Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «μιαίνω»
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
μιαίνω, μιαίνεις, μιαίνει, μιαίνομεν, μιαίνετε, μιαίνουσι(ν)
μιαίνω, μιαίνῃς, μιαίνῃ, μιαίνωμεν, μιαίνητε, μιαίνωσι(ν)
μιαίνοιμι, μιαίνοις, μιαίνοι, μιαίνοιμεν, μιαίνοιτε, μιαίνοιεν
Προστακτική
---, μίαινε, μιαινέτω, ---, μιαίνετε, μιαινόντων (ή μιαινέτωσαν)
Απαρέμφατο
μιαίνειν
Μετοχή
μιαίνων, μιαίνουσα, μιαῖνον
Παρατατικός
Οριστική
ἐμίαινον, ἐμίαινες, ἐμίαινε, ἐμιαίνομεν, ἐμιαίνετε, ἐμίαινον
Μέλλοντας
Οριστική
μιανῶ, μιανεῖς, μιανεῖ, μιανοῦμεν, μιανεῖτε, μιανοῦσι(ν)
μιανοῖμι, μιανοῖς, μιανοῖ, ή μιανοίην, μιανοίης, μιανοίη, μιανοῖμεν, μιανοῖτε, μιανοῖεν
μιανεῖν
μιανῶν, μιανοῦσα, μιανοῦν
Αόριστος
Οριστική
ἐμίανα, ἐμίανας, ἐμίανε(ν), ἐμιάναμεν, ἐμιάνατε, ἐμίαναν
μιάνω, μιάνῃς, μιάνῃ, μιάνωμεν, μιάνητε, μιάνωσι(ν)
μιάναιμι, μιάναις ή μιάνειας, μιάναι ή μιάνειε(ν), μιάναιμεν, μιάναιτε, μιάναιεν ή μιάνειαν
Προστακτική
---, μίανον, μιανάτω, ---, μιάνατε, μιανάντων (ή μιανάτωσαν)
Απαρέμφατο
μιᾶναι
μιάνας, μιάνασα, μιᾶναν
Παρακείμενος
Οριστική
μεμίαγκα, μεμίαγκας, μεμίαγκε, μεμιάγκαμεν, μεμιάγκατε, μεμιάγκασι(ν)
Υποτακτική
μεμιαγκώς- μεμιαγκυῖα- μεμιαγκός ὦ
μεμιαγκώς- μεμιαγκυῖα- μεμιαγκός ᾖς
μεμιαγκότες- μεμιαγκυῖαι- μεμιαγκότα ὦμεν
Ευκτική
μεμιαγκώς- μεμιαγκυῖα- μεμιαγκός εἴην
Προστακτική
---
μεμιαγκώς- μεμιαγκυῖα- μεμιαγκός ἴσθι
μεμιαγκότες- μεμιαγκυῖαι- μεμιαγκότα ἔστε
Απαρέμφατο
μεμιαγκέναι
Μετοχή
μεμιαγκώς- μεμιαγκυῖα- μεμιαγκός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἐμεμιάγκειν, ἐμεμιάγκεις, ἐμεμιάγκει, ἐμεμιάγκεμεν, ἐμεμιάγκετε, ἐμεμιάγκεσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
μιαίνομαι, μιαίνῃ ή μιαίνει, μιαίνεται, μιαινόμεθα, μιαίνεσθε, μιαίνονται
μιαίνωμαι, μιαίνῃ, μιαίνηται, μιαινώμεθα, μιαίνησθε, μιαίνωνται
μιαινοίμην, μιαίνοιο, μιαίνοιτο, μιαινοίμεθα, μιαίνοισθε, μιαίνοιντο
Προστακτική
---, μιαίνου, μιαινέσθω, ---, μιαίνεσθε, μιαινέσθων ή μιαινέσθωσαν
Απαρέμφατο
μιαίνεσθαι
Μετοχή
μιαινόμενος
μιαινομένη
μιαινόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐμιαινόμην, ἐμιαίνου, ἐμιαίνετο, ἐμιαινόμεθα, ἐμιαίνεσθε, ἐμιαίνοντο
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
μιανθήσομαι, μιανθήσῃ ή μιανθήσει, μιανθήσεται, μιανθησόμεθα, μιανθήσεσθε, μιανθήσονται
μιανθησοίμην, μιανθήσοιο, μιανθήσοιτο, μιανθησοίμεθα, μιανθήσοισθε, μιανθήσοιντο
Απαρέμφατο
μιανθήσεσθαι
Μετοχή
μιανθησόμενος
μιανθησομένη
μιανθησόμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐμιάνθην, ἐμιάνθης, ἐμιάνθη, ἐμιάνθημεν, ἐμιάνθητε, ἐμιάνθησαν
μιανθῶ, μιανθῇς, μιανθῇ, μιανθῶμεν, μιανθῆτε, μιανθῶσι(ν)
μιανθείην, μιανθείης, μιανθείη, μιανθείημεν ή μιανθεῖμεν, μιανθείητε ή μιανθεῖτε, μιανθείησαν ή μιανθεῖεν
---, μιάνθητι, μιανθήτω, ---, μιάνθητε, μιανθέντων ή μιανθήτωσαν
Απαρέμφατο
μιανθῆναι
μιανθείς
μιανθεῖσα
Παρακείμενος
Οριστική
μεμίασμαι, μεμίανσαι, μεμίανται, μεμιάσμεθα, μεμίανθε, μεμιασμένοι εἰσί(ν)
Υποτακτική
μεμιασμένος- μεμιασμένη- μεμιασμένον ὦ
μεμιασμένος- μεμιασμένη- μεμιασμένον ᾖς
μεμιασμένοι- μεμιασμέναι- μεμιασμένα ὦμεν
Ευκτική
μεμιασμένος- μεμιασμένη- μεμιασμένον εἴην
Προστακτική
---, μεμίανσο, μεμιάνθω, --- μεμίανθε, μεμιάνθων ή μεμιάνθωσαν
Απαρέμφατο
μεμιάνθαι
Μετοχή
μεμιασμένος,
μεμιασμένη,
μεμιασμένον
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου