω = μολύνω
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
μιαίνω, μιαίνεις, μιαίνει, μιαίνομεν, μιαίνετε, μιαίνουσι(ν)
Υποτακτική
μιαίνω, μιαίνς, μιαίν, μιαίνωμεν, μιαίνητε, μιαίνωσι(ν)
Ευκτική
μιαίνοιμι, μιαίνοις, μιαίνοι, μιαίνοιμεν, μιαίνοιτε, μιαίνοιεν
Προστακτική
---, μίαινε, μιαινέτω, ---, μιαίνετε, μιαινόντων (ή μιαινέτωσαν)
Απαρέμφατο
μιαίνειν
Μετοχή
μιαίνων, μιαίνουσα, μιανον
 
Παρατατικός
Οριστική
μίαινον, μίαινες, μίαινε, μιαίνομεν, μιαίνετε, μίαινον
 
Μέλλοντας
Οριστική
μιαν, μιανες, μιανε, μιανομεν, μιανετε, μιανοσι(ν)
Ευκτική
μιανομι, μιανος, μιανο, ή μιανοίην, μιανοίης, μιανοίη, μιανομεν, μιανοτε, μιανοεν
Απαρέμφατο
μιανεν
Μετοχή
μιανν, μιανοσα, μιανον
 
Αόριστος
Οριστική
μίανα, μίανας, μίανε(ν), μιάναμεν, μιάνατε, μίαναν
Υποτακτική
μιάνω, μιάνς, μιάν, μιάνωμεν, μιάνητε, μιάνωσι(ν)
Ευκτική
μιάναιμι, μιάναις ή μιάνειας, μιάναι ή μιάνειε(ν), μιάναιμεν, μιάναιτε, μιάναιεν ή μιάνειαν
Προστακτική
---, μίανον, μιανάτω, ---, μιάνατε, μιανάντων (ή μιανάτωσαν)
Απαρέμφατο
μιναι
Μετοχή
μιάνας, μιάνασα, μιναν
 
Παρακείμενος
Οριστική
μεμίαγκα, μεμίαγκας, μεμίαγκε, μεμιάγκαμεν, μεμιάγκατε, μεμιάγκασι(ν)
 
Υποτακτική
μεμιαγκώς- μεμιαγκυα- μεμιαγκός
μεμιαγκώς- μεμιαγκυα- μεμιαγκός ς
μεμιαγκώς- μεμιαγκυα- μεμιαγκός
μεμιαγκότες- μεμιαγκυαι- μεμιαγκότα μεν
μεμιαγκότες- μεμιαγκυαι- μεμιαγκότα τε
μεμιαγκότες- μεμιαγκυαι- μεμιαγκότα σι
 
Ευκτική
μεμιαγκώς- μεμιαγκυα- μεμιαγκός εην
μεμιαγκώς- μεμιαγκυα- μεμιαγκός εης
μεμιαγκώς- μεμιαγκυα- μεμιαγκός εη
μεμιαγκότες- μεμιαγκυαι- μεμιαγκότα εημεν (εμεν)
μεμιαγκότες- μεμιαγκυαι- μεμιαγκότα εητε (ετε)
μεμιαγκότες- μεμιαγκυαι- μεμιαγκότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
μεμιαγκώς- μεμιαγκυα- μεμιαγκός σθι
μεμιαγκώς- μεμιαγκυα- μεμιαγκός στω
---
μεμιαγκότες- μεμιαγκυαι- μεμιαγκότα στε
μεμιαγκότες- μεμιαγκυαι- μεμιαγκότα στων
 
Απαρέμφατο
μεμιαγκέναι
Μετοχή
μεμιαγκώς- μεμιαγκυα- μεμιαγκός
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
μεμιάγκειν, μεμιάγκεις, μεμιάγκει, μεμιάγκεμεν, μεμιάγκετε, μεμιάγκεσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
μιαίνομαι, μιαίν ή μιαίνει, μιαίνεται, μιαινόμεθα, μιαίνεσθε, μιαίνονται
Υποτακτική
μιαίνωμαι, μιαίν, μιαίνηται, μιαινώμεθα, μιαίνησθε, μιαίνωνται
Ευκτική
μιαινοίμην, μιαίνοιο, μιαίνοιτο, μιαινοίμεθα, μιαίνοισθε, μιαίνοιντο
Προστακτική
---, μιαίνου, μιαινέσθω, ---, μιαίνεσθε, μιαινέσθων ή μιαινέσθωσαν
Απαρέμφατο
μιαίνεσθαι
Μετοχή
μιαινόμενος
μιαινομένη
μιαινόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
μιαινόμην, μιαίνου, μιαίνετο, μιαινόμεθα, μιαίνεσθε, μιαίνοντο
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
μιανθήσομαι, μιανθήσ ή μιανθήσει, μιανθήσεται, μιανθησόμεθα, μιανθήσεσθε, μιανθήσονται
Ευκτική
μιανθησοίμην, μιανθήσοιο, μιανθήσοιτο, μιανθησοίμεθα, μιανθήσοισθε, μιανθήσοιντο
Απαρέμφατο
μιανθήσεσθαι
Μετοχή
μιανθησόμενος
μιανθησομένη
μιανθησόμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
μιάνθην, μιάνθης, μιάνθη, μιάνθημεν, μιάνθητε, μιάνθησαν
Υποτακτική
μιανθ, μιανθς, μιανθ, μιανθμεν, μιανθτε, μιανθσι(ν)
Ευκτική
μιανθείην, μιανθείης, μιανθείη, μιανθείημεν ή μιανθεμεν, μιανθείητε ή μιανθετε, μιανθείησαν ή μιανθεεν
Προστακτική
---, μιάνθητι, μιανθήτω, ---, μιάνθητε, μιανθέντων ή μιανθήτωσαν
Απαρέμφατο
μιανθναι
Μετοχή
μιανθείς
μιανθεσα
μιανθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
μεμίασμαι, μεμίανσαι, μεμίανται, μεμιάσμεθα, μεμίανθε, μεμιασμένοι εσί(ν)
 
Υποτακτική
μεμιασμένος- μεμιασμένη- μεμιασμένον
μεμιασμένος- μεμιασμένη- μεμιασμένον ς
μεμιασμένος- μεμιασμένη- μεμιασμένον
μεμιασμένοι- μεμιασμέναι- μεμιασμένα μεν
μεμιασμένοι- μεμιασμέναι- μεμιασμένα τε
μεμιασμένοι- μεμιασμέναι- μεμιασμένα σι
 
Ευκτική
μεμιασμένος- μεμιασμένη- μεμιασμένον εην
μεμιασμένος- μεμιασμένη- μεμιασμένον εης
μεμιασμένος- μεμιασμένη- μεμιασμένον εη
μεμιασμένοι- μεμιασμέναι- μεμιασμένα εημεν (εμεν)
μεμιασμένοι- μεμιασμέναι- μεμιασμένα εητε (ετε)
μεμιασμένοι- μεμιασμέναι- μεμιασμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, μεμίανσο, μεμιάνθω, --- μεμίανθε, μεμιάνθων ή μεμιάνθωσαν
 
Απαρέμφατο
μεμιάνθαι
Μετοχή
μεμιασμένος,
μεμιασμένη,
μεμιασμένον

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «δίνω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «δίνω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
δίνω, δίνεις, δίνει, δίνουμε, δίνετε, δίνουν
Υποτακτική
να δίνω, να δίνεις, να δίνει, να δίνουμε, να δίνετε, να δίνουν
Προστακτική
β΄ ενικό: δίνε – β΄ πληθυντικό: δίνετε
Μετοχή
δίνοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
έδινα, έδινες, έδινε, δίναμε, δίνατε, έδιναν
 
Αόριστος
Οριστική
έδωσα, έδωσες, έδωσε, δώσαμε, δώσατε, έδωσαν (ή δώσανε)
Υποτακτική
να δώσω, να δώσεις, να δώσει, να δώσουμε, να δώσετε, να δώσουν
Προστακτική
β΄ ενικό: δώσε – β΄ πληθυντικό: δώστε  
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα δίνω, θα δίνεις, θα δίνει, θα δίνουμε, θα δίνετε, θα δίνουν
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα δώσω, θα δώσεις, θα δώσει, θα δώσουμε, θα δώσετε, θα δώσουν
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω δώσει, θα έχεις δώσει, θα έχει δώσει, θα έχουμε δώσει, θα έχετε δώσει, θα έχουν δώσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω δώσει, έχεις δώσει, έχει δώσει, έχουμε δώσει, έχετε δώσει, έχουν δώσει
Υποτακτική
να έχω δώσει, να έχεις δώσει, να έχει δώσει, να έχουμε δώσει, να έχετε δώσει, να έχουν δώσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα δώσει, είχες δώσει, είχε δώσει, είχαμε δώσει, είχατε δώσει, είχαν(ε) δώσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
δίνομαι, δίνεσαι, δίνεται, δινόμαστε, δίνεστε, δίνονται 
Υποτακτική
να δίνομαι, να δίνεσαι, να δίνεται, να δινόμαστε, να δίνεστε, να δίνονται 
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: δίνεστε
Μετοχή
---
 
Παρατατικός
Οριστική
δινόμουν, δινόσουν, δινόταν, δινόμαστε, δινόσαστε, δίνονταν
(& δινόμουνα, δινόσουνα, δινότανε, δινόμασταν, δινόσασταν, δινόντουσαν
 
Αόριστος
Οριστική
δόθηκα, δόθηκες, δόθηκε, δοθήκαμε, δοθήκατε, δόθηκαν (ή δοθήκανε)
Υποτακτική
να δοθώ, να δοθείς, να δοθεί, να δοθούμε, να δοθείτε, να δοθούν
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: δοθείτε 
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα δίνομαι, θα δίνεσαι, θα δίνεται, θα δινόμαστε, θα δίνεστε, θα δίνονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα δοθώ, θα δοθείς, θα δοθεί, θα δοθούμε, θα δοθείτε, θα δοθούν
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω δοθεί, θα έχεις δοθεί, θα έχει δοθεί, θα έχουμε δοθεί, θα έχετε δοθεί, θα έχουν δοθεί 
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω δοθεί, έχεις δοθεί, έχει δοθεί, έχουμε δοθεί, έχετε δοθεί, έχουν δοθεί
Υποτακτική
να έχω δοθεί, να έχεις δοθεί, να έχει δοθεί, να έχουμε δοθεί, να έχετε δοθεί, να έχουν δοθεί
Μετοχή
δοσμένος, δοσμένη, δοσμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα δοθεί, είχες δοθεί, είχε δοθεί, είχαμε δοθεί, είχατε δοθεί, είχαν(ε) δοθεί 
 
Σημειώσεις:
 
1. Συχνά παρατηρούνται ορθογραφικά λάθη σε διάφορους χρόνους του ρήματος δίνω ως προς την εναλλαγή των –ω και –ο. Οι διαφορές στην ορθογραφία οφείλονται στην κατανομή των θεμάτων δω- και δο- του ρήματος δίδωμι στην Αρχαία Ελληνική. Με βάση την κατανομή αυτήν, οι τύποι του ρήματος ορθογραφούνται ως εξής:
Γράφονται με –ω (δω-) στους συνοπτικούς χρόνους (αοριστικούς) τύπους της ενεργητικής φωνής και στους αντίστοιχους συντελικούς χρόνους: δώσω (παρα-δώσω, μετα-δώσω, δια-δώσω…) –έδωσα (παρ-έδωσα, διέ-δωσα, μετ-έδωσα) – έχω / είχα / θα έχω δώσει (παραδώσει, διαδώσει, μεταδώσει…).
Γράφονται με –ο (δο) στους συνοπτικούς (αοριστικούς) τύπους της μεσοπαθητικής φωνής και στους αντίστοιχους συντελικούς χρόνους: δοθώ (παρα-δοθώ, δια-δοθώ, μετα-δοθώ…) – δόθηκα (παρά-δόθηκα, δια-δόθηκα, μετα-δόθηκα…) – έχω / είχα / θα έχω δοθεί (παρα-δοθεί, δια-δοθεί, μετα-δοθεί…).
Ομοίως με ο- ορθογραφούνται οι λόγιες μετοχές σε –μένος, είτε χρησιμοποιούνται με αναδιπλασιασμό είτε χωρίς (π.χ. προδομένος, παραδεδομένος, διαδεδομένος…).
Μερικοί ομιλητές παρασύρονται από τους συνοπτικούς χρόνους δώσω, έδωσα και γράφουν εσφαλμένα με -ω- τα αντίστοιχα ουσιαστικά. Ωστόσο, τα ουσιαστικά αυτά έχουν σχηματιστεί με βάση το θέμα δο- και, επομένως, γράφονται ήδη από την αρχαιότητα με –ο: δόση, μετάδοση, απόδοση…  
 
2. Σύνταξη του δίνω. Το ρήμα δίνω συντάσσεται με γενική στα νότια ελλαδικά ιδιώματα (σύνταξη που έχει γενικευθεί στην κοινή Νέα Ελληνική, π.χ. Μου δίνει χρήματα, αλλά με αιτιατική στα βόρεια ιδιώματα (Με δίνει χρήματα). Σε τέτοιες περιπτώσεις δεν μιλούμε για σωστό / λάθος ούτε για καλύτερο / χειρότερο, διότι και οι δύο συντακτικές δομές (με αιτιατική και με γενική) είναι σωστές με διαφορετική κατανομή χρήσεως στη μία και ενιαία ελληνική γλώσσα (την αιτιατική στα βόρεια και τη γενική στα νότια ιδιώματα).
 
3. Προσοχή.
Ενεργητική φωνή: έδωσα – δώσω – έχω δώσει
Μεσοπαθητική φωνή: δόθηκα – δοθώ – έχω δοθεί.
 
Πηγή σημειώσεων: Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό των δυσκολιών και των λαθών στη χρήση της ελληνικής, Κέντρο Λεξικολογίας.
 
 
 
 

Ιστορία Β΄ Λυκείου: Οι Καρολίδες και η ακμή της φραγκικής δύναμης (πηγή)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Ιστορία Β΄ Λυκείου: Οι Καρολίδες και η ακμή της φραγκικής δύναμης (πηγή)
 
Αντλώντας στοιχεία από το παρακάτω κείμενο και αξιοποιώντας τις γνώσεις σας, να απαντήσετε τεκμηριωμένα στα εξής:
α. Ποιοι ήταν αρμόδιοι στο κράτος του Καρλομάγνου για την στρατιωτική και την πολιτική διοίκηση και ποιοι για τα οικονομικά ζητήματα και την είσπραξη των φόρων;
β. Ποιος είναι ο ρόλος που φαίνεται να αποκτά η Εκκλησία και ποια στοιχεία του κειμένου επιβεβαιώνουν τον ρόλο αυτό;
 
ΚΕΙΜΕΝΟ
Ούτε μεγάλη αυλή, ούτε μεγάλη γραφειοκρατία είχε ο Καρλομάγνος. Είχε τρεις υπουργούς που τους λέγανε: τον Κουροπαλάτη, τον Κοντόσταβλο, και τον Αρχιτρίκλινο. Κι ήτανε σαν υπουργός των Εξωτερικών ο πρώτος, σαν υπουργός των Στρατιωτικών ο δεύτερος και σαν υπουργός των Οικονομικών ο τρίτος. Είχε κι έναν κληρικό που κανόνιζε τα θρησκευτικά κι αυτοί ήτανε όλοι του οι συνεργάτες. […] Έστελνε ο Καρλομάγνος δύο αντιπροσώπους του, έναν κόμη και έναν επίσκοπο και παίρνανε τους φόρους. […] Έκανε μια παλατιανή σχολή κι έβαλε έναν σπουδαίο τότε, τον Αλκουίνο, σαν είδος υπουργού Παιδείας. Η παιδεία αυτή είχε βάση τα θρησκευτικά. […] Πάντως τα υποστήριζε τα παιδιά που μαθαίνανε γράμματα και τα είχε υπό την προστασία του.
 
Τσιφόρος, Ν., Ιστορία της Γαλλίας, Ερμής, Αθήνα 1983, σ. 43-44.
 
α. Όταν πέθανε ο Πιπίνος το Φραγκικό Βασίλειο περιλάμβανε τη σημερινή Γαλλία και ένα μέρος της σημερινής Γερμανίας. Ο διάδοχος του Κάρολος ο Μέγας (Καρλομάγνος) κατέκτησε πολλά εδάφη και επεξέτεινε σημαντικά την επικράτειά του. Για να ενισχύσει, μάλιστα, την εσωτερική οργάνωση του κράτους του ο Κάρολος πήρε διάφορα μέτρα. Διαίρεσε, κατ’ αρχάς, τη φραγκική επικράτεια σε 200 περίπου κομητείες. Οι κόμητες ασκούσαν, με τη βοήθεια των επισκόπων τη στρατιωτική και πολιτική διοίκηση, και συγχρόνως ήταν δικαστές και φοροεισπράκτορες. Την πληροφορία αυτή επιβεβαιώνει, ο Ν. Τσιφόρος, ο οποίος, συνάμα, διευκρινίζει πως σε ανώτατο διοικητικό επίπεδο ο Καρλομάγνος αξιοποιούσε μόλις τρεις υπουργούς προκειμένου να αποφεύγει τα γραφειοκρατικά προβλήματα. Τον Κουροπλάτη, που είχε καθήκοντα υπουργού Εξωτερικών, τον Κοντόσταβλο, που είχε την ευθύνη των Στρατιωτικών, καθώς και τον Αρχιτρίκλινο, ο οποίος ασκούσε καθήκοντα υπουργού Οικονομικών. Επικουρικά, ο Καρλομάγνος αξιοποιούσε τη βοήθεια ενός κληρικού για τα θρησκευτικά ζητήματα. Ο Καρλομάγνος καθιέρωσε, επίσης, το θεσμό των βασιλικών απεσταλμένων, οι οποίοι θα επέβλεπαν την εφαρμογή των νόμων και των διαταγμάτων που εξέδιδε.
 
β. Το γεγονός ότι ο Πάπας είχε στέψει τον Πιπίνο ελέω Θεού βασιλέα των Φράγκων (754), είχε προσδώσει στη φραγκική βασιλεία μεγάλο ηθικό κύρος, αφού ο βασιλιάς είχε λάβει την παπική ευλογία και με τον τρόπο αυτό επικράτησε στην Ευρώπη η αντίληψη της ελέω Θεού βασιλείας. Ο Πιπίνος και οι γιοι του ονομάστηκαν πατρίκιοι των Ρωμαίων, τίτλος που συνεπαγόταν την υποχρέωση του βασιλικού οίκου να προστατεύει τη Ρώμη. Έτσι, ο παπισμός συνδέθηκε στενά με το Βασίλειο των Φράγκων. Ο Καρλομάγνος, ακολουθώντας τη στενή αυτή σχέση με την παπική εκκλησία, προχώρησε σε εκκλησιαστική μεταρρύθμιση που συμπλήρωσε τη διοικητική μεταρρύθμιση. Η Εκκλησία απετέλεσε από τότε παράγοντα συνοχής και ενότητας για το κράτος του. Προκειμένου, άλλωστε, να ενισχύσει έτι περαιτέρω το θρησκευτικό συναίσθημα, σύμφωνα με τις πληροφορίες του Ν. Τσιφόρου, ο Καρλομάγνος είχε ιδρύσει μια παλατιανή σχολή, υπό τη διοίκηση του λόγιου Αλκουίνου, στο πλαίσιο της οποίας η παρεχόμενη στους μαθητές εκπαίδευση είχε ως βάση της τα θρησκευτικά.

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «βλέπω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «βλέπω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
βλέπω, βλέπεις, βλέπει, βλέπουμε, βλέπετε, βλέπουν
Υποτακτική
να βλέπω, να βλέπεις, να βλέπει, να βλέπουμε, να βλέπετε, να βλέπουν
Προστακτική
β΄ ενικό: βλέπε – β΄ πληθυντικό: βλέπετε
Μετοχή
βλέποντας
 
Παρατατικός
Οριστική
έβλεπα, έβλεπες, έβλεπε, βλέπαμε, βλέπατε, έβλεπαν ή βλέπανε
 
Αόριστος
Οριστική
είδα, είδες, είδε, είδαμε, είδατε, είδαν ή είδανε
Υποτακτική
να δω, να δεις, να δει, να δούμε, να δείτε, να δουν ή να δούνε  
Προστακτική
β΄ ενικό: δες – β΄ πληθυντικό: δείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα βλέπω, θα βλέπεις, θα βλέπει, θα βλέπουμε, θα βλέπετε, θα βλέπουν
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα δω, θα δεις, θα δει, θα δούμε, θα δείτε, θα δουν ή θα δούνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω δει, θα έχεις δει, θα έχει δει, θα έχουμε δει, θα έχετε δει, θα έχουν δει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω δει, έχεις δει, έχει δει, έχουμε δει, έχετε δει, έχουν δει
Υποτακτική
να έχω δει, να έχεις δει, να έχει δει, να έχουμε δει, να έχετε δει, να έχουν δει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα δει, είχες δει, είχε δει, είχαμε δει, είχατε δει, είχαν(ε) δει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
βλέπομαι, βλέπεσαι, βλέπεται, βλεπόμαστε, βλέπεστε, βλέπονται 
Υποτακτική
να βλέπομαι, να βλέπεσαι, να βλέπεται, να βλεπόμαστε, να βλέπεστε, να βλέπονται 
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: βλέπεστε
Μετοχή
---
 
Παρατατικός
Οριστική
βλεπόμουν, βλεπόσουν, βλεπόταν, βλεπόμαστε, βλεπόσαστε, βλέπονταν
(& βλεπόμουνα, βλεπόσουνα, βλεπότανε)
 
Αόριστος
Οριστική
ειδώθηκα, ειδώθηκες, ειδώθηκε, ειδωθήκαμε, ειδωθήκατε, ειδώθηκαν ή ειδωθήκανε  
Υποτακτική
να ιδωθώ, να ιδωθείς, να ιδωθεί, να ιδωθούμε, να ιδωθείτε, να ιδωθούν
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: ιδωθείτε 
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα βλέπομαι, θα βλέπεσαι, θα βλέπεται, θα βλεπόμαστε, θα βλέπεστε, θα βλέπονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ιδωθώ, θα ιδωθείς, θα ιδωθεί, θα ιδωθούμε, θα ιδωθείτε, θα ιδωθούν
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω ιδωθεί, θα έχεις ιδωθεί, θα έχει ιδωθεί, θα έχουμε ιδωθεί, θα έχετε ιδωθεί, θα έχουν ιδωθεί 
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ιδωθεί, έχεις ιδωθεί, έχει ιδωθεί, έχουμε ιδωθεί, έχετε ιδωθεί, έχουν ιδωθεί
Υποτακτική
να έχω ιδωθεί, να έχεις ιδωθεί, να έχει ιδωθεί, να έχουμε ιδωθεί, να έχετε ιδωθεί, να έχουν ιδωθεί
Μετοχή
ιδωμένος, ιδωμένη, ιδωμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ιδωθεί, είχες ιδωθεί, είχε ιδωθεί, είχαμε ιδωθεί, είχατε ιδωθεί, είχαν(ε) ιδωθεί 
 
Σημειώσεις:
 
Τα κυριότερα ρήματα που δηλώνουν όραση είναι τα βλέπω και κοιτάζω. Το βλέπω είναι το λέξημα που εκφράζει γενικά ότι κάποιος έχει την ικανότητα της όρασης, ότι χωρίς συγκεκριμένο σκοπό ή πρόθεση ή ιδιαίτερη προσπάθεια χρησιμοποιεί την αίσθηση της όρασης. Αντίθετα, το κοιτάζω σημαίνει «στρέφω το βλέμμα μου για να δω», επομένως υπονοεί σκοπό. Έτσι, λέμε τον κοίταξε στα μάτια (όχι: τον είδε στα μάτια), αλλά τον είδε που έφυγε (όχι: τον κοίταξε που έφυγε).
Επιπλέον, μια σειρά άλλων ρημάτων συνδέονται με την όραση με διάφορους τρόπους. Με την έννοια του τρόπου με τον οποίο βλέπει κανείς είναι περισσότερο συνδεδεμένα τα θωρώ, ατενίζω, παρατηρώ, προσέχω, παρακολουθώ, διακρίνω και χαζεύω. Συγκεκριμένα, το λαϊκό θωρώ σημαίνει «στρέφω το βλέμμα μου για να δω». Το ατενίζω σημαίνει «καρφώνω και κρατώ το βλέμμα μου προσηλωμένο κάπου». Όταν αυτό γίνεται με κάποια προσπάθεια, δηλώνεται με το διακρίνω, ενώ όταν γίνεται με συγκέντρωση, προσοχή και σταδιακό τρόπο, δηλώνεται από τα ρήματα προσέχω, παρατηρώ και παρακολουθώ. Το χαζεύω δηλώνει σαφώς την απουσία συγκεκριμένου σκοπού.  
Τέλος, με την έννοια του τόπου συνδέονται περισσότερο τα αντικρίζω, αγναντεύω, επισκοπώ. Συγκεκριμένα, αν βλέπω απέναντι ή μπροστά μου, αν προσδιορίζεται δηλαδή ο συγκεκριμένος τόπος (ή κατεύθυνση), χρησιμοποιείται το αντικρίζω∙ αν βλέπω μακριά, σε απόσταση, τότε το αγναντεύω∙ και αν βλέπω από πάνω και εποπτεύω, τότε το επισκοπώ.
 
Πηγή σημειώσεων: Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό των δυσκολιών και των λαθών στη χρήση της ελληνικής, Κέντρο Λεξικολογίας.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...